Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Τα χριστόψωμα και τα φαγητά των Χριστουγέννων.

 

Τα χριστόψωμα και τα φαγητά των Χριστουγέννων.

Οι νοικοκυρές σε όλη την Ερυθραία ετοίμαζαν χριστόψωμα με πολλά χάρτζα (υλικά), στολισμένα με ξηρούς καρπούς.

Το χριστόψωμο είναι η ευλογημένη βασική τροφή της οικογένειας, ένα ειδικά ζυμωμένο ιερό ψωμί, όπως ο άρτος στους αρχαίους Έλληνες. Το τζύμωμα γίνεται τις παραμονές με εξαιρετικά και πλούσια υλικά, ασυνήθιστα τον άλλο καιρό στην παρασκευή των καθημερινών ψωμιών. Ο στολισμός είναι καλλιτεχνικός, ξεχωριστός, υστερεί μόνο από τα γαμήλια ψωμιά σε πλούτο σχεδίων.

Τα υλικά για το ειδικό αυτό ψωμί διαφέρουν ελαφρώς από τόπο σε τόπο. Στα Βουρλά είναι φτάζυμο, ζυμωμένο εφτά φορές, με μαγιά του ροβιθιού, αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, κανέλα και μοσκοκάρυδο. Μόλις βγει απ’ το φούρνο, το μπουσκιουρντίζουν (ψεκάζουν) με ροδόνερο και το κουκκίζουν (πασπαλίζουν) με ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στα Αλάτσατα τα χριστόψωμα τα ζύμωναν με γλυκάνισο και μαστίχι και τα κούκκιζαν με μπόλικο σουσάμι, για να ‘ναι μπόλικα και χαϊρλούδικα τα μαξούλια (σοδειές). Οι Σιβρισαριανές έφτιαχναν πολλά χριστόψωμα με πλούσια χάρτζα, μικρά για τα παιδιά και μεγαλύτερα για τ’ απλοχερίσματα συγγενών, γειτόνων και φίλων.

Σε όλα τα μέρη βάζουν στη μέση του χριστόψωμου ένα μεγάλο ζυμαρένιο σταυρό και πέντε καρύδια ή μύγδαλα ολόκληρα καρφώνονται στις κεραίες του, ως συμβολική προσφορά καρπών. Άλλοι με εκκλησιαστικές σφραΐδες σφραγίζουν ή τα τέταρτα ή το κέντρο του σταυρού. Κεντούν τα χάρτζα (αυτοσχέδια ζυμαρένια πλουμιά) στην υπόλοιπη επιφάνεια με ψαλίδι, πιρούνι, καινούργιο διαλυστήρι (χτένα), ειδικό τσιμπιδάκι, αλλά και με του πριναριού τη δαχτυλήθρα (την κάψα του βελανιδιού). Αλλού (Μελί, Λεθρί) κάρφωναν στο κέντρο του σταυρού ελιάς κλωνάρι.

Ο κύρης (αφέντης) κάθε σπιτιού ευλογεί το χριστόψωμο, σταυρώνοντάς το τρεις φορές, όπως την αηβασιλιάτικη πίτα, και το κόβει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Στο Μελί των Καράμπουρνων έφτιαχναν τα κολλίκια, ένα είδος κουλουριών σε σχήμα σπείρας (λαβυρίνθου), στολισμένα με καρύδια, μύγδαλα και σουσάμι. Μικρά κολλίκια έδιναν στα παιδιά που συχνά τραγουδούσαν:

Βρέχει, βρέχει και χιονίτζει

κι η μανή μου κοσκινίτζει
και μου κάμει μια κολλίκα
σαν του πάππου τη σαρίκα.

(Μανή: γιαγιά, σαρίκα: αντρικό κεφαλόδεμα σαν σαρίκι, που δένεται κουλουριαστά στο κεφάλι).

Μια μεάλη κολλίκα λειτρηγιόταν στην εκκλησιά και τη φυλούσαν στα ‘κονίσματα, τρώγοντας μια μπουκιά κάθε πρωί. Γνωστή είναι, εξάλλου, και η φράση «ούτ’ αντίντερο δεν ήβαλα σήμερα στο στόμα μου» που πολλοί Ερυθραιώτες λένε ακόμη.

Τω Χριστουγέννω τα φαγιά.

Τα βασικά χριστουγεννιάτικα φαγητά είναι κυρίως ο πετεινός κι η όρνιθα (γιομιστά και πιο συχνά σούπα) και πολύ λιγότερο το αρνίσιο ή βοδινό κρέας. Το ψήσιμο του διάνου (γαλοπούλας), ως ευρωπαϊκό έθιμο, ήταν ξένο κι άγνωστο στους Ερυθραιώτες, παρόλο που το γνώριζαν πολλοί δυτικομαθημένοι Σμυρνιοί.

Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πλούσιο, αλλά υστερούσε από το αηβασιλειάτικο. Σε ολόκληρες περιφέρειες (Τσεσμές, Βουρλά κ.ά.), το κύριο φαγητό ήταν αβγοκομμένη σούπα για (ή) με όρνιθα για με κριάσι. Στο Ρεΐσντερε έφτιαχναν επίσης λαχανοντορμάδες με κατσικερνό κιγμά (τα φύλλα του λάχανου συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού) και μπουρέκια με λογιώ λογιώ χόρτα. Αλλού, έτρωγαν ρύζι ή μπλιγούρι πιλάβι με το κριγιάσι. Στο Σιβρισάρι, που ‘χε ολόγυρα πολλά βουνά, παγανιές από αβτζήδες (ομάδες κυνηγών), μέρες πριν από τις σκόλες, κυνηγούσαν τα ντομούζια (αγριογούρουνα). Το κρέας τους είναι ιδιαιτέρως νόστιμο και για το αντέτι ήταν απαραίτητη η κατανάλωσή του στις γιορτές, όχι όμως ανήμερα Χριστούγεννα. Λόγω της συμβίωσης με τους Μουσουλμάνους που αποφεύγουν το χοιρινό κρέας, γουρούνια έσφαζαν μόνο σε λίγα μέρη, αμιγώς ελληνικά (Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά κ. ά), και περνούσαν με το κρέας τους, τσιγαριστό ή φρέσκο, από το Δωδεκάμερο ως τις Απόκριες.

Στα Βουρλά, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τσι καβουρμάδες. Τσιγάριζαν αρνίσο για νταναδίσο (μοσχαρίσιο) κριάσι με κρομμύδια και μυρουδικά και το διατηρούσαν σε κουμνιά (πιθαράκια) καλυμμένο μέσα στη γλίνα του (λίπος). Σ’ άλλα μέρη έκαναν καβρουμά με τηγανητό χοιρινό, κρομμύδια και σάλτσα. Κεσκέκι (κεσκέσι ή κιοσκέκι, πολύ νόστιμο κι εύπεπτο φαΐ με μπλιγούρι και γλινερό κρέας) ή πιλάβι ή ροβίθια με τον καβρουμά έφτιαχναν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες για συχώριο των απεθαμένωνε και το έστελναν στους φτωχούς για ψυχικό.

Οι χλιμμένοι (πενθούντες) επίσης δεν γιόρταζαν ούτε έκαναν καμιά γιορτινή προετοιμασία, όπως τα άλλα σπίτια. Γι’ αυτούς φρόντιζαν οι συγγενείς, οι γείτονες κι οι φίλοι να μη τους λείψει τίποτε χρονιάρες μέρες.

Γλυκά πολλά δεν έχει το ερυθραιώτικο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στη Δυτική Ερυθραία (Αλάτσατα, Λεθρί, Τσεσμέ κ.ά.) έφτιαχναν για το καλό λίγα αβγουλένια ή αβγοκαλάμαρα ή ψαθούρια (δίπλες). Αν κάποιος γιόρταζε το όνομά του (Χριστάκης, Χρουσώ, Μανόλης, Στεφανής), τότε έφτιαχναν και κάποιο γλυκό του ταψού, συνήθως καρυδόπιτα ή μπακλαβού. Στα χαιρέτια (ονομαστικές γιορτές) τω Δωδεκάμερω, οι Βουρλιωτίνες ητρατέρνανε επίσης αμυγδαλωτά σε σχήμα αχλαδάτο.

Τα Χρουστούεννα ήταν μεγάλη γιορτή με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο κόσμος ηνυχτερεύγανε (αγρυπνούσαν) και πήγαιναν στη θεία λειτουργία γύρω στις 2 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα της παραμονής σε μερικά μέρη (Βουρλά, Σιβρισάρι) ηπερνούσε για ο καντηλάφτης για ο πασβάντης κι ηχτύπαε με τη νταγιάκα του τσι πόρτες σε ούλα τα σπίτια τω Χριστιανώνε, για να τσι αβιζάρει (ειδοποιήσει) για τη λουτουργιά. Σποραδικά, παράλληλα με τις καμπάνες, ακούγονταν και κουρσουμιές (πυροβολισμοί). Στην εκκλησιά πήγαιναν κυρίως οι άντροι κι όσοι θε’ να ματαλάβουνε, καλοφορεμένοι, αλλαμμένοι, τυποδεμένοι και σισταρισμένοι (καλοντυμένοι, περιποιημένοι), γαρμπόζοι (κομψοί) με τα καλά σαρβάρια τως, ντιλικάτοι και ζαρίφηδοι (αρχοντικοί). ‘Πολούτουργα ηπαίρνανε αντίντερο κι ηγιαγέρνανε στο σπίτι, όπου τους περίμεναν οι γυναίκες, ετοιμάζοντας τα σκολιανά φαγιά.

Η γιορτή των Χριστουγέννων ήταν τριήμερη και οικογενειακή, καταπώς το λέει κι η παροιμία «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», που δηλώνει χαρακτηριστικά πόσο διαρκεί η κάθε γιορτή. Τα Γέννα, λοιπόν, περιλαμβάνουν και τσι γιορτές τ’ Άη-Μανολιού και τ’ Άη-Στεφάνου, που θεωρούνται μεάλες σκόλες.

Χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα Χρουστούεννα, τ’ Άη-Βασιλειού και τω Λόφωτω παντού ήκουες να χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είχαν θέση σε τούτες τις Καλές Μέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: