Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Πλημμύρισε ο Ναός του Παντοκράτορος από πιστούς στον Δ΄ Κατανυκτικό Εσπερινό

Πλημμύρισε ο Ναός του Παντοκράτορος από πιστούς στον Δ΄ Κατανυκτικό Εσπερινό
Χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος και ομίλησε ο Ιεροκήρυκας της Ι.Μ. Πατρών Αρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Μυτιλήνης με θέμα: «Η ΕΥ­ΛΑ­ΛΗ ΣΙΩ­ΠΗ»

Στον αρ­χαιο­πρε­πή Ιε­ρό Ναό του Πα­ντο­κρά­το­ρος στην ά­νω πό­λη, τε­λέ­σθη­κε την πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή 14 Α­πριλί­ου το α­πό­γευ­μα, ο Δ΄ Κα­τα­νυ­κτι­κός Ε­σπε­ρι­νός χο­ρο­στα­τού­ντος του Σε­βα­σμιω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πα­τρών κ.κ. Χρυ­σο­στό­μου. Πλειά­δα κλη­ρι­κών συμ­με­τεί­χε στην Ιε­ρά Α­κο­λου­θί­α, ε­νώ οι πι­στοί άρ­χισαν να προ­σέρ­χο­νται στο Να­ό α­πό τις 4.30 μ.μ., (ώ­ρα ε­νάρ­ξε­ως 6.00 μ.μ.), με α­πο­τέ­λε­σμα το α­δια­χώ­ρη­το.
Ο­μι­λη­τής ή­το ο Ιε­ρο­κή­ρυξ της Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών, Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Χρι­στο­φό­ρος Μυ­τι­λή­νης με θέ­μα: “Η εύλαλη σιω­πή”.

Πα­ρα­θέ­του­με την ο­μι­λί­α του π. Χρι­στο­φό­ρου.

"Σε­βα­σμιώ­τα­τε,
Σε­βα­στοί  Συ­μπρε­σβύτε­ροι,
Α­γα­πη­τοί  διά­κο­νοι,  α­δελ­φοί μου,
Σή­με­ρα Κυ­ρια­κή Δ΄ Νη­στειών. Α­φιε­ρω­μέ­νη ό­χι τό­σο στον Αγ. Ιω. της Κλί­μα­κος όσο στο βι­βλί­ο την Κλί­μα­κα... 
Η μνή­μη του τε­λεί­ται στις 30 Μαρ­τί­ου αλ­λά και σή­με­ρα. Ί­σως για­τί στα μο­να­στή­ρια δια­βά­ζε­ται αυ­τή την πε­ρί­ο­δο της νη­στεί­ας το βι­βλί­ο του. Δεν ξέ­ρου­με τί­πο­τα α­πό τη ζω­ή του.
Το λα­μπε­ρό αυ­τό α­στέ­ρι που έ­λαμ­ψε με­τα­ξύ Στ΄& Ζ΄ αι. α­πό 16 χρο­νών παι­δά­κι φεύ­γει για το θε­ο­βά­δι­στο Σι­νά. Βρί­σκει γέ­ρο­ντα σο­φό και Ά­γιο τον άβ­βα Μαρ­τύριο που τον παι­δα­γώ­γη­σε ε­πί 19 χρό­νια. Στα 35 του χρό­νια εί­χε φθά­σει σε ύ­ψη α­γιό­τη­τος. Συ­νέ­χεια 40 χρό­νια α­σκεί­ται σε σπη­λιά του Θο­λά 8 χλμ. α­πό τη Μονή. Ε­κοι­μή­θη 30 Μαρ­τί­ου 600 μ.Χ. 75 χρο­νών.
Αν δού­με α­πό τα πε­ριε­χό­με­να του βι­βλί­ου αυ­τού θα δια­πι­στώ­σου­με ό­τι το θέμα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται εί­ναι τα πά­θη και οι κα­τά Θε­όν α­ρε­τές και η  καλ­λιέρ­γειά τους.
Στο 1ο κα­τα­νυ­κτι­κό ε­σπε­ρι­νό στον Ά­γιο α­πό­στο­λο Αν­δρέ­α, εί­πα­τε Σε­βα­σμιώτα­τε: «Ο ε­αυ­τός μας ε­πι­θυ­μεί, ο κό­σμος συμ­μα­χεί και ο διά­βο­λος προ­κα­λεί. Εί­πα­τε ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι ζουν βιον ε­πί­πλα­στον χω­ρίς ι­διαί­τε­ρο κό­πο και πνευ­μα­τι­κή ά­σκη­ση και γι’ αυ­τό έ­χου­με α­δύ­να­μες πνευ­μα­τι­κές αι­σθή­σεις και δεν α­ντέ­χου­με στους δει­νούς α­νέ­μους των φρι­κτών πει­ρα­σμών.
...Πα­ρα­κα­λώ ευ­χη­θεί­τε ο τα­πει­νός α­πό­ψε λό­γος που θα α­κου­στεί να συμ­βάλει στην πνευ­μα­τι­κή τε­λειό­τη­τα.....
Σή­με­ρα λοι­πόν θα α­φιε­ρώ­σου­με την ο­μι­λί­α μας στον 11ο  λό­γο του «Πε­ρί σιω­πής» για να δού­με
* τι ση­μαί­νει σιω­πή, ποιό το πε­ριε­χό­με­νο της,
* ποιοί οι καρ­ποί της και 
* πως μπο­ρεί ο άν­θρω­πος της φλυα­ρί­ας και πο­λυ­λο­γί­ας να την κα­τα­κτή­σει;
Α΄ Έν­νοια και πε­ριε­χό­με­νο της σιω­πής.
Δεν εί­ναι η  α­πλή σι­γή δη­λα­δή α­που­σί­α του λό­γου και του δια­λό­γου. Δεν είναι πά­λι η σιω­πή που προ­έρ­χε­ται α­πό φό­βο δει­λί­α, έλ­λει­ψη θάρ­ρους. Δεν πρό­κει­ται για τους κλει­στούς ή μειο­νε­κτι­κούς αν­θρώ­πους. Ού­τε α­κό­μα για την κατά­στα­ση ε­κεί­νη της ευ­θυ­ξί­ας που πει­ρά­ζει τον άν­θρω­πο και κλεί­νε­ται στον ε­αυ­τό του και κα­τά το κοι­νώς λε­γό­με­νο «βρά­ζει με το ζου­μί του». Ό­λες αυ­τές οι  μορ­φές σιω­πής δεν εί­ναι ά­σκη­ση.



Η σιω­πή ως α­ρε­τή κα­τά την Αγ. Γρα­φή και τους Πα­τέ­ρες εί­ναι προ­σπά­θεια, αγώ­νας, συ­χνά βί­α κα­τά του ε­αυ­τού μας.  Πα­λεύ­ω να μην α­πα­ντή­σω στην ορ­γι­σμέ­νη διά­θε­ση του άλ­λου.  Σιω­πώ, στη κα­τά­κρι­ση, δεν ρί­χνω με τα λό­για μου λά­δι στη φω­τιά που έ­χει ή­δη α­νά­ψει.....  Εί­ναι η σιω­πή  πρά­ξη και ε­νέρ­γεια της θε­λή­σε­ως. Φέρ­νει το στοι­χεί­ο της αυ­τα­παρ­νή­σε­ως και της θυ­σί­ας και α­πο­βλέ­πει στην προ­σω­πι­κή κά­θαρ­ση και στον α­για­σμό της ψυ­χής.  Α­να­φέ­ρει ο οσ. Ιω­άν­νης της Κλί­μα­κος ε­παι­νώ­ντας τη σιω­πή: «Η σιω­πή που α­σκεί­ται με ε­πί­γνω­ση και διά­κρι­ση εί­ναι μη­τέ­ρα της προ­σευ­χής, α­νά­κλη­ση α­πό την αιχ­μα­λω­σί­α των πα­θών, ε­πι­στά­της των λο­γι­σμών, σκο­πός που πα­ρα­τη­ρεί τους ε­χθρούς, πνευ­μα­τι­κό πέν­θος για τις α­μαρ­τί­ες μας, φί­λη των καρ­δια­κών δα­κρύ­ων, καλ­λιερ­γη­τής της μνή­μης του θα­νά­του, ε­χθρός του α­δια­κρί­του θάρ­ρους, σύ­ζυ­γος της η­συ­χί­ας, ... μυ­στι­κή πνευ­μα­τι­κή πρό­ο­δος, κρυ­φή πνευ­μα­τι­κή α­νά­βα­ση».
«Δυ­στυ­χώς πο­τέ δεν με­λε­τή­σα­με την τέ­χνη της σιω­πής» λέ­γει ο Ι. Χρυ­σό­στομος. «Πο­τέ σε και­ρούς α­να­παύ­σε­ως, που δεν υ­πάρ­χει  ο κα­θη­με­ρι­νός α­γώ­νας δεν δια­λε­χθή­κα­με με τον ε­αυ­τό μας, για κά­ποιο α­πό τα πνευ­μα­τι­κά μας θέ­μα­τα» (Ε.Π.Ε.16Α, 180).
Η πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη και η διά­σπα­ση  με τις συ­νε­χείς φρο­ντί­δες των βιο­τι­κών με­ρι­μνών, μας κά­νουν να χά­νου­με την ε­πι­κοι­νω­νί­α μας με τον Θε­ό. Πό­σες φο­ρές συλ­λαμ­βά­νου­με τον ε­αυ­τό μας να ξε­χνά μέ­σα στην η­μέ­ρα τον Θε­ό διό­τι μας έχουν α­πορ­ρο­φή­σει και δια­σπά­σει τα κα­θη­με­ρι­νά;
«Ο σιω­πής φί­λος εγ­γί­ζει Θε­ώ». Αυ­τός που α­γά­πη­σε την σιω­πή και την έ­χει σύντρο­φό του κα­τα­φέρ­νει να τε­λε­σιουρ­γού­νται μέ­σα στη ψυ­χή του η­ρω­ι­κές πράξεις, μυ­στι­κές προ­σω­πι­κές ε­πα­να­στά­σεις. Ο Τε­λώ­νης της πα­ρα­βο­λής δι­καιώ­θηκε για την σιω­πη­λή προ­σευ­χή του.
Ο Κύ­ριος που γνω­ρί­ζει τους νό­μους της αν­θρω­πί­νης ψυ­χο­λο­γί­ας, την σιω­πή υ­πέ­δει­ξε ως το καλ­λί­τε­ρο τρό­πο ε­πι­κοι­νω­νί­ας με τον «εν ου­ρα­νοίς Πα­τέ­ρα».
        
Β. Καρ­ποί και α­πο­τε­λέ­σμα­τα της σιω­πής.
I. Η σιω­πή εί­ναι ά­σκη­ση που χα­ρί­ζει το γλυ­κό καρ­πό της υ­πο­μο­νής. Πολ­λά είναι κα­θη­με­ρι­νά τα πε­ρι­στα­τι­κά και οι α­φορ­μές που τα­ρά­ζουν τη ψυ­χή με συ­νέπεια να χά­νει την ει­ρή­νη της (Δυ­στρο­πί­α γνω­στών, μουρ­μού­ρα συ­ζύ­γου, πα­ραξε­νιά γεί­το­να κ.α.). Α­σφα­λώς σ’ αυ­τές τις δύ­σκο­λες πε­ρι­στά­σεις ο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος υ­πο­μο­νής  και δια­φυ­λά­ξε­ως της ει­ρή­νης εί­ναι η  σ ι ω π η. Με τη σιω­πή δεν «ρί­χνω λά­δι στη φω­τιά», δεν α­φή­νω να πλη­γω­θεί ο ε­γω­ι­σμός μου, α­νέ­χο­μαι, υ­πο­μέ­νω, υ­πο­τάσ­σο­μαι στο θέ­λη­μα του Θε­ού. Ο Αγ. Γργη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος, που ε­ξα­σκού­σε συ­στη­μα­τι­κά τον ε­αυ­τό του στη σιω­πή έ­λε­γε: «Επρο­τί­μη­σα να βα­δί­σω έλ­λον δρό­μον, πιο κα­λόν και λι­γώ­τε­ρον κο­πια­στι­κόν, όπως πι­στεύ­ω προ­σω­πι­κά, να δια­παι­δα­γω­γή­σει λοι­πόν τους πά­ντας με το υ­πό­δειγμα της σιω­πής... Αυ­τό εί­ναι το μυ­στή­ριον της υ­πο­μο­νής μου» (5, 397).
Οι σο­φοί φί­λοι του Ιώβ, πριν μι­λή­σουν στον πο­λυ­βα­σα­νι­σμέ­νο Ιώβ, κά­θι­σαν δί­πλα του σιω­πη­λοί ε­πί ε­πτά μέ­ρες και ε­πτά νύ­κτες (Ιώβ β΄ 13). Άρ­χι­σαν να συζη­τούν με τον Ιώβ μό­νο με­τά τη γό­νι­μη ε­κεί­νη σιω­πή των ε­πτά ει­κο­σι­τε­τρα­ώρων.
II. Η σιω­πή  χα­ρί­ζει τον καρ­πό της ή­ρε­μης και ι­σορ­ρο­πη­μέ­νης ψυ­χι­κής, νευ­ρικής και σω­μα­τι­κής μας κα­τα­στά­σε­ως. Κου­ρα­ζό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά α­πό την α­κατά­σχε­τη πο­λυ­λο­γί­α, τα πε­ριτ­τά, αρ­γό­σχο­λα, κε­νό­δο­ξα, α­διά­κρι­τα και φλύ­α­ρα λό­για. Έ­να τη­λε­φώ­νη­μα πό­σο μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει; Κα­τά­κο­πος να εί­σαι, σε τρέφει η εί­δη­ση και το κου­τσο­μπο­λιό που α­κούς. Η α­νε­ξέ­λε­γκτη αυ­τή ε­ξω­στρέ­φεια δη­μιουρ­γεί βομ­βαρ­δι­σμό του νευ­ρι­κού μας συ­στή­μα­τος. Δη­μιουρ­γεί υ­πε­ρέντα­ση και ε­κνευ­ρι­σμό. Ποιός μπο­ρεί να ι­σχυ­ρι­στεί ό­τι δεν έ­χου­με α­νά­γκη από α­νά­παυ­ση, μό­νω­ση και τη χρυ­σή σιω­πή; Ο Χρι­στός, το αιώ­νιο πρό­τυ­πο ό­λων μας, συ­χνά α­πο­συ­ρό­ταν στην η­συ­χί­α της ε­ρή­μου, δεί­χνο­ντας τον δρό­μο της α­σκή­σε­ως, της πε­ρι­σκέ­ψε­ως, της πε­ρι­συλ­λο­γής, της σιω­πής,
Λέ­γει ο σο­φός φι­λό­σο­φος της αρ­χαιό­τη­τος Ζή­νων: «Η φύ­σις η­μών γλώτ­ταν μεν μί­αν, δύ­ο δε ώ­τα πα­ρέ­σχεν, ί­να δι­πλα­σί­ο­να ων λέ­γο­μεν α­κού­ω­μεν» Δη­λα­δή «ο Θε­ός μας έ­δω­σε δύ­ο αυ­τιά και έ­να στό­μα-πε­ρισ­σό­τε­ρο ν΄α­κού­με και λι­γότε­ρο να μι­λά­με». Ε­μείς ό­μως πα­ρου­σια­ζό­μα­στε σαν να έ­χου­με δέ­κα στό­μα­τα και κα­νέ­να αυ­τί. Μι­λά ο άλ­λος και δεν τον α­κού­με για­τί σκε­φτό­μα­στε τι θα α­παντή­σου­με ε­μείς. (μ. Μω­υ­σή, «Η ΕΥ­ΛΑ­ΛΗ ΣΙΩ­ΠΗ», σελ. 21).
III. Η σιω­πή  φυ­γα­δεύ­ει τον θυ­μό. «Θυ­μού χα­λι­νός η εύ­και­ρος γί­νε­ται σιω­πή» (Ηλί­ας ο Έκ­δι­κος, 20.272). «Ό­ταν στην προ­κλη­ση α­πα­ντά κα­νείς με τη σιω­πή χα­μη­λώ­νει την έ­ντα­ση, δια­κό­πτει τη συ­νέ­χεια, τα­πει­νώ­νει την ορ­γή, σβή­νει το θυ­μό και σι­γά­ζει δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις. Ση­μα­σί­α έ­χει και το ή­θος και το ύ­φος και ο τρό­πος αυ­τής της σιω­πής. Αν εί­ναι ε­γω­ι­στι­κός φαί­νε­ται. Αν εί­ναι πε­ρι­φρονη­τι­κός δεν μπο­ρεί να κρυ­φτεί. Αν κα­νείς ό­μως τα­πει­νά σιω­πά για να μη γί­νουν τα πράγ­μα­τα χει­ρό­τε­ρα, υ­πο­χω­ρεί, α­νέ­χε­ται, α­πο­σύ­ρε­ται, ε­λα­χι­στο­ποιεί τα τρο­με­ρά δια­καιώ­μα­τά του, χά­ρη της ει­ρή­νης, της ε­νό­τη­τος και της α­γά­πης, τό­τε κερ­δί­ζει ε­νώ φαί­νε­ται ό­τι χά­νει.... (μ. Μω­υ­σή, «Η ΕΥ­ΛΑ­ΛΗ ΣΙΩ­ΠΗ» σελ. 19).
IV. Το χρυ­σό χα­λι­νά­ρι της σιω­πής βο­η­θά να κυ­ριαρ­χείς στη γλώσ­σα. «Ος φυ­λάσσει το ε­αυ­τού στό­μα, τη­ρεί την ε­αυ­τού ψυ­χήν, ο δε προ­πε­τής χεί­λε­σι πτο­ή­σει ε­αυ­τόν» (Πα­ροιμ. Σο­λομ. ιγ΄3). Ό­ποιος  προ­σέ­χει στο στό­μα του τι θα πεί, προ­φυλάσ­σει την ψυ­χή του α­πό πολ­λούς πει­ρα­σμούς, ε­νώ ο προ­πε­τής και ε­πι­πό­λαιος στα χεί­λη του θα δη­μιουρ­γή­σει στον ε­αυ­τό του φό­βους, πει­ρα­σμούς και πικρί­ες. Αχ αυ­τά τα α­πε­ρί­σκε­πτα λό­για. –Τι ή­θε­λα να το πω αυ­τό; Τι φω­τιά ά­να­ψα στη καρ­διά του άλ­λου. Σιώ­πη­σε λί­γο και πριν μι­λή­σεις  σκε­ψου  ό­τι  ο λό­γος που θα πείς πρέ­πει να φέρ­νει τη σφρα­γί­δα της προ­σο­χής και της σκέ­ψε­ως. Ε­άν με θέ­λη­ση ι­σχυ­ρή, κρα­τάς σφι­κτά το χα­λι­νά­ρι της σιω­πής και κυ­ριαρ­χής της γλώσ­σας η ο­ποί­α δεν προ­τρέ­χει της σκέ­ψε­ώς σου τό­τε φυ­λάσ­σεις το στό­μα σου και πε­ρι­φρου­ρείς την ψυ­χή σου α­πό τους πο­λυ­πλη­θείς σπί­λους της α­μαρ­τί­ας. Ό­ταν ό­μως πα­ρε­κτρέ­πε­ται η γλώσ­σα; Πό­σο τό­τε ε­πι­βα­ρύ­νε­ται η ψυ­χή αλ­λά και πό­σες πι­κρί­ες και πει­ρα­σμούς δη­μιουρ­γείς στον ε­αυ­τό σου; (Υ­πό­μνη­μα Π. Τρεμπέ­λα σελ. 119).
V. Η δια­κρι­τι­κή σιω­πή δι­δά­σκει τους άλ­λους, αλ­λά και πε­ρι­μέ­νει την δι­καιωση α­πό τον Θε­ό. Μας λέ­γουν τα Ι. Ευαγ­γέ­λια για τη σιω­πή του Χρι­στού ε­νώ­πιον του Πι­λά­του. Για­τί σιώ­πη­σε «και ού­δέν α­πε­κρί­να­το»; Γνώ­ρι­ζε ο Α­να­μάρ­τη­τος Κύ­ριος, ό­τι πε­ρι­σό­τε­ρο πει­στι­κή α­ξί­α έ­χουν τα έρ­γα, τα θαύ­μα­τα της α­γά­πης και ό­λα ό­σα ερ­γά­στη­κε υ­πέρ του α­γνώ­μο­νος ε­κεί­νου λα­ού, πα­ρά η διά των λό­γων α­πο­λο­γί­α.
Λέ­γει ο οσ. Ιω­άν­νης της Κλί­μα­κος: «Η σιω­πή του Χρι­στού δη­μιούρ­γη­σε  στο Πι­λά­το σε­βα­σμό». Με τη σιω­πή του ο Κύ­ριος έ­γι­νε «ω­σεί άν­θρω­πος ουκ α­κού­ων και ουκ έ­χων εν τω στό­μα­τι αυ­τού ε­λεγ­μούς»Ψαλ­μ. λζ΄15). Μας δί­δα­ξε ο Κύ­ριος με τη στά­ση του αυ­τή το υ­πε­ρο­χο πα­ρά­δειγ­μα να πε­ρι­μέ­νου­με σιω­πώ­ντες, ό­ταν άδι­κα μας κα­τη­γο­ρουν, την δι­καί­ω­σή μας εκ μέ­ρους του Θε­ού. Θα μας δι­καιώ­σει ε­κεί­νος ως Θε­ός δι­καιο­σύ­νης. (Τα Πα­θη τα Σε­πτά, Γ. Δη­μο­πού­λου, Εκ­δ. «ΣΩ­ΤΗΡ».  σελ. 131-132)
VI. Η σιω­πή  βο­η­θά σε α­φά­ντα­στο βαθ­μό στη διαύ­γεια του πνεύ­μα­τος και τη καθα­ρή σκέ­ψη. Οι ω­ραιό­τε­ρες ε­μπνεύ­σεις, σκέ­ψεις και κρί­σεις δη­μιουρ­γού­νται στην α­τμό­σφαι­ρα της σιω­πής. Ε­κεί μας έρ­χο­νται οι πιο κα­λές λύ­σεις και η πιο σω­στές και συμ­φέ­ρου­σες θε­ά­ρε­στες α­ντι­με­τω­πί­σεις των προ­βλη­μά­των και των δυ­σκο­λιών μας. «Ο Απ. Πέ­τρος -λέ­γει  ο οσ. Ιω­άν­νης της Κλί­μα­κος- ε­πει­δή ωμί­λη­σε, έ­κλαυ­σε πι­κρά. ε­λη­σμό­νη­σε ε­κεί­νον που εί­πε : «Εί­πα, φυ­λά­ξω τας ο­δούς μου, του μη α­μαρ­τά­νειν με εν γλώσ­ση μου» (Ψαλ­μ. λη΄2).
VII. Η σιω­πή α­νε­βά­ζει ποιο­τι­κά την προ­σευ­χή μας. Δεν μπο­ρεί κά­ποιος να έ­χει κα­τα­νυ­κτι­κή προ­σευ­χή το βρά­δυ αν ό­λη την η­μέ­ρα έ­χει κου­τσο­μπο­λέ­ψει ό­λη τη γει­το­νιά. Η σιω­πή, τα δια­κρι­τι­κά λό­για δη­μιουρ­γούν την α­γί­α διά­θε­ση και κά­νουν να την ζού­με, να βιώ­νου­με το με­γα­λεί­ο της και τη δύ­να­μή της. «Ο  φί­λος της σιω­πής προ­σεγ­γί­ζει τον Θε­όν και συ­νο­μι­λώ­ντας μυ­στι­κά μα­ζί του φω­τίζε­ται α­πό αυ­τόν»(οσ. Ιω­άν­νης της Κλί­μα­κος). Αυ­τή την έν­νοια έ­χει και η προτρο­πή του Κυ­ρί­ου: «Συ δε ό­ταν προ­σεύ­χη εί­σελ­θε εις το τα­μιεί­ον σου, και κλείσας την θύ­ραν σου πρό­σευ­ξαι τω πα­τρί σου τω εν τω ου­ρα­νώ» (Ματ­θ. στ΄6). Δεν θα χά­σεις μέ­σα στη σιω­πή του δω­μα­τί­ου σου διό­τι δεν α­πο­τε­λεί κά­τι το αρ­νη­τικό και ά­γο­νο, αλ­λά το πιο δρα­στι­κό και δη­μιουρ­γι­κό μέ­σο ε­ξυ­ψώ­σε­ως και α­ναγεν­νή­σε­ως του χοι­κού αν­θρώ­που.
Ποιοί τρο­ποι υ­πάρ­χουν για να την α­πο­κτή­σου­με;
1) Κατ΄αρ­χάς να θυ­μη­θού­με την θε­ό­πνευ­στη προ­τρο­πή του Α­δελ­φο­θέ­ου: «Α­δελφοί μου α­γα­πη­τοί, έ­στω πας άν­θρω­πος τα­χύς εις το α­κού­σαι, βρα­δύς εις το λαλή­σαι» (Ιακ. α΄19). Τα ω­φέ­λη­μα να τα α­κού­με με προ­θυ­μί­α και δύ­σκο­λα να λέ­με. Ά­κου­σες έ­να κου­τσο­μπο­λιό, μη σπεύ­σεις να το με­τα­φέ­ρεις. Καλ­λιέρ­γη­σε τη σιωπή.
Ό­ταν ο­μι­λού­με με μέ­τρο.  Ο Μ. Βα­σί­λειος το εκ­φρά­ζει πο­λύ ω­ραί­α: «Χρειω­δώς όρα, χρειω­δώς ά­κουε, χρειω­δώς λά­λει, χρειω­δώς α­πο­κρί­νου». Ό­λα με μέ­τρο. Ο Αθη­ναί­ος Στρα­τη­γός Φω­κί­ων (4ος π.Χ. αι.) πή­γε στο κου­ρεί­ο και πε­ρί­με­νε τη σει­ρά του. Ο κου­ρέ­ας δεν έ­λε­γε να στα­μα­τή­σει την φλυα­ρί­α με τους πε­λά­τες του. Ό­ταν ε­πί τέ­λους ήρ­θε η σει­ρά του στρα­τη­γού, τον ρώ­τη­σε ο κου­ρέ­ας πως θέ­λει να κου­ρευ­τεί; -«Εν σιω­πή» α­πο­κρί­θη­κε ο Φω­κί­ων.
2) Εί­χαν ε­πι­σκε­φθεί τρεις τον Μ. Α­ντώ­νιο. Οι δύ­ο τον ρω­τού­σαν για πολ­λά και διά­φο­ρα. Ο τρί­τος δεν έ­λε­γε τί­πο­τα. Ό­χι για­τί δεν εί­χε α­νά­γκη α­πό νου­θε­σί­α ή για­τί αι­σθα­νό­ταν πνευ­μα­τι­κά ε­παρ­κής και δεν ε­κτι­μού­σε τον χα­ρί­ε­ντα λόγο του ο­σί­ου, αλ­λά δι­δα­σκό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τη στά­ση του, τη σιω­πή του την η­ρε­μί­α της μορ­φής του. Ό­ταν τον ρώ­τη­σε ο Μ. Α­ντώ­νιος «ε­σύ δεν ρω­τάς δεν λέγεις κά­τι;», του α­πά­ντη­σε αυ­θόρ­μη­τα: «Μού φτά­νει μό­νο που σε βλέ­πω Ά­γιε του Θε­ού». Συ­ναι­σθα­νό­ταν τη θε­ο­λο­γί­α της σιω­πής του.   Θυ­μά­μαι κά­πο­τε στο Αγ. Ό­ρος στον π. Πα­ϊσιο. Εί­μα­στε μί­α πα­ρέ­α. Ό­λοι α­κού­γα­με. Έ­νας ό­λο διέ­κοπτε τον Γέ­ρο­ντα και έ­λε­γε τις δι­κές του ε­μπει­ρί­ες. «Ε­γώ Γέ­ρο­ντα, έ­κα­να έ­τσι, εί­πα αυ­τό, έ­τσι έ­πρε­πε να γί­νει». Κά­ποια στιγ­μή κά­ποιος δεν ά­ντε­ξε και του λέ­γει: «θα στα­μα­τή­σεις ε­πι­τέ­λους να λες τα κα­τορ­θώ­μα­τά σου να α­κούσου­με την σο­φί­α του π. Πα­ϊσί­ου;». Δυ­στυ­χώς έ­τσι εί­μα­στε οι άν­θρω­ποι. Έ­χουμε ι­σχυ­ρή αυ­το­πε­πε­ποί­θη­ση, ε­ξου­σια­στι­κή κυ­ριαρ­χί­α, νο­μί­ζου­με ό­τι για όλα έ­χου­με λύ­σεις και τα ξέ­ρου­με και θε­ω­ρού­με τη γλώσ­σα μας ό­πλο διορ­θώ­σε­ως ή κα­τα­τρο­πώ­σε­ως των άλ­λων. Μη λη­σμο­νού­με ό­τι το πιο δυ­να­τό και εύ­λα­λο κήρυγ­μα της Θε­ο­τό­κου εί­ναι η σιω­πή της. Η­θε­λη­μέ­να σιω­πού­σε α­πό τα­πεί­νω­ση. Άφη­νε πά­ντα να μι­λά ο Υ­ιός της. Ζού­σε στη σκιά του Υ­ιού της.
3) Η σιω­πή α­πο­κτά­ται με την πι­στή τή­ρη­ση και ε­φαρ­μο­γή των ε­ντο­λών του Θε­ού. «υ­πό­δειγ­μα δέ­δω­κα υ­μίν, ί­να κα­θώς ε­γώ έ­ποί­η­σα υ­μίν και υ­μείς ποιεί­τε». Τι έ­κα­νε ο Κύ­ριος ό­ταν τον έ­βρι­ζαν, πε­ρι­φρο­νού­σαν, α­δι­κού­σαν; Σιω­πούσε!  Α­ντί­θε­τα ό­μως, ό­ταν του ζη­τού­σαν να ο­μο­λο­γή­σει ή να υ­πε­ρα­σπι­σθεί τους α­δι­κου­μέ­νους ε­κεί μι­λού­σε και α­σκού­σε έ­λεγ­χο προ­κει­μέ­νου να υ­πε­ρα­σπιστεί την α­λή­θεια.
4) Η σιω­πή ως ά­σκη­ση μπο­ρεί να την α­πο­κτή­σει κα­νείς ό­ταν τη θέ­σει σε α­φαρ­μο­γή  σε πε­ριό­δους πε­ρι­συλ­λο­γής και κα­τα­νύ­ξε­ως, ό­πως εί­ναι η Μ. Τεσ­σα­ρα­κοστή. Μα­ζί με την νη­στεί­α και την ε­γκρά­τεια τα τρο­πά­ρια συ­νι­στούν ε­γκρά­τεια γλώσ­σης, κα­τα­λα­λιάς, πε­ριτ­τών λό­γων. Θέ­λει α­γώ­να για να κα­τα­κτη­θεί αλ­λά και τη Θεί­α χά­ρη για να δια­τη­ρη­θεί. Πα­λεύ­ουν οι Χρι­στια­νοί αυ­τή την πε­ρί­οδο. Βά­ζουν κά­ποια μι­κρά α­γω­νί­σμα­τα. Ας εί­ναι και αυ­τό έ­να α­πό αυ­τά. Η ειλι­κρι­νής ε­ξο­μο­λό­γη­ση και για τους πε­ριτ­τούς ή κα­κούς λό­γους μας θα βοη­θή­σει στην α­πό­κτη­ση της σιω­πής. «Ε­άν ή­ταν δυ­να­τόν να συ­γκε­ντρώ­σου­με ό­λα τα λό­για που έ­χου­με πεί θα α­νε­γνώ­ρι­ζε ο κα­θέ­νας σ΄αυ­τά την ακρι­βή ει­κό­να του ε­αυ­τού του.... Τα ί­δια μας τα χεί­λη  μας προ­σά­πτουν το  σε­βα­σμό ή την πε­ρι­φρό­νη­ση των άλ­λων. «Ο σο­φός εν λό­γω προ­σφι­λή ε­αυ­τόν ποι­ή­σει. Ο πλε­ο­νά­ζων λό­γω βδε­λυ­χθή­σε­ται» (Σοφ. Σει­ράχ κ’13,8).
Να σκε­φθού­με ό­τι κά­θε λό­γος που προ­φέ­ρουν τα χεί­λη μας ου­δέ­πο­τε πλέ­ον θα ε­πι­στρέ­ψει σε μας. Θα τρέ­χει στο νου και στα χεί­λη των αν­θρώ­πων, για χρό­νια και και­ρούς θα πα­ρα­γά­γει πλή­θος σκέ­ψε­ων και αι­σθη­μά­των, πρά­ξε­ων και ε­νερ­γειών, θα δια­κλα­δι­σθεί α­πό δω κι α­πό εκεί. Θα πά­ρει άλ­λη τρο­πή. Θα σπι­λώ­σει και θα αλ­λοιώ­σει πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις θα βλάψει και θα μας βλά­ψει.
Σε­βα­σμιώ­τα­τε,
Τα­πει­νά α­πό­ψε ζη­τού­με τις πα­τρι­κές Σας ευ­χές το υ­πό­λοι­πο της Μ. Τεσ­σα­ρακο­στής να το δια­νύ­σου­με εν σιω­πή. Να συ­γκε­ντρώ­σου­με το νου μας, να δού­με βα­θύ­τε­ρα τον ε­αυ­τό μας, να κα­τα­λά­βου­με τα δι­κά μας λά­θη και μέσα στην η­συ­χί­α της σιω­πής να πεν­θή­σου­με, να με­τα­νο­ή­σου­με, να ε­ξο­μολο­γη­θού­με....
....κά­ποιοι χρι­στια­νοί συ­νη­θί­ζουν να σταυ­ρώ­νουν το στό­μα τους και λέ­γουν το Ψαλ­μι­κό  που και μείς μπο­ρού­με συ­χνά - πυ­κνά να ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Θού Κύριε φυ­λα­κήν τω στό­μα­τί μου και θύ­ραν πε­ριο­χής πε­ρί τα χεί­λη μου» (Ψ. 140,3). Α­ΜΗΝ".

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ:
ΣΤΟΝ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ