Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Χριστὸς πάσχει· τί ἔπαθε καὶ γιατί. - (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Χριστὸς πάσχει· τί ἔπαθε καὶ γιατί.

«Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» 
(Ἠσ. 53,4)

 Ὁλόκληρη, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ ἦταν ἕνα μαρτύριο. Ἀλλὰ τὰ βάσανά του κορυφώνονται τὶς τελευταῖες ἡμέρες του καὶ πρὸ παντὸς σήμερα Μεγάλη Παρασκευή.

 Κοιτάξτε τον! βρίσκεται «ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Καὶ εἶνε – ποιός; αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα. Πάσχει ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος.

Ἂς τολμήσουμε νὰ ποῦμε λίγα λόγια· νὰ δοῦμε πρῶτον τί ἔπαθε καὶ δεύτερον γιατί ἔπαθε.

* * *

Τί ἔπαθε ὁ Χριστός μας. Μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο κι ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες συμβουλὲς στοὺς μαθητάς του, βγαίνει μαζί τους καὶ ἔρχεται στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Θέλει στὴν ἐρημιὰ τῆς Γεθσημανῆ νὰ μιλήσῃ στὸν οὐράνιο Πατέρα του. Εἶνε περίλυπος, γιατὶ θὰ πιῇ τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ θὰ φορτωθῇ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγωνία τὸν κάνει νὰ ἱδρώνῃ καὶ στὴ γῆ στάζει αἷμα.

Προτοῦ τελειώσῃ τὴν προσευχή του ἀκούγεται θόρυβος. Ἕνα μπουλούκι ἀπὸ ῾Ρωμαίους στρατιῶτες καὶ ὡπλισμένους ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων, μὲ φανάρια καὶ μαχαίρια καὶ ξύλα, φτάνουν μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰούδα. Ἀσυγκίνητος ὁ μαθητὴς πλησιάζει καὶ τοῦ δίνει φίλημα προδοτικό. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπίσης θλίβει τὸν Ἰησοῦ εἶνε ὅτι οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὸν ἔχουν ἀφήσει μόνο. Ἡ συμμορία τὸν συλλαμβάνει, τὸν δένει καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ δικαστῇ σὲ μιὰ παρῳδία δίκης μὲ ψευδομάρτυρες.

Μπροστὰ στὸν Ἄννα ἕνας δοῦλος τὸν ῥαπίζει καὶ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια ὁ μαθητής του Πέτρος τὸν ἀρνεῖται. Τὸν καταδικάζουν νὰ θανατωθῇ, μὰ χρειάζονται καὶ τὴν ἔγκρισι τοῦ Πιλάτου. Τὸν πηγαίνουν στὸ πραιτώριο. Ὁ ῾Ρωμαῖος διοικητὴς διεξάγει ἀνάκρισι καὶ πείθεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ἀθῷος. Δύο φορὲς (μία μὲ τὸ νὰ βάλῃ δίπλα του τὸ Βαραββᾶ καὶ δεύτερη μὲ τὸ νὰ τὸν φραγγελλώσῃ καὶ νὰ τὸν δοῦν ἐξουθενωμένο) προσπαθεῖ νὰ ὑπερνικήσῃ τὸ φθόνο τῶν ἀρχιερέων καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ· μὰ αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν συγκινοῦνται καὶ δὲν πείθονται ἀλλὰ καὶ ἀγριεύουν. Πρόσεξε –ἀπειλοῦν–, γιατὶ ἂν τὸν ἀπαλλάξῃς δὲν εἶσαι φίλος τοῦ καίσαρος. Κ᾽ ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος λυγίζει καὶ καταθέτει τὰ ὅπλα· θυσιάζει καὶ ἀθῳότητα καὶ ῥωμαϊκὸ δίκαιο καὶ καθῆκον, ὑπογράφει τὴν καταδίκη, καὶ παραδίδει πλέον τὸν Ἀθῷο στὸ ἀπόσπασμα γιὰ ἐκτέλεσι.

Ἄγριοι στρατιῶτες τὸν περιπαίζουν, τοῦ φοροῦν κόκκινη χλαμύδα κ᾽ ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι, καὶ τὸν χτυποῦν βάναυσα. Τέλος τοῦ φορτώνουν τὸ σταυρὸ καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ τὸν ἀνεβάζουν γυμνὸ καὶ τὸν καρφώνουν στὸ σταυρό. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπ᾽ ὅλους, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν τόση ταλαιπωρία, τοὺς βασανισμοὺς καὶ τὴν κακοποίησι, μέσα σὲ πόνους φρικτοὺς καὶ ἐνῷ ἀκούει ἐμπαιγμοὺς καὶ προκλήσεις, νιώθει νὰ σβήνῃ. Στὸν πόνο του χαιρεκακοῦν, στὴ δίψα του τὸν ποτίζουν ξίδι. Συγκεντρώνει τὶς δυνάμεις του, κράζει «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), καὶ μετὰ προφέρει τὶς τελευταῖες λέξεις· «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»· Πατέρα, παράλαβε τὴν ψυχή μου (Λουκ. 23,46).

Αὐτὰ μὲ κάθε συντομία εἶνε τὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Συμπαθοῦμε καὶ συγκινούμεθα, καὶ ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀπορία ἐρωτᾷ·

Γιατί ἔπαθε ὁ Χριστός μας; –Γιατί νὰ σταυρωθῇ; δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ σταυρό; Μποροῦσε ἀσφαλῶς· ἀλλὰ ἤθελε νὰ θυσιασθῇ, σταυρώθηκε ἑκουσίως, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία. –Καὶ δὲν εἶχε ἄλλο τρόπο νὰ σώσῃ τὸν κόσμο; ἦταν ἀνάγκη νὰ κατεβῇ στὴ γῆ καὶ νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του; Ὁ παντοδύναμος Κύριος ἄφησε κάθε ἄλλο τρόπο καὶ διάλεξε τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀγάπη του στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὸν κόσμο, στὴν κατάστασι ποὺ βρισκόταν, τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ· οὔτε φιλοσοφίες, οὔτε θυσίες, οὔτε θρησκεῖες, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος· ὅλα εἶχαν δοκιμαστῆ. Ἡ ἀνθρωπότης ἦταν βαρειὰ ἄρρωστη στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά. Περίμενε μόνο μιὰ θεία ἐπέμβασι, ὅπως διαισθάνονταν μερικὰ ἀξιόλογα πνεύματα τῆς ἀρχαιότητος.

Γι᾽ αὐτὸ κατέβηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἀνέλαβε αὐτός, «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29), τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ κρίματά μας. Θυσιάστηκε αὐτὸς ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ καθενός μας ξεχωριστά. Μᾶς ἔσωσε.

Στὸ Γολγοθᾶ δόθηκε ἡ μεγαλύτερη μάχη. Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν διάβολο καὶ τὸν ἔδεσε χειροπόδαρα. Ἐξασφάλισε τὴ σωτηρία μας. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε αἰωνίως ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἂν ὑποτεθῇ ὅτι ἤμασταν καταδικασμένοι εἰς θάνατον γιὰ κάποιο κακούργημα, καὶ αἴφνης ἐρχόταν κάποιος ἄλλος καὶ ἀνελάμβανε νὰ πάρῃ τὴ θέσι μας καὶ νὰ ἐκτελεσθῇ αὐτὸς ἀντὶ γιὰ ἐμᾶς, τί θὰ αἰσθανόμασταν γι᾽ αὐτόν; Ἢ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι ὠφείλαμε σὲ κάποιον ἕνα ὑπέρογκο χρηματικὸ ποσὸ καὶ θὰ πεθαίναμε στὴ φυλακὴ μὴ μπορώντας ποτὲ νὰ τὸ ἐξοφλήσουμε, ἀλλὰ κάποιος φίλος μας ἐρχόνταν καὶ δήλωνε ὅτι καταβάλλει αὐτὸς τὰ χρήματα καὶ ἀνέλπιστα ἐμεῖς ἀποφυλακιζόμασταν, τί εὐγνωμοσύνη θὰ τοῦ ἐκφράζαμε; Ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς, κατέβαλε τὰ λύτρα γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε. Γι᾽ αὐτὸ νὰ τὸν ἔχουμε παραπάνω κι ἀπὸ φίλο κι ἀπὸ συγγενῆ κι ἀπὸ πατέρα. Ἂν δὲν ἀγαπήσουμε αὐτόν, ποιόν ἄλλον θ᾽ ἀγαπήσουμε;

Λένε ὅτι στὸν εὐρωπαϊκὸ πόλεμο ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης ὑπηρετοῦσε μὲ κίνδυνο στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός. Ἕνας φίλος του ὅμως, ποὺ ἡ κλάσι του δὲν εἶχε ἀκόμη κληθῆ στὰ ὅπλα, ὅταν ἔμαθε ὅτι αὐτὸς κινδυνεύει, τρέχει στὸ μέτωπο καὶ ζητάει ἀπὸ τὸ στρατηγὸ τὴ χάρι ν᾽ ἀπολυθῇ ὁ φίλος του καὶ νὰ μπῇ αὐτὸς ὡς ἀντικαταστάτης στὴ θέσι του. Πράγματι ἔτσι ἔγινε· ὁ ἕνας ἀπολύεται κι ὁ ἄλλος στρατεύεται ἀντὶ αὐτοῦ. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ἡ μάχη ὁ καλὸς αὐτὸς φίλος σκοτώνεται! Τὸ μαθαίνει ὁ διασωθεὶς ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, πενθεῖ γιὰ τὸ θάνατό του, τοῦ φτειάχνει μιὰ μεγάλη εἰκόνα κι ἀπὸ κάτω γράφει· «Ὁ φίλος αὐτὸς πέθανε γιὰ μένα».

Ἔτσι θά ᾽πρεπε κ᾽ ἐμεῖς ν᾽ ἀγαποῦμε καὶ νὰ λατρεύουμε τὸν Σωτῆρα μας Χριστό. Οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ ὅμως ἀντὶ ἀγάπης καὶ λατρείας ἀγνωμονοῦμε καὶ –ἀλλοίμονο– ξανασταυρώνουμε τὸν Σωτῆρα μας. Πῶς; Τὸν ξανασταυρώνουμε ὅταν, ἐνῷ φέρουμε ἀπὸ τὸ βάπτισμά μας τὸ ὄνομά του, ἐμεῖς ζοῦμε ὄχι κατὰ τὸ θέλημά του ἀλλὰ «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς»(Λουκ. 21,34)· τὸν ποτίζουμε ὄξος καὶ χολὴ ὅταν συκοφαντοῦμε τὸν πλησίον καὶ βλασφημοῦμε τὰ θεῖα· ἐμπήγουμε καρφιὰ στὸ σῶμα του ὅταν ἀσελγοῦμε, πορνεύουμε, μοιχεύουμε· τοῦ βάζουμε ἀγκάθινο στεφάνι ὅταν ὑπερηφανευόμαστε καὶ φυσιούμεθα γιὰ ματαιότητες· τρυποῦμε μὲ λόγχη τὴν ἁγία του πλευρὰ ὅταν στὴν καρδιά μας κρατοῦμε μῖσος καὶ κακία· τοῦ φορᾶμε κόκκινη χλαμύδα ὅταν ντυνόμαστε πολυτελῶς γιὰ ἐπίδειξι· τοῦ τρυπᾶμε τὰ ἅγια χέρια ὅταν παλαμίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ὅρκους· τοῦ δίνουμε προδοτικὸ φίλημα ὅταν ἀσκοῦμε δόλια κολακεία κι ἀφοῦ πετύχουμε τοὺς σκοπούς μας παραγκωνίζουμε τοὺς εὐεργέτες μας· τὸν ἐμπαίζουμε σὰν τοὺς στρατιῶτες ὅταν βγαίνοντας ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀρχίζουμε ἀργολογίες καὶ αἰσχρολογίες· τὸν ἐγκαταλείπουμε μόνο του στὸ σταυρὸ ὅταν ἀπουσιάζουμε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό· τὸν φραγγελλώνουμε κάθε φορὰ ποὺ διαπράττουμε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Μ᾽ ἕνα λόγο τὸν «ἀνασταυρώνουμε» κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε· δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Ἑβρ. 6,6).

Λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί, εἴμαστε κάλπικοι παρᾶδες. Δὲν φέρουμε πάνω μας τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστός μας φωνάζει· Ἂν θέλετε νὰ φέρετε ἀξίως τὸ ὄνομά μου, ἀκοῦστε τὰ λόγια μου καὶ μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά μου.

 * * *

Ἀδελφοί μου, σήμερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ στὸ σταυρὸ γυμνὸ νὰ πάσχῃ καὶ ἀδικημένο νὰ ξεψυχᾷ ἐν μέσῳ κακούργων. Ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ τὸν δοῦμε πάλι στὸ ἴδιο μέρος, ὄχι ὅπως τώρα ἐξουθενωμένο, ἀλλὰ ἔνδοξο βασιλέα καὶ κριτὴ τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ἂς καθήσῃ καθένας μας καὶ ἂς μελετήσῃ καλὰ καὶ βαθειὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.

 Ἐσταυρωμένε Λυτρωτά! ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξια παιδιά σου. Δῶσε μας πίστι ὅτι σὺ εἶσαι ὁ μόνος Σωτήρας μας. Ἄναψε μέσα μας τὴν ἀγάπη σ᾽ Ἐσένα. Ἀξίωσέ μας νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ τέλος μας «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»(Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: