αρχιμ. Διονυσίου
Χαριτάκη
στον Πανηγυρικό Εσπερινό του Αγίου
Σάββα του Ηγιασμένου
στην Παλαιά Λευκωσία
Θεοφιλέστατε Πάτερ και Δέσποτα
χριστοφόρε και οσιοσκέπαστε λάε του Κυρίου,“Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε” στόν περίλαμπρο τούτο Ναό, τήν καθέδρα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής εν τη Μεγαλονήσω Κύπρω, γιά να πανηγυρίσουμε τήν μνήμη του προστάτου καί πολιούχου μας, του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Συγκροτούντες την εόρτια εσπερία σύναξη της μνήμης του, στην οποία, η πηγαία και ανεπιτήδευτη ευγένειά σας Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Νιτρίας κ.κ. Νικόδημε ανέθεσε στην ελαχιστότητά μου να αναλάβει την διακονία του λόγου, ομοθυμαδόν, “ἐν ἑνί στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ”, κλήρος και λαός, με σκοπό να υμήσουμε τον μέγα ασκητή, τον κήρυκα της ἐπιφανείας του Σωτήρος, τον αριστέα και άριστο των Οσίων, “τὸν ὑπὲρ του Λόγου του Κυρίου αγωνισάμενον εν προσευχή και νηστεία”, σφραγίζοντας τις ευφημίες των ύμνων μας με την παράκληση: “Τῆς ζωῆς τοῦ ξύλου κατατρυφῶν, ἐκ θανατηφόρων, παθημάτων καί προσβολῶν, τοῦ ἀντικειμένου καί πάσης ἄλλης βλάβης, ἄτρωτους ἠμᾶς τήρει, Σάββα Πατήρ ἠμῶν”.
Ο όσιος πατήρ ημών Σάββας ο Ηγιασμένος ήτο Σπλάγχνο της Αγιοτόκου Καππαδοκίας και έζησε επί Θεοδοσίου του μικρού. Οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία. Ήδη λοιπόν από την παιδική του ηλικία γίνεται εραστής της μοναχικής ζωής, και εισέρχεται σε μοναστήρι με το όνομα Φλαβιανές. Απο μικρή ηλικία έγινε τόσο εγκρατής, ώστε όταν είδε στον κήπο κάποια φορά ένα μήλο και το επιθύμησε, είπε: «Ήταν ωραίος στην όραση και καλός στη βρώση ο καρπός που με θανάτωσε». Πήρε το μήλο στα χέρια του, αλλά δεν το έφαγε. Αντίθετα το καταπάτησε με τα πόδια του και έθεσε όρο στον εαυτό του να μη φάει ποτέ μήλο. Αλλά και σε φούρνο όταν μπήκε κάποια φορά, βγήκε αβλαβής, χωρίς η φωτιά να αγγίξει ούτε τα ιμάτιά του. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, τον γνώρισε ο μέγας όσιος Ευθύμιος και τον έστειλε σε κοινόβιο, προς τον όσιο Θεόκτιστο. Από όλους όσους συναντούσε, προσλάμβανε και μάθαινε τους τρόπους και την αρετή τους. Το όνομα του Σάββας κατά τον Θεοδώρητο είναι όνομα συριακό και σημαίνει πρεσβύτης δηλαδή Γέροντας. Και πράγματι επρόκειτο για έναν μεγάλο Γέροντα της εποχής ακόμη και ο ο άγιος Ευθύμιος τον προσφωνούσε «παιδαριογέροντα», λόγω της πέρα από τα κοινά μέτρα πνευματικής του καταστάσεως. Όσο περνούσε η ηλικία του, τόσο και αύξανε την αρετή του. Γι’ αυτό και έκανε πολλά θαύματα, όπως και έβγαλε νερό με την προσευχή του σε άνυδρους τόπους. Έγινε μάλιστα και καθηγητής πολλών μοναχών, κι όταν ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, δύο φορές έστειλε πρεσβευτές προς τον βασιλιά Αναστάσιο και προς τον Ιουστινιανό, καθώς τον παρακάλεσαν γι’ αυτό οι κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων. Έφθασε στο ακρότατο της κατά Χριστόν ηλικίας και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών εξεδήμησε προς τον Κύριο».
Σύμφωνα με την χριστιανική πίστη έναν άγιο τον καταλαβαίνει ένας άγιος. Αυτός που έχει αναπτύξει τις πνευματικές του αισθήσεις μπορεί και να «οσφρανθεί» την ευωδία που εκπέμπει η ζωή ενός αγίου,όπως ο σημερινός τιμώμενος Όσιος. Αντίθετα, κάποιος που δεν έχει γευθεί την πνευματική ζωή πορεύεται στον κόσμο όπως ένας τυφλός, επομένως είναι ανθρωπίνως αδύνατον να δεί το φως που εκπέμπει ένας άγιος. Η αναφορά αυτή γίνεται για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνος που αμέσως κατάλαβε και «οσφράνθηκε» τον Όσιο Σάββα, που είδε την προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ήταν ο μέγας όσιος Ευθύμιος. Από το σημείο αυτό και μετά, τα μάτια του Οσίου Ευθυμίου έγιναν και τα μάτια των υπολοίπων πατέρων της μονής, άρχισαν δηλαδή και οι άλλοι να διακρίνουν τα εκ Θεού τάλαντα του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να κάνει ο Όσιος, όπως να μυροβλύζει το Άγιο λείψανο του. Τα παραπάνω προβάλλει και ο υμνογράφος του οσίου, άγιος Θεοφάνης. Και του οσίου Ευθυμίου τη διάκριση καταγράφει («Ιλαρωτάτη σε ψυχή και προσηνεί διαθέσει, αρεταίς κατακοσμούμενον βλέπων ο λαμπρότατος φωστήρ Ευθύμιος εδέξατο», δηλαδή: ο λαμπρότατος πνευματικός ήλιος Ευθύμιος σε δέχτηκε με ιλαρότατη ψυχή και αγαθή διάθεση, βλέποντάς σε να κατακοσμείσαι από αρετές), και τα πάμπολλα θαύματα του αγίου Σάββα αναφέρει («Ξένα τα σα θαυμάσια. Τους γαρ θήρας ημέρωσας…προλέγεις τα μέλλοντα, προφητικώ χαρίσματι, στίφη των δαιμόνων φυγαδεύων ελαύνεις…», δηλαδή: Παράδοξα τα θαυμάσια που γίνονται από εσένα: ημέρωσες τα θηρία, προλέγεις τα μέλλοντα με προφητικό χάρισμα, διώχνεις μακριά τα στίφη των δαιμόνων), και την ευωδία των μύρων από τη θήκη του εξαγγέλλει, που ευφραίνει τους πιστούς («Μυρίζει σου η θήκη πνευματικήν ευωδίαν, πλουσίως ευφραίνουσα τους σους υιούς»).
Από παιδί η σοφία του οσίου Σάββα, σοφία βεβαίως κατά Θεόν – την οποία σημειωτέον ερμηνεύει ο άγιος υμνογράφος και σε αναφορά με τη μητέρα του καλουμένη Σοφία: «Σοφίας υπάρχων βλάστημα, Σάββα όσιε, παιδιόθεν επόθησας Σοφίαν την ενυπόστατον», δηλαδή: Ήσουν παιδί της Σοφίας, Σάββα όσιε, γι’ αυτό και πόθησες από παιδί την ενυπόστατη Σοφία, τον Χριστό – αποδεικνύεται ανάγλυφα από το γεγονός ότι όπου πήγαινε είχε ανοικτά τα μάτια του για να βλέπει την κατά Χριστόν πολιτεία των αφιερωμένων στον Θεό και να αντιγράφει τους άθλους και τις αρετές τους. Δεν επικέντρωνε στις αδυναμίες των άλλων, που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Η έγνοια του, λόγω του μεγάλου πόθου του για τον Θεό, ήταν πώς να προχωρεί πνευματικά. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί κάθε τι που παρουσιαζόταν στον δρόμο του. Θυμίζει η περίπτωσή του τον μέγα Γέροντα των αιώνων, τον όσιο Αντώνιο, ο οποίος και εκείνος προσπαθούσε να μαζέψει σαν τη μέλισσα ό,τι καλό του προσέφεραν οι άγιοι αφιερωμένοι στον Θεό άνθρωποι της εποχής του. Κι όπως εκείνος, γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε «θεοφιλής», τον αγαπούσε δηλαδή ο Θεός, το ίδιο και ο όσιος Σάββας. Μέγα δίδαγμα για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, που δυστυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσοχή μας είναι στραμμένη στα αρνητικά των άλλων, στις αδυναμίες τους, χωρίς να μπορούμε να βλέπουμε τα θετικά τους και τις αρετές τους προς παραδειγματισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε την εν προκειμένω έκφραση του Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, μεγάλου αγίου της εποχής μας, ο όσιος Σάββας ζούσε και λειτουργούσε στον κόσμο ως μέλισσα που συλλέγει τον καλό καρπό, και όχι ως μύγα, που επιζητεί πάντοτε την ακαθαρσία.
Αποτέλεσμα αυτής της σοφίας και της σύνεσης του οσίου ήταν ακριβώς να γεμίσει ο όσιος Σάββας με όλες τις αρετές. Όπως σημειώνει και ο σχετικός ύμνος: «μέτριος, άκακος, πράος, απλούς, ησύχιος, ως χρηματίσας, Πάτερ, υπέρ άνθρωπον όντως, και άυλος εν ύλη, οίκος Θεού καθωράθης» (Πάτερ, φάνηκες οίκος Θεού, διότι υπήρξες μέτριος, άκακος, πράος, απλός, ήσυχος, πράγματι πάνω από τα ανθρώπινα, και σαν άυλος μέσα σε ύλη). Ο υμνογράφος του όμως έχει επίγνωση ότι όλες οι αρετές από μόνες τους δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν καταλήγουν στο πλήρωμα των αρετών, την αγάπη. Αν η αγάπη δεν αποτελεί την κατάληξη της όποιας αρετής, παύει αυτή να χαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ο ίδιος ο Θεός που είναι αγάπη. Γι’ αυτό και επισημαίνει: «Αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον κτησάμενος, του Νόμου και των Προφητών πληροίς το κεφάλαιον. Την γαρ υπερέχουσαν πασών ασυγκρίτως αρετήν, Πάτερ, κατώρθωσας». (Απόκτησες την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, γι’ αυτό και συγκεφαλαιώνεις τον Νόμο και τους Προφήτες. Διότι κατόρθωσες, Πάτερ, την μεγαλύτερη, κατά ασύγκριτο τρόπο από όλες, αρετή). Και ξέρει βεβαίως επίσης ο υμνογράφος ότι κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτήν την αγάπη, αν δεν την κτίσει με τον φόβο του Θεού, που κάνει τον άνθρωπο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. «Αρχήν σοφίας επόθησας, τον φόβον τον του Θεού. Ω και στοιχειούμενος, προς την τελειότητα, την ενδεχομένην τοις ανθρώποις, Πάτερ, έφθασας». (Πόθησες την αρχή της σοφίας, δηλαδή τον φόβο του Θεού. Με αυτόν τον φόβο έκτισες τη ζωή σου κι έφτασες, Πάτερ, στην τελειότητα, αυτήν που μπορούν βεβαίως οι άνθρωποι).
Μία τέτοια αγιασμένη ζωή, σαν του αγίου Σάββα, ακολουθώντας δηλαδή το πρότυπο του Χριστού και των Αποστόλων, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να εξακτινωθεί και να γίνει ιεραποστολικό πυρ. Οι συμμοναστές του, όπως και ο λοιπος κόσμος που τον γνώρισε, κυρίως με το παράδειγμά του, αλλά και με τον λόγο του άλλαζαν και μεταστρέφονταν. Πολλοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ενασχόλησή τους με τα πράγματα του κόσμου και γίνονταν μοναχοί. «Του αγίου εγένου συνόμιλος Πνεύματος. Όθεν και προς ζήλον τους λαούς διεγείρων, τας πόλεις εκένωσας και ερήμους επόλισας, θεοφόρε Πατήρ ημών». (Έγινες συνόμιλος του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και διέγειρες τον ζήλο των λαών, με αποτέλεσμα να αδειάσουν οι πόλεις και να γίνουν πόλεις οι έρημοι, θεοφόρες πατήρ ημών).
«Ταις πρεσβείαις του οσίου πατρός ημών Σάββα, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς». Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου