Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Στου γέλιου τη λιακάδα - Ευτυχία Γερ. Μάστορα


Στου γέλιου τη λιακάδα
  
Μάνα του Γιάννη, της Ανθής, του Σπύρου, της Ελένης,
μάνα παιδιών μυριάριθμων που ήρθες και με βρήκες
και διάβασα στα μάτια σου του σπαραγμού τις λέξεις
κι είδα στου γιού σου τη μορφή του μαρασμού το χρώμα
κι είχεν η θυγατέρα σου της ερημιάς το βλέμμα.

Κι άρχισες τόσα να μου λες κι όσα μού λες τα ξέρω
για το παιδί σου το βουβό το παραγκωνισμένο,
φυλακισμένο στη σιωπή, της μοναξιάς δεσμώτης,
που έχει περίφοβη ψυχή κι έχει τ’ αυτιά κλεισμένα,
που του μιλείς, που το καλείς κι απόκριση δεν παίρνεις,
που δεν εχάρηκες ποτέ να σε φωνάξει «μάνα»,
που ο δρόμος της αγάπης σου δε φτάνει στην καρδιά του.
Δίχως χαμόγελο ν’ ανθεί στα σφραγισμένα χείλη,
δίχως γλυκάδα να γραφτεί στην παιδική την όψη
και μόνο δάκρυα να κυλούν, μόνο θυμός ν’ ανάβει
πού δεν το νιώθεις σαν ζητά τι λαχταρά και θέλει
και δεν μπορεί να μοιραστεί μαζί σου τις πληγές του,
πότε αδάμαστο θεριό κι ανήμερο αγρίμι,
πότε φιλέρημο πουλί κι ανάνθιστο λουλούδι.


Κι άντεξες και μού τ’ άφηκες και πήρες την ελπίδα
κι η ελπίδα βγήκε αληθινή σαν ήρθες πάλι πίσω
και το παιδί σου διάβασε στα χείλη σου τις λέξεις
και τη φωνή του άκουσες να λέει τ’ όνομά του
κι έκλαψες που σου μίλησε και σε φωνάζει «μάνα».

Χρόνος κυλά, χρόνος περνά κι όπως τα χρόνια φεύγουν.
έγινε λόγος η σιωπή στο αλάλητό του στόμα
γίναν μιλιά τα χέρια του, λαλιά τα δάχτυλά του
κι ακούει με τα μάτια του τα χείλη που μιλούνε.

Και τις βαθμίδες του σχολειού μια μια τις ανεβαίνει
και γρηγορεί στη μάθηση και ξεδιψά στη γνώση
και λογαριάζει και μετρά και γράφει και διαβάζει
και η ψυχή του ημέρεψε και γλύκανε η μορφή του
κι η σκέψη του φωτίστηκε και πλάτυνε ο νους του
και κοινωνεί στη συντροφιά, στους φίλους, στην αγάπη
κι απ’ τα δεσμά της μοναξιάς στη λευτεριά διαβαίνει.

Μάνα παιδιών αμέτρητων που ήρθες και με βρήκες
κι αντίκρισα στην όψη σου παρηγοριάς την αύρα
κι ως έκανες να μοιραστείς μαζί μου τη χαρά σου,
δεν ξέρω αν κατάλαβες πόσα βαθιά μου κρύβω,
πόσα για πάντα με κεντούν και την καρδιά ραγίζουν,
που με ρωτούσε να του πω τι πα’ να πει τραγούδι,
πώς νανουρίζει η μάνα του στην κούνια το μωρό τους,
τι είναι το λάλημα πουλιού κι ο φλοίσβος των κυμάτων,
πώς κελαρύζει το νερό και πώς θροούν τα φύλλα,
τι είναι του αρνιού το βέλασμα, το σφύριγμα του ανέμου,
πώς μελωδεί η μουσική και πώς ηχεί η καμπάνα,
πώς τον ακούς τον ψίθυρο, το γέλιο και το κλάμα.
  
Και σαν τελειώνανε τα «πώς», τελειώναν  και τα «τι είναι»
όρθωνε μπρος μου το γιατί τ’ αυτιά του δεν ακούνε
κι είχε σκοτάδι η όψη του να μάθει καρτερώντας.
Πάσχιζα τότε… πάλευα απόκριση για νά ‘βρω,
μα έμενε στείρος κι άγονος ο νους και σαστισμένος
και βούρκωναν τα μάτια μου και ράγιζε η καρδιά μου,
ώσπου με φώτιζε ο Θεός κι έστεργα ν’ απαντήσω
πως θα ‘ρθει η ώρα ν’ ανεβεί στη χώρα των αγγέλων
και θ’ ανοιχτούνε διάπλατες της ακοής οι θύρες.

Άστραφτε τότε η όψη του στου γέλιου τη λιακάδα!

Ευτυχία Γερ. Μάστορα

2 σχόλια:

ΓΛΘ είπε...

Πολυ ωραιο.

Ανώνυμος είπε...

Η αθάνατη μοναδική μάνα και η καλή δυσεύρετη δασκάλα που να αφουγκράζεται τον πόνο και την λαχτάρα μάνας και παιδιού….. .
Οι εποχές περάσαν……
Επτωχεύσαμε…