«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα. Και ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες. Ο πρώτος είπεν αυτώ· αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. Και έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. Και έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύνομαι έλθείν. Και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα.
Τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τάς πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. Και είπεν ό δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. Και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τάς οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου· πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί».
Τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τάς πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. Και είπεν ό δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. Και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τάς οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου· πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί».
Λουκά κεφ. ιδ' στίχοι 16-24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου