Οι «καλλικέλαδοι καθοδηγητές» στον χώρο της
Εκκλησίας
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Στην ιστορία της Εκκλησίας, από τους πρώτους
αιώνες έως και σήμερα, υπήρξαν πάντοτε άνθρωποι που διέθεταν ξεχωριστή δύναμη
στον λόγο και οξυδέρκεια στη σκέψη. Ο Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος (10
Δεκεμβρίου) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα· άνθρωπος μορφωμένος, με
χαρισματική ρητορική ικανότητα, που μπορούσε να συγκινεί, να εμπνέει και να
καθοδηγεί. Όταν όμως ένα τέτοιο χάρισμα δεν συνοδεύεται από ταπείνωση και
πνευματική καθαρότητα, τότε μπορεί εύκολα να μετατραπεί από ευλογία σε
πειρασμό. Ο λόγος παύει τότε να αποτελεί εργαλείο αληθείας και γίνεται μέσο
επιρροής, χειραγώγησης και διχασμού.
Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας συναντώνται πάντοτε άνθρωποι με χαρίσματα. Κάποιοι προσφέρουν με αγνότητα, παραμένοντας “σιωπηλοί” εργάτες της ειρήνης, ενώ άλλοι, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν, χρησιμοποιούν το δώρο του λόγου για να επιβληθούν ή να ικανοποιήσουν εσωτερικές ανασφάλειες. Από ψυχολογικής πλευράς, τέτοια άτομα συνήθως νιώθουν βαθιά την ανάγκη να συνδεθούν με μια ισχυρή εκκλησιαστική μορφή, ώστε να αντλήσουν αυτοεκτίμηση και αναγνώριση.
Η θεολογική παράδοση αντιμετωπίζει τέτοια
φαινόμενα με διάκριση και σύνεση. Ο Θεός προσφέρει τα χαρίσματα, αλλά ο
άνθρωπος καλείται να τα διαχειριστεί με ταπείνωση και πάντοτε για το καλό και
την ενότητα του Εκκλησιαστικού σώματος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν
ότι ο λόγος, αν δεν φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μπορεί να γίνει όπλο του
εγωισμού. Όταν κάποιος δένεται υπερβολικά με την εξουσία ή επιδιώκει, σύμφωνα
με την δική του ατζέντα, να κατευθύνει τις αποφάσεις της εκκλησιαστικής
ηγεσίας, τότε, χωρίς να το καταλάβει, αλλοιώνει την αυθεντικότητα και τη
διαφάνεια του εκκλησιαστικού έργου. Όταν η ανθρώπινη πονηρή φωνή υπερισχύσει
της φωνής της αληθείας, τότε το σώμα της Εκκλησίας αρχίζει να δοκιμάζεται.
Από κοινωνιολογική άποψη, τέτοιοι άνθρωποι
λειτουργούν συχνά ως “διαμορφωτές γνώμης” μέσα στις κοινότητες. Διαθέτουν
επικοινωνιακές ικανότητες, πείθουν, εμπνέουν και οργανώνουν, κι έτσι βρίσκουν
πρόθυμο ακροατήριο. Αν η πρόθεσή τους είναι αγνή, γίνονται φορείς ενότητας και
ειρήνης. Αν όμως ο νους είναι σκοτισμένος από τα πάθη και τα απωθημένα τότε οι
συνεχείς υπαινιγμοί, οι διακριτικές συμβουλευτικές υποδείξεις και η “οικοδόμηση
εμπιστοσύνης” με σκοπό την επιρροή οδηγούν σταδιακά σε καταστάσεις όπου ο εκκλησιαστικός
ηγέτης, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ακούει περισσότερο τη φωνή του “καθοδηγητή”
παρά τη φωνή της λογικής και της σύνεσης.
Αρκετοί ίσως θεωρούν πως τέτοια φαινόμενα
αποτελούν φυσικό μέρος κάθε συλλογικής ζωής, αφού κάθε κοινότητα περιλαμβάνει
πρόσωπα με ηγετικές τάσεις και επιρροή. Η διαφορά όμως μέσα στην Εκκλησία είναι
ότι ο σκοπός δεν είναι η κυριαρχία αλλά η διακονία. Εκεί κάθε χάρισμα οφείλει
να υπηρετεί την αγάπη και το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας και όχι την
αυτοπροβολή. Όποιος προσπαθεί να “διοικεί” μέσα από το παρασκήνιο, χάνει την
ουσία της πνευματικής του αποστολής. Το αληθινό έργο του εκκλησιαστικού
ανθρώπου είναι η ανιδιοτελής προσφορά και η καθοδήγηση με ταπείνωση και
πραότητα, όχι η αγωνία για έλεγχο και δύναμη.
Σε κάθε εποχή, λοιπόν, συναντάμε “καλλικέλαδους”
λόγους — μερικούς που παρηγορούν, άλλους που κολακεύουν, άλλους που
δηλητηριάζουν. Ο καθένας μας καλείται να διακρίνει σε ποιά φωνή δίνει προσοχή
και ποιά πρόθεση υπηρετεί ο ίδιος. Το χάρισμα του λόγου είναι δώρο θεόσδοτο· η
ευθύνη, όμως, βαραίνει εξίσου τον κάτοχό του και τον ακροατή. Αν ο λόγος
υπηρετεί την αλήθεια, γίνεται δρόμος ειρήνης. Αν υπηρετεί την κενοδοξία,
μετατρέπεται σε ψίθυρο που διασπά την ενότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, το
στόμα αποκαλύπτει την ψυχή — την ψυχή που είτε δοξάζει τον Δημιουργό είτε
προβάλλει τον εμπαθή εγωιστικό εαυτό της.
***
"The
‘Eloquent Guides’ within the Church"
Throughout the
history of the Church, from the earliest centuries up to the present, there
have always been people endowed with remarkable power of speech and sharpness
of mind. Saint Menas the Kallikelados (celebrated on December 10) is a
characteristic example — a learned man, blessed with the gift of eloquence,
whose words could move, inspire, and lead. Yet when such a gift is not
accompanied by humility and spiritual purity, it can easily turn from a
blessing into a temptation. The spoken word then ceases to serve as a vehicle
of truth and becomes a tool of influence, manipulation, and division.
Within the life
of the Church, there are always individuals with gifted abilities. Some offer
their talents with sincerity, remaining “silent” workers of peace, while others
— often without realizing it — use their verbal gifts to assert themselves or
to ease inner insecurities. From a psychological point of view, such people
often feel a deep need to attach themselves to a strong ecclesiastical figure,
seeking validation and a sense of self-worth. This attachment may arise from
fear of obscurity or from unfulfilled ambitions that find expression in a
setting where speech carries moral and authoritative weight. Thus, the noble
longing for ministry may quietly transform into a desire for control.
The theological
tradition views such phenomena with discernment and prudence. God grants gifts,
but the person is called to handle them with humility and always for the good
and unity of the ecclesiastical body. The Fathers of the Church emphasize that
speech, if not illuminated by the Holy Spirit, may become an instrument of
pride. When someone becomes overly attached to power or seeks, according to
their own agenda, to direct the decisions of ecclesiastical leadership, they
unknowingly distort the authenticity and transparency of the Church’s mission.
When the cunning human voice overcomes the voice of truth, the body of the
Church begins to struggle.
From a
sociological standpoint, such individuals often act as “opinion shapers” within
communities. They possess communication skills, persuade, inspire, and organize
— and thus always find an audience. If their intentions are pure, they become
agents of unity and peace. But when the mind is darkened by passion or
resentment, constant insinuations, subtle advisory suggestions, and
“trust-building” meant to manipulate gradually lead to situations in which the
Church leader, without realizing it, listens to the voice of the “guide” more
than the voice of reason and prudence.
Many may
consider such occurrences a natural feature of community life, since every
group includes people with leadership tendencies and influence. Yet the
difference within the Church lies in purpose: here the aim is not domination
but service. Every gift must serve love and the reality of salvation in Christ
— not self-promotion. Whoever strives to “govern” from behind the scenes loses
the essence of their spiritual mission. The true work of the Church person is
selfless service and guidance marked by humility and gentleness, not the
anxious pursuit of control and authority.
In every age,
then, we encounter “eloquent” voices — some that console, others that flatter,
others that poison. Each of us is called to discern which voice we heed and
what motive we serve ourselves. The gift of speech is divinely bestowed, yet
responsibility rests equally upon the speaker and the listener. If speech
serves truth, it becomes a path of peace. If it serves vanity, it turns into a
whisper that fractures unity. In both cases, the mouth reveals the soul — the
soul that either glorifies the Creator or magnifies the self-centered and
passion-driven ego.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου