Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ - Παναγιώτης Σ. Μαρτίνης


 Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» 
(Ματθ. κστ΄,49)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Η ι­στο­ρί­α α­πό τα αρ­χαί­α χρό­νια έ­χει κα­τα­γρά­ψει πολ­λές προ­δο­σί­ες. Εν­δει­κτι­κά θ΄ α­να­φέ­ρου­με, ί­σως, τις πιο γνω­στές:
Στις 25 Μαρ­τί­ου του 44 π.Χ. ο Λεύ­κιος Βρού­τος η­γεί­ται της δο­λο­φο­νί­ας του συ­νερ­γά­τη του Ιου­λί­ου Καί­σα­ρα. Κα­τά τον Σου­η­τώ­νιο, ό­ταν ο Ιού­λιος Καί­σαρ εί­δε τον Βρού­το με­τα­ξύ των συ­νω­μο­τών του εί­πε στα ελ­λη­νι­κά «Και συ τέ­κνον;».
Το 480 π.Χ. στη μά­χη των Θερ­μο­πυ­λών, ο Ε­φιάλ­της α­νέ­λα­βε να ο­δη­γή­σει τους Πέρ­σες, α­πό μί­α στε­νή διά­βα­ση, ε­να­ντί­ον των Σπαρ­τια­τών του Λε­ω­νί­δα κι έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως πα­ροι­μιώ­δης προ­δό­της. Το 1803 μ.Χ. ο Σου­λιώ­της πο­λε­μι­στής Πή­λιος Γού­σης, κα­τά τον ι­στο­ρι­κό Χ. Περ­ραι­βό, υ­πέ­δει­ξε στους Τουρ­καλ­βα­νούς του Α­λή Πα­σά έ­να α­φύ­λα­κτο μο­νο­πά­τι που ο­δη­γού­σε στο Κού­γκι κι έ­τσι συ­νε­τέ­λε­σε στο γνω­στό ο­λο­καύ­τω­μά του.
Τέ­λος, θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς ως προ­δο­σί­α την βί­αι­η α­πο­μά­κρυν­ση του Πα­τριάρ­χη Φω­τί­ου α­πό τον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο α­πό το μα­θη­τή του Λέ­ο­ντα ΣΤ΄ το σο­φό, α­μέ­σως μό­λις ο τε­λευ­ταί­ος στέ­φτη­κε  αυ­το­κρά­το­ρας το 886 μ.Χ. Ο Φώ­τιος πέ­θα­νε στην ε­ξο­ρί­α.

Ό­μως, η προ­δο­σί­α που έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως η πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και πα­ροι­μιώ­δης ή­ταν αυ­τή του Ιού­δα κα­τά του Δι­δα­σκά­λου του Ι­η­σού. Ό­χι μό­νο στους Έλ­λη­νες, αλ­λά και στους άλ­λους χρι­στια­νι­κούς λα­ούς, το ό­νο­μα «Ιού­δας Ι­σκα­ριώ­της» έ­μει­νε ως το κατ΄ ε­ξο­χήν συ­νώ­νυ­μο της προ­δο­σί­ας. Γνω­στόν ε­πί­σης και το έ­θι­μο της καύ­σης του ο­μοιώ­μα­τος του Ιού­δα την πα­ρα­μο­νή του Πά­σχα ή α­νή­με­ρα της Με­γά­λης Γιορ­τής.
Σύμ­φω­να με τη βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση (Κ. Δια­θή­κη) και άλ­λες πη­γές, ο Ιού­δας, γιός του Σί­μω­να, κα­τή­γε­το α­πό την πό­λη Κα­ριώθ, νό­τια της Ιου­δαί­ας, εξ ου και το ε­πω­νύ­μιον «Ι­σκα­ριώ­της».
Α­πό τους «Δώ­δε­κα» μό­νον αυ­τός ή­ταν Ιου­δαί­ος, α­φού οι λοι­ποί μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου ή­σαν Γα­λι­λαί­οι.
Κλή­θη­κε στο α­πο­στο­λι­κό α­ξί­ω­μα με τους υ­πό­λοι­πους μα­θη­τές: ….και συ­λε­ξά­με­νος απ΄ αυ­τών δώ­δε­κα, ους και α­πο­στό­λους ω­νό­μα­σεν, Σί­μω­να ον και ω­νό­μα­σεν Πέ­τρον, και Αν­δρέ­αν…, και Ιού­δαν Ι­σκα­ριώθ, ος και ε­γέ­νε­το προ­δό­της» (Λουκ. στ΄, 13-16). Στους α­πο­στο­λι­κούς κα­τα­λό­γους φέ­ρε­ται πά­ντο­τε τε­λευ­ταί­ος με το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του προ­δό­τη (Ματ­θ. στ΄,4, Μαρ­κ. η΄, 19, Λουκ.στ΄16). Φαί­νε­ται ό­τι θα εί­χε πρα­κτι­κές ι­κα­νό­τη­τες, ί­σως και άλ­λες ι­διό­τη­τες, γι΄ αυ­τό τον κα­τέ­στη­σαν και δια­χει­ρι­στή – τα­μί­α της μι­κρής α­πο­στο­λι­κής ο­μά­δας, α­φού κρα­τού­σε το «γλωσ­σό­κο­μον» δηλ. το τα­μεί­ο (Ιω. ιβ΄, 6 και ιγ΄, 29).
Σύμ­φω­να με πολ­λούς ε­ρευ­νη­τές, φαί­νε­ται ό­τι ο Ιού­δας α­νή­κε στο κί­νη­μα των «ζη­λω­τών». Οι «ζη­λω­τές» α­νέ­με­ναν τον Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κό βα­σι­λιά και ε­λευ­θε­ρω­τή, που θα τους ε­λευ­θέ­ρω­νε ό­χι μό­νο α­πό τους Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τάς, αλ­λά ό­τι θα κα­θι­στού­σε το Ιου­δα­ϊ­κό έ­θνος μια πα­γκό­σμια αυ­το­κρα­το­ρί­α κα­τά το πρό­τυ­πο της Ρω­μα­ϊ­κής. Πολ­λοί πι­στεύ­ουν ό­τι η προ­σκόλ­λη­ση του Ιού­δα κο­ντά στον Ι­η­σού εί­χε ι­διο­τε­λή ε­λα­τή­ρια.
Ή­ταν μια ι­διο­τέ­λεια «υ­πό την μορ­φήν πί­στε­ως εις τον Ι­η­σούν ως Μεσ­σί­αν, αλ­λά ως κο­σμι­κόν, οιον α­νέ­με­νον αυ­τόν η με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α των Ιου­δαί­ων της ε­πο­χής ε­κεί­νης» (Κα­θη­γη­τής Π. Μπρα­τσιώ­της).
Οι συ­νε­χείς ό­μως προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του άρ­χι­σαν να σκαν­δα­λί­ζουν τον Ιού­δα και να του δη­μιουρ­γούν αμ­φι­βο­λί­ες, αν ο Ι­η­σούς ήλ­θε ως τον α­νέ­με­ναν οι Ιου­δαί­οι και μά­λι­στα οι ζη­λω­τές. Τέ­τοιες προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του μας δια­σώ­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος: «Α­πό τό­τε ήρ­ξα­το ο Ι­η­σούς δει­κνύ­ειν τοις μα­θη­ταίς αυ­τού ό­τι δει αυ­τόν εις Ιε­ρο­σό­λυ­μα α­πελ­θείν και πολ­λά πα­θείν …και α­πο­κταν­θή­ναι… (ι­στ, 21). Και σε άλ­λο ση­μεί­ο του Ευαγ­γε­λί­ου του ση­μειώ­νει: «Συ­στρε­φο­μέ­νων δε αυ­τών εν τη Γα­λι­λαί­α εί­πεν αυ­τοίς ο Ι­η­σούς μέλ­λει ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι εις χεί­ρας αν­θρώ­πων, και α­πο­κτε­νού­σιν αυ­τόν και τη τρί­τη η­μέ­ρα ε­γερ­θή­σε­ται και ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα (ιζ΄, 22-23). Αν οι μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου «ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα» για το Πά­θος του Δι­δα­σκά­λου, ο Ιού­δας θα «ε­λυ­πή­θη  σφό­δρα» α­κού­γο­ντας να δια­ψεύ­δο­νται οι ελ­πί­δες πε­ρί α­να­μο­νής του Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κού άρ­χο­ντα και ε­λευ­θε­ρω­τή.

Ε­πί­σης, στο δεί­πνο της Βη­θα­νί­ας, στο σπί­τι του α­να­στη­θέ­ντος Λα­ζά­ρου, βε­βαιώ­θη­κε πε­ρί του ε­πι­κεί­με­νου τέ­λους του Ι­η­σού, ό­ταν, μα­ζί με το πά­θος της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, θί­χτη­κε και ο ε­γω­ϊ­σμός του, με­τά α­πό μί­α έμ­με­ση ε­πι­τί­μη­ση που δέ­χτη­κε α­πό τον Ι­η­σού. Ση­μειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιω­άν­νης ό­τι, ό­ταν η α­δελ­φή του Λα­ζά­ρου η Μα­ριάμ, άρ­χι­σε ν΄ α­λεί­φει με πο­λύ­τι­μο μύ­ρο  «τους πό­δας" του Ι­η­σού», λέ­γει «…Ιού­δας ο Ι­σκα­ριώ­της… δια­τί τού­το το μύ­ρον ουκ ε­πρά­θη τρια­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων και ε­δό­θη πτω­χοίς; Εί­πε δε τού­το ουχ ό­τι πε­ρί των πτω­χών έ­με­λεν αυ­τώ, αλ­λ΄ ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν εί­πεν ουν ο Ι­η­σούς, ά­φες αυ­τήν, ί­να εις την η­μέ­ραν του ε­ντα­φια­σμού μου τη­ρή­σει αυ­τό…» (ιβ΄, 3-8).
Τέ­λος, ό­ταν ο Κύ­ριος, με­τά τη θριαμ­βευ­τι­κή του εί­σο­δο στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, α­να­φέρ­θη­κε στη Σταύ­ρω­σή Του «…κα­γώ ε­άν υ­ψω­θώ εκ της γης… τού­το δε έ­λε­γεν ση­μαί­νων ποί­ω θα­νά­τω ή­μελ­λεν α­πο­θνή­σκειν» (Ιω. ιβ΄, 32-33), τό­τε οι αμ­φι­βο­λί­ες  για τον Ιού­δα έ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η κρί­ση  μέ­σα του ε­ξέ­σπα­σε. Πή­ρε την α­πό­φα­σή του. Έ­σπευ­σε στους αρ­χιε­ρείς και άρ­χι­σε τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις: «…πο­ρευ­θείς… προς τους αρ­χιε­ρείς εί­πεν, τι θέ­λε­τε μοι δού­ναι, κα­γώ υ­μίν πα­ρα­δώ­σω αυ­τόν; Οι δε έ­στη­σαν αυ­τώ τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια, και α­πό τό­τε ε­ζή­τει ευ­και­ρί­α ί­να αυ­τόν  πα­ρα­δώ» (Ματ­θ. κ στ΄, 14-16).
Έ­τσι, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η προ­δο­σί­α και η σύλ­λη­ψη του Ι­η­σού, ό­πως μας την πε­ρι­γρά­φουν και οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές (Ματ­θ. κ στ΄47-51, Μαρ­κ. Ιδ΄43-46, Λουκ. κβ΄, 47-48, Ιω. ι­η΄, 3-5).
Για την προ­δο­σί­α του Ιού­δα υ­πάρ­χουν πολ­λές α­πό­ψεις σχε­τι­κά με τα ε­λα­τή­ρια αυ­τής της α­τι­μω­τι­κής ε­νέρ­γειας του. Ε­ρω­τούν: Φτά­νει μό­νον η φι­λο­χρη­μα­τί­α – φι­λαρ­γυ­ρί­α του; Η δυ­σα­ρέ­σκειά του για την δή­θεν προ­σβο­λή του α­πό τον Ι­η­σού στο δεί­πνο της Βι­θα­νί­ας; (Ιω. ιβ΄, 5). Σύμ­φω­να με τις α­πό­ψεις πολ­λών ε­ρευ­νη­τών, υ­πήρ­ξαν πολ­λά και σύν­θε­τα ε­λα­τή­ρια. Οι Ευαγ­γε­λι­στές τα πε­ριο­ρί­ζουν μό­νο σ΄ αυ­τό της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, α­φού το το­νί­ζουν ι­διαί­τε­ρα, «ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν» (Ιω. ιβ΄, 6). Κα­τά τον α­εί­μνη­στο κα­θη­γη­τή Παν. Μπρα­τσιώ­τη, «Το πι­θα­νώ­τε­ρον εί­ναι, ό­τι ο Ιού­δας ελ­κυ­σθείς προς τον Ι­η­σούν εξ ι­διο­τε­λεί­ας ε­μπνε­ο­μέ­νης υ­πό της πί­στε­ώς του εις αυ­τόν ως μεσ­σί­αν ου­χί πνευ­μα­τι­κόν, αλ­λά κο­σμι­κόν, εκ της πο­λι­τεί­ας του Ι­η­σού, παν άλ­λο ή α­ντα­πο­κρι­νο­μέ­νης εις τας κο­σμι­κό­φρο­νας αυ­τού βλέ­ψεις, α­πο­γο­η­τευ­θείς και α­νε­πί­δε­κτος της α­γα­θής ε­κεί­νου ε­πι­δρά­σε­ως α­πο­δει­χθείς δεν ε­δί­στα­σεν εν τη α­θε­ρα­πεύ­τω αυ­τού φι­λο­χρη­μα­τί­αν και πω­ρώ­σει να προ­δώ­ση τον δι­δά­σκα­λον α­ντί τι­μή­μα­τος ού­τως ευ­τε­λούς» (Μ.Ε.Ε. τομ. 13ος, σελ. 103).

Ο Κύ­ριος πολ­λές φο­ρές α­να­φέρ­θη­κε στην προ­δο­σί­α του Ιού­δα, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν και ως προ­ει­δο­ποι­ή­σεις  προς αυ­τόν. Μά­λι­στα χρη­σι­μο­ποιεί ι­διαί­τε­ρα βα­ρείς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Εν­δει­κτι­κά, στο κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. στ΄70) εί­πε στους μα­θη­τάς του: «… ουκ ε­γώ υ­μάς τους δώ­δε­κα ε­ξε­λε­ξά­μην; Και εξ υ­μών εις διά­βο­λος ε­στιν, έ­λε­γεν δε τον Ιού­δαν Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του…» Ε­πί­σης, στην προς του Πά­θους Του αρ­χιε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή, θα ο­νο­μά­σει τον Ιού­δα «υ­ιό της α­πω­λεί­ας» (Ιω. ιζ΄, 12). Αλ­λά, και, κα­τά τη νύ­κτα του Μ. Δεί­πνου, α­φού έ­νι­ψε  και τους «πό­δας» του Ιού­δα, θα ε­πα­να­λά­βη: «… ο λε­λου­μέ­νος ουκ έ­χει χρεί­αν ει μη τους πό­δας νί­ψα­σθαι, αλ­λ΄ έ­στιν κα­θα­ρός ό­λος και υ­μείς κα­θα­ροί ε­στε, αλ­λ΄ ου­χί πά­ντες, ή­δει γαρ τον πα­ρα­δι­δό­ντα, δια τού­το εί­πεν ό­τι ου­χί πά­ντες κα­θα­ροί ε­στε» (Ιω ιγ΄, 10-11).
Υ­πάρ­χει προ­βλη­μα­τι­σμός στους ερ­μη­νευ­τές, αν ο Ιού­δας ή­ταν πα­ρών στην ε­γκα­θί­δρυ­ση του μυ­στη­ρί­ου της θ. Ευ­χα­ρι­στί­ας. Οι πα­λαιοί Πα­τέ­ρες και εκ­κλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς, με βά­ση το Ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά (Κεφ. κβ, 14-23), πι­στεύ­ουν ό­τι ο Ιού­δας έ­λα­βε μέ­ρος στην πα­ρά­δο­ση του μυ­στη­ρί­ου. Νε­ώ­τε­ροι ό­μως, με βά­ση το κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. 18΄21-30) αρ­νού­νται ό­τι ο Ιού­δας  ή­ταν πα­ρών. Ο­πωσ­δή­πο­τε ο Κύ­ριος θα κά­μει στον Ιού­δα και την τε­λευ­ταί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση. Στην ε­ρώ­τη­ση του μα­θη­τή (πι­θα­νόν του Ιω­άν­νη) «τις ε­στιν» αυ­τός που θα σε πα­ρα­δώ­σει; Ο Κύ­ριος α­πά­ντη­σε: «Ε­κεί­νος ε­στίν ω ε­γώ βά­ψω το ψω­μί­ον και δώ­σω αυ­τώ, βά­ψας ουν το ψω­μί­ον λαμ­βά­νει και δί­δω­σιν Ιού­δα Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του… λέ­γειν ουν αυ­τώ ο Ι­η­σούς, ο ποιείς ποί­η­σον τά­χιον… λα­βών (Ιού­δας) ουν το ψω­μί­ον …ε­ξήλ­θεν ευ­θύς, ην δε νυξ» (Ιω. 18, 21-30).
Τη νύ­κτα που α­κο­λού­θη­σε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και ο­λο­
κλη­ρώ­θη­κε η με­γά­λη προ­δο­σί­α. Έ­κλει­σε με τη φρά­ση: «Χαί­ρε, ραβ­βί, και κα­τε­φί­λη­σεν αυ­τόν» (Ματ­θ. κστ΄, 49).
Την ε­πο­μέ­νη, με­τά τη σύλ­λη­ψη και κα­τα­δί­κη του Ι­η­σού, ο Ιού­δας, υ­πό το κρά­τος των τύ­ψε­ων, «με­τα­με­λη­θείς α­πέ­στρε­ψε τα τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια τοις αρ­χιε­ρεύ­σι και τοις πρε­σβυ­τέ­ροις  λέ­γων: ή­μαρ­τον πα­ρα­δούς αί­μα α­θώ­ον… και ρί­ψας τα αρ­γύ­ρια εις τον να­όν α­νε­χώ­ρη­σεν, και α­πελ­θών α­πήγ­ξα­το». (Ματ­θ. κζ΄, 3-5). Αλ­λά και το δέ­ντρο δεν κρά­τη­σε τον προ­δό­τη, α­φού «και πρη­νής γε­νό­με­νος… ε­ξε­χύ­θη πά­ντα τα σπλάγ­χνα αυ­τού» (Πραξ. α, 18).
Τέ­λος, ο Πα­πί­ας, μα­θη­τής του Ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη, α­να­φέ­ρει ό­τι με­ρι­κοί ε­πί­στευαν ό­τι έ­ζη­σεν ο Ιού­δας και ό­τι «ε­πρή­σθη ε­πί το­σού­τον την σάρ­κα, ώ­στε μη­δέ ο­πό­θεν ά­μα­ξα ρα­δί­ως διέρ­χε­ται ε­κεί­νον δύ­να­σθαι διελ­θείν, αλ­λά μη­δέ αυ­τόν μό­νον τον της κε­φα­λής ό­γκον αυ­τού».


Βε­βαί­ως δεν έ­λει­ψαν και οι υ­πε­ρα­σπι­στές του Ιού­δα, ό­πως οι Κα­ϊ­νί­τες του 13ου αι. και ε­ξής. Ό­μως, στη χρι­στια­νι­κή συ­νεί­δη­ση η μορ­φή του Ιού­δα υ­πήρ­ξε πά­ντο­τε α­παι­σί­α και η φρά­ση «Ιού­δας» ή «Ι­σκα­ριώ­της» ή­ταν ύ­βρις, που ταυ­τι­ζό­ταν με την προ­δο­σί­α. Σε κά­θε προ­σπά­θεια α­πο­κα­τά­στα­σης του Ιού­δα ι­σχύ­ουν τα λό­για του Κυ­ρί­ου: "ο μεν υ­ιός του αν­θρώ­που υ­πά­γει κα­θώς γέ­γρα­πται  πε­ρί αυ­τού. Ουαί δε τω αν­θρώ­πω ε­κεί­νω, δι΄ ου ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται. Κα­λόν ην  αυ­τώ ει ουκ ε­γεν­νή­θη ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος" (Ματ­θ. κστ΄, 24).

Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ μου κ. Παναγιώτη,
συγχαρητήρια για το άρθρο σας!

Καλή Ανάσταση!

*** Τάσο, βάλε δεξιά την ανακοίνωση για το θεολογικό συνέδριο του ΕΑΠ...πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο ζητήσω;;;;.....