Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

«Το Μεγάλο Δείπνο και η Νέα Διαθήκη της Σωτηρίας» - Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

 

«Το Μεγάλο Δείπνο και η Νέα Διαθήκη της Σωτηρίας»

 (Λουκάς 14:16-24)

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Την δεύτερη Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα —την Κυριακή των Προπατόρων— η Εκκλησία μάς προσκαλεί να ακούσουμε την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Η παραβολική αυτή ιστορία είναι μία πρόσκληση ζωής, ένα κάλεσμα αγάπης, και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση της ευθύνης του ανθρώπου να ανταποκριθεί στο γεγονός της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς τοποθετεί την περικοπή αυτή σε ένα δείπνο Φαρισαίου άρχοντος, σε κάποια πόλη της Ιουδαίας, καθώς ο Ιησούς πορευόταν προς την Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Κύριος, προσκεκλημένος σε Δείπνο Σαββάτου, απευθύνει την διδασκαλία Του στους υπερήφανους Φαρισαίους. Οι συνδαιτυμόνες του ήταν άνθρωποι του Νόμου, “οι πρώτοι” του Ισραήλ, αυτοί που θεωρούσαν ότι είχαν εξασφαλισμένη τη θέση τους στη βασιλεία του Θεού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Χριστός διηγείται την παραβολή, όχι για να τους προσβάλει, αλλά για να τους καλέσει σε μετάνοια, δείχνοντάς τους πως η σωτηρία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο συγκεκριμένης ομάδας, αλλά πρόσκληση ανοιχτή σε όλους.

Ο Κύριος παρομοιάζει την Βασιλεία Του με ένα μεγάλο δείπνο στο οποίο καλούνται πολλοί. Όταν όμως ήρθε η ώρα, οι καλεσμένοι αρνήθηκαν με ανόητες προφάσεις: άλλος είχε αγοράσει χωράφι, άλλος βόδια, άλλος είχε νυμφευθεί γυναίκα. Τότε ο οικοδεσπότης —εικόνα του Θεού Πατέρα— κάλεσε άλλους: τους φτωχούς, τους τυφλούς, τους χωλούς και τους περιφρονημένους. Έτσι ο οίκος Του γέμισε, διότι το σχέδιό Του δεν ματαιώνεται ποτέ.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν σ’ αυτή την παραβολή μια προτύπωση της Θείας Ευχαριστίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι όποιος προφασίζεται δικαιολογίες και δεν συμμετέχει στην θεία Ευχαριστία, αρνείται τη συμμετοχή στην Βασιλεία. Ο Μέγας Βασίλειος υπογραμμίζει ότι η ανταπόκριση στο κάλεσμα του Θεού δεν καθορίζεται από την ανθρώπινη καταγωγή ή την εξωτερική ευσεβή συμπεριφορά, αλλά από την ειλικρίνεια και καθαρότητα της καρδιάς. Ο Χριστός προσκαλεί όλους, αλλά περιμένει και τη δική μας έμπρακτη συγκατάθεση.

Η Εκκλησία μας συνδέει τη συγκεκριμένη παραβολή με την Κυριακή των Προπατόρων, διότι τότε προβάλλεται η μνήμη του Αβραάμ — του ανθρώπου με τον οποίο ο Θεός συνήψε Διαθήκη. Εκείνη η Διαθήκη επικυρώθηκε με το αίμα αμνών. Όταν όμως “ήλθε το πλήρωμα του χρόνου”, ο ίδιος ο Θεός σαρκώθηκε, και με το αίμα Του εγκαινίασε τη Νέα, αιώνια Διαθήκη. Δεν την έκανε πλέον με έναν άνθρωπο, αλλά με όλον τον λαό Του, την Εκκλησία. Αντίθετα με το Σινά όπου ο λαός στεκόταν μακριά από τον ιερό τόπο, τώρα ο Χριστός μάς πλησιάζει, μάς ονομάζει φίλους και αδελφούς, και μάς καλεί να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι μαζί Του.

Η Θεία Ευχαριστία, λοιπόν, είναι η Νέα Διαθήκη. Εκεί ο Μέγας Αρχιερέας Χριστός προσφέρει και προσφέρεται υπέρ της σωτηρίας όλων και όλοι εμείς κυκλώνουμε το τραπέζι της θυσίας συμμετέχοντες στο Μυστήριο της Καινής Ζωής. Ο Χριστός δεν θέλει απλώς να μάς καλέσει· θεωρεί τη συμμετοχή στο χαρμόσυνο Δείπνο Του απαραίτητη για τη σωτηρία μας. Αν δεν ανταποκριθούμε, ο Θεός θα καλέσει άλλους· γιατί το τραπέζι της βασιλείας Του δεν θα μείνει άδειο, αλλά θα γεμίσει από όσους Τον αγαπούν πραγματικά. Όπως αναφέρει η παραβολή: “Ἔτι τόπος ἐστίν” — υπάρχει ακόμη χώρος, υπάρχει ακόμη ελπίδα.

Αυτό ακριβώς θυμίζει αύριο η Εκκλησία: το δώρο της Ευχαριστίας, τη συμμετοχή μας στη Νέα Διαθήκη. Όποιος απορρίπτει την πρόσκληση, αρνείται τον ίδιο τον Χριστό. Όποιος όμως την αποδέχεται, προγεύεται τη χαρά του Παραδείσου, τη συνάντηση με τον Θεό της αγάπης.

Και καθώς πλησιάζουμε στα Χριστούγεννα, η παραβολή αυτή αποκτά βαθύτερο νόημα. Ο Θεός ετοιμάζει το “Δείπνο” της σωτηρίας και στρώνει το τραπέζι της αγάπης Του στη Βηθλεέμ. Εκεί όπου δεν υπήρχε τόπος φιλοξενίας στο πανδοχείο, γεννήθηκε Εκείνος που προσφέρει τόπο σωτηρίας σε όλους. Ας δεχθούμε λοιπόν την πρόσκληση. Ας προσεγγίσουμε με πίστη και ευγνωμοσύνη το Δείπνο της Βασιλείας. Γιατί μόνο έτσι η Γέννηση του Χριστού θα γίνει μέσα μας ζωντανή πραγματικότητα, και η χαρά των Χριστουγέννων θα είναι ευφρόσυνη και αληθινή.

***

The Great Banquet and the New Covenant of Salvation (Luke 14:16–24)

On the second Sunday before Christmas — the Sunday of the Forefathers — the Church invites us to listen to the Parable of the Great Banquet. This parable is a call to life, a summons of divine love, and at the same time a reminder of humanity’s responsibility to respond to the salvation offered by Christ.

The Evangelist Luke places this episode at a dinner in the house of a Pharisee leader, somewhere in the region of Judea, as Jesus was making His way toward Jerusalem. There, being invited to a Sabbath meal, the Lord directs His teaching to the proud Pharisees. His fellow guests were men of the Law, the “first ones” of Israel, those who believed they held a guaranteed place in the Kingdom of God. Within this setting, Christ shares the parable not to offend them, but to call them to repentance, revealing that salvation is not the privilege of a single group but an open invitation to all.

The Lord likens His Kingdom to a great banquet to which many are invited. Yet when the time came, the invited guests began to make excuses: one had bought a field, another oxen, and another had just married a wife. The host — a figure of God the Father — then invited others: the poor, the blind, the lame, and the outcast. Thus, his house was filled, for the divine plan is never thwarted.

The Fathers of the Church interpret this parable as a prefiguration of the Holy Eucharist. Saint John Chrysostom notes that whoever makes excuses and does not participate in the Divine Liturgy denies entry into the Kingdom. Saint Basil the Great emphasizes that one’s response to God’s call does not depend on human lineage or outward piety but on the sincerity and purity of the heart. Christ invites all, yet He awaits our willing response in deed and faith.

The Church connects this parable with the Sunday of the Forefathers because it commemorates Abraham — the man with whom God established His first Covenant. That Covenant was sealed with the blood of lambs. But when “the fullness of time” came, God Himself took flesh and, through His own blood, inaugurated the New and eternal Covenant. This time it was not made with one man but with His entire people — the Church. Unlike Mount Sinai, where the people stood afar off, Christ now draws near, calling us friends and brethren, and inviting us to sit at His table.

The Holy Eucharist, therefore, is the New Covenant. There, the Great High Priest, Christ Himself, offers and is offered for the salvation of all, and we gather around the table of sacrifice, partaking in the Mystery of New Life. Christ does not merely extend an invitation; He deems participation in His joyful Banquet essential for our salvation. If we ignore the call, God will invite others, for the table of His Kingdom will not remain empty — it will be filled with those who truly love Him. As the parable declares: “There is still room” — there is still space, still hope.

This is precisely what the Church reminds us of tomorrow: the gift of the Eucharist, our participation in the New Covenant. Whoever rejects the invitation rejects Christ Himself. But whoever accepts it tastes in advance the joy of Paradise — the encounter with the God of love.

As we draw nearer to Christmas, this parable gains deeper meaning. God prepares the Banquet of salvation and sets the table of His love in Bethlehem. There, where there was no room for Him in the inn, the One who offers a place of eternal rest to all was born. Let us, then, accept the invitation. Let us approach the Banquet of the Kingdom with faith and gratitude. For only then will the Nativity of Christ become a living reality within us, and the joy of Christmas a genuine and radiant celebration.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: