Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Ο ΜΕΓΑΣ ΔIΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ - π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης


ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ.
Ο ΜΕΓΑΣ ΔIΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Του π. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρ. Θ.
 Καθηγητού του Πρότυπου
 Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
Ι. Εισαγωγικά

    
«Υπάρχουν, λένε, βουνοκορφές, που στα πλάγια τους κιοτεύει κι η ιστορία. Και τότε οι βουνοκορφές αυτές γίνονται θρύλος. Μια τέτοια βουνοκορφή» είναι, όπως παρατηρεί ένας σύγχρονος συναξαριστής του και ο  άγ. Κοσμάς ο Αιτωλός[1], η μεγαλύτερη χωρίς αμφιβολία και επιφανέστερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία της περιόδου της μακράς δουλείας του Γένους μας κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
       Καμιά άλλη προσωπικότητα των μετά τη Άλωση χρόνων δεν έχει απασχολήσει τόσο έντονα τη θεολογική, φιλολογική και ιστορική έρευνα τα τελευταία χρόνια, όσο ο μεγάλος Αιτωλός απόστολος του Χριστού και άγιος της Εκκλησίας Κοσμάς, ο απλός και ταπεινός, αλλά ταυτόχρονα πολυσύνθετος και φλογερός ιερομόναχος, ο οποίος αναδείχθηκε με το έργο του ένα από τα εκλεκτότερα όργανα της θείας Πρόνοιας για την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού, αλλά και αποτέλεσε την απάντηση του Θεού στους αλάλητους στεναγμούς, τις προσευχές και τα δάκρυα του πικρά δοκιμαζόμενου από τη δουλεία Γένους. Πυρακτωμένος ολοκληρωτικά από την ιερή και ζωογόνο πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, ο μικρός το δέμας αλλά μαρτυρικός εθναπόστολος, συγκλόνισε συθέμελα με την πολυσχιδή του δράση τον Ελληνισμό τόσο, ώστε να αφυπνιστεί συντομότερα, να ανανήψει ταχύτερα, να ενδυναμωθεί βαθύτερα και να ξεκινήσει, σαράντα χρόνια περίπου μετά τη μαρτυρική του κοίμηση, την εθνική του παλιγγενεσία, γι’ αυτό και απέβη με την πολυσχιδή του δράση ο μεγαλύτερος διδάσκαλος, φωτιστής και επανευαγγελιστής του χειμαζόμενου Γένους.

       ΙΙ. Η πνευματική κατάσταση του Γένους κατά το 18ο αι.

        Ο άγ. Κοσμάς εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο και δρα περί τα μέσα του 18ου αι., δηλαδή στην πλέον κρίσιμη μετά την άλωση περίοδο της ιστορίας του Ελληνισμού, κατά την οποία, έπειτα από δύο και πλέον αιώνες σκληρότατων δοκιμασιών και πυκνού πνευματικού σκότους, επιχειρείται με την εκ των έσω πνευματική του ανασυγκρότηση από την εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η ανάσχεση της προσπάθειας του Οθωμανού κατακτητή για αφομοίωση και αφανισμό, με την αποκοπή από τις πνευματικές του ρίζες μέσω  της εγκατάλειψης της εκκλησιαστικής του πίστης, της άγνοιας της  γλώσσας του και της απώλειας της εθνικής του αυτοσυνειδησίας, πράγμα που επιχειρούνταν αφενός με τη στέρηση ή την παρεμπόδιση της καλλιέργειας της παιδείας, αφετέρου με τους συστηματικούς, βίαιους ή αναγκαστικούς εξισλαμισμούς.
Εκτός αυτών όμως, το Γένος κινδύνευε ταυτόχρονα τόσο από τη δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών Μισσιοναρίων στις βενετικές κτίσεις των νησιών και των παράλιων περιοχών της Ηπείρου, όσο  και από την προσπάθεια της άκριτης μετακένωσης του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με τη λειτουργία σχολείων από λόγιους κληρικούς κυρίως, όπου διδάσκονταν τα «άθεα γράμματα», μέσω των οποίων εισαγόταν ένας ωφελιμιστικός ανθρωποκεντικός ουμανισμός, συνδυασμένος άρρηκτα με τη θρησκευτική αδιαφορία, ξένος προς την Ορθόδοξη πίστη και τη μακραίωνη ελληνική παράδοση.        
     Η παιδεία κατά την εποχή του μεγάλου Αιτωλού ιεραποστόλου, αν και δε βρισκόταν στην τραγική κατάσταση των δύο προηγούμενων αιώνων, αφού στις οικονομικά ανεπτυγμένες πόλεις ή στις εύπορες και ασφαλείς από τον Οθωμανό δυνάστη περιοχές λειτουργούσε σημαντικός αριθμός σχολείων όπου μπόρεσε και ο ίδιος να μορφωθεί, στην ύπαιθρο η γενικότερη κατάσταση του λαού εξακολουθούσε να είναι άθλια και τραγική, ιδιαίτερα μάλιστα στις απομονωμένες περιοχές της Στερεάς, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, οι οποίες και αποτέλεσαν τον κύριο χώρο δράσης του. Εκεί οι εξισλαμισμοί, οι διώξεις, οι ληστείες, οι βαριές και άγριες φορολογίες είχαν εξουθενώσει τον υπόδουλο λαό, ενώ η απαιδευσία και η ηθική κατάπτωση τον είχαν εξαθλιώσει και οδηγήσει σε ημιάγρια κατάσταση, πράγμα που ανέφερε συχνά και ο ίδιος στις περιοδείες του, τονίζοντας «πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία».

      ΙΙΙ. Γέννηση- Σπουδές- Μοναχικός Βίος (1714-1460)

        Θύμα αυτής της οδυνηρής κατάστασης υπήρξε και η οικογένεια του αγ. Κοσμά, που καταγόταν από την Ήπειρο κι έφερε το επώνυμο Δημητρίου, η οποία αναγκάστηκε να φύγει διωγμένη από τον τόπο της και να εγκατασταθεί έπειτα από πολλές περιπέτειες στο «Απόκουρον της Αιτωλίας», το ανατολικό, δηλαδή, τμήμα της επαρχίας Τριχωνίδος Αιτωλοακαρνανίας· αρχικά στο χωριό Ταξιάρχης, όπου έπειτα από λίγα χρόνια διαμονής και τη γέννηση του αδελφού του Χρυσάνθου, μετοίκισε στο Μέγα Δέντρο, όπου γεννήθηκε ο άγ. Κοσμάς το έτος 1714 κι έλαβε κατά το άγιο Βάπτισμα το όνομα Κώνστας.
      Για την εκπαίδευσή του ο Κώνστας δεν θα πρέπει να ακολούθησε συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, όμως από τη μελέτη των πηγών προκύπτει, ότι αυτή θα πρέπει να περιέλαβε τρείς κύκλους. Ο πρώτος, κατά τον οποίο διδάχθηκε τη στοιχειώδη παιδεία, τα «κοινά γράμματα», ξεκίνησε από την πατρίδα του με εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης, πιθανότατα κοντά στον πατέρα του ή σε κάποιο από τα ευάριθμα μοναστηριακά σχολεία της περιοχής και ολοκληρώθηκε στο διδασκαλείο του ιεροδιακόνου Γερασίμου Λύτσικα στη Σιγδίτσα Παρνασσίδος. Από εκεί, αναχώρησε το 1732 για τη Μεγάλη Λομποτινά των Κραβάρων, τη σημερινή Άνω Χώρα Ναυπακτίας, όπου ξεκίνησε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του κοντά στον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβιτσάνο, διδάσκοντας παράλληλα και ως «υποδιδάσκαλος», τον οποίο ολοκλήρωσε στο «Ελληνομουσείον» των Αγράφων, την περίφημη σχολή του μονυδρίου της Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών, με δασκάλους τον αδελφό του Χρύσανθο και το Θεοφάνη τον εκ Φουρνά.
     Η έντονη επιθυμία του να αποκτήσει ανώτερη παιδεία, τον οδήγησε κατόπιν μαζί με άλλους το 1749 ή 1750, σε ηλικία τριανταέξι ετών στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή στη Μονή Βατοπεδίου του Αγ. Όρους, όπου παρέμεινε δέκα χρόνια περίπου και πραγματοποίησε τον τρίτο κύκλο των σπουδών του, παρακολουθώντας ανώτερα μαθήματα κοντά σε σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Παναγιώτης Παλαμάς, ο Ευγένιος Βούλγαρης, και ο Νικόλαος Τζαρτζούλης, ενώ παράλληλα επιδόθηκε με την κατ’ ιδίαν μελέτη κυρίως στη βαθύτερη σπουδή της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, μελετώντας παράλληλα και κείμενα θύραθεν συγγραφέων, κυρίως από ανθολόγια. Ολοκληρώνοντας την εκπαίδευσή του θα πρέπει να διέθετε σημαντική θεολογική και εκκλησιαστική παιδεία, αλλά και αρκετά καλή γενικότερη θύραθεν κατάρτιση, παρόλο που το εύρος και το περιεχόμενό της δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, ενώ γνώριζε και στοιχεία της εβραϊκής, της τουρκικής και της λατινικής γλώσσας. Όσον  αφορά την ελληνομάθειά του, είναι σαφές πως δεν κατείχε μόνο το λόγιο ή το δημώδες ιδίωμα της εποχής του, αλλά θα πρέπει να γνώριζε ικανά στοιχεία και από τις υπόλοιπες μορφές της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτήν της αλεξανδρινής ελληνιστικής κοινής της Αγ. Γραφής, καθώς και της αττικίζουσας λόγιας γλώσσας των Πατέρων της Εκκλησίας.
     Μετά το πέρας των σπουδών του στην Αθωνιάδα εγκαταβίωσε στη Μονή Φιλοθέου σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε ετών, όπου το 1759 έλαβε κατά την μοναχική του κουρά το όνομα Κοσμάς και κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος για τις ανάγκες της μονής. Στο πνευματικό περιβάλλον του Αγ. Όρους ο ιερομόναχος Κοσμάς, παράλληλα με την παιδεία, μυήθηκε στην ορθόδοξη νηπτική και ησυχαστική φιλοκαλική παράδοση, ενώ στη μονή της μετανοίας του εμπνεύστηκε βαθύτατα από την πλούσια ιεραποστολική της εμπειρία, αποκτώντας πολύτιμα βιώματα τα οποία έθεσε στη συνέχεια ως βάση όχι μόνο για τη μοναχική του ζωή, αλλά και για το μεγάλο ιεραποστολικό και εθναποστολικό ανακαινιστικό του έργο, εφόσον και ως κληρικός και ως διδάσκαλος και ιεραπόστολος παρέμεινε πάντοτε ησυχαστής αγιορείτης μοναχός.
      Ζώντας στη μονή Φιλοθέου και γνωρίζοντας την τραγική κατάσταση του Γένους, καλλιεργήθηκε εντονότερα στην ψυχή του ο ιεραποστολικός ζήλος και πόθος για την πνευματική του αφύπνιση. «Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου - έλεγε αργότερα- τούτον τον γλυκύτατον λόγον, όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, μ' έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα είς την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι, όπου τρώγει το ξύλον (...). Όθεν άφησα την ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον είς τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου». Έτσι, αφού έλαβε την άδεια της Μονής και την ευλογία του Πατριάρχου του Γένους Σεραφείμ του Β΄ περί το τέλος του 1760, ετοιμάστηκε για το πολύμοχθο έργο, πριν αναχωρήσει για το οποίο κι ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη έλαβε τα τελευταία μαθήματα ρητορικής για μεγαλύτερη διευκόλυνση στο κήρυγμά του από τον αδελφό του ιερομόναχο Χρύσανθο.
                                                                                                           
       ΙV. Ιεραποστολική Δράση (1760/61-1779)

1.     Οι Τέσσερις Ιεραποστολικές Περιοδείες

      Το πολυσχιδές ιεραποστολικό και αναγεννητικό έργο του αγ. Κοσμά πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη έρευνα σε δύο περιόδους, από το 1760/61 μέχρι το 1767/70 και από το 1775 μέχρι το 1779. Κατά το μεσοδιάστημα και μάλιστα από το 1770 μέχρι το 1775 που έλαβαν χώρα τα Ορλωφικά και οι ρωσοτουρκικές συγκρούσεις, είναι βέβαιο ότι αποσύρθηκε και παρέμεινε στο Άγ. Όρος, όπου περιόδευε διδάσκοντας στις σκήτες και τα μοναστήρια, αλλά και μελετώντας προετοιμαζόμενος για τη συνέχιση του έργου του. Η απόφαση να μην συμμετέχει στα οδυνηρά για το Γένος γεγονότα της περιόδου αυτής, οφειλόταν στο ότι θεωρούσε τον εαυτό του ως εκκλησιαστικό άνδρα ευρισκόμενο σε αποστολή που του είχε ανατεθεί από τον Πατριάρχη του Γένους, γι’ αυτό και ακολούθησε επακριβώς τη συνετή στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας ότι δεν είχαν ωριμάσει ακόμη οι κατάλληλες συνθήκες και δεν είχαν αναπτυχθεί οι εσωτερικές εκείνες δυνάμεις του Γένους, που θα συνέβαλλαν στην επιτυχία του αγώνα για την απελευθέρωσή του. Για το λόγο αυτό ούτε υποστήριξε, αλλά ούτε και συμμετείχε στα γεγονότα· αντίθετα συνιστούσε μέχρι και το τέλος της ζωής του νομιμοφροσύνη μεν προς τον κατακτητή, χωρίς όμως υποχώρηση στα θέματα της πίστεως και της ελληνικής παραδόσεως του Γένους, εφαρμόζοντας επακριβώς την ορθή τακτική της εθναρχούσας Εκκλησίας, που προέβλεπε ανοχή και πειθώ με σκοπό τον κατευνασμό του «θηρίου», όπως ονόμαζε τον κατακτητή, έως ότου εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για επιτυχή επανάσταση εναντίον του, καθώς, όπως και οι πνευματικοί του Πατέρες και προκάτοχοι ησυχαστές ανθενωτικοί, ο άγ. Κοσμάς προέκρινε και προτιμούσε τους Οθωμανούς Τούρκους ως λιγότερο επικίνδυνους για την αλλοίωση της πίστεως του πληρώματος της Εκκλησίας, από τους Ρωμαιοκαθολικούς Φράγκους, που επιδίωκαν την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Γένους στον παπικό θρόνο, τονίζοντας όμως σαφώς, πως το Γένος έπρεπε οπωσδήποτε να ελευθερωθεί και από τους δύο εχθρούς του Χριστού, τους δύο «αντιχρίστους», από τους οποίους «ο αντίχριστος ο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός, που είναι εις το κεφάλι μας. Χωρίς να είπω το όνομα του, το καταλαβαίνετε...», εννοώντας τον Οθωμανό Σουλτάνο.
       Στις δύο περιόδους της δράσεώς του ο άγ. Κοσμάς πραγματοποίησε τρείς ή το πιθανότερο τέσσερις μεγάλες και κοπιώδεις περιοδείες,  ενταγμένες στο ευρύτερο σχέδιο της πνευματικής ενδυνάμωσης και αναζωογόνησης της πίστης και του ήθους του λαού στις υπόδουλες περιοχές, με σκοπό την ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ενότητας του Γένους μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Για το λόγο αυτό περιήλθε και κήρυξε σε τριάντα επαρχίες, κατά κύριο λόγο της υπαίθρου του ελλαδικού χώρου, όπως οι περιοχές της Θράκης, της Δυτικής και Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και ιδιαιτέρως της Βορείου Ηπείρου, καθώς και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο το οποίο κινδύνευε και είχε ανάγκη στηρίξεως της πίστης του και τονώσεως του εθνικού του φρονήματος.
      Κατά την πρώτη περίοδο της δράσεώς του (1760/61-1767/70), ο Αιτωλός ιεραπόστολος πραγματοποίησε, έπειτα από άδεια των πατριαρχών Σεραφείμ του Β΄ και Σαμουήλ, δύο μεγάλες περιοδείες με αποκλειστικό σκοπό την καλλιέργεια και ενδυνάμωση της ορθόδοξης πίστης και του εκκλησιαστικού φρονήματος του λαού. Γι’ αυτό και το κήρυγμά του ήταν κυρίως θεολογικοδιδακτικό, εποικοδομητικό, παρηγορητικό και παραστατικό, με κύρια αποστολή τη συγκράτηση και υποστήριξη του χειμαζόμενου Γένους μπροστά στη λαίλαπα των εξισλαμισμών. Αντίθετα, κατά τη δεύτερη περίοδο της δράσεώς του (1775-1779), που πραγματοποίησε και πάλι δύο περιοδείες και με άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη Σωφρονίου του Β΄, το κήρυγμα του, χωρίς να απολέσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, διαφοροποιείται αισθητά, καθώς το έντονο θεολογικό στοιχείο που εξακολουθεί να κυριαρχεί, δεν αποσκοπεί πλέον μόνο στη στήριξη του λαού στην πίστη, αλλά καταβάλλεται εντονότερη προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής των σημείων της πίστεως στη ζωή των ανθρώπων, με στόχο την αποκατάσταση των κοινωνικών σχέσεων στην κατεύθυνση της σφυρηλάτησης της ενότητας του Γένους και της επανεύρεσης και ενίσχυσης της εθνικής του αυτοσυνειδησίας μέσω της παιδείας, για την πρόσληψη της οποίας έκρινε πλέον απαραίτητη την ίδρυση σχολείων. Η διαφοροποίηση αυτή στο κήρυγμα του Αιτωλού αγίου κατά τη δεύτερη περίοδο της δράσεώς του, συνέβη πιθανότατα, διότι έπειτα και από την αποτυχία του κινήματος των Ορλώφ, πρέπει να συνειδητοποίησε την ανάγκη της εσωτερικής ιεραποστολής ως σποράς, ώστε το Γένος, στηριζόμενο στη βοήθεια του Θεού και τις δικές του δυνάμεις, να ξαναβρεί το δρόμο της ελευθερίας.

       2. Το Κήρυγμα ως Διδαχή

         2.1 Ο τρόπος του Κηρύγματος


       Η ιεραποστολική δράση του αγ. Κοσμά είχε ως κέντρο την προσπάθεια πνευματικής οικοδομής και ενισχύσεως του λαού μέσω του κηρύγματος ως διδαχής από τόπο σε τόπο. Η πορεία του από χωριό σε χωριό και από περιοχή σε περιοχή έμοιαζε με εκκλησιαστική λιτανεία, αφού προπορεύονταν αλλά και τον ακολουθούσαν πολλοί ιερείς, μαθητές και λαός, ενώ στο χώρο που θα δίδασκε τον περίμεναν και τον υποδέχονταν επίσημα μεγάλος αριθμός χριστιανών από τις γύρω περιοχές. Επειδή κινούνταν για λόγους ασφαλείας μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, εκεί όπου θα κήρυττε κάθε φορά έφτανε συνήθως αργά το απόγευμα και αμέσως σχεδόν ξεκινούσε τη διδαχή στο πολυπληθές ακροατήριό του, η οποία εξελισσόταν σε τρία στάδια, ενώ πριν την έναρξή της ανάβονταν κεριά και στηνόταν μεγάλος ξύλινος σταυρός, στη βάση του οποίου τοποθετούνταν βάθρο, το σκαμνί, πάνω στο οποίο ανέβαινε ο απόστολος του Χριστού για να παρηγορήσει το πολύπαθο Γένος. 
      Κάτω από το σταυρό και πάνω στο σκαμνί του ο ιεραπόστολος Κοσμάς ανέπτυσσε με συναρπαστικό τρόπο το ίδιο βράδυ το πρώτο μέρος της διδαχής του, που περιλάμβανε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία και την πτώση του ανθρώπου. Το δεύτερο μέρος ακολουθούσε το επόμενο πρωί, και αναφερόταν στη θεία Ενανθρώπηση και σωτηρία, ενώ το τρίτο, που αναπτυσσόταν το δεύτερο βράδυ, περιλάμβανε την εκκλησιαστική διδασκαλία για την ανάσταση και τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία, προσφέροντας έτσι στο ακροατήτριό του με πληρότητα και τις τρείς φάσεις της πραγμάτωσης του μυστηρίου της θείας εν Χριστώ Οικονομίας ως γεγονότος που λαμβάνει χώρα και εξελίσσεται αναγεννητικά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, πράγμα που του επέτρεπε «να εντάσσει στο κήρυγμά του κοινωνικά ζητήματα και να προβαίνει σε προεκτάσεις που σχετίζονταν με τις άμεσες ανάγκες και τους προβληματισμούς του χειμαζόμενου πιστού λαού», τον οποίο παρηγορούσε και εμψύχωνε στη συνέχεια με τις περίφημες προφητείες του, που λειτουργούσαν συμπληρωματικά και ως επιστέγασμα στο κήρυγμά του.

     Ο τρόπος και ο χρόνος του κηρύγματος του αγ. Κοσμά περιγράφεται από τους ακροατές του ως πραγματική ιεροτελεστία, εφόσον δεν συνάρπαζε και δεν σαγήνευε μόνο η απλότητα, η πρακτικότητα και η ευστοχία των λόγων του, αλλά και ο  ίδιος,  παρόλο που κατά την εμφάνιση ήταν «ολίγον κοντός και μελαχρινός και τα γένεια του μαύρα και δασιά», εντυπωσίαζε όμως και καθήλωνε το λαό με την παρουσία του ως «ασκητής θαυμαστός και άγιος άνθρωπος». Κατά τη διάρκεια του κηρύγματος, μάλιστα, ήταν παράξενα «γαλήνιος και ησύχιος», συνεπαρμένος και μεταρσιωμένος από τη θεία θεωρία, έχοντας την καρδιά του «καθολικά (…) γεμάτη απ την χάριν του ιλαρού και ησύχου Aγίου Πνεύματος». Το εύστοχο και περιεκτικό του κήρυγμα σε συνδυασμό με το ακέραιο ήθος του, είχε πλατειά απήχηση στο λαό προς τον οποίο μιλούσε μεν με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό, αλλά ταυτόχρονα απλό και κατανοητό, αφού χρησιμοποιούσε το γλωσσικό του ιδίωμα. Γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν εύληπτος και κατανοητός, με εκφορά φυσική και αβίαστη τέτοια που άγγιζε τις βαθύτερες χορδές του κάθε ακροατή του, οδηγώντας τον σε μετάνοια και αλλαγή τρόπου ζωής, εφόσον η διδαχή του περνούσε πάντοτε από τη θεωρία στην πράξη και άνοιγε δρόμους ζωής αληθινής, αφυπνίζοντας συνειδήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητούσε τελειώνοντας τη διδασκαλία του από όσους τον παρακολουθούσαν να μετανοήσουν, να προετοιμαστούν πνευματικά, να εξομολογηθούν και να νηστέψουν, ενώ οι παριστάμενοι ιερείς τελούσαν το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου και τους έχριαν, προκειμένου να συμμετέχουν επάξια στο Ποτήριο της Ζωής. Η ολοκλήρωση της επισκέψεώς του κάθε φορά, συνοδευόταν από τη διανομή ευλογιών και κυρίως μικρών σταυρών. Λέγεται ότι μοίρασε συνολικά πάνω από 500.000 «σταυρούδια» κατά τη διάρκεια της ιεραποστολικής του πορείας, ενώ ο σταυρός που στηνόταν εκεί όπου δίδασκε κάθε φορά, έμενε σε ανάμνηση της διαβάσεώς του ως ευλογία και συχνά θαυματουργούσε, προσφέροντας θάρρος, παρηγοριά και ανακούφιση στο βασανισμένο λαό.

           2.2. Το Περιεχόμενο του Κηρύγματος

         Το κήρυγμα του αγ. Κοσμά, παρά την απλότητά του υπήρξε κατ’ εξοχήν θεολογικό και ησυχαστικό, στο οποίο κυριαρχεί η χριστοκεντρικότητα στο πλαίσιο της τριαδικότητας αρμονικά συνδεδεμένα με την υγιή κοινωνικότητα, εργαλείο για την καλλιέργεια της οποίας θα ήταν η παιδεία με σωτηριολογικό χαρακτήρα και σκοπό. Κι αυτό, διότι μέσω της διδαχής του απέβλεπε στον αναβαπτισμό του Γένους στην πατερική παράδοση, όπως αυτή διασώζεται και βιώνεται στο γεγονός της Εκκλησίας, συνενώνοντας αριστοτεχνικά και αδιάρρηκτα θεολογικά το μυστήριο της θείας Οικονομίας, ως γεγονός σωτήριο του κόσμου,  με την πνευματική πορεία, αναγέννηση και προκοπή του δούλου Γένους.

        2.2.1 Τριαδολογία- Χριστολογία- Εκκλησιολογία

      Απέναντι στη λαίλαπα των εξισλαμισμών αντέτασσε την εμμονή στην Πίστη και την Παράδοση της Εκκλησίας κατά τρόπο πατερικό και φιλοκαλικό, καλώντας  το ακροατήριό του να ξαναβρεί την εκκλησιαστική του αυτοσυνειδησία, ενώ παράλληλα επιδίωκε να το διαφυλάξει και από τη σύγχυση των διαφόρων αιρέσεων που προσπαθούσαν να το παρασύρουν, τονίζοντας, πως «όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν, τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας, πως μόνη η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών είναι καλή και αγία...».  Διότι εκείνο που κινδύνευε στην εποχή του ήταν πρωτίστως η ορθόδοξη υπόσταση του Γένους, την οποία αν έχανε, θα έχανε ταυτόχρονα και την ελληνική του συνείδηση και υπόσταση, εφόσον είναι γνωστό, πως όποιος ασπαζόταν το Ισλάμ «τούρκευε», αποκτούσε δηλαδή  τουρκική εθνική συνείδηση, ενώ όποιος μεταστρεφόταν στο Ρωμαιοκαθολικισμό «φράγκευε», αποκτούσε φραγκική, δυτική εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Για το λόγο αυτό και το κήρυγμα του αγ. Κοσμά, σε αντίθεση με «τες φλυαρίες των ασεβών, των αιρετικών, {και} των αθέων», περιλάμβανε μόνον «όσα το Πνεύμα το άγιον εφώτισε τους αγίους Προφήτας, τους Αγίους αποστόλους, τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν», έχοντας ως κέντρο του το υπερφυές μυστήριο της αγ. Τριάδος αδιαχώριστα συνδεδεμένο με το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας. Η σωτήρια γνώση της αγ. Τριάδος, τόνιζε, συνιστά γεγονός που επιτυγχάνεται από κάθε άνθρωπο με την θεοπτική εμπειρία της εν Χριστώ πνευματικής ζωής δια του αγίου Πνεύματος με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού στην Εκκλησία, αφού, όπως επισημαίνει στο ακροατήριό του, ο απλός και αγράμματος άνθρωπος που αδυνατεί να προσεγγίσει και να κατανοήσει την εκκλησιαστική διδασκαλία, μπορεί να αποκτήσει τη σωτήρια γνώση του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ μέσω των ιερών μυστηρίων, δηλαδή, όπως συμβούλευε, αφού «εξομολογηθήτε παστρικά και καλά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον, με τρόμον και με ευλάβειαν και τότες να σας φωτίση η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε». Η Τρισυπόστατη Μονάδα για τον Αιτωλό ισαπόστολο είναι ο μόνος αληθινός Θεός,  γι’ αυτό κι εκτός «από την Παναγία Τριάδα όσοι λέγονται θεοί είναι δαίμονες». Κι επειδή ακριβώς είναι ο μόνος αληθινός Θεός αυτός που πιστεύουν, δοξάζουν και προσκυνούν οι Ορθόδοξοι, γι’ αυτό και οι άγιοι της Εκκλησίας ως πρότυπά τους, κατάφεραν δια της χάριτός Του  με τους αγώνες και τα πνευματικά τους κατορθώματα να κερδίσουν τη σωτηρία, αφού «έχυσαν το αίμα τους δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και αγόρασαν τον παράδεισον και χαίρονται πάντοτε».
        Κατά τον ίδιο τρόπο και οι ακροατές του Αιτωλού ιεραποστόλου θα μπορούσαν, όπως τους τόνιζε, να γίνουν μέτοχοι της σωτηρίας με την εμμονή στην Ορθόδοξη Πίστη και τη μίμηση της ζωής του Ιησού Χριστού και των Αγίων, αν τηρούν στη ζωή τους ως μέλη της Εκκλησίας «τα προστάγματα του Θεού», όπως ονομάζει τις θείες εντολές. Την τήρηση των εντολών ως απαραίτητης προϋπόθεσης για τη σωτηρία του, υπογράμμιζε επίσης, εποπτεύει σε κάθε άνθρωπο ο ίδιος ο Θεός ως πανταχού παρών, γι’ αυτό κι επειδή δεν υπάρχει τίποτε από το οποίο να απουσιάζει ο Θεός, πρέπει ο άνθρωπος να προσέχει και να στοχάζεται σοβαρά πρίν παραβεί τα θεία προστάγματα, εφόσον «ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, εμπρός είς τα μάτια μας, είναι παναταχού και μας βλέπει». Πίστη, συνεπώς, στο Θεό για τον ησυχαστή άγ. Κοσμά σημαίνει για τον άνθρωπο πραγμάτωση της ζωής του Θεού στη ζωή του με την τήρηση των εντολών Του. Σημαίνει αληθής, πλήρης και πραγματική επανάληψη της ζωής του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού στη ζωή του, γι’ αυτό και το πρόσωπο του Χριστού ως πρότυπο της νέας ανακαινισμένης ανθρωπότητας, κατέχει κυρίαρχη θέση στο κήρυγμα του. Ο Χριστός είναι για τον Αιτωλό άγιο «ο γλυκύτατος αύθέντης και δεσπότης», το κατ’ εξοχήν πρότυπο και το κέντρο της ζωής κάθε ανθρώπου, ή μάλλον η ίδια η ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και του έτρεφε εκστατική αγάπη, τονίζοντας πως «ανίσως, αδελφοί μου, και ήταν δυνατόν να ανεβώ εις τον ούρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κηρύξω εις όλον τον κόσμον πως μόνος ο Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω». Πίστη στο Χριστό για τον άγ. Κοσμά, σήμαινε ταυτόχρονα Ορθοδοξία και Ορθοπραξία, σήμαινε κατ’ εξοχήν ορθό τρόπο ζωής με σκοπό τη σωτηρία και τον παράδεισο. Γι’ αυτό και, όπως δίδασκε, «το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματα σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλει. Δώσατε τα. Δεν είναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημα σας», διότι, όσο ο άνθρωπος έχει πίστη στο Χριστό και κρατά την ψυχή του καθαρή και δοσμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτόν, όχι μόνο παραμένει Ορθόδοξος, αλλά και πνευματικά ελεύθερος και χαίρεται τον παράδεισο.


           2.2.2 Από την πίστη στη ζωή. Η εφαρμογή του Ορθοδόξου ήθους στην κοινωνική ζωή ως βίωση του περιεχομένου της πίστεως


         Είναι γεγονός ότι το κήρυγμα του αγ. Κοσμά δεν ήταν μια αποστεωμένη, ξηρή και απόκοσμη διανοητική θρησκευτική διδασκαλία, αλλά μια θεολογία βαθιά και συνάμα εύληπτη, φιλοκαλική και πατερική στην ουσία της με έντονο δογματικό, παρά την απλότητα της, περιεχόμενο και εξαιρετική πρακτική σημασία. Με το κήρυγμά του δηλαδή ο Αιτωλός άγιος, συνδέοντας αριστοτεχνικά το δόγμα με το ήθος της Εκκλησίας, έδειχνε με ποιο τρόπο το περιεχόμενο της πίστεως μπορεί και πρέπει να γίνει πράξη και τρόπος ζωής, γι’ αυτό  και προέβαλε ως απόρροια της θεολογικής του διδασκαλίας το ορθόδοξο ήθος ως αυθεντικό τρόπο κοινωνικής ζωής, ζητώντας από το λαό πρώτιστα για την απόκτησή του καθαρότητα καρδιάς, στην οποία θα μπορέσει να βλαστήσει ο θείος σπόρος καλλιεργούμενος με την αδιάλειπτη μετοχή στα ιερά μυστήρια,  προκειμένου ο άνθρωπος να στολιστεί με το εκκλησιαστικό ήθος καλλιεργώντας την τριάδα των αρετών, δηλαδή την ταπείνωση, τη συγχωρητικότητα και την αγάπη ως θεμέλιο της εκκλησιαστικής κοινωνίας, την οποία δεν διαχώριζε από την ανθρώπινη και κοσμική.      
        Θεμέλιο και βάση της υγιούς κοινωνικότητας ως τρόπου ζωής κατά τον άγ. Κοσμά συνεπώς, αποτελούσε η εν Χριστώ πνευματική ζωή, που πραγματώνεται με την καταπολέμηση των παθών και την απόκτηση των αρετών μέσω της ακριβούς τηρήσεως των εντολών του Θεού, προκειμένου ο άνθρωπος να αποκτήσει τη βασίλισσά τους που είναι η αγάπη προς το Θεό και τους άλλους ανθρώπους, πράγμα που θα εξασφάλιζε την ομαλή συνύπαρξη και αρμονική συνεργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της κοινωνίας, καθώς οραματιζόταν μια κοινωνία «κατοικία του Θεού, κατοικία των αγγέλων», δηλαδή μια εν Χριστώ κοινωνία, όπου θα βασίλευε η ενότητα και η αδελφότητα όλων των ανθρώπων μέσα στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη, με σκοπό τη σωτηρία, δηλαδή «να ζήσουν {οι άνθρωποι} και εδώ καλά, ειρηνικά και αγαπημένα, και μετά να πηγαίνουν εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε». Έτσι, αν και δεν θεωρούσε τον κόσμο ως την αληθινή πατρίδα του ανθρώπου, όχι μόνο δεν αρνούνταν την κοινωνία που ζούσε, ούτε προέτρεπε τους χριστιανούς να την εγκαταλείψουν, αλλά αντίθετα τους νουθετούσε και τους ενίσχυε προκειμένου ν’ αγωνιστούν για τη σωτηρία τους μέσα σ’ αυτή, επιμένοντας στην επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισοτιμίας των δύο φύλων, της περιφρόνησης και κατάργησης της πολυτέλειας, της ολιγάρκειας και της πραγματοποίησης κοινωφελών έργων, συνιστώντας την αποφυγή της «αρπαγής και αδικίας» και προτρέποντας να δίδεται «το άδικον οπίσω» σε όποιον και αν είχε αδικηθεί, θεωρώντας μάλιστα ως δικαίωση του έργου του το «να καθίστετε από πέντε-δέκα να συνομιλήσετε αυτά τα θεία νοήματα, να τα βάλετε μέσα είς την καρδίαν σας, δια να σας προξενήσουν την ζωήν την αιώνιον», με σκοπό να επικρατήσει μεταξύ τους η ομόνοια και η αγάπη ως προϋπόθεση της εν Χριστώ σωτηρίας τους.

2.2.3      Παιδεία και Γλώσσα

         Επειδή όμως ο άγ. Κοσμάς προσπαθούσε με το κήρυγμα του να κρατήσει ζωντανό το εκκλησιαστικό φρόνημα των υπόδουλων, αλλά και να θέσει τις βάσεις για μια υγιή κοινωνικότητα ως έκφραση του Ορθοδόξου ήθους, πίστευε πως αυτό θα μπορούσε να κατορθωθεί εκείνη την εποχή μόνο μέσω της παιδείας που θα έπρεπε γι’ αυτό να έχει ως κέντρο και περιεχόμενο τη διδασκαλία της  πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας στην ελληνική γλώσσα, με κύριο σκοπό την ενίσχυση της ενότητας του Γένους ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την οργάνωση και επιτυχία του επικείμενου αγώνα για την ελευθερία του, εφόσον η πρόσληψη, διαφύλαξη και βίωση του περιεχομένου της Ορθοδόξου πίστεως μέσω της παιδείας, θα διέσωζε ταυτόχρονα, λόγω της αδιάρρηκτης ενότητας Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, και την εθνική αυτοσυνειδησία του υπόδουλου Γένους.
         Διαπιστώνοντας και κατανοώντας ότι η έλλειψη παιδείας είχε συντελέσει στη γενικότερη πνευματική κατάπτωση του Ελληνισμού, δίνει άμεση προτεραιότητα στην καλλιέργειά της με την ίδρυση σχολείων, εφόσον πίστευε πως «τα σχολεία φωτίζουν τους ανθρώπους, ανοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μαθαίνουν τα μυστήρια», γι’ αυτό και η παιδεία ήταν απαραίτητο να παρέχεται προς όλους ανεξαιρέτως και μάλιστα δωρεάν. Η ίδρυση και λειτουργία σχολείων, τόνιζε ο ισαπόστολος, είναι θέλημα Θεού, γι’ αυτό και θεωρούσε αμάρτημα την άρνηση ή την αμέλεια των γονέων να μορφώσουν τα παιδιά τους με τα ελληνικά γράμματα, συνδέοντας την παιδεία αδιάρρηκτα με την υπόσταση και το φωτισμό του ανθρώπου. Στο δίλημμα μάλιστα πτωχά και γραμματισμένα ή πλούσια και αγράμματα παιδιά, προτιμούσε χωρίς συζήτηση το πρώτο, εφόσον η κατά Χριστόν παιδεία δεν παρέχει μόνο γνώσεις, αλλά διαπλάθει και το χαρακτήρα και φρονηματίζει την ψυχή του ανθρώπου.            
        Η υγιής διαπλάση και ο ομαλός φρονηματισμός του ανθρώπου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τον άγ. Κοσμά, θέτοντας ως κέντρο του παιδαγωγικού ιδεώδους το Χριστό και τους Αγίους, όπως ο Μωυσής και η αγ. Παρασκευή, εφόσον «το παιδευτικό του όραμα είχε ως αποστολή μια αγωγή που να οδηγεί στην αγιότητα και τη θέωση ως σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης». Η κατά Χριστόν αυτή παιδεία σύμφωνα με τον Αιτωλό ιεραπόστολο, δεν θα απέβλεπε μόνο στην πνευματική αναγέννηση του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά με την πίστη και την ορθή εκπαίδευση, αλλά και στην ανέλιξη και προκοπή ολόκληρης της κοινωνίας, με απώτερο στόχο να μεταβληθεί ο κόσμος σε Εκκλησία, και οι άνθρωποι να καταστούν αδελφοί και τέκνα του Χριστού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός και οι  άγιοι της Εκκλησίας αποτελούσαν για το μεγάλο Διδάχο τα μοναδικά εκείνα παιδαγωγικά πρότυπα, πού φωτίζουν την πνευματική πορεία του ανθρώπου και τον οδηγούν στην πραγματική αναγέννηση, γι’ αυτό και όταν  αναφέρεται σε παιδεία εννοεί αυτήν των Πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα των Καππαδοκών όπως εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με αποκορύφωμα το ησυχαστικό κίνημα του 14ου αι., δηλαδή την ελληνική κλασική παράδοση συνδεδεμένη αδιάρρηκτα και συμπληρωμένη από τη χριστιανική διδασκαλία.
       Πρότυπο και  βάση για κάθε προσπάθεια φωτισμού του υπόδουλου Γένους μέσω της παιδείας κατά τον μεγάλο ιεραπόστολο συνεπώς, θα έπρεπε να αποτελέσει ο αρμονικός συνδυασμός Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας, καθώς υπογράμμιζε πολύ συχνά, πως «η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και δια θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν...». Επειδή ακριβώς η ελληνική παιδεία κατά την παράδοση των Πατέρων για να είναι ωφέλιμη, θα έπρεπε να είναι άρρηκτα δεμένη με την εκκλησιαστική πίστη και παράδοση, θεωρούσε πως το σχολείο, προκειμένου να διατηρήσει και να καλλιεργήσει την εθνική αυτοσυνειδησία του λαού, ήταν απαραίτητο να καταστεί προέκταση της Εκκλησίας.  Έτσι, στο σχολείο που οραματιζόταν για τους υπόδουλους ο άγ. Κοσμάς, θα μάθαιναν «το κατά δύναμιν, τί είναι Θεός, τί είναι ή Αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, τί είναι αρχάγγελοι, τί είναι δαίμονες, τί είναι παράδεισος, τί είναι κόλασις, τί είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν –σημείωνε επίσης-  τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο τίμιος γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν», θέλοντας να τονίσει πως η απαρχή και το κέντρο της γνώσεως θα έπρεπε να ήταν η ορθόδοξη πίστη με σκοπό την καλλιέργεια του ορθοδόξου ήθους, εφόσον μια γνώση χωρίς πίστη και ήθος, καθίσται πανουργία και οδηγεί στην πνευματική υποδούλωση των άνθρωπο. Για το λόγο αυτό και θα ήταν απαραίτητο, προκειμένου το σχολείο να εκπληρώσει την εθνική του αποστολή, να διαφυλάξει μαζί με την πίστη και την ελληνικότητα του Γένους, ώστε να καταστεί πρώτιστα «ναός της αληθινής και θεοποιού γνώσεως, η οποία σώζει και τελειοποιεί τον άνθρωπο πνευματικά, καθιστώντας τον αυτάρκη και ελεήμονα υλικά, ως οργανικό και υγιές μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει». Τούτο σημαίνει πως η διδασκαλία της Εκκλησίας ως μέσο αγωγής δεν θα λειτουργούσε ως δικλείδα αποκλεισμού ή εμπόδιο για την απόκτηση της γνώσης, αλλά ως το μέτρο και το φίλτρο κάθε άλλης γνώσης με σκοπό την ωφέλεια και την πνευματική ανέλιξη και προκοπή του ανθρώπου. Το ιδεώδες της παιδείας που προβάλλει ο αγ. Κοσμάς δηλαδή, δεν αποκλείει καμιά γνώση, όπως συνέβη και στη δική του περίπτωση, αρκεί αυτή να έχει ως άξονα την πίστη και ως σκοπό την ωφέλεια και προαγωγή του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό και ο προσανατολισμός της παιδείας που οραματίζονταν ο μεγάλος Διδάχος είναι θεανθρωποκεντρικός, με πρότυπο τη Σοφία του Θεού, τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, και όχι ανθρωποκεντρικός και ατομοκεντρικός δηλαδή εγωιστικός και εγωκεντρικός με πρότυπο  τον κατά κόσμο σοφό αλλά χωρίς ηθικές αναστολές και όρια άνθρωπο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, η υιοθέτηση και αποδοχή του οποίου θα σήμαινε την  επικράτηση του πλέον άκρατου ατομοκεντρισμού στην κοινωνία, έναντι της συλλογικότητας ως υγιούς κοινωνικότητας της εκκλησιαστικής ζωής που καλλιεργεί ο θεανθρωποκεντρισμός ως παιδαγωγικό ιδεώδες.
 Η διαφύλαξη της ελληνικότητας του Γένους όμως μέσω της ορθόδοξης πίστης στο σχολείο, θα μπορούσε να καταστεί δυνατή, κατά τον άγ. Κοσμά, μόνο με τη χρήση, ως εργαλείου για την πρόσληψή της, της ελληνικής γλώσσας, με σκοπό την ισχυροποίηση κυρίως των ασθενέστερων εθνολογικά και γλωσσικά διαμερισμάτων του Ελληνισμού και ιδιαίτερα των βορειότερων της Ηπείρου εκείνη την εποχή, καθώς η γλώσσα θα αποτελούσε το συνεκτικό κρίκο της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. Ήταν απαραίτητο, όπως τόνιζε, να γνωρίζουν ελληνικά οι ακροατές του, διότι «η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και αν δεν σπουδάξης εις το ελληνικόν, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογά η Εκκλησία μας», επιθυμώντας να υπογραμμίσει το γεγονός, ότι για να οικειωθεί κάποιος ως Έλληνας την καταγωγή το γεγονός της σωτηρίας στην Εκκλησία, ήταν απαραίτητο να γνωρίζει και να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα για να καταλαβαίνει τη διδασκαλία της, ενώ αναγνωρίζοντας και τον πολιτισμικό χαρακτήρα και τη συνεκτική της δύναμη για τη διαφύλαξη της εθνικής τους ταυτότητας, ζητούσε με επιμονή από όσους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς μιλούσαν βλάχικα ή αρβανίτικα να κάνουν χρήση μόνο της ελληνικής, ως γλώσσας της Εκκλησίας και του Γένους.
        Μέσω των σχολείων λοιπόν, όπως πίστευε ο Αιτωλός άγιος, θα μπορούσε να φωτιστεί το Γένος και θα ξαναβρεί τον τρόπο να επανακτήσει τις δυνάμεις του, αλλά και να ξεκινήσει να οικοδομεί μόνο του την ελευθερία του χωρίς να αναμένει βοήθεια από οποιαδήποτε ξένη χώρα και μάλιστα από την ομόδοξη, πλην όμως εξυπηρετούσα κάθε φορά πρωτίστως τα συμφέροντά της, Ρωσία, συνεχίζοντας έτσι ουσιαστικά τη φιλοκαλική γραμμή των μεγάλων ανθενωτικών ησυχαστών Πατέρων του 14ου και 15ου αι., που πίστευαν και τότε, πως η σωτηρία του Γένους δεν πρόκειται να επρόκειτο να προέλθει από οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια, όπως ήταν η Ρωμαιοκαθολική Δύση, αλλά  μόνο από την πίστη και την εμπιστοσύνη του Γένους στο Θεό των Πατέρων του και τη δική του εσωτερική πνευματική αναγέννηση και ανασυγκρότηση. Διότι, όπως  εκείνοι, έτσι ο άγ. Κοσμάς υπογράμμιζε ορθά, ότι όλα τα δεινά του Γένους ήταν συνέπεια του πνευματικού του μαρασμού και των πολλών σφαλμάτων και αμαρτιών των αρχόντων και του λαού, θεωρώντας πως με την εμμονή στην Ορθόδοξη Πίστη και την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και γλώσσας, που συνιστούν τα υπαρκτικά θεμέλια του Γένους, θα  διαμορφώνονταν οι παράγοντες εκείνοι που θα συνέβαλλαν, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, όχι μόνο στην απελευθέρωσή του από τον Οθωμανό κατακτητή, αλλά και στην απρόσκοπτη συνέχιση της ιστορικής του πορείας.
         Έτσι, με την ίδρυση διακοσίων και πλέον σχολείων για τα κοινά και δέκα για τα ανώτερα γράμματα, δεν ανέκοψε μόνο, σε μια πολύ κρίσιμη εποχή για την πορεία του,τον εξισλαμισμό του Γένους και δεν εμπόδισε μόνο το κύμα του αφελληνισμού του, αλλά έθεσε παράλληλα με την όλη δράση του και τις βάσεις για τη διασφάλιση της επιβίωσης του απέναντι στον κίνδυνο αφανισμού του, γι’ αυτό και αναδείχθηκε ίσως ο πιο σπουδαίος και ο πιο αγνός πρόδρομος της ελευθερίας του, αποβλέποντας με το πολυσχιδές έργο του «εις την διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της πατρίδος».

         V. Το Μαρτυρικό Τέλος και η Μνήμη

           Η ιεραποστολική του πορεία, με τις κοπιώδεις και για λόγους ασφαλείας λαβυρινθώδεις διαδρομές και επισκέψεις σε νησιά, πόλεις και χωριά πεδινών και κυρίως ορεινών, δύσβατων και απομονωμένων περιοχών, πραγματοποιήθηκε με πολλές δυσκολίες και μέσα σε πολλούς κινδύνους από τους Οθωμανούς Τούρκους, τους Εβραίους, τους Βενετούς και τους Ρωμαιοκαθολικούς Μισσιοναρίους, αλλά και από τους πλούσιους Έλληνες γαιοκτήμονες και κοτζαμπάσηδες, εξαιτίας του αυστηρού ελέγχου που τους ασκούσε για τις αδικίες τους σε βάρος των αδυνάτων.  Ο οθωμανικός κίνδυνος υπήρξε για τον άγ. Κοσμά εντονότερος μετά τα Ορλωφικά, οπότε η καχυποψία των Τούρκων οδήγησε στο θάνατο πολλούς χριστιανούς και στο τέλος τον ίδιο με παρακίνηση των Εβραίων, ο φθόνος και η επιβουλή των οποίων απέβησαν τελικά η αιτία για να θανατωθεί, έπειτα από ψευδή συκοφαντία ότι αποτελούσε όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση με τα κηρύγματά του, πράγμα για το οποίο στάθηκε αφορμή η επιμονή του για τη μεταφορά του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο.  Έπειτα από καταγγελία και με εντολή του Κούρτ πασά, τον συνέλαβαν  ενώ κήρυττε στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου της Β. Ηπείρου στις 22 Αυγούστου 1779. Την επόμενη ημέρα τον απαγχόνισαν και, αφού γύμνωσαν το μαρτυρικό και πολύπαθο σώμα του, το έριξαν στον ποταμό Άψο, απ' όπου ανασύρθηκε ύστερα από παρέλευση τριών ημερών από τον εφημέριο παπα-Μάρκο και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου.
      Η μνήμη του όμως και μετά το μαρτυρικό του τέλος παρέμεινε ζωντανή σε όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε, γι’ αυτό και η πολυσχιδής αναγεννητική του δράση μεταδίδεται μέχρι σήμερα από γενιά σε γενιά ως θρύλος. Η ζώσα μνήμη και ο επίκαιρος λόγος του τριακόσια χρόνια από τη γέννησή του (1714-2014) και σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, κατά την οποία απειλούνται κυριολεκτικά για άλλη μια φορά τα υπαρκτικά θεμέλια του Γένους από την πολυεπίπεδη πνευματική κατάπτωση και υλική ένδεια, αποτελούν πολύτιμο οδηγό.
        Η βαθιά πνευματική κρίση, στην οποία βρίσκεται για πολλές δεκαετίες το Γένος μας βυθισμένο στη διαφθορά, την  αδικία και την εξαθλίωση σε Ελλάδα και Κύπρο, αποτελεί και πάλι συνέπεια των πολλών και τραγικών σφαλμάτων του λαού και των ηγητόρων του εξαιτίας πρώτιστα της απομάκρυνσής από την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας, την αδιαφορία, την περιφρόνηση και υποβάθμιση της ελληνικής παιδείας, αλλά και την προϊούσα αποξένωση του λαού μας από τις αιώνιες και άγιες παραδόσεις του Γένους μας. Φάρο εξόδου από την τραγική αυτή κατάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει και πάλι η διδαχή του Αγ. Κοσμά, που προβάλλει σήμερα ως εξαιρετικά επίκαιρη και προφητική, την οποία αν ενστερνιστούμε και ακολουθήσουμε, είναι βέβαιο πως  το Γένος μας θα καταφέρει και πάλι να ξεπεράσει την πνευματική και οικονομική κρίση που το μαστίζει, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα και δημιουργικά την ιστορική του πορεία.




[1] Σχεδόν εξαντλητική βιβλιογραφία για το πρόσωπο και το έργο του αγ. Κοσμά μέχρι το 1974 βλ. Κ. Σαρδελή, Αναλυτική Βιβλιογραφία Κοσμά του Αιτωλού 1765-1973, Αθήνα 19742. Ειδικότερα βλ. Α. Βακαλόπουλου, «Σκέψεις για την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του Κοσμά του Αιτωλού και για τη μελέτη των προβλημάτων τους», Ελληνικός Αστήρ 37/38 (1991), σ. 81-88. Δ. Βαλαή, «Η Ελληνική Παιδεία (15ος-19ος αι.)», στο Ι.Σ. Πέτρου (επιμ.), Ιστορία της Ορθοδοξίας. τ. 6, Ορθοδόξων Βίος και Πολιτισμός (15ος-19ος αι.), Αθήνα χ.χρ., σ. 182-303. P.S. Vallianos, «St. Kosmas Aitolos», Greek Οrthodox Τheological Review 25,2 (1980), σ. 172-186. N.M. Vaporis, «Father Kosmas and the Gospel of Love», Greek Οrthodox Τheological Review 25,2 (1980), σ. 163-171. Μ. Γκιόλια, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, Αθήνα 1972. Δ.-Λ. Θεολόγου, Η παιδαγωγική σκέψη και πράξη στις Διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Χριστιανοπαιδαγωγική θεώρηση, Διδ. Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2012. C. Cavarnos, «Saint Cosmas Aitolos», St. Vladimir's Seminary Quarterly  4 (1966), σ. 189-194. C. Cavarnos, Modern Orthodox Saints. Saint Kosmas Aitolos, Belmont 1971. C. Cavarnos, «St. Kosmas Aitolos on God», Greek Οrthodox Τheological Review 25,2 (1980), σ. 187-194. π. Β. Καλλιακμάνη, Υπάρχει αντισημιτισμός και εθνοφυλετισμός στις Διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού; Θεσσαλονίκη 2003. π. Β. Καλλιακμάνη, «θεολογικά Ρεύματα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας», στο Ι.Σ. Πέτρου (επιμ.), Ιστορία της Ορθοδοξίας. τ. 6, Ορθοδόξων Βίος και Πολιτισμός (15ος-19ος αι.), Αθήνα χ.χρ., σ. 350-371. Α. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Συναξάριον-Διδαχαί-Προφητείαι-Ακολουθίαι, εκδ. Σταυρός, Αθήναι 199114. Κοσμά, Μητρ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας, «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Απόστολος του Ελληνικού Γένους. 300 έτη από την γέννησί του, 1714-2014», στο Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κανονάριον – Επετηρίς 2014, εκδ. Αποστολική Διακονία, (Αθήνα) 2014, σ. 7-21. Μ. Μαμασούλα, Παιδεία και Γλώσσα στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, Διδακτορική Διατριβή, Γιάννενα 2001. Ι.Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές. Φιλολογική Μελέτη - Κείμενα, εκδ. Τήνος, Αθήνα 19792. Γ. Μαρζέλου, «Θεολογία και ζωή στις Διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού», στο Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 393-412. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Κοσμάς ο Αιτωλός», Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα 35 (1996), σ. 246-249. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και η Φιλοκαλική Αναγέννηση», στο Του Αυτού, Άγιον Όρος και Κοινωνία, εκδ. Αρμός, (Αθήνα) 2009. Νικοδήμου Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 1961. Αρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και οι Βενετοί (1777-79), Θεσσαλονίκη 1984. Π.Β. Πάσχου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήνα 20002. Α. Ράντοβιτς, Μητρ. Μαυροβουνίου, Η Φιλοκαλική Αναγέννησι του ΧVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί καρποί της, έκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήναι 1984. Κ. Σαρδελή, Το Συναξάρι του Γένους, εκδ. 2η, Εστία, Αθήνα χ.χρ. Μ. Τρίτου, Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο Φωτιστής του Γένους, ο Προφήτης, Αθήνα 2000. Β. Αθ. Τσίγκου, «Η δογματική διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού», στο Στα βήματα του Αποστόλου Βαρνάβα. Χαριστήριος τόμος προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ. κ. Χρυσοστόμου Β΄ για τα τριάντα χρόνια αρχιερατικής του διακονίας, Λευκωσία 2008, σ. 715-741 και Ορθοδοξία και Παιδεία 4 (2005), σ. 49-73. 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική εργασία υψηλού ερευνητικού επιπέδου.

Ανώνυμος είπε...

Διαβάζοντας το κείμενο αυτό βλέπει κάθε αναγνώστης την μεγάλη προσφορά του Αγίου Κοσμά στην Παιδεία του Γένους. Θα μπορούσε να είναι φωτεινός οδηγός και των σημερινών υπευθύνων. Ο τόπος και η νέα γενιά έχουν ανάγκη από την Διδαχή του Αγίου Κοσμά.

Ανώνυμος είπε...

Ο χρόνος που διέθεσα για να το διαβάσω άξιζε.