Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΣΥΜΕΩΝ ΧΑΤΖΗΣ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΗΘΟΥΣ - π. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.

Ο   ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ  ΣΥΜΕΩΝ  ΧΑΤΖΗΣ
ΩΣ  ΦΟΡΕΑΣ
ΤΟΥ  ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ  
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ  ΚΑΙ  ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ  ΗΘΟΥΣ

Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
 Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
  Καθηγητού του Προτύπου Γυμνασίου Πατρών
         

         1. Στις 3 Φεβρουαρίου τιμάται από την Εκκλησία μας ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, οπότε εόρτασε και πάλι τα σεπτά του ονομαστήρια ο πολιός καθηγούμενος της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Παναγίας της Γηροκομιτίσσης Πατρών και πνευματικός μας πατέρας Αρχιμ. Συμεών Χατζής. Ο πολυσέβαστος Γέροντας έλκει την καταγωγή του, ως γνωστόν, από την εύανδρο και αγιοτόκο Ήπειρο. Γεννήθηκε το έτος 1937 στη Νήσο Ιωαννίνων ως γόνος πολυμελούς ευλαβούς οικογένειας, προσηλωμένης στις αρχές και το ήθος της ορθοδόξου παραδόσεως και ευσεβείας. Τούτο προκύπτει πέραν των άλλων και από το γεγονός ότι οι πρόγονοί του υπήρξαν προσκυνητές των Αγίων Τόπων, δηλαδή «χατζήδες»,  ώστε να λάβει στη συνέχεια και η οικογένειά του το επώνυμο Χατζή. Στο οικογενειακό, αλλά και το πλούσιο σε πνευματικές εμπειρίες εκκλησιαστικό και ιδιαιτέρως μοναστικό περιβάλλον της Νήσου των Ιωαννίνων σφυρηλατήθηκε η προσωπικότητά του κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων, ώστε, εκτός από τη βαθιά ορθόδοξη πίστη, να καλλιεργήσει σε σημαντικό βαθμό μεταξύ των άλλων και την ιερατική του κλίση, γεγονός που του επέτρεψε κατόπιν να ανταποκριθεί άμεσα και χωρίς ενδοιασμούς στην κλήση της Εκκλησίας για να εργαστεί ποιμαντικώς και ιεραποστολικώς στο γεώργιον του Θεού (Α΄ Κορ. 3, 9) μέσα από τις τάξεις του μοναστικού κλήρου, δεδομένου ότι πάγια πεποίθησή του αποτελούσε από πολύ νωρίς, πως «αἱ  χῶραι , λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ιω. 4, 35) .

        2.  Αφού φοίτησε αρχικά στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, επέλεξε κατόπιν να σπουδάσει λίαν επιτυχώς και αποδοτικώς στη γεραρά Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποίας κατέστη πτυχιούχος το έτος 1961. Τρία χρόνια περίπου μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και ενώ εργαζόταν ιεραποστολικά ως λαϊκός  θεολόγος, έλαβε την πρόσκληση του Θεού διά της Εκκλησίας  να εισέλθει στις τάξεις του ιερού κλήρου. Στην άμεση ανταπόκρισή του συνέβαλλε οπωσδήποτε το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, είχε την ευκαιρία νε έρθει σε επαφή και να εμπνευστεί από μεγάλες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες στην Αθήνα, αλλά και να επηρεαστεί από τα πνευματικά ρεύματα της εποχής, ώστε να καλλιεργηθεί ακόμη περισσότερο  ο ζήλος  του να αφιερωθεί εξολοκλήρου στο εκκλησιαστικό έργο και να διακονήσει ως κληρικός. Έπειτα από την κλήση της Εκκλησίας δια του επισκόπου του, το έτος 1964 σε ηλικία είκοσι επτά ετών χειροτονήθηκε διάκονος και το 1967 σε ηλικία τριάντα ετών πρεσβύτερος, λαμβάνοντας μάλιστα και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου.

           Επιθυμώντας ο φιλομαθής νεαρός ιερομόναχος να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του με σκοπό να προετοιμαστεί καλύτερα για το εκκλησιαστικό του έργο, αλλά και έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερο πνευματικό δεσμό με τον αείμνηστο καθηγητή του Κανονικού Δικαίου και της Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής Κωνσταντίνο Μουρατίδη, καθώς έτρεφε εκ φύσεως βαθιά αγάπη και θαυμασμό στην Κανονική Εκκλησιαστική Παράδοση, αποφάσισε να σπουδάσει επίσης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου μέχρι το 1975 διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες, με σκοπό την ενίσχυση της πρακτικής κυρίως πλευράς του ποιμαντικού του έργου, εφόσον, και κατά κοινή ομολογία, το κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο συνιστά την ασφαλή μέθοδο έμπρακτης εφαρμογής του λόγου του Θεού και αποτελεί την εγγύηση της Ορθοδοξίας ως ορθοπραξίας, δηλαδή ως εφαρμογής του θελήματος του Θεού, σε κάθε έκφανση του ανθρώπινου και του κοινωνικού βίου, πράγμα που αποτελεί και την πεμπτουσία της πνευματικής αποστολής του ιερέως.

        3. Προικισμένος ο π. Συμεών με πολλά φυσικά και επίκτητα χαρίσματα, κοσμημένος με σπάνιας ποιότητας εκκλησιαστικό και ιερατικό ήθος, αλλά και έχοντας αποκτήσει σπουδαία για την  εποχή του παιδεία, είχε ήδη διαμορφώσει και οικοδομήσει μια συγκροτημένη, στιβαρή πνευματικά και πολύπλευρη προσωπικότητα, ώστε ως κληρικός να κατανοεί την πορεία του ως κατ’ εξοχήν θυσιαστική εν ταπεινώσει και αφανεία συνανάβαση στον φρικτό Γολγοθά βαστάζοντας αγογγύστως ως άλλος Κυρηναίος τον μαρτυρικό σταυρό του μεγάλου αρχιερέως Χριστού, πάνω στον οποίο επρόκειτο να συσταυώνεται και εκείνος καθημερινά με τον Κύριο της Δόξης και της ζωής του. Του ήταν αδιανόητο συνεπώς νομίζουμε να ακολουθήσει μια εκκοσμικευμένου τύπου σταδιοδρομία υπηρεσιακού θρησκευτικού λειτουργού, επιδιδόμενου σε συντονισμό θεσμοθετημένης τυπικής λατρείας, κυρίως όμως σε μονιστική, ανεξέλεγκτη και υπό το πρόσχημα της εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας άσκηση παροχής υπηρεσιών κοινωνικού ακτιβισμού, ώστε με εφαλτήριο την Εκκλησία και εκμεταλλευόμενος το ιερατικό του σχήμα να αποκτήσει «επωνυμία», αναγνωρισιμότητα, προβολή και κοινωνική καταξίωση, προκειμένου να καταφέρει στη συνέχεια να αναρριχηθεί σε υψηλούς και επίζηλους, αλλά τόσο ψυχοφθόρους και γεμάτους πειρασμούς υπερηφάνειας, θώκους. 

            Ο νέος ιερομόναχος δηλαδή, πίστευε ότι το έργο του ιερέως δεν είναι κοσμικό, αλλά πρωτίστως και κατ’ εξοχήν πνευματικό και ανακαινιστικό της πεπτωκυίας ανθρώπινης φύσης, προέκταση και επιστέγασμα του οποίου αποτελεί η κρυφή και εν σιωπή φιλανθρωπική διακονία ως έκτακτη αγαπητική προσφορά προς κάθε άνθρωπο ως αδελφό. Για τον π. Συμεών, το έργο του κληρικού είναι κυρίως λειτουργικό και αγιαστικό δια της ορθής και εν κατανύξει τελέσεως των θείων Μυστηρίων, ώστε,  συμπληρωμένο και ολοκληρωμένο με την προσφορά δια του κηρύγματος του ανόθευτου λόγου του Θεού, να αποβαίνει οικοδομητικό και σωτήριο ψυχών αθανάτων, δεδομένου ότι «το κήρυγμα του θείου λόγου είναι ιερουργία και ο κήρυξ του θείου λόγου είναι ταυτόχρονα και ιερουργός των ιερών μυστηρίων». Τούτο σημαίνει, ότι κατά την άσκηση της κηρυκτικής του διακονίας, ο λειτουργός ιερεύς είναι απαραίτητο νε επιδεικνύει μεγάλη προσοχή, φροντίζοντας να προτάσσει σε κάθε περίπτωση το λόγο του Θεού και όχι να προβάλλει τις προσωπικές του, εσφαλμένες και μονομερείς συνήθως, αντιλήψεις ως θείο λόγο μέσω του κηρύγματος, το οποίο, όπως υποστηρίζει ο σοφός Γέροντας, «είναι πάντοτε επίκαιρο και πάντοτε νέο», γι’ αυτό και «μπορεί να δώσει [λύση] σ’ όλα τα προβλήματα της ζωής που κάθε τόσο παρουσιάζονται μέσα στο χρόνο χωρίς παρά ταύτα αυτό να αλλοιώνεται».

           Ουσιαστικής σημασίας στοιχείο της ορθής και σωτηριώδους ποιμαντικής διακονίας του κληρικού όμως για τον σεβαστό Γέροντα αποτελεί κυρίως η διαρκής του προσπάθεια να καταστεί, μιμούμενος το Χριστό, «καλός ποιμήν» (Ιω. 10,3), δηλαδή να αξιωθεί να «γνωρίζει όχι μόνον το ποίμνιό του γενικά…, αλλά και το κάθε λογικό του πρόβατο ειδικά», δεδομένου ότι «ο κάθε χριστιανός έχει τα προβλήματά του και τις δυσκολίες του, τις αμφιβολίες και τις πτώσεις του, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του», ώστε να κατορθώσει να «χαίρει μετά χαιρόντων [και να] κλαίει μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτό, «απαιτείται … για τον καθένα εξατομικευμένη αγωγή», ιδιαίτερη προσέγγιση και θεραπεία πνευματική, πράγμα που προϋποθέτει την επιδίωξη ανάπτυξης στενής προσωπικής πνευματικής σχέσεως εμπιστοσύνης και αγάπης του πιστού ως τέκνου προς τον φιλόστοργο πατέρα του κληρικό, ο οποίος, γνωρίζοντας επακριβώς πλέον τις ανάγκες του καθενός από τα μέλη του ποιμνίου του, θα αναδειχθεί εν ταπεινώσει στη συνείδηση του πιστού λαού και σε σπουδαίο κοινωνικό εργάτη, εφόσον θα ασκεί εξατομικευμένη και πρωτίστως κρυφή φιλανθρωπική διακονία, συνδράμοντας στοχοποιημένα και αποτελεσματικά στη θεραπεία των υλικών αναγκών του κάθε αναξιοπαθούντος τέκνου του.      

         4. Λίγο μετά τη χειροτονία του ωστόσο, ένα νέο στάδιο αγώνων και μεγάλων αγωνιών εγκαινιάστηκε για τον ταπεινό και υπάκουο ιερομόναχο. Τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα, αλλά και τα αυξημένα  προσόντα που απέκτησε από τις λαμπρές του σπουδές στην Αθήνα δεν έμειναν απαρατήρητα, ώστε να δεχτεί πρόσκληση από την Ιερά Σύνοδο για την προσφορά έργου, εξίσου σπουδαίου για την διακονία του Ευαγγελίου, ως εκπαιδευτικός, όπως είναι η κατάρτιση των μελλοντικών παιδαγωγών του λαού του Θεού, δασκάλων και λειτουργών του ιερού θυσιαστηρίου. Αποκορύφωμα της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η ανάθεση της διεύθυνσης του περίφημου Ιεροδιδασκαλείου της παλαιφάτου και ιστορικής Μονής Βελλάς από το Σεπτέμβριο του 1971 μέχρι τον Ιούνιο του 1972, διαδεχόμενος τον Αριστείδη Χαρατσή.  Και τούτο διότι, με το νόμο 876 (ΦΕΚ 95 Α΄/17-5-1971) τέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο σύνολό τους οι Εκκλησιαστικές Σχολές της χώρας, καθώς και το Ιεροδιδασκαλείο της Βελλάς, για την διεύθυνση του οποίου επελέγη ο π. Συμεών με ενιαύσια θητεία. Ένθερμος αρωγός στην νέα αυτή προσπάθεια της Εκκλησίας, ο επιλεγείς διευθυντής σημείωνε χαρακτηριστικά σε, σχετική με την νέα και γι’ αυτόν πολυεύθυνη έπαλξη, έκθεσή του, ότι «το ακαδ. έτος 1971-1972 απετέλεσε ένα σταθμόν και ένα πείραμα δια την Εκκλησιαστικήν Εκπαίδευσιν, … υπήρξαν τότε πολλοί δημιουργικοί οραματισμοί και ενθουσιασμός …. . Νέαι κατευθύνσεις και οδηγίαι εδίδοντο από την καινούργιαν πλέον Διοίκησιν της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως. Εκλήθημεν να επιτελέσωμεν εις το Ιεροδ. Βελλάς την μετάβασιν και την αλλαγήν. Το έργον δια τους ανωτέρω λόγους δεν ήτο εύκολον δι’ όλας τας Εκκλησιαστικάς Σχολάς».   

             Με απόλυτη υπακοή στην Εκκλησία και πιστή αφοσίωση στις οδηγίες της Ιεράς Συνόδου, ο υπομονετικός, πράος και μεθοδικός ιερομόναχος ανέλαβε με θείο ζήλο και ιεραποστολικό ενθουσιασμό το επίπονο αυτό έργο, με σκοπό, όπως ό ίδιος σημειώνει, «’… να διακονήσει την κοινωνίαν’ και την παιδεία της νεότητος». Η πολύπλευρη παιδεία που είχε αποκτήσει, το φλογερό του εκκλησιαστικό φρόνημα, η εποπτικότητα στη διδασκαλία που εφάρμοζε, το πνεύμα της αγάπης και της καταλλαγής που εξέπεμπε, η πνευματική ζωή στην πράξη που ακολουθούσε, η απροσποίητη ταπείνωση που βίωνε, αλλά και η ακάματη εργατικότητα που επιδείκνυε, συνέτεινε ώστε να επιτύχει πλήρως στο έργο του, εφόσον, απέβη παράδειγμα φιλόπονου και αποτελεσματικού κληρικού και εκπαιδευτικού. Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες των σπουδαστών του Ιεροδιδασκαλείου, ο μόλις τριανταπέντε ετών σχολάρχης τους, επιδίωκε, ως συνειδητός λειτουργός της παιδείας και μάλιστα της εκκλησιοκεντρικής, την ακριβή εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα οι μαθητές του και δυνητικά υποψήφιοι κληρικοί να αποκτήσουν «σπουδαίες γνώσεις και δεξιότητες, ελληνικό και χριστιανικό φρόνημα, με τη λατρευτική αγωγή και την παιδεία η οποία ‘είναι η δύναμη και το φως που οδηγεί τον άνθρωπον εις την πνευματικήν και ηθικήν αυτονομίαν, την ολοκλήρωσιν και τελείωσιν’». Έχοντας σαφή επίγνωση και πλήρη συνείδηση της αποστολής του ως εκπαιδευτικός, αλλά και της μεγάλης σπουδαιότητας του έργου που του είχε αναθέσει η Εκκλησία ως κληρικός, υπεύθυνος για τη διάπλαση των ψυχών και την κατάρτιση των μελλοντικών δασκάλων και κληρικών του λαού του Θεού, υπογράμμιζε, με πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας, ότι γενικότερα «την κυρία ευθύνη για τη χριστιανική αγωγή των παιδιών, όπως άλλοτε και των ωρίμων, ανδρών και γυναικών, την έχει ο Ι. Κλήρος», ο οποίος «συνεχίζει το έργο των Αποστόλων, που προσεκαρτέρουν (= ήσαν αφοσιωμένοι) όχι μόνον ‘τῇ προσευχῇ΄ αλλά και ΄τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου’ (Πρ. 6: 4)». Απευθυνόμενος μάλιστα αργότερα ως ιεροκήρυξ και εισηγητής σε ιερατικό συνέδριο προς τους συμπρεσβυτέρους του, τόνιζε χαρακτηριστικά, πως «το χρέος ανήκει σε μας … να χορτάσουμε τις πεινασμένες ψυχές τους με τον Άρτο της Ζωής και να φωτίσουμε το πνεύμα τους με το φως του Χριστού».

            Έτσι, η διδασκαλία του νέου σχολάρχου, σύμφωνα με την μαρτυρία των συναδέλφων του καθηγητών, αλλά και των σπουδαστών του, υπήρξε ακραιφνώς ορθόδοξος, εκκλησιαστική και παραδοσιακή, καθόσον δίδασκε με σαφήνεια και καθαρότητα τις αλήθειες της πίστεως, στηριζόμενος για την προετοιμασία των μαθημάτων του «στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες της Εκκλησίας, ώστε να διατηρείται ανόθευτη η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας». Πράγματι ο τότε διευθυντής της Βελλάς, αλλά και μετέπειτα ιεροκήρυξ και καθηγούμενος, παραμένει, ως αυθεντικός φορέας του αληθινού ορθοδόξου ιερατικού ήθους, μέχρι και τις μέρες μας απολύτως προσηλωμένος στην βιβλική και πατερική εκκλησιαστική παράδοση, διαδηλώνοντας ευκαίρως ακαίρως και με έμφαση την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής συνείδησης, δηλαδή ότι «η διδαχή της Εκκλησίας σήμερα, το μήνυμά της, η μαρτυρία της ταυτίζεται με το κήρυγμα των Πατέρων και διδασκάλων της, με το μήνυμα και τη διδασκαλία όλων των Αγίων της», καθώς «είναι το ίδιο το κήρυγμα των Αποστόλων. Το ίδιο το κήρυγμα του Χριστού».  Σε αντίθετη περίπτωση παρατηρεί ο πολυσέβαστος Γέροντας, ο σημερινός εκκλησιαστικός λόγος και ειδικότερα το κήρυγμα, «δεν θα αποτελούσε συνέχεια του κηρύγματος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», εφόσον «το κήρυγμά της δεν θα είχε θεία προέλευση» και «η Εκκλησία θα παρέβαινε την εντολή του Ιδρυτού της, που καθορίζει και το περιεχόμενο του κηρύγματός της». Για το λόγο αυτό και «η Εκκλησία πάντοτε φρόντιζε ώστε η φωνή της να είναι η ίδια η φωνή του Χριστού και ο λόγος Της ο λόγος Του». 

            Εκτός όμως από την θεωρητική κατάρτιση των σπουδαστών του, ο άρτια παιδαγωγικά οπλισμένος και με ορθό εκκλησιαστικό φρόνημα κοσμημένος π. Συμεών, φρόντισε ιδιαιτέρως επίσης και για την εν γένει εκκλησιαστική ζωή και πνευματική τους προκοπή, συνδέοντας οργανικά την διδασκαλία με τη θεία λατρεία, ούτως ώστε «την κατήχηση (διδασκαλία) στην τάξη» να συμπληρώνει «η Λατρεία και το κήρυγμα», με αποτέλεσμα οι μαθητές του να καλλιεργούν υγιώς και με ισορροπία την πνευματική τους ζωή, επιδιώκοντας επιπλέον ως κληρικός να τους ενσταλάξει την αρμονική συνύπαρξη και αδιάρρηκτη σύνδεση της ορθοδόξου πίστεως με το ορθόδοξο ήθος ως τρόπο ορθής κοινωνικής ζωής, δίνοντας ο ίδιος το πρότυπο και το παράδειγμα της υπομονής, της ταπεινώσεως, της αρχοντικής αγάπης, της συγχωρητικότητας, της απέραντης πίστης, της ακλόνητης εμπιστοσύνης και της αμετάθετης ελπίδας στην Πρόνοια του Αγίου Θεού.

          Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας στάσης του αποτέλεσε η αντιμετώπιση των πολλών λειτουργικών δυσχεριών λόγω αλλαγής του νομικού καθεστώτος της Σχολής, τις οποίες κατόρθωσε να υπερβεί λίαν επιτυχώς ως διευθυντής. Εργαζόμενος άοκνα και επιδεικνύοντας ευστροφία, διορατικότητα και σύνεση στην αντιμετώπιση των αναφυόμενων προβλημάτων, ο νέος σχολάρχης κατάφερε με τη χάρη του Θεού και σε σχετικά μικρό διάστημα να ομαλοποιηθούν τα πράγματα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε, όπως σημειώνει ο ίδιος, «επετεύχθη η βελτίωσις των συνθηκών διαβιώσεως των Ιεροσπουδαστών. Εξησφαλίσθη η καλυτέρα και ασφαλεστέρα μετακίνησις - μεταφορά του προσωπικού του Ιεροδ/λείου που διέμεναν εις Ιωάννινα με την αγοράν μικρού λεωφορείου». Έτσι, παρά τις σοβαρές αντιξοότητες που συνάντησε και κλήθηκε να αντιμετωπίσει στα διοικητικά και οικονομικά θέματα, η ειρηνική και ταπεινή, αλλά και αθορύβως λυσιτελής και προσευχητική του παρουσία ως σχολάρχου έδινε πάντοτε διεξόδους, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα ομαλό και ασφαλές εκπαιδευτικό περιβάλλον για τους σπουδαστές του, οι οποίοι ζούσαν με την αίσθηση της απολύτως ομαλής λειτουργίας του ιδρύματος, ώστε να διαβιώνουν «σε ένα κλίμα ’ηρεμίας και εργασίας’, αλλά και ακριβούς τήρησης των κανόνων λειτουργίας της Σχολής». Για την ανοδική και επιτυχή πορεία του Ιεροδιδασκαλείου μάλιστα, αλλά και την γενικότερη πρόοδο του εκκλησιαστικού έργου που επιτελούνταν εκεί, ο π. Συμεών σημείωνε, ότι «η Σχολή με την βοήθειαν του Θεού συνέχισε να εκπληρώνη την υψηλήν αποστολήν της προς εύκλειαν της τοπικής Εκκλησίας και το γενικότερον καλόν της ελληνικής κοινωνίας». Ωστόσο, τον Ιούνιο του 1972 και έπειτα από ένα ακαδημαϊκό έτος λίαν επιτυχούς και καρποφόρας διευθυντικής και διδακτικής διακονίας, η θητεία του έληξε και ο απερχόμενος σχολάρχης παρέδωσε τη διεύθυνση στον τότε επίσκοπο Δωδώνης και μετέπειτα μητροπολίτη Νέας Σμύρνης Χρυσόστομο (Βούλτσο), οποίος θα παρέμενε επίσης για ένα ακαδημαϊκό έτος μέχρι τον Ιούλιο του 1973 στη διεύθυνση του Ιεροδιδασκαλίου, ενώ ο π. Συμεών θα συνέχιζε το εκπαιδευτικό του έργο, διδάσκοντας την Σχολή Ιερατικών Σπουδών των Αθηνών.

        5.  Το έτος 1975 ωστόσο και έπειτα από πρόσκληση του ευγενούς και άρτια πεπαιδευμένου μεγάλου ιεράρχου, νεοεκλεγέντος σχεδόν τότε ως Μητροπολίτου Πατρών (το 1974), Νικοδήμου (Βαληνδρά), ο προσοντούχος αρχιμανδρίτης εντάχθηκε οργανικά στον κλήρο της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών και ως εξαιρετικά καταρτισμένος και με ορθόδοξο ήθος περικοσμημένος κληρικός, κατέλαβε θέση ιεροκήρυκος, ενώ από το 1979 εγκαταβίωσε επίσης στην παλαίφατο μονή της Πνευματικής Μάνας των Πατρών, Παναγίας της Γηροκομιτίσσης (ΑΛ, 5 : 4),  εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό ένα νέο στάδιο ποιμαντικής διακονίας ως κήρυκας του θείου λόγου, εξομολόγος πνευματικός και κοινοβιάτης μοναχός. Εκτιμώντας το ήθος και την έως τότε εξαιρετική πολιτεία του μάλιστα, η αδελφότητα της Ιεράς Μονής τον εξέλεξε το έτος 1989 και έπειτα από προτροπή του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοδήμου, ηγούμενο, μια θέση εξαιρετικά υπεύθυνη και απαιτητική, την οποία κατέχει για διάστημα άνω των τριάντα ετών μέχρι τις μέρες μας. Και τούτο διότι, ως συνειδητός μοναχός ο πολυσέβαστος Γέροντας, επέλεξε να εγκαταβιώσει και να παραμείνει κάτω από τη σκέπη της Παναγίας στην ιερά Μονή του Γηροκομείου, στην οποία εξακολουθεί όχι μόνο ως καθηγούμενος αλλά και ως προεστώς και λειτουργός να ρίπτει το κύριο βάρος της πνευματικής του διακονίας, αφιερώνοντας όλο του τον χρόνο στην πνευματική καθοδήγηση των πιστών προσκυνητών που προστρέχουν στην Μητέρα του Θεού, αναπαύοντας με το λόγο, την πολιτεία και το παράδειγμά του εκατοντάδες «κοπιώντων καὶ πεφορτιμένων» (Μτθ. 11, 28). Από τη συναναστροφή μάλιστα μαζί του στη Μονή, όλοι οι προσκυνητές και οπωσδήποτε τα πνευματικά του τέκνα, αποκομίζουμε  κάθε φορά την αίσθηση ότι ο Γέροντάς μας με την όλη βιοτή και πολιτεία του, είναι ένας από τους κληρικούς της Μητροπόλεώς μας που ενσαρκώνει με απόλυτη φυσικότητα το αυθεντικό ορθόδοξο εκκλησιαστικό και ιερατικό ήθος, διότι είναι πρωτίστως ένας αληθινός, ευθύς και καθαρός άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς, διότι δεν προβάλλει ως ευσεβοφανής, απόμακρος, προσχηματικώς τέλειος και με επίπλαστη πνευματικότητα αφ’ υψηλού ομιλών με στόμφο κληρικός, αλλά ως ένας πατέρας ταπεινός, πράος, απλούστατος, χαρούμενος, σεμνός, διακριτικός, προσηνής, αγωνιζόμενος και, συναγωνιζόμενος με τους λοιπούς, βαθύτατα πιστός λευίτης, που συμπάσχει και συγχαίρει με τον κάθε άνθρωπο, ενώ αποστρέφεται την κολακεία και αποδοκιμάζει, χωρίς να πολιτεύεται και να λαϊκίζει, την εξιδανίκευση και την προς τα έξω εκπομπή μιας, συνήθως ψευδούς, τέλειας εικόνας ενός υποκριτικώς και κοσμικώς ενεργούντος θρησκευτικού λειτουργού.

       6. Ως ηγούμενος της «αρχαιότερης και ιστορικότερης Ιεράς και Σεβασμίας Μονής της Μητροπόλεώς μας» τα τελευταία τριάντα χρόνια , ο π. Συμεών έθεσε ως προτεραιότητά του την πνευματική προκοπή της αδελφότητος, φροντίζοντας να δίνει εκείνος πρώτος το παράδειγμα του αδιάλειπτου λατρευτικού και προσευχητικού βίου, με το να συμμετέχει και να προΐσταται σε όλες  ανεξαιρέτως τις ιερές ακολουθίες, είτε ως τελετουργός, είτε ως διακονών με απλότητα το ιερό αναλόγιο, διακηρύσσοντας με την θερμή προσευχή του, την μακρόθυμη υπομονή του, καθώς και με την εύγλωττη, αλλά τόσο βροντώδη τις περισσότερες φορές, σιωπή του, ότι κέντρο, αφετηρία, ασφαλής λιμένας και τόπος ασκήσεως και μετανοίας του αληθινού μοναχού είναι μόνο ο χώρος της Μονής ως κοινωνίας δια βίου αγωνιζομένων εν Χριστώ προσώπων, όπου καλλιεργείται με απλότητα η ανυπόκριτη υπακοή, η εγκράτεια, η ακτημοσύνη, η κοπή του ιδίου θελήματος, καθώς και η καταπολέμηση της, καταστροφικής πνευματικά για τον μοναστικώς ασκούμενο, πειρασμικής φύσεως αίσθηση της αυτονομίας του σε σχέση με την διάγουσα κοινό βίο αδελφότητα. Γι’ αυτό και παρόλο που την συμπεριφορά του χαρακτηρίζει ο σεβασμός, η προσοχή, η λεπτότητα, η ευγένεια και η διάκριση προς όλους, εν τούτοις γίνεται αρκετές φορές αποδέκτης των κυμάτων της εχθρότητας, του φθόνου, της αγνωμοσύνης και της πνευματικής ανωριμότητας πολλών προσώπων, προς τα οποία ωστόσο απαντά δια της σιωπής, του εσωτερικού οδυρμού, της θερμής προσευχής και της μεγάλης υπομονής, αλλά και της κατανόησης, όπως και της ευσπλάχνου συγχωρητικότητας του Πατέρα προς τον άσωτο υιό της παραβολής.

         Ως η­γού­με­νος επίσης ο π. Συμεών, α­νέ­πτυ­ξε αθόρυβα και μεθοδικά με­γά­λη δραστηριότητα για την ανακαίνιση και τον ε­ξω­ραϊσμό του οικοδομικού συγκροτήματος της ιεράς Μονής Γηροκομείου, κυρίως μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1993. Με άοκνους συμπαραστάτες τους συμοναστές του Πατέρες, προχώρησε στη ριζική αναδιαμόρφωση συμπλήρωση και αποκατάσταση της Μονής, όπως είναι η ανακαίνιση των κελιών των μοναχών, η δημιουργία πλούσιας βιβλιοθήκης, η διαμόρφωση των εξωτερικών χώρων πέριξ της Μονής, η εξωτερική ανακαίνιση του Καθολικού και η αποκατάσταση του κωδωνοστασίου, η ανοικοδόμηση και οργάνωση του κειμηλιαρχείου της Μονής, αλλά και η αύξηση του αριθμού των μελών αδελφότητας. Είναι πασίδηλο ωστόσο, ότι εκείνο που οικοδομεί, αναπαύει και γαληνεύει τις ψυχές των ευλαβών προσκυνητών στους χώρους της ιεράς Μονής είναι η παρουσία του ίδιου ως πνευματικού πατέρα και προεστώτος της ιεράς θεομητορικής Μάνδρας. Η χαρούμενη διάθεση, το προσηνές και ευχάριστο της συμπεριφοράς, η απέραντη ανυπόκριτη αγάπη, η ανεκτικότητα και η έμφυτη ευγένεια που τον κοσμεί, δημιουργούν στον κάθε προσκυνητή αίσθηση οικειότητας και αποδοχής, καθώς η παράταση της παραμονής του στη Μονή και η συμμετοχή του στις ιερές ακολουθίες, αλλά και η προσωπική του επικοινωνία με τον σεβαστό Γέροντα, του αποκαλύπτει επιπλέον το ακέραιο του ή­θους, την ιε­ρο­πρέ­πεια των τρόπων, την α­σκη­τι­κό­τη­τα της φύσεως, την διαλ­λα­κτι­κό­τη­τα του χαρακτήρα, την σταθερότητα του φρονήματος, το αμετακίνητο των θέσεων στα θέματα της πίστεως, αλλά και την αειθαλή α­γω­νι­στι­κό­τη­τα του πνεύματός του ως αυθεντικού εκκλησιαστικού άνδρα, ώστε με την όλη στάση του να ε­μ­πνέ­ει και να δι­δά­σκει εν απολύτω σιωπή κατά το πλείστον, εφόσον διατηρεί πάντοτε την πεποίθηση ότι το ποιμαντικό έργο με προεξάρχουσα τη διακονία του λόγου του Θεού, είναι απαραίτητο να επιτελείται με πνευματική δύναμη, με βαθιά πίστη, άκρα ταπείνωση, μεγάλη επιμέλεια και «πρό παντός με αγάπη βαθειά και ανεξάντλητη».

          7. Ως κήρυκας και διάκονος του λόγου του Θεού είτε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής, είτε όπου αλλού, ο πολυσέβαστος και σοφός μας Γέροντας, εξακολουθεί να φροντίζει μέχρι και σήμερα, ώστε να διδάσκει με τρόπο παραδοσιακό και αγιοπατερικό, δηλαδή ορθόδοξο και ανόθευτο τον πιστό λαό του Θεού, εφόσον, όπως τονίζει, «στόχος … και φροντίδα και αγώνας και αγωνία των ασκούντων το διδακτικό έργο της Εκκλησίας ήταν και είναι να κηρύττουν ανόθευτον και απαραχάρακτον ‘την άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν’  (Ιούδα, 3)». Γι’ αυτό και θεωρεί απαραίτητο κατά τη διδαχή του λόγου του Θεού, οι διάκονοί του να μην παρεμβάλλουν «τα πάθη τους ή τη στενοκαρδία τους ή τη μικρόνοιά τους ή τις πολιτικές τους τοποθετήσεις κ.λ.π.».  Διότι, όταν ο διδάσκαλος του θείου λόγου και μάλιστα ο κληρικός «παρεμβάλλει … τη δική του σκέψη και τις δικές του πεποιθήσεις και αξιολογήσεις την ώρα που κηρύττει το λόγο του Θεού, είναι φυσικόν όχι μόνον να πλαστογραφή την πραγματικότητα παρουσιάζοντας τα λόγια του σαν λόγια του Θεού, αλλά και πολλές φορές να διδάσκει στο όνομα του Ευαγγελίου αντιευαγγελικές διδασκαλίες και στο όνομα της Ορθοδοξίας αντορθόδοξες θέσεις».

          Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τόσο οι κληρικοί, όσο και οι πιστοί στερούνται της ελευθερίας να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη ή την διαφορετική τους θέση, ωστόσο όμως μόνο σε θέματα πρακτικής φύσεως που δεν επηρεάζουν το μυστήριο της σωτηρίας τους, το οποίο εξαρτάται απολύτως από την ορθοδοξία στην πίστη τους. Έτσι, όπως αναφέρει, ενώ «στα άλλα θέματα, όπως π.χ. τα κοινωνικά, τα λειτουργικά  - τελετουργικά, διοικητικά κ.λ.π. … πολύ πιθανό να υποστηρίζονται : -με φανατισμό πολλές φορές - εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ένα και το αυτό θέμα, και όμως οι υποστηρικταί και των δύο απόψεων να παραμένουν - όπως άλλωστε είναι τούτο φυσικό - μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας», στα θέματα της πίστεως και της δογματικής ακριβείας, είναι απαραίτητο όλοι ανεξαιρέτως οι πιστοί να ακολουθούν «τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ιούδα 1,3), εφόσον σε αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα αναγκαστεί να αποδοκιμάσει την κακόδοξη αντίληψη και να καταδικάσει το πρόσωπο που εξακολουθεί να εμμένει εγωιστικά σ’ αυτήν, δεδομένου ότι «για τις παραχαράξεις της δογματικής διδασκαλίας, η Εκκλησία έχει σαν αμυντικό όπλο τον αφορισμό, την αποκοπή δηλ. του αιρετικού  και του απίστου από το σώμα Της». Θεωρεί συνεπώς ως απολύτως απαραίτητο, να επιδεικνύεται απόλυτη πιστότητα στην ορθόδοξο πίστη και διδασκαλία, γι’ αυτό και οι διάκονοι του θείου λόγου θα πρέπει νε επιδεικνύουν μεγάλη προσοχή, αλλά και να επιδίδονται, προετοιμαζόμενοι υπεύθυνα και με πνευματικό τρόπο, σε συνεχή «αγιογραφική και αγιοπατερική μελέτη και πρό πάντων πολλή προσευχή ώστε το σημερινό κήρυγμα της Εκκλησίας, καθώς ασχολείται με τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου, να μη είναι παρά η απάντηση που δίνει σ’ αυτά η ‘άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστις’, της οποίας η επικαιρότης είναι διαχρονική και αιωνία». Έτσι, όταν «ο λόγος του Χριστού … ορθώς διδάσκεται, όταν ορθοτομήται, είναι πάντοτε επίκαιρος και ικανοποιεί τις ψυχικές ανάγκες όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικότητος, μορφώσεως και ηλικίας».

          8. Ως συνειδητός ορθόδοξος κληρικός επίσης, ο πολυσέβαστος Γέροντας διακατέχεται από έντονη και διαρκή ποιμαντική αγωνία για την πνευματική πορεία του λαού του Θεού, αισθανόμενος ταυτόχρονα βαριά την ευθύνη για τη διαφύλαξη της παρακαταθήκης της Χάριτος που παρέλαβε κατά τη χειροτονία του. Για το λόγο αυτό και υπογραμμίζει την υποχρέωση του ιερού κλήρου γενικότερα να διατηρήσει και να παραδώσει «ἄχρι  τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας» απαραχάρακτα την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας, τονίζοντας ότι «παραλάβαμε δια της αποστολικής διαδοχής τη διδασκαλία του Χριστού ανόθευτη, καθαρή. Με τη διδασκαλία οι Ποιμένες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας των περασμένων αιώνων φώτισαν τους ανθρώπους της εποχής τους, έθρεψαν τις ψυχές τους, θέρμαναν τις καρδιές τους και τους οδήγησαν στη Βασιλεία του Θεού. Σήμερα το χρέος αυτό ανήκει σε μας. … Είναι τρομερό να χάνονται ψυχές από δική μας ραθυμία. Το αίμα τους από μας θα το ζητήσει ο Θεός. Και μεις μέσα στην αιωνιότητα θα αισθανόμαστε αβάσταχτο το βάρος στη συνείδησή μας, αν γίνουμε αιτία καταστροφής αιωνίου κάποιων ή κάποιου έστω αδελφού μας. … Ας μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει και που πράγματι παραπαίει είναι χριστιανικός. Έχει βαπτιστεί εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος και είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Για τις άσχημες εκδηλώσεις του συνεπώς και την απομάκρυνσή του από την Εκκλησία, ασφαλώς φταίμε και μεις, … Φταίμε ίσως πολύ περισσότερο από όσο υποψιαζόμαστε», ομολογεί ειλικρινώς.

          Με τον τρόπο αυτό ο π. Συμεών αναδεικνύεται νομίζουμε γνήσιος φορέας του απροσποίητου ορθοδόξου ήθους, διότι προτάσσει πάντοτε τον Χριστό και υποτάσσει τον εαυτό του στο άγιο θέλημά Του. Και αυτό το πράττει, διότι εκλαμβάνει την αποστολή του ως ποιμένα και κήρυκα του λόγου του Θεού ως έναν αγώνα για την εμπέδωση της αγάπης και της καταλλαγής μεταξύ των ανθρώπων και ιδιαιτέρως των μελών της Εκκλησίας, καθώς επίσης και την οργανική τους σύνδεση με το Σώμα του Χριστού και τον ίδιο το Χριστό για την επιτέλεση της σωτηρίας τους. Έτσι, η εκκλησιαστική διδαχή μέσω του κηρύγματος «πρέπει να έχει ενοποιητικό και όχι διασπαστικό χαρακτήρα». Αντιτιθέμενος μάλιστα σε κάθε είδους αυτονόμηση, προσωποληψία και απολυτοποίηση των προσώπων κάποιων κληρικών, οι οποίοι αυτοπροβάλλονται ως ηθικά πρότυπα συνδέοντας τους πιστούς με τον εαυτό τους και αποκόβοντάς τους από το Χριστό, καταδικάζει εμμέσως, αλλά απερίφραστα, το νοσηρό φαινόμενο του γεροντισμού, υπογραμμίζοντας τον διασπαστικό του χαρακτήρα και τονίζοντας ορθοδόξως, ότι «οι διάκονοι του θείου λόγου πρέπει να επιδιώκουν να συνδέουν τους πιστούς με το Χριστό και το πλήρωμα της Εκκλησίας και όχι με το άτομο το δικό τους».  Όπως υποστηρίζει μάλιστα, «πολλοί στο όνομα της αλήθειας ή στο όνομα της δικής τους υποκειμενικής αλήθειας, διασπούν την ενότητα του ορθοδόξου πληρώματος», τεμαχίζοντας ουσιαστικά και πληγώνοντας το Σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό και  τονίζει ιδιαιτέρως την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία δεν θεωρεί ως αποτέλεσμα επιβολής και διαφύλαξής της με κοσμικού τύπου τρόπους και μάλιστα με το πρόσχημα ότι έτσι θα αντιμετωπίσει τους πολλούς και οργανωμένους εχθρούς της. Η εκκλησιαστική ενότητα, όπως πιστεύει, δεν πρέπει να επιδιώκεται, κατά τρόπο δικανικό και εκκοσμικευμένο δια του φόβου και της επιβολής, καθώς μεταβάλλεται σε μέσο, αλλά θα «πρέπει να προβάλλει μπροστά μας σα σκοπός. Σα δικαίωση και ουσία της Εκκλησίας» ως Σώματος Χριστού, αποτελούμενου από ελευθέρως και αγαπητικώς ενωμένα μεταξύ τους μέλη, αγωνιζόμενα για την εν Χριστώ σωτηρία τους. Έτσι, για τον σεβαστό μας Γέροντα ο Χριστός είναι όντως το πάν, καθώς «είναι και η Αλήθεια … και η Αγάπη». Πολλές φορές όμως, παρατηρεί, ότι «αντί του Χριστού που είναι η Αλήθεια και η ‘ειρήνη ημών’ (Εφεσ. 2, 14), μπαίνει το δικό μας εγώ (ατομικό ή ομαδικό) που είναι ταυτόχρονα και ψέμα και διάσπαση». Ωστόσο «η αλήθεια βρίσκεται μόνον μέσα στην αγάπη, την αληθινή αγάπη (η Εκκλησία που είναι η κιβωτός της αληθείας είναι ενότης) και η αληθινή αγάπη - ενότης της Εκκλησίας επιτυγχάνεται μόνο ‘εν Χριστώ’, ο Οποίος είναι και η Αλήθεια και η ‘ειρήνη ημών’. Ο συνδυασμός δε της αληθείας και αγάπης θα φέρει τη λύση στα αναφυόμενα κάθε φορά προβλήματα και τις παρουσιαζόμενες αντιθέσεις».  

        9. Ως άνδρας προικισμένος με αυθεντικό εκκλησιαστικό ήθος, ο σεβαστός μας Γέροντας στέκεται με τον τρόπο αυτό μακριά από κάθε πειρασμό εκκοσμίκευσης του αποκαλυπτικού γεγονότος της θείας παρουσίας ως Εκκλησίας Θεού. Γι’ αυτό και υποστηρίζει τους διακριτούς και οπωσδήποτε διαφορετικούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας σε όλα τα επίπεδα και, κατά προέκταση, την άπειρη οντολογική διαφορά στην προσέγγιση της ανθρώπινης πτώσεως. Τούτο συμβαίνει, διότι η δικανικώς ενεργούσα εκκοσμικευμένη Πολιτεία κολάζει αυτόβουλα την ανθρώπινη παραβατικότητα, ενώ η θεοπρεπώς και χαρισματικώς ενεργούσα Εκκλησία θεραπεύει αγαπητικά την ανθρώπινη ασθένεια που εκδηλώνεται ως αμαρτία και διασώζει ανακαινιστικά τη θεία εικόνα στον άνθρωπο. Το έργο αυτό ωστόσο επιτελείται ελευθέρως και μόνον έπειτα από την ενσυνείδητη προσφυγή του πάσχοντος τέκνου του Θεού στο πέλαγος της άπειρης αγάπης της μητέρας Εκκλησίας, δεδομένου ότι «μόνον ό,τι γίνεται με την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, μόνον αυτό έχει αξία στα μάτια του Θεού». Για το λόγο αυτό και παρατηρεί προσφυώς ο σοφός καθηγούμενος, ότι η «Εκκλησία στους αγώνες της, που είναι αγώνες πνευματικής φύσεως … χρησιμοποιεί πνευματικής φύσεως όπλα. Τέτοια είναι ο λόγος του Θεού και η αδιάλειπτη προσευχή. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την απέραντη μητρική της αγάπη», ώστε ο σκοπός του διδακτικού της έργου «δεν είναι τόσο να οδηγήσει … τους ανθρώπους στο σωστό δρόμο, όσο το να τους συγκρατήσει σ’ αυτόν», πράγμα που θα γίνει κατορθωτό μάλιστα ευκολότερα, εάν η εκκλησιαστική διδαχή δεν «είναι η εκπλήρωση [ενός] υπηρεσιακού καθήκοντος των λειτουργών της», αλλά θα καταστεί «ουσιαστικό στοιχείο της υπάρξεώς της» ως Σώματος του Αναστάντος Χριστού.  

           Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως μάλιστα ως στοιχείο ενδεικτικό της εκκλησιαστικότητας του ιερατικού ήθους του Γέροντός μας, ότι θεμελιώδες συστατικό  της ποιμαντικής του διακονίας θεωρεί τόσο ως ηγούμενος, όσο και ως πνευματικός τον άνευ όρων και ορίων σεβασμό στα θεία χαρίσματα που συγκροτούν το «κατ’ εικόνα» στον κάθε άνθρωπο, δηλαδή την λογική και κυρίως την ελευθερία της βουλήσεως. Την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέξει αυτοβούλως ως λογικό όν τον πνευματικό του δρόμο, θεωρεί ως αναφαίρετο δικαίωμα που απορρέει κατ’ εξοχήν από την στάση του ίδιου του ενανθρωπήσατος Θεού, Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος, απευθυνόμενος στους μαθητές του, «τους εκάλεσε να απαντήσουν μόνοι τους στο ερώτημα ποιος είναι και ελευθέρως να Τον αποδεχθούν σαν Μεσσία ή να τον απορρίψουν». Έτσι, σύμφωνα με τον διακριτικό μας Γέροντα, «το κήρυγμα της Εκκλησίας απευθύνεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου» πρωτίστως, πράγμα που σημαίνει πως η πάσης φύσεως άσκηση κοσμικού χαρακτήρα ψυχολογικής βίας για την αποδοχή του Ευαγγελίου, αποτελεί ξένο και αποδοκιμαστέο στοιχείο στην εκκλησιαστική παράδοση, εφόσον μια τέτοια κίνηση αφανίζει και ακυρώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα, γι’ αυτό και «δεν συμπορεύεται … με βασικάς αρχάς του Χριστιανισμού η μαζοποίηση των πιστών και η μείωση της κριτικής τους ικανότητας που επιτυγχάνεται με το φανατισμό».  

        10. Εκτός όμως από την διακονία του λόγου ως ιεροκήρυξ, την άσκηση της ηγουμενίας, αλλά και την πνευματική πατρότητα, ο πολυσέβαστος Γέροντας κλήθηκε να διακονήσει την Τοπική Εκκλησία και ως Πρωτοσύγκελλος, δηλαδή ως ο πλέον στενός από τους συνεργάτες του τον πολιό και αδύναμο Μητροπολίτη Νικόδημο από το 2001 μέχρι το 2005, συμβάλλοντας ουσιαστικά με το αυθεντικό εκκλησιαστικό και ιερατικό του ήθος, το μειλίχιο του χαρακτήρα του, την έμφυτη ευγένεια, την ειρηνική συμπεριφορά, την σεμνότητα και την απροσποίητη ταπεινότητα των τρόπων του στην εξισορρόπηση των πραγμάτων, διαφυλάσσοντας αθόρυβα και αποτελεσματικά σε εξαιρετικά πολλές περιπτώσεις το κύρος της Εκκλησίας του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, αλλά και διασώζοντας την αξιοπρέπεια του σπουδαίου και οξυδερκούς, τα τελευταία χρόνια όμως ασθενούντος, δεινά δοκιμαζόμενου και εγκαταλελειμμένου, λόγω της μεγάλης ηλικίας, από τις φυσικές δυνάμεις και τις πνευματικές του ικανότητες Ποιμενάρχου του. Εργαζόμενος ως Πρωτοσύγκελλος με υπακοή και αφοσίωση στο πρόσωπο του γέροντος Μητροπολίτου του, ο πολύπειρος Γέροντας ενεργούσε, παρά τους πολλούς και ποικίλους πειρασμούς, πάντοτε ειρηνικά και ενοποιητικά, έχοντας ως σκοπό την εν Χριστώ καταλλαγή και γνώμονα την πνευματική ωφέλεια του ευαγούς κλήρου και του ευσεβούς λαού, το συμφέρον και την δόξα της Εκκλησίας, αλλά και την αέναη δοξολογία του ονόματος του Τριαδικού Θεού.

            Έτσι, εκτιμώντας από την έναρξη της ποιμαντορίας του το 2005 την προσωπικότητα και το ήθος του διακριτικού και σεμνού Πρωτοσυγκέλλου, ο νέος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος τον διατήρησε στο αξίωμά του, προτρέποντάς τον και μάλιστα επιμόνως να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων του και μετά το 2013, οπότε σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, αποφάσισε - επιδεικνύοντας και πάλι γενναία και πνευματικά υπεύθυνη εκκλησιαστική στάση, αλλά και μοναδικό ιερατικό ήθος -  να αποχωρήσει οικειοθελώς και αυτοβούλως από τα διοικητικά του καθήκοντα στην Ιερά Μητρόπολη, προκειμένου να αφοσιωθεί εντονότερα στα ηγουμενικά και τα λοιπά ποικίλα πνευματικά του διακονήματα με επίκεντρο πλέον την ιερά Μονή της Παναγίας μας στο λόφο του Γηροκομείου και οπωσδήποτε με ακτίνα δράσεως κυρίως την πόλη των Πατρών, όπου εξακολουθεί ανελλιπώς να ομιλεί και να προΐσταται πανηγύρεων, να προσκαλείται σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του Λύχνου, να αρθρογραφεί στον εκκλησιαστικό τύπο κυρίως, αλλά και να δίνει διαλέξεις σε αίθουσες Αδελφοτήτων, Συλλόγων, Πνευματικών Κέντρων και Σχολών, ένα πολύπλευρο έργο που ευελπιστούμε και ευχόμεθα υιικώς, ολοψύχως και βαθυκαρδίως, η πανσθενουργός χάρις του Τρισαγίου Θεού να τον χαριτώνει, να τον ενδυναμώνει και να τον συνδράμει, για να ασκεί πλείστα όσα έτη ακόμη, προς εύκλεια της αγίας Του Εκκλησίας και σωτηρία του πιστού λαού Του. Γένοιτο!

            * Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ο Εκκλησιολόγος» 700 / 30-01-2021, σ. 1, 8-10 και 701 / 06-02-2021, σ. 8-9.

10 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Άξιος σεβασμού ο π. Συμεών. Κληρικός με ήθος, γνώσεις και πατρική στοργή σε όσους ανεβαίνουν στην Μονή για να τον συμβουλευτούν.

Ανώνυμος είπε...

Κεφάλαιο γιά την Αποστολική Εκκλησία των Πατρών.Να έχουμε την ευχή του καί νά τού χαρίζει ο Κύριος πολλά έτη .ΑΞΙΟΣ.

Ανώνυμος είπε...

Ο πρύτανης των Αρχιμανδριτών της Μητροπόλεως Πατρών.

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε για όλα τα πληροφοριακά στοιχεία του πολυσεβάστου π. Συμεών ο οποίος έχει διαγράφει μια φωτεινή πορεία στην Πάτρα.

Ανώνυμος είπε...

Προσυπογράφω το κείμενο του κ. Πριγκιπάκη.
Εκείνο που δε φωτίστηκε επαρκώς και δημοσίως μέχρι σήμερα είναι το γιατί έφυγε από τη Βελλά ο π. Συμεών. Ο τότε Ιωαννίνων Σεραφείμ υπήρξε εχθρός του! Η Σχολή Βελλάς ήταν φέουδο του Σεραφείμ και η οικονομική εκμετάλλευση του αγροκτήματος εις βάρος της Σχολής σκανδάλιζε τους Σπουδαστές. Κάποτε πρέπει να δει το φως της δημοσιότητος η αναφορά του Θεολόγου Καθηγητή Μερμήγκη για τα οικονομικά σκάνδαλα που γίνονταν εκεί τα οποία ήταν εν γνώσει του Σεραφείμ του οποίου το δεξί χέρι στη Σχολή αποτελούσε ένας ... Δάσκαλος (!!!) και ΟΧΙ ο Αρχιμανδρίτης π. Συμεών!!! Αυτά δεν τα συγκάλυψε, ούτε τα ανέχθηκε ο π. Συμεών και αυτός ήταν ο λόγος που επεδίωξε ο Σεραφείμ Τίκας να τον εκπαραθυρώσει ... Ας σημειωθεί ότι εκεί στη Βελλά κατέφευγε ο Σεραφείμ μαζί με τον μετέπειτα δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη και τρωγόπιναν και σχεδίαζαν πώς θα γίνει Αρχιεπίσκοπος ο Σεραφείμ ... Το τι επακολούθησε στη Βελλά αμέσως μετά τη μεταπολίτευση επί "Αρχιεπισκόπου" Σεραφείμ και Θεοκλήτου Σετάκη δεν περιγράφεται ... Σκάνδαλα επί σκανδάλων, δικαστήρια και καταδίκες κλπ κλπ Το αποτέλεσμα; Η γεραρά Σχολή της Βελλάς, που είχε ιδρυθεί από τη μεγάλη Εθνικοθρησκευτική φυσιογνωμία του Σπυρίδωνος Βλάχου περιέπεσε σε ανυποληψία, περιήλθε με πρωτοβουλία του Σεραφείμ ξανά στο κράτος και τελικά υποβαθμίστηκε σε Ανωτέρα Ιερατική Σχολή κλπ κλπ κλπ Κρίμα! Πολύ κρίμα. Η ποιοτική ανάκαμψη που είχε σημειωθεί εντός ολίγου χρονικού διαστήματος επί Ιερωνυμου Α΄ και Μαξίμου Ψιλοπούλου, Διευθυντή Εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ και με Διευθυντή τον π. Συμεών διασκορπίστηκε όταν τη θέση του π. Μαξίμου κατέλαβε σκανδαλοποιός κληρικός, εκλεκτός του Σεραφείμ, ο οποίος πέθανε εξ αποπληξίας διότι λόγω προτέρου "εντίμου" βίου δεν έγινε Δεσπότης αν και είχε μέσο τον ίδιο τον "Αρχιεπίσκοπο" Σεραφείμ ... Φανταστείτε ούτε ο Σεραφείμ δεν τον έκανε Μητροπολίτη ... Σήμερα η Βελλά προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και ο νέος Μητροπολίτης αξιοποιεί το αγρόκτημα να φάνε λίγο γάλα οι γέροντες του Γηροκομείου Ζωσιμαδών και να εξοφλήσει τα ΤΕΡΑΣΤΙΑ χρέη, που άφησε πίσω της φεύγοντας η δυάδα Σεραφείμ - Σετάκη και στο Γηροκομείο και στη Μητρόπολη ... Αυτή η δυάδα εξανέμισε και τις περιουσίες των Μεγάλων ευεργετών της πόλεως των Ιωαννίνων ... Οι Ιωαννίτες ΔΕΝ ξεχνούν τον αγώνα του π. Συμεών και του τότε διδακτικού προσωπικού για ανόρθωση της Σχολής Βελλάς ...

Ανώνυμος είπε...

Το ιερό μας καύχημα είναι ο π. Συμεών για όλα τα Ιωάννινα. Πορεύθηκε με τον σταυρό στο χέρι χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις. Το γιατί έφυγε από την πρωτεύουσα της Ηπείρου είναι σε όλους γνωστό. Το μόνο άσχημο το ότι η Ιεραρχία στερήθηκε ενός ανθρώπου Νομικού και Θεολόγου ο οποίος είχε και έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Για εμάς που τον γνωρίσαμε δεσπόζει στην καρδιά μας. Να τον αξιώσει ο Θεός δια των πρεσβειών του Άγιου Γεώργιου πολλών ακόμη χρόνων.

Ανώνυμος είπε...

Να τον προστατεύει η Παναγία την οποία διακονεί ταπεινά. Είναι πραγματικά πνευματικό κεφάλαιο για την Πατρα ο Γέροντας. Από το γραπτό του π. Ευαγγέλου έμαθα πολλά. Σας ευχαριστώ π. Ευάγγελε για αυτή σας την κατάθεση.
Ας μας ευλογεί ο Ηγουμενος.

Ανώνυμος είπε...

Πολλές οι ευεργεσίες του π. Συμεών στους Πατρινούς. Επί των ευλογημένων ημερών του η Μονή αναδείχθηκε φάρος πνευματικός και μυστηριακός της επαρχίας μας. Ιερέας της προσευχής, της σιωπής, του ταπεινού φρονήματος. Μας ξεκουράζει με τα λόγια του τα Πατερικά.
Πάτερ Άγιε για την εορτή σας τα έτη σας πολλά με υγεία.
Σας έχουμε ανάγκη.

Ανώνυμος είπε...

Ο π. Συμεών είναι συνυφασμένος με την νεότερη εκκλησιαστική ζωή της Πάτρας. Χρόνια Πρωτοσύγκελος και οι ιερείς όλοι πίνουμε νερό στο όνομα του. Διακριτικός και δίκαιος και σεμνός. Άλλοι αρχιμανδρίτες το έπαιζαν καπετάνιοι αυτός μας δίδασκε με την αγάπη του και όχι με την ισχύ της θέσης του. Την σεμνότητα αυτή την έχει και ο διάδοχος του π. Αρτέμιος.

Ανώνυμος είπε...

Τον έφαγε ο Σεραφείμ, τον έγραψε ο Χριστόδουλος, τον αγνόησε ο Ιερώνυμος.
Καλύτερα έχει την αξιοπρέπεια ότι σε κανένα δεν προσκύνησε.
Χρόνια τώρα παρέμεινε πιστός στην διακονία της Εκκλησίας για την οποία φόρεσε το ράσο.
Ελάχιστοι σαν αυτόν από τους υποψήφιους προς αρχιερατεία. Πρώτα ο Χριστός μετά τα υπόλοιπα.
Ραφαήλ Περδικάρης