Το μυστικό
Με πέντε δέκα συλλαβές θέλω να σου μιλήσω
και να σου πω το μυστικό, μα μην το μαρτυρήσεις,
πως δρόμος δεν υπάρχει πια, καράβι δε σαλπάρει,
για να με φέρει στους Παξούς, στα πατρογονικά μου.
Κι αν σε ρωτούν οι Παξινοί γιατί δεν ήρθα πάλι,
μήπως και το λησμόνησα το ακριβό Νησί μου
και οι γραφές κι οι στίχοι μου ήταν χωρίς αλήθεια,
παρακαλώ σε μην το πεις και μην το μαρτυρήσεις
πως τρεμοσβήνει μέσα μου η απαντοχή κι η ελπίδα.
Πού να ‘ρθω, ποιος με καρτερεί, ποιο σπιτικό ν’ ανοίξω,
με ποιους να συναπαντηθώ και να χαιρετηθούμε;
Όλοι φευγάτοι, μακρινοί κι αποσταμένοι όλοι,
μετρήσαν και τελειώσανε τα χρόνια της ζωής τους
κι όλοι κοιμούνται αξύπνητοι στον Άγιο Κωσταντίνο.
Μα εσύ που δε με ξέχασες, μια χάρη να μου κάνεις,
διάλεξε κάποιο απόβραδο, να ‘ναι συννεφιασμένο
και να ‘ναι μελαγχολικό, να σιγοψιχαλίζει,
-να μοιάζει το ψιχάλισμα με δάκρυα που κυλούνε-
και σύρε ‘κει που έχω διαβεί και που έχω περπατήσει
κι όπου τα μάτια μου έχουν δει κι έχει χαρεί η ψυχή μου.
Κι όθε περνάς χαιρετισμό ν’ αφήνεις από μένα,
στα λιόδεντρα της μοναξιάς που τώρα δεν καρπίζουν,
στις εκκλησιές που ορφάνεψαν και πια δε λειτουργούνται,
στις σπιάντζες[1]
που με μάγεψαν παρθενικές σαν ήταν,
στα σπιτικά που ερήμωσαν και σιωπηλά ρημάζουν.
Κλείσε τα μάτια να μη δεις τους πύργους[2]
γκρεμισμένους,
μην ψάξεις γιατί δε θα βρεις τα αρχαία μονοπάτια,
μόνο ν’ ανέβεις πιο ψηλά, στο λόφο του Αϊ-Γιώργη
και ν’ αγναντέψεις από ‘κει της Λάκκας το λιμάνι,
ειρηνικό να σου φανεί
κι ανάλλαχτο και πράο
και παρακεί ανεμόδαρτο της Λάκκας το Φανάρι
που σελαγίζει στ’ ανοιχτά αθάμπωτο το φως του.
Κι ως ξεψυχά το απόβραδο και βγαίνει το φεγγάρι,
κι απλώνει λυπημένο φως ανάμεσα στα νέφη
κι αντιφωνεί τη λύπη μου ολόγυρα στην πλάση,
να του το πεις το μυστικό, να το παρηγορήσεις,
πως κι αν λιγόστεψ’ η ομορφιά στον τόπο των γονιών μου,
ακόμα δεν εχάθηκε η ομορφιά του κόσμου…
Ευτυχία Γερ. Μάστορα
1 σχόλιο:
Λεπτό, διακριτικό, αληθινό!
Δημοσίευση σχολίου