Η νηστεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πράξη
μετανοίας
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Η νηστεία
στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πράξη μετανοίας, όχι απλώς ένα ηθικό καθήκον ή μία
εξωτερική συνήθεια. Δεν πρόκειται για την επιλογή ανάμεσα σε δύο άκρα — δηλαδή,
είτε αυστηρή αποχή από τροφές είτε αποκλειστικά πνευματική εστίαση στην
προσευχή και την ελεημοσύνη. Η αληθινή νηστεία συνδυάζει όλα αυτά, αφού μόνο
έτσι εκφράζεται η ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, σώματος και ψυχής, πράξεως
και προθέσεως.
Η μετάνοια είναι ο θεμέλιος λίθος κάθε πνευματικής
άσκησης. Δεν εξαντλείται σε ένα συναίσθημα ενοχής, αλλά σημαίνει αλλαγή νου και
τρόπου ζωής, επαναπροσανατολισμό προς τον Θεό. Χωρίς μετάνοια, η νηστεία χάνει
το νόημά της και μένει ένα άδειο περίβλημα· όταν όμως συνοδεύεται από
πνευματικό αγώνα, αποκτά ζωή και δύναμη. Ο Κύριος δεν καθιέρωσε τη νηστεία για
να μας επιβάλει στέρηση, αλλά για να μας οδηγήσει σε εσωτερική ανακαίνιση.
Γι’ αυτό στην Εκκλησία, όταν μιλάμε για νηστεία, εννοούμε ένα ενιαίο βίωμα που περιλαμβάνει προσευχή, ελεημοσύνη, συγχώρηση και εγκράτεια. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπενθυμίζει: «Νηστεύεις; Δείξε το με τα έργα σου· αν δεις φτωχό, ευσπλαχνίσου, αν δεις εχθρό, συμφιλιώσου». Η νηστεία χωρίς αυτά είναι όπως ένα σώμα χωρίς ψυχή.
Ωστόσο, υπάρχει και μία άλλη παρερμηνεία: να
υποτιμούμε τη σωματική διάσταση της νηστείας και να θεωρούμε ότι “δεν έχει
σημασία τι τρώμε”, αρκεί να προσευχόμαστε και να αγαπάμε. Μία τέτοια
προσέγγιση, όμως, παραβλέπει ότι ο δρόμος προς την πνευματική καθαρότητα περνά
και μέσα από την εγκράτεια των αισθήσεων και του σώματος. Η τήρηση των νηστειών
του έτους δεν είναι μια τυπική πράξη αλλά ένα σχολείο αυτοπειθαρχίας,
ταπείνωσης και υπακοής.
Η Εκκλησία μάς καλεί να νηστεύουμε από τα φαγητά
ως τρόπο συμμετοχής σε ένα ευρύτερο πνευματικό αγώνισμα. Η νηστεία από τροφές
λειτουργεί ως σύμβολο της εσωτερικής αποκοπής από κάθε τι που μας κρατά
δέσμιους στα πάθη. Όπως το σώμα καθαίρεται από την υπερβολή, έτσι και η ψυχή
καθαρίζεται από την αμαρτία. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο· η σωματική
νηστεία χωρίς προσευχή γίνεται δίαιτα, αλλά και η “πνευματική” νηστεία χωρίς
εγκράτεια μετατρέπεται σε αφηρημένο ιδεολογικό σχήμα.
Η αληθινή νηστεία, λοιπόν, είναι μία καθημερινή
πρακτική επιστροφής στον Θεό, μια πράξη ολοκληρωμένης μετανοίας. Μας καλεί να
προσέχουμε τόσο τι τρώμε όσο και τι σκεφτόμαστε, τι λέμε και πώς αγαπάμε. Είναι
μία πορεία καθαρότητας και ανασύνθεσης, όπου ο άνθρωπος –μέσα από μικρές
πράξεις εγκράτειας, προσευχής και αγάπης– ξαναβρίσκει τη ζωή της ελευθερίας και
το φως της χάριτος.
***
Fasting in the
Orthodox Church is an act of repentance, not merely a moral duty or an external
habit. It is not a choice between two extremes — either strict abstinence from
food or an exclusively spiritual focus on prayer and charity. True fasting
unites all these elements, for only then is the unity of human existence
expressed — body and soul, action and intention.
Repentance is
the cornerstone of every spiritual exercise. It is not limited to a feeling of
guilt, but signifies a change of heart and way of life, a reorientation toward
God. Without repentance, fasting loses its meaning and becomes an empty shell;
but when accompanied by spiritual struggle, it gains life and power. The Lord
did not establish fasting to impose deprivation on us but to lead us to inner
renewal.
That is why, in
the Church, when we speak of fasting, we mean an integrated experience that
includes prayer, almsgiving, forgiveness, and self-restraint. Saint John
Chrysostom reminds us: “Do you fast? Show it through your works; if you see a
poor person, have mercy; if you see your enemy, be reconciled.” Fasting without
these is like a body without a soul.
Yet there is
another misunderstanding: to undervalue the physical dimension of fasting and
believe that “it does not matter what we eat” as long as we pray and love. Such
an approach overlooks the fact that the path to spiritual purity also passes
through discipline of the senses and the body. Observing the fasts of the
Church year is not a mere formality but a school of self-control, humility, and
obedience.
The Church
calls us to abstain from certain foods as a way of participating in a wider
spiritual endeavor. Fasting from food becomes a symbol of inner detachment from
whatever keeps us enslaved to passions. As the body is purified from excess, so
the soul is cleansed from sin. One cannot exist without the other: bodily
fasting without prayer becomes mere dieting, while “spiritual” fasting without
self-restraint dissolves into abstract idealism.
True fasting, then, is a daily practice of returning to God — an act of complete repentance. It calls us to be mindful not only of what we eat but also of what we think, what we say, and how we love. It is a journey of purification and restoration, through which the human being — by small acts of restraint, prayer, and compassion — rediscovers the life of freedom and the light of divine grace.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου