Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου
Α΄. Σημασία καὶ ἀξία
(Παρακλ. ἦχ. πλ. β΄, Κυρ. αἶν.)
Ἀνεβαίνοντας, ἀγαπητοί μου, σὲ ἄμβωνες μεγάλων κεντρικῶν ναῶν αἰσθάνομαι δέος. Γιὰ νὰ εἶμαι ὅμως εἰλικρινής, ὁ σπουδαιότερος ἄμβωνας ποὺ ἔχω ἀνεβῆ εἶνε κάποιος ἄλλος. Ποιός; Κάτι χαλάσματα, ἐρείπια σὲ χωριὰ κατεστραμμένα ἀπὸ φωτιὰ καὶ σίδερο, ῥαχοῦλες εὐλογημένες, βουνὰ πανύψηλα, βράχια γυμνὰ ποτισμένα μὲ αἷμα, Θερμοπύλες ὅπου γράφτηκε ἡ νεώτερη ἱστορία τοῦ σταυροφόρου ἔθνους μας, ζυγίζουν γιὰ μένα παραπάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς μεγαλουπόλεις. Τὰ βράχια ἐκεῖνα, ποὺ μὲ ἐλέησε ὁ Θεὸς ν᾽ ἀνεβῶ σὲ ἡμέρες φρικτές, ἦταν ὁ ὡραιότερος ἄμβωνάς μου.
Ἡ πρωτεύουσα –μὴ κακοφανῇ σὲ
κανένα– εἶνε γιὰ μένα Νινευΐ, Σόδομα, Βαβυλώνα. Ἄχ χωριουδάκια εὐλογημένα,
καλύβες φτωχικές, βράχια ὅπου σφύζει ὁ παλμὸς τῆς πατρίδος! πόσο χάνουμε ὅλοι
μας ὅταν κακὸς ἄνεμος μᾶς ξερριζώνῃ, μᾶς παίρνῃ ἀπὸ σᾶς καὶ μᾶς ῥίχνῃ στὴν
χαώδη βαβυλωνιακὴ ζωή!
Ὑπάρχουν στὴν Ἀθήνα ἀκροαταί; Κατὰ
τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ τὰ λιγώτερα «ψάρια», τοὺς λιγώτερους πιστούς, ὁ ἀπόστολος
Παῦλος τοὺς ἔπιασε στὴν Ἀθήνα. Οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν περίεργοι, ἄνθρωποι ποὺ ἤθελαν
«νὰ λένε καὶ ν᾽ ἀκοῦνε κάτι καινότερον»(Πράξ. 17,21), νὰ μαθαίνουν πάντα κάτι
νέο. Σὲ μία ὅμως ὁμιλία μου σὲ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν συνέβη τὸ ἑξῆς. Μετὰ τὸ κήρυγμα μὲ
πλησίασε ἕνας νέος καὶ μοῦ λέει· Ἐγώ, πάτερ, νὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ, μπῆκα στὴν ἐκκλησία
καὶ ἦρθα στὸ κήρυγμα μὲ ἄλλους φίλους, –ἄκου κουβέντα– γιὰ νὰ κάνω πλάκα… Ἀλλὰ ἐδῶ
εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸν τὸ νέο, ποὺ μπῆκε μαζὶ μὲ τοὺς
ἄλλους γιὰ νὰ κάνῃ πλάκα, τὸν συνέλαβε τὸ δίχτυ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετανόησε!
Τώρα λοιπόν, ποὺ μὲ τὴν ὁμιλία αὐτὴ
ῥίχνω πάλι τὰ δίχτυα, ταπεινὸς κήρυκας, μικρὸς ψαρᾶς τοῦ μεγάλου ψαρᾶ, τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα του. Καὶ
μιὰ ψυχὴ νὰ γονατίσῃ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου,
Κύριε»(Λουκ. 23,42), γιὰ μένα ἀρκεῖ.
Ποιό θὰ εἶνε ἐδῶ τὸ θέμα μας; Δὲν
μπορεῖ νά ᾽νε ἄλλο παρὰ αὐτὸ ποὺ δίδει ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Τρίτη Κυριακὴ τῶν
Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως· εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Περὶ τοῦ σταυροῦ
λοιπὸν θὰ μιλήσουμε. Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει μας!
* * *
Τί εἶνε ὁ σταυρός, ἀδελφοί μου; Ὅπως
ἂν πάρῃς ἕνα νόμισμα στὰ χέρια σου ἔχει δύο ὄψεις ἢ ὅπως καὶ τὸ ὕφασμα ἔχει δύο
ὄψεις, ἔτσι καὶ ὁ σταυρὸς ἔχει δύο ὄψεις. Ἡ μία ὄψις του εἶνε ὁρατή, ἡ ἄλλη εἶνε
ἀόρατη· ἡ μία εἶνε ὑλική, ἡ ἄλλη πνευματικὴ - ἄυλη.
Ἡ ὑλικὴ - ὁρατὴ ὄψις εἶνε ἡ ὕλη, ἀπὸ
τὴν ὁποία κατασκευάζεται ὁ σταυρός. Τί λένε γι᾽ αὐτὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν
τὸ πῶ τώρα καὶ τ᾽ ἀκούσουν κάτι μοντέρνοι θεολόγοι, θὰ χαμογελάσουν. Ὤ αὐτοί! Δὲν
κινδυνεύει ἡ πίστι μας τόσο ἀπὸ τοὺς ἔξω (διώκτας, μασόνους, ἀθέους μαρξιστάς),
ὅσο ἀπὸ τοὺς ἔσω (ὑπερφίαλα πνεύματα, αἱρετικούς, καινοτόμους, μοντέρνους
θεολόγους). Ἂν λοιπὸν ἀκούσῃ κάποιος μοντέρνος αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, μειδίαμα θὰ
διαστίξῃ τὰ χείλη του.
Ἀλλὰ ἐγώ, ἀγαπητέ μου, δὲν μειδιῶ·
πιστεύω –ἐλπίζω δὲ ὅτι κ᾽ ἐσεῖς ὅλοι πιστεύετε– στοὺς ἀρχαίους θεσμοὺς τῆς ἁγίας
μαρτυρικῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τί ἐννοῶ· ὅτι ὁ πρῶτος σταυρός, σύμφωνα μὲ τὰ
βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας, ἦταν φτειαγμένος ἀπὸ τρία
ξύλα. Ἔτσι λένε τὰ βιβλία. Ἂν κάνουν λάθος αὐτά, κάνω λάθος κ᾽ ἐγώ. Πῶς τὰ
θεωροῦν οἱ μοντέρνοι τὰ βιβλία αὐτά; τὰ ἔχουν γιὰ κάψιμο; Μπορεῖ νὰ καοῦν ὅλα τὰ
βιβλία τοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ εἶνε ἐπάνω στὸ ἀναλόγιο δὲν καίγονται, εἶνε
βιβλία αἰώνια. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ σταυρὸς τοῦ
Κυρίου ἦταν «τριμερής»(βλ. Μηναῖον Σεπτ. ιδ΄, δοξ. πεντηκοστ.), ἦταν δηλαδὴ
φτειαγμένος ἀπὸ ξύλο τριῶν μαζὶ δέντρων· ἀπὸ κυπαρίσσι, ἀπὸ πεῦκο, καὶ ἀπὸ
κέδρο. Αὐτὸ στηρίζεται σὲ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ δόξα «ἐν κυπαρίσσῳ
καὶ πεύκῃ καὶ κέδρῳ ἅμα»(Ἠσ. 60,13). Στηριζόμενος στὸ θεόπνευστο αὐτὸ λόγο καὶ ὁ
ἱερὸς ὑμνογράφος ἀναφέρει κατ᾽ ἐπανάληψιν στὴν Παρακλητικὴ τὰ τρία δέντρα μὲ τὴν
ἴδια ἢ λίγο διαφορετικὴ σειρά (βλ. Παρακλ. ἔκδ. «Φωτός», Ἀθῆναι 1997· ἦχ. β΄
σσ. 72, 97· ἦχ. γ΄ σσ. 147, 162, 165· ἦχ. βαρ. σ. 377· ἦχ. πλ. δ΄ σ. 45). Τὰ
δέντρα λαμβάνονται μὲ συμβολικὴ ἔννοια καὶ τονίζουν τὸ βαθὺ νόημα, τὴν σημασία
τοῦ τιμίου σταυροῦ.
Τὸ κυπαρίσσι, ποὺ συνήθως σκιάζει τοὺς τάφους
μας στὰ κοιμητήρια, σημαίνει τὸ πένθος γιὰ τὸν σταυρωθέντα Υἱὸν τῆς Παρθένου καὶ
«τὴν πίστιν» τῶν κοιμηθέντων σ᾽ Αὐτόν.
Ὁ κέδρος, ξύλο ἀρωματικό, σημαίνει «τὴν εὐσέβειαν»,
ποὺ μυρώνει τὴν σταυρικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ καὶ ἀποπνέει στὴν κοινωνία τὴν «εὐωδίαν
Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 2,15).
Καὶ τέλος ἡ πεύκη σημαίνει «τὴν ἀγάπην» καὶ
λέει στοὺς Χριστιανούς· Δροσίστε –ὅπως τὸ πεῦκο μὲ τὴ σκιὰ καὶ τὴν πνοή του– μὲ
ἀναψυχὴ ἀγάπης καὶ ζωογονίστε μὲ ἔμπρακτη καλωσύνη τὸν ταλαίπωρο κόσμο γύρω
σας.
Ὅπως ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἦταν ἀπὸ
ξύλο τριῶν δένδρων, ἔτσι καὶ κάθε σταυρὸς σήμερα κατασκευάζεται ἀπὸ διάφορα ὑλικά,
ἀκριβώτερα ἢ φθηνότερα. Μικροὶ στὸ χωριό μας, κάναμε σταυρουδάκια ἀπὸ βάγια,
καλάμι ἢ ξύλο. Τσοπάνηδες στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου κρατοῦσαν ξύλινους σταυρούς·
μερικοὶ εἶνε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοίραζε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός! Ἄλλοι σταυροὶ εἶνε
ἀπὸ μπροῦντζο ἢ σίδερο ἢ μάρμαρο ἢ ἐλεφαντόδοντο· ἄλλοι ἀπὸ ἀσήμι ἢ χρυσὸ ἢ
σμάλτο· ἄλλοι ἔχουν ῥουμπίνια καὶ πετράδια, εἶνε μεγάλης ὑλικῆς ἀξίας. Ἀλλὰ ἡ ἀξία
τοῦ σταυροῦ εἶνε ἆραγε στὸ ὑλικό του; Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀξία του;
Ἀδελφοί μου, μὴ ἀπατᾶσθε. Μπορεῖ ἐγὼ νὰ κρατῶ ἕνα
σταυρὸ μὲ ῥουμπίνια, νὰ τὸν βάλω ἐπάνω σὲ νεκρὸ καὶ ὁ νεκρὸς νὰ μὴ σαλέψῃ, καὶ
μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ κρατάῃ ἕνα σταυρὸ σιδερένιο ἢ ξύλινο, νὰ τὸν ἀγγίξῃ κι ὁ
νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Σιδερένιος ἦταν ὁ σταυρὸς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου
στὴ Μεγίστη Λαύρα, μὰ ἔχει χάρι· σιδερένιος ὁ σταυρὸς τοῦ ἁγίου Γερασίμου στὴν
Κεφαλονιά, ἀλλ᾽ ὅταν περνάῃ οἱ δαίμονες καίγονται καὶ λένε «Μ᾽ ἔκαψες,
καψάλη!». Δὲν εἶνε λοιπὸν ἡ ὕλη ποὺ δίνει ἀξία στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἡ πίστι ἐκείνου
ποὺ τὸν κρατάει. Ἂν δὲν ἔχῃς πίστι, μὴν τὸν πιάνεις! Ἡ ἀξία τοῦ σταυροῦ εἶνε στὴν
πίστι.
Ποιά πίστι· ὅτι αὐτὸς ὁ σταυρὸς εἶνε
– τί; Ἡ γλῶσσα μου ἐδῶ ἀδυνατεῖ νὰ ψάλῃ ὕμνο στὸ σταυρὸ καὶ θ᾽ ἀναγκαστῶ νὰ
κάνω δάνειο. Ὁ φτωχὸς δανείζεται, κ᾽ ἐγὼ ὁ φτωχὸς δανείζομαι τὴ γλῶσσα ἱερῶν
συγγραφέων καὶ ὑμνογράφων. Ὁ σταυρὸς λοιπὸν εἶνε·
«τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»(Ματθ.
24,30),
ἡ μυστικὴ «ψῆφος» τῆς Ἀποκαλύψεως (2,17), τὸ
ψηφίο στὸ ὁποῖο συμπτύσσεται τὸ Εὐαγγέλιο, ὅλο τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.
εἶνε ἡ ἕδρα –μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἕδρες καθηγητῶν–,
τὸ βῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀκούστηκε ἡ ὑψηλοτέρα διδασκαλία στὸν κόσμο.
εἶνε ἡ ἐξέδρα τοῦ Βασιλέως, μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὁποία
παρελαύνουν τιμητικὰ στρατιὲς μαχητῶν καὶ λένε «Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν!».
εἶνε τὸ ζωηφόρο δέντρο, τὸ ὁποῖον
«πεφυτούργηται» ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ(καταβ. Στ., ᾠδ. θ΄), ποτίζεται μὲ τὰ αἵματα
μαρτύρων καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυα ὁσίων, ἅπλωσε κλαδιά, καὶ κανένα χέρι ἀνθρώπου
ἢ τσεκούρι διαβόλου δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὸ ξερριζώσῃ.
εἶνε ἀκόμη ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας τὸ ἀλέτρι,
ποὺ πῆραν στὰ χέρια οἱ ἀπόστολοι καὶ γεώργησαν τὸν χέρσο ἀγρὸ τοῦ κόσμου.
εἶνε ἡ λύρα, μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄγγελοι παίζουν
καὶ ὑμνοῦν τὸ «γλυκὺ ἔαρ» (ἐγκ. Μ. Σαβ., στ. γ΄), τὴν αἰωνία ἄνοιξι τῆς ἐν
Χριστῷ ζωῆς.
εἶνε ἡ νοητὴ ῥομφαία, ἡ μάχαιρα, μὲ τὴν ὁποία
τραυματίζεται καιρίως ὁ διάβολος.
εἶνε προπαντὸς ἡ ἄγκυρα τῆς σωτηρίας, ἡ ἐλπὶς
τῶν ἀπηλπισμένων,
εἶνε τὸ σωσίβιο τῶν ναυαγῶν μέσα στὸν σάλο τῶν
κυμάτων τοῦ κόσμου τούτου.
εἶνε ὁ βωμός, ἐπάνω στὸν ὁποῖο θυσιάστηκε ἑκουσίως
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐθελόθυτον θῦμα, γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων·
εἶνε ἡ πρώτη ἁγία τράπεζα ἐπάνω στὴν ὁποία ὁ
μέγας ἀρχιερεὺς Χριστός, ὁ ἀμόλυντος Υἱὸς τῆς Παρθένου, προσέφερε ἐφ᾽ ἅπαξ τὸν ἑαυτό
του θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας»(Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.)· ἐκεῖ
προσεφέρθη τὸ ἀκήρατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ ἀποκαθήλωσε καὶ ἐκήδευσε
ὁ Ἰωσήφ. Ἡ θυσία αὐτὴ ἀναιμάκτως μὲν συνεχίζεται σὲ ὅλα τὰ θυσιαστήρια τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, μετέχουν δὲ σ᾽ αὐτὴν αἱμακτῶς οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου