Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Το άρωμα της Συγνώμης - Σαλογραία

Παραπονεμένο μου

Καλή Σαρακοστή να έχουμε και με κάθε ευλογία το Άγιο Πάσχα να εορτάσουμε...

Σαν σήμερα το απόγευμα -Κυριακή της Τυρινής- κάθε φορά, πηγαίνω με την καρδιά μου αιώνες σχεδόν, πίσω, στη μικρή παραθαλάσσια Μεσσηνιακή πόλη με το μεσαιωνική κάστρο, όπου έζησα "τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα".

-Γιατί θυμάσαι -σαν σήμερα- εκείνη την πόλη;

-Επειδή την Κυριακή της Τυρινής, το απόγευμα, στο ναό της Ευαγγελίστριας, ο απλούς -πλην ευλαβέστατος- έγγαμος ιερέας, ο παπα Δημήτρης, έκανε τον Εσπερινό της Συγνώμης.

Δε θυμάμαι λέξη από τα τροπαράκια-ποτέ, εξάλλου, δεν είχα και την καλύτερη σχέση με τις καταβασίες -που λατρεύει ο αδερφός Παναγιώτης-πλην, εκείνο που μου άρεσε- χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το «γιατί» στον παιδικό μου εαυτό -ήταν που στο τέλος του Εσπερινού, οι παπάδες και λαϊκοί, αλληλοασπάζονταν και ζητούσαν «συγνώμη» ο ένας από τον άλλον.

Αυτή η εικόνα αποτυπώθηκε μέσα μου με το ανεξίτηλο χρώμα της κατάνυξης και σαν σήμερα, κάθε Κυριακή της Τυρινής, την ξαναβγάζω απ’ τα συρτάρια της μνήμης,και την κοιτάζω με τη νοσταλγία της ματιάς πάνω σε  φωτογραφία παμπάλαιη.


Αγνοούσα πλήρως, τότε, πόσο σημαντικό είναι, το να μπορεί ο άνθρωπος να συγχωρεί.
Ίσως, επειδή, συνεχώς συγχωρούσα, εκούσα-άκουσα

( στ’ άγια η ψυχούλα του μπαμπά, που -δια ροπάλου- με υποχρέωνε να συγχωρώ- αλίμονό μου αν δε συγχωρούσα, το ξύλο της χρονιάς μου θα έτρωγα- δεν το είχα δοκιμάσει, μόνο μια βαριά σφαλιάρα κάποτε- μου έφτανε το αστροπελέκι του θυμού στο γαλάζιο ματάκι του...)
δεν είχα νιώσει, τότε, λέω, πόσο δύσκολο ήταν το ζήτημα της συγνώμης...

-Τι λόγος ξέφυγε απ’ το έρκος των οδόντων σου, σαλογραιότατη και με καράφλιανες πάλι;

Συγχωρούσες-είπες- θέλοντας και μη θέλοντας;

Τρικυμία εν κρανίω, μου δημιούργησες!

- Α χαχαχα! Δε συνέλαβες τι εννοώ;

Εμ, πού να το ψυλλιαστείς- το καλομαθημένο μου, που «με το σεις και με το σας» της μοντέρνας παιδαγωγικής σ' ανέθρεψαν, για να μην πάθεις λέει, τραύμα, α χαχα...και έπαθες τα μύρια χειρότερα!

Δεν κατάλαβες, πώς ο μπαμπάς, με είχε εκπαιδεύσει ζορ- ζορινά να συγχωρώ;

Είναι πολυ απλό, περιστεράκι μου...

Πάρα πολύ απλό!

Στα έχω περιγράψει στις περασμένες αναρτήσεις..

Ήμουν, μεν μοναχοπαίδι-αποκτηθέν δια θαύματος του Αγίου Γεωργίου, και μην κοροϊδεύεις εσύ στη γωνια, σε βλέπω- αλλά με ανάθρεφαν με στρατιωτική πειθαρχία, σαν να είχαν, άλλα δεκαπέντε κουτσούβελα.

Που θα πεί:

-Όχι χατίρια, όχι παραχάιδεμα, όχι δικαιώματα!

Για να είμαι ακριβής, ούτε κάν ξέραμε -σε κείνο τον παλαιοζωϊκό αιώνα της πρώτης νιότης- τι σήμαινε δικαίωμα.

Ούτε θυγατρικό-υϊκό δικαίωμα, ούτε συζυγικό(της γυναίκας )ούτε εργασιακό, πολιτικό , ούτε θρησκευτικό δικαίωμα.

- Κοινώς μαύρα, φασιστικά μεσάνυχτα, σαλεμενότατη.

-Πες το κι έτσι.

Για την ακρίβεια ο μπαμπάς-στ'άγια η ψυχούλα του- ναι μεν γάβγιζε σα μαντρόσκυλο δίνοντας τις εντολές του- όποτε βρισκόταν σπίτι -ευτυχώς δε βρισκόταν συχνά- όμως ..συνάμα απαγόρευε και -δια ροπάλου- το κρέμασμα μούτρων- απ’ τη μεριά μου.

Ό,τι χαμός και να γινόταν στη οικογένεια, εγώ έπρεπε να χαμογελάω πάντα, σαν Φιλιππινέζα και να συγχωρώ -εκ των προτέρων- το οτιδήποτε, μα για Όνομααα!

Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν θα συγχωρήσω-έστω επιφανειακά - το μαλλιοτράβηγμα το συζυγικό των γονέων μου, ή την κακή συμπεριφορά των δασκάλων μου, ή την –ενίοτε- κακή συμπεριφορά των συμμαθητών μου.

-Ξέρεις, αλήθεια, πότε συνειδητοποίησα -κάπως - ότι πολλοί άνθρωποι γύρω μου, έτσι και τους τσαλακώσεις στο παραμικρό τα συναισθήματα- με την καμία, δε συγχωρούν;

Όταν γύρω στα 25 μου, πρωτοείδα κάποια αισθηματικά-σε στιλ βίπερ Νόρα- έργα στην τυφλεόραση.

Εκεί έμεινα άναυδη, βλέποντας πόσο ψυχρά μούτρα η ηρωίδα κρέμαγε στον ήρωα, δι ασήμαντους -κατά την άποψή μου -λόγους...

Έμενα άναυδη, πώς -ενώ τον αγαπούσε π.χ. παλαβά, δεν του έδειχνε ούτε ψίχουλο απ' την αγάπη της, «για να μην το πάρει απάνω του», λέει, άκουσον άκουσον!

Απίστευτη παράνοια και χαζομάρα, μου φαινόταν τούτο το προσωπείο και αυτή η σκληρότητα...

Υπέφεραν  οι πρωταγωνιστές των έργων.

Υπέφερα, μέχρι δακρύων, και γω, που τους έβλεπα...όμως...αυτοί, έτσι ...επηρμένα, είχαν αποφασίσει να φέρονται, και... στα κομμάτια, στο γέρο διάολο, πήγαινε το ρομάντσο τους!

Νομίζω ότι τελικά το αμερικάνικο πνεύμα της Δύσης που λέν οι κουλτουριάρηδες-μακριά από μένα οι ...ψωριάρηδες-πρέπει να έχει σχέση και με αυτό το τουπέ στο εποικοινωνιακό ύφος, των εκατό καρδιναλίων...

Είναι το ίδιο ύφος που έχουν οι ψευτοαριστοκράτισσες πωλήτριες σε καταστήματα, προκειμένου να ψαρώνουν τους επαρχιώτες πελάτες, να τους πουλάν μούρη, παίρνοντας τα λεφτουδάκια τους, ευκολότερα...

-Κατάλαβα, κατάλαβα...μην πλατειάζεις και κουράζεται το χριστεπώνυμον και αντιχριστεπώνυμον που περνάει απ' αυτή τη σελίδα...

Και πού θέλεις να την οδηγήσεις τη βαλιτσα της αφήγησης περί συγνώμης;

Δεν κατάλαβα ακόμη...

-Για να πώ την αλήθεια...ούτε και γω έχω καταλάβει...

Όταν διαλέγω ένα θέμα, αρχίζω την πληκτρολόγηση και όπου με βγάλει η χάλαση του συνειρμού, εκεί κατευθύνομαι...

.......................................

Τελικά απ’ τις πολλές αιωρούμενες εντός του εγκεφάλου μου αληθινές ιστορίες
(διότι ψεύτικες αδυνατώ να δημιουργήσω, δε διαθέτω  το τάλαντο) θα σου μία, σχετικά πρόσφατη.

Μου την αφηγήθηκε η φίλη μου η Γεωργία και ξετυλίχτηκε με ήρωες την ίδια και μια γειτόνισσά της, κυρία της καλής Πατρινής κοινωνίας.

Η κυρία της καλής Πατρινής κοινωνίας, είχε ένα μοναχοπαίδι.

Όταν ήρθε, η χαρούμενη ώρα, να παντρευτεί το μοναχοπαίδι- η μητέρα του, συναντώντας τη φίλη μου τη Γεωργία, την κάλεσε στο γάμο- θα γινόταν στον τάδε ναό της Πάτρας, με όλη την καλή κοινωνία παρούσα βεβαίως- λέγοντας:

-Γεωργία μου, θα χαρώ να έρθεις στο γάμο... να έρθεις εσύ και το κοριτσάκι σου, μόνο...
(Το κοριτσάκι ήταν  νέα, στα καλύτερά της...)

Στη φίλη μου, η πρόσκληση αντήχησε κάπως παράξενη, διότι είχε άλλα δυο τέκνα.


Όμως, αφού η πρόσκληση για το ναό, τονίστηκε ότι ήταν μόνον για δυο άτομα από όλη την οικογένεια, πήρε την  εν λόγω κόρη,  πήγε στο γάμο, και όλα καλά και ωραία- η απορία όμως της έμεινε...

-Γιατί αυτό το είδος της πρόσκλησης;

-Γιατί δεν κάλεσε όλη την οικογένεια στην εκκλησία και κάλεσε τα δύο άτομα;
Δεν μιλάμε για το τραπέζι του γάμου.

Μιλάμε για την παρουσία τους στο ναό, μόνον.

Τσιγκουνεύτηκε, η κυρία γειτόνισσα, τις μπομπονιέρες;

Ούτε κατά διάνοιαν.

Λεφτά, τότε υπήρχαν, που είπε και ο Γιώργος. Λεφτά με τη σέσουλα.

.............................................................

Το μοναχοπαίδι της γειτόνισσας, πρόκοψε, έγινε δικαστής.

Παντρεύτηκε, απέκτησε και ένα παιδάκι.

Δυστυχώς, με τον έγγαμο βίο, άρχισαν τα γνωστά –άγνωστα προβλήματα με το έτερον ήμισι.

Ένα κενό, μια μεταγαμιαία μοναξιά, προέκυψε, και ο δικαστής, άρχισε να το γεμίζει-κατά τα ειωθότα- τρώγοντας.

Μπριζόλα πάνω στη μπριζόλα, εκμέκ πάνω στο εκμέκ, μπύρα πάνω στη μπύρα, ήρθε, ο δικαστής  και έγινε Πάγκαλος στη θέση του Πάγκαλου.

Δε θα σου φανεί περίεργο, αν σου πω, ότι ο καλός άνθρωπος αυτός, απ’ τα μυστικά βάσανα του γάμου, τις ατέλειωτες δικογραφίες και απ’ την πολυφαγία, ένα πρωί, πήγε σκαστός στον άλλο κόσμο, ακριβώς, επάνω στην εθνική οδό, Πύργου –Πατρών- ο Κύριος τον ανέπαυσε...

Έπεσε μέγας θρήνος, το κατανοείς.

Ήταν μοναχοπαίδι.

Ήταν δικαστής.

Κόσμος πολύς στην κηδεία.

Στις κηδείες δε σε καλούν- το έμαθα μεγαλώνοντας.

Αν θες πάς- αν το μάθεις εγκαίρως.

Τις επόμενες λίγες μέρες, μετά το τραγικό γεγονός,  η μητέρα του αποβιώσαντος, συνάντησε τη φιλενάδα μου.

Μόλις την είδε, την πήραν τα κλάματα.

Με ραγισμένη φωνή, της μίλησε:

-Γεωργία θέλω να σου ζητήσω συγνώμη!

Τα έχασε η φίλη μου η Γεωργία.

-Για ποιο πράγμα να μου ζητήσετε συγνώμη κυρία τάδε μου;

Δεν μου κάνατε, ποτέ κανένα κακό από όσο γνωρίζω.

-Και όμως Γεωργία.

Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη, γιατί κάποτε με τη σκέψη μου, σε αδίκησα...

Εκεί τα έχασε εντελώς η φίλη.

Την κοίταξε με απορία τεράστια. Η άλλη, πνιγμένη στα δάκρυα, συνέχισε:

-Θυμάσαι Γεωργία τότε που παντρευόταν ο γιος και σας κάλεσα στο γάμο;

-Θυμάμαι.

-Θυμάσαι που σου τόνισα να έρθετε στο ναό, μόνο εσύ και η ωραία θυγατέρα σου;

-Θυμάμαι.

-Ξέρεις, γιατί, Γεωργία, σου έκανα την πρόσκληση, τονίζοντας έτσι το θέμα;

-Πού να ξέρω; ψέλλισε με αμηχανία φοβερή, η γυναίκα.

-Λοιπόν, Γεωργία, επέμεινα να έρθετε στη χαρά του παιδιού μου, μόνο εσύ και η  κόρη, διότι...φοβήθηκα μήπως, ερχόμενη, έφερνες στο ναό και το άλλο παιδί- εκείνο με το πρόβλημα της οριακής νοημοσύνης...

Φοβήθηκα ότι αν θα σας έβλεπε η καλή κοινωνία οτι θα με αποδοκίμαζε- που θα είχα ανάμεσα στους καλεσμένους και ένα πρόσωπο- άτομο με ειδικές ανάγκες ας πούμε...γι αυτό δεν το ήθελα εκείνο το παιδί σου, στη χαρά του παιδιού μου, Γεωργία!

Γι αυτό επέμεινα να είσαι μόνο εσύ και η εξαιρετική   κόρη σου

(η άλλη ωραία κόρη έλειπε εκείνον τον καιρό απ’την Πάτρα)

Περιττό, να πώ ότι η καλή φίλη μου, είχε απομείνει εμβρόντητη,  δεχόμενη  την απροσδόκητη εξομολόγηση της γειτόνισσας...

Εκείνη, συντετριμμένη και ταπεινωμένη, συνέχισε:

-Λοιπόν, Γεωργία, δέκα χρόνια μετά το γάμο, τις προάλλες, τη μέρα της κηδείας του γιού μου, ανάμεσα στους δεκάδες που ήρθαν στην Εκκλησία και με συλλυπούνταν
ήρθε και αυτό το παιδί σου,  αυτό το υπέροχο πλάσμα που -εγώ η ανόητη-
στο γάμο του γιού μου, το σνόμπαρα και αρνήθηκα να  καλέσω.

Έπεσε, το παλικάρι σου, στην αγκαλιά μου, με όλη του την αγάπη, με όλη του την ατέλειωτη καλωσύνη, με όλη την αθωότητα, με φίλησε ζεστά και μου είπε με τρυφερότητα:

-Μη στενοχωριέστε κυρία Μ. που πέθανε ο γιος σας...

Τώρα είναι στον Παράδεισο του Θεού, είναι καλά εκεί που βρίσκεται, ο Θεός τον φροντίζει, είναι χαρούμενος!

Αυτά είπε, εκείνη την τραγική φοβερή και τραγική στιγμή, ο καλός ο γιος σου, Γεωργία.

Και ο λόγος του, ακούμπησε σα βάλσαμο την καρδιά μου.

Σαν να μου μίλησε ο Θεός ο ίδιος.

Ξαφνικά ένιωσα ένα φως μέσα μου.

Ξαφνικά κατάλαβα...

Γι αυτό, καλή μου Γεωργία, για εκείνη μου την περιφρονητική σκέψη, για εκείνη μου την κακή διάθεση -την καλά κρυμμένη μέσα μου, εδώ και δέκα χρόνια- τότε που σας καλούσα στο γάμο του παιδιού μου και σας μείωνα, σας απέρριπτα-

επιθυμώ  αυτή τη στιγμή να σου ζητήσω, με όλη μου την καρδιά, με όλη μου την ψυχή, πολύ ταπεινά...

να  με συχωρέσεις!
............................................................................

Η φίλη μου η Γεωργία- ο μεγάλος ο ήρωας- αγαπημένο μου,  έγινε χώμα -βρεγμένο από ασημένια  βροχούλα  της Άνοιξης.

Και τα λυτρωτικά κλάματα και των δυο αγκαλιασμένων, πονεμένων μητέρων, δεν περιγράφονται.

Απερίγραπτη η  θεραπευτική, μυστική, παιδαγωγική ενέργεια του Παρακλήτου Πνεύματος,  η μυστική δύναμη, της εν Κυρίω Ιησού, Συγνώμης...  
.....................................
Σαλογραία     

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διδακτικό Κείμενο. Αξίζει για Προβληματισμό.