Κυριακή 11 Απριλίου 2021

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ, ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑI ΑΡΧΙΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

«ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΟΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩι ΑΠΟΘΝΗΣΚΟΝΤΕΣ ΑΠ’ ΑΡΤΙ.
ΝΑΙ ΛΕΓΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΙΝΑ ΑΝΑΠΑΥΣΩΝΤΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΚΟΠΩΝ ΑΥΤΩΝ.
ΤΑ ΔΕ ΕΡΓΑ ΑΥΤΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΕΤ’ ΑΥΤΩΝ» (ΑΠΟΚ. 14,13). 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ     ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑI ΑΡΧΙΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

_______________________________________________________
Συμπληρώθηκαν σήμερα τρεις μήνες από την εις Κύριον εκδημία του Αρχιμανδρίτη π. Γρηγορίου Μουσουρούλη, ο οποίος πίστεψε με όλη τη δύναμι της ψυχής του στις επαγ­γελίες του Θεού. Στηρίχθηκε σ’ αυτές, εργάσθηκε γι’ αυτές, αγωνίσθηκε να πείσει για τη λαμπρότητά τους, τις ψυχές που ο Θεός έφερε στο δρόμο του. Εμακροθύμησε, έδειξε υπομονή και καρτε­ρι­κότητα στο Γολγοθά της παρούσης ζωης και τώρα απολαμβάνει τα αγαθά αυτής της βαθιάς πίστεως του.

Αυτής της επαγγελίας ας ποθήσουμε και ας αγωνισθούμε διά πίστεως και υπομονής να γίνομε μέτοχοι, όσοι εξ ημών γευθήκαμε την αγάπη του, και την υπομονή του στη διόρθωση των αμαρτιών μας, και τον βηματισμό μας  -με τις συμβουλές του- προς τον Κύριο.
Αναστάσιος Κωστόπουλος
_______________________________________________________

«Θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον. Διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι» (Β΄ Κορ.5, 8-9).

 ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΑΣ
«ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου

εὐσεβέστατος λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, ὁ μελιστάλακτος καὶ γλαφυρὸς ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὁ κεδνὸς θεολόγος, Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης δὲν εἶναι πιὰ ἀνάμεσα μας. Βρίσκεται πλησίον τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ὑπηρέτησε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης, «λόγῳ τε καὶ ἔργῳ», μὲ ζῆλο ἀξιοθαύμαστο καὶ πνεῦμα αὐτοθυσίας.

Ὁ ἀδόκητος θάνατός του μᾶς γέμισε ὅλους μὲ αἰσθήματα πόνου καὶ ὀδύνης, ἐπειδὴ ὅλοι μας γευτήκαμε τοὺς ἡδύπνοους κόσμους τῆς ἔμφυτης χριστιανικῆς του ἀγάπης, τὸν ἁγιογραφικὰ συμβουλευτικὸ καὶ τεκμηριωμένο λόγο του. Θαυμάσαμε, ἐπίσης τὴ θεολογική του ἐμβρίθεια καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία, τὸν Μακαριώτατο, τοὺς ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοὺς του καί, μέσῳ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀλλά, ὡς Χριστιανοὶ δὲν ὑποκύψαμε στὸν πόνο. Ἄλλωστε, μέσα στὴ ζωὴ «...ὁ πόνος δὲν ἀπαντιέται μὲ ἐπιχειρήματα. Οὔτε ἡ ἀδικία καὶ ὁ θάνατος ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴ λογική. Τὰ προβλήματα αὐτὰ λύνονται μὲ τὸ ἐμφύσημα καὶ μὲ τὴν πνοὴ ποὺ μόνον ὁ Θεὸς δίνει. Λύονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ξεπερνιούνται μὲ τὴν ταπεινὴ ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τόσο ἀληθινὸ ἀλλά, συνήθως, καὶ τόσο ἀκατανόητο»1 .

Ἐπιπλέον, πιστεύουμε ἀκράδαντα στὸν λυτρωτικὸ καὶ τόσο ἐλπιδοφόρο παύλειο λόγο, ποὺ ψάλλεται σὲ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία. «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ... καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα. Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις» (Α΄Θεσ. Δ΄ 13-18).

Καὶ ὄντως∙ «ἐν τοῖς λόγοις τούτοις» καὶ παρηγορούμεθα καὶ ἐλπίζομε καὶ ἐναποθέτουμε τὶς ἐλπίδες μας στὴν, ἐπίσης, ὑπέροχη καὶ λυτρωτικὴ ἐκείνη ῥήτρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν» (Σοφ. Σολομ. Ε΄ 15-16).

 Γνωρίζουμε, ἀκόμη, ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι στὰ χέρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάλιν ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ἐκφράζει μιὰ πολὺ ἔντονη ἀλήθεια «οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. 14, 7-9).

Τὸ πρωὶ τῆς Πέμπτης, 14ης Ἰανουαρίου 2021, τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ πατρὸς Γρηγορίου ἐναποτέθηκε εὐλαβικὰ στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελιστρίας Παλλουριωτίσης. Στὴ συνέχεια τελέστηκε Ὄρθρος καὶ Θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, προϊσταμένου τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου. Μὲ τὸν Θεοφιλέστατο συλλειτούργησαν καὶ ὁ Προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ» Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἀστέριος Χατζηνικολάου, στην ὁποία ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Γρηγόριος ἦταν δραστήριο Μέλος, ὁ προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας πατὴρ Μιχαὴλ Μαλιάπης καὶ ὁ προϊστάμενος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ καὶ συλλειτουργὸς τοῦ πατρὸς Γρηγορίου, πατήρ Δημήτριος Δημοσθένους.

Παρέστησαν, ἐπίσης, καὶ εὐάριθμοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι θαύμαζαν τὸ ἔργο καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀειμνήστου πατρός, δεδομένων τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς κυβερνήσεως, λόγῳ τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊού, ἕνεκα τῆς ὁποίας κοιμήθηκε ὁ πατὴρ Γρηγόριος.

Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία ἄρχισε στὶς 10 τὸ πρωὶ προϊσταμένου τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου ὁ ἐκλιπὼν ἦταν στενότατος συνεργάτης καὶ ἐκλεκτὸς ἐν Κυρίῳ Ἀδελφός. Σ’ αὐτὴ συμμετέσχον ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεωργιος, ὁ Κιτίου κ. Νεκτάριος, ὁ Τριμυθοῦντος κ. Βαρνάβας, οἱ Ἐπίσκοποι Καρπασίας κ. Χριστοφόρος, ὁ Μεσαορίας κ. Γρηγόριος, ὁ Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἀστέριος Χατζηνικολάου, Προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», ὁ πρωτοσύγκελλος τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἰωάννης, ὁ Ἀρχιμανδρίτης κ. Τριφύλλιος, ὁ προϊστάμενος τοῦ καθεδρικοὺ ναοῦ ἁγίου Ἰωάννου, πατὴρ Δημήτριος καὶ ὁ προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Παναγίας τῆς Εὐαγγελιστρίας, πατὴρ Μιχαὴλ Μαλιάπης. Ἐπίσης, παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ὁ Μητροπολίτης Βόστρων κ. Τιμόθεος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Νιτρίας κ. Νικόδημος.

Μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τὸν ἀοίδιμο πατέρα Γρηγόριο ἀποχαιρέτισε ὁ Ἐπίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος ὡς ἀκολούθως.

Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί Πατέρες,
ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,

Στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τό Μυστήριο τῆς αἰωνιότητας, τό ὁποῖο ὁ πιστός βιώνει ἀπό αὐτή τή ζωή καί τό μεταφέρει, ὡς κατάσταση τῆς ψυχῆς, αἰώνια μέσα στήν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Λέγει συγκεκριμένα: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».2  Αὐτός ὁ λόγος κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται σέ συνάρτηση μέ ἕνα ἄλλο ἀποκαλυπτικό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». 3 Δηλαδή, ὅταν ἀκοῦμε ἤ καλύτερα ἐμβαθύνουμε καί πολύ περισσότερο ζοῦμε στή ζωή μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γίνεται αὐτός βίωμα ἐσωτερικό, κατάσταση πνευματική, δηλαδή πίστη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας, καί ἡ βιολογική καί πνευματική μας ζωή στόν παρόντα κόσμο, μέ ἕνα μυστικό καί μυστηριακό τρόπο κρύβεται μέσα στή ζωή Του, καί στήν ἄλλη τήν αἰώνια ζωή φανερώνεται μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, ζεῖ κάποιος τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως Ζωή καί ἡ αἰωνιότητα, «οὐκ ἔρχεται εἰς κρίσιν», δηλαδή κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας «τὸν ἐκ τῆς κρίσεως διαφεύξεσθαι κίνδυνον, δικαιούμενος» ἐν Χριστῷ καί μεταβαίνει πλέον, ἄνευ κρίσεως «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», δηλαδή τόν Χριστό, τῆς δόξας τοῦ ὁποίου μετέχει ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή.

Μπορῶ, λοιπόν, προσωπικά νά βεβαιώσω ὅτι ἕνας τέτοιος πιστός καί φρόνιμος οἰκονόμος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ πολυαγαπημένος καί πολυσέβαστος σέ ὅλους μας Ἀρχιμανδρίτης πατήρ Γρηγόριος Μουσουρούλης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια μετέστη στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη του ζωή πρόδιδε πρός τά ἔξω Χριστό. Ἁπλότητα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη, καλωσύνη, πίστη πνευματική, ἐργατικότητα. Ζοῦσε μέ ἕνα καί μοναδικό προσανατολισμό. Τήν αἰώνια ζωή. Ἦταν, γιά νά χρησιμοποιήσω μία χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ Προϊσταμένου τῆς Ἀδελφότητος «ὁ Σωτήρ», π. Ἀστερίου, «ὁ Χαμάλης τοῦ Θεοῦ». Ὅ,τι καί νά τοῦ ἐζητεῖτο ἤ τοῦ ἀνατίθετο, καί ἀφοροῦσε τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του, τό ἔκανε μέ τόση προθυμία, χαρά, μή φειδόμενος κόπο, θυσία, ταλαιπωρία, ἀλλά καί ἀθόρυβα, ταπεινά, ἁπλά, ὄχι ὡς δικό του προσωπικό ἔργο ἤ μέσο προβολῆς, ἀλλά γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους του.

Ὁ μακαριστός π. Γρηγόριος ἐξωτερικά καί κατά κόσμο φαινόταν μικρός καί ἀσήμαντος καί αὐτό ἦταν ἡ ἐπιτυχία του. Ἐσωτερικά, πνευματικά καί ψυχικά, ὅμως, ἦταν πολύ μεγάλος. Ὅσοι μποροῦσαν νά δοῦν πίσω ἀπό τά γεγονότα διαπίστωναν τό μεγαλεῖο τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς του. Τήν ἀνεπιτήδευτη εὐλάβειά  του, τήν καθαρότητα τοῦ Εὐαγγελικοῦ καί Πατερικοῦ λόγου του, τήν ἀγάπη καί τό θυσιαστικό φρόνημα, τήν ἀπροσποίητη εὐγένειά του, τήν καταδεκτικότητά του πρός ὅλους.


«Ὡς κατενώπιον Θεοῦ», στεκόταν μπροστά στό Θυσιαστήριο ὅταν λειτουργοῦσε. Μετεῖχε ὁλοκληρωτικά στό μυστήριο τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Χριστοῦ καί ἡ δική του συμμετοχή καί ἁγιασμός ἔφθανε μέ ἕνα καθαρά μυσταγωγικό τρόπο «παντὶ τῷ λαῷ». Ποτέ δέν ἐπεδίωξε τήν προβολή, τή θέση καί τήν ἀξία, οὔτε καί ὅταν τοῦ τήν χάρισε ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῆς θέσεως τήν ὁποία τόν τοποθέτησε. Καί τότε κρυβόταν, παραχωροῦσε τήν τιμή σέ ἄλλους, μέ ἕνα τέτοιο τρόπο πού φαινόταν γιά ἐκεῖνον τελείως φυσικό, γιατί ἦταν γνήσιο, αὐθεντικό, καρδιακό. Ἦταν τό περιεχόμενο τῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς του, πού τόν πρόδιδε πρός τούς ἄλλους καί γίνονταν δέκτες αὐτῆς τῆς ποιότητας, ὅσοι εἶχαν τίς προϋποθέσεις νά τό ὀσφρανθοῦν καί νά τό προσλάβουν. Κάποιοι φθόνησαν τή γνησιότητά του, ἄλλοι τήν εἶδαν ὡς ἀδυναμία, μερικοί ἠθελημένα ἤ ἄθελα τόν ἀδίκησαν κατά κόσμο. Αἰσθάνθηκε πικρία καί ψυχικό πόνο γιά ἀρκετά πράγματα. Ὅμως, ἡ πνευματική του κατάσταση ἦταν τέτοια πού τά ξεπερνοῦσε, τά ὑπερέβαινε καί συνέχιζε νά ἐπιτελεῖ τή διακονία του γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ἐφάρμοζε στή ζωή του ἐκεῖνο πού ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του, ὁ ἅγιός του, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Θεέ μου ἐπειδή ἀνήκω σέ σένα... δέν αἰσθάνομαι ἀδικημένος... ἔχει» ὁ Θεός».

Ὁ Πατήρ Γρηγόριος ὡς νέος, ὡς φοιτητής, ὡς κατηχητής, ὡς λαϊκός ἱεροκήρυκας, ὡς ἱερέας, ὡς Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὡς Χριστιανὸς ὑπῆρξε μάρτυρας τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ὑποστηρίξω τή θέση μου αὐτή θά χρησιμοποιήσω ἕνα ἐγκωμιαστικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου γιά τόν ἅγιο Εὐστάθιο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας, πού θεωρῶ, κατ᾽ ἀναλογία, ἐφαρμόζεται καί στόν πατέρα Γρηγόριο. Λέγει, λοιπόν, ὅτι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού μαρτυρεῖ σωματικά γιά τόν Χριστό, «ὅτι μάρτυρα οὐχὶ ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ πρόθεσις. Οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς ἐκβάσεως μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς γνώμης πλέκεται πολλάκις ὁ τοῦ μαρτυρίου στέφανος»4 . Ἡ πρόθεση καί ἡ διάθεση νά γίνει κάποιος θυσία γιά τόν Χριστό εἶναι μαρτύριο. Μαρτύριο συνειδήσεως, μαρτύριο σταθερότητας, πίστεως, ἀγάπης, σύνεσης, ταπείνωσης, εἰλικρίνειας, γενικά μαρτύριο ἀρετῆς. Εἶναι μαρτύριο Χριστοῦ ἐπειδή, εἴτε διά τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν εἴτε διά τῶν θλίψεων εἴτε ἀκόμα διά τῶν κόπων καί ταλαιπωριῶν «ἡ σάρξ ἐμαστίζετο, ἡ δὲ ψυχὴ ἐκουφίζετο τῇ ἐλπίδι τῶν μελλόντων ἐπαιρομένῃ· οὐδὲ γὰρ ἥπτετο τῆς ψυχῆς, οὐδὲ ὑπεσκέλιζε τοὺς ἔνδον λογισμούς, ἀλλὰ μέχρι τῆς σαρκὸς εἱστήκει τὰ μηχανήματα καὶ ὁ πόλεμος εἴσω διαβῆναι μὴ δυνάμενος... καὶ ταῦτα ποιῶν ἐζύμωσεν ἅπαντας εἰς τήν ἀληθῆ πίστιν» καί δέν ἀπέστη τοῦ κόσμου τούτου, ἕως ὅτου ὁ Θεός τόν ἐστεφάνωσε καί διά τῆς ὑπομονῆς τοῦ σωματικοῦ μαρτυρίου μέσῳ τῆς τελευταίας ἀσθένειάς του.

Αὐτά δέν τά λέγω γιά νά ἐγκωμιάσω ἁπλῶς τόν ταπεινό καί πιστό Λευΐτη τοῦ Χριστοῦ, πατέρα Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος κρυβόταν ἀπό τόν ἔπαινο σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. Ἐξάλλου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεταστεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή», μένει ἀμετάβλητος, δέν ὑπόκειται στόν πειρασμό τῆς ἔπαρσης, τῆς τροπῆς ἀπό τήν ἀρετή πρός τήν κακία. Πάντα ἐκεῖ, ἐν Χριστῷ, εἶναι ἄτρεπτα, ἄφθαρτα, αἰώνια, βέβαια καί ἐνιδρυμένα καί διαμένοντα. Ὅσα καταθέσαμε πιό πάνω εἶναι ἡ ζωντανή καί πνευματική παρακαταθήκη πού μᾶς κληροδότησε ὁ π. Γρηγόριος. Εἶναι ὁ χριστολογικός προσανατολισμός πού ὁ ἴδιος ἐπορεύθη καί μᾶς τόν δείχνει, ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ τή ζωή του. Εἶναι τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία ἑνός ἀνθρώπου, πού ἔζησε στόν 21ον αἰῶνα, καί βεβαιώνει ὅτι καί στήν ἐποχή μας, πού ἡ ἀποστασία, ἡ ἀνομία, ἡ ἁμαρτία καί τό κοσμικό φρόνημα κυριάρχησαν, μποροῦμε νά βιώσουμε, ὅπως καί ἐκεῖνος τό βίωσε, τό Ἀποστόλου Παῦλου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».5

Πατέρα Γρηγόριε, εὔχου ἐνώπιον τοῦ ἐπουρανίου Θυσιαστηρίου γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν Πατρίδα μας, κυρίως δέ γιά τόν δικό μας πνευματικό προσανατολισμό, νά μήν ἀπολέσουμε τό χάρισμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τόν ἁγιασμό μας.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ ἡμῶν.


Μετὰ τὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Καρπασίας κ. Χριστοφόρο ἀποχαιρέτισε τὸν πατέρα Γρηγόριο, ὁ Προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «ὁ Σωτήρ» Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἀστέριος Χατζηνικολάου, εἰπὼν τὰ ἀκόλουθα:

Μακαριώτατε, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοὶ ἐν Κυρίῳ ἀγαπητοί.

Μὲ χαρά, ἐνθουσιασμὸ καὶ συγκίνηση ἐρχόμασταν ἄλλοτε στὴ μαρτυρικὴ μας Κύπρο. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἤρθαμε, ὅμως, μὲ πόνο πολὺ καὶ ὀδύνη μεγάλη. Διότι γνωρίζαμε ὅτι δὲν θὰ βρίσκαμε πλέον ἐδῶ ἐνώπιόν μας, ὁλοζώντανο καὶ δραστήριο καὶ μεθοδικότατο, αὐτὸν ὁ ὁποῖος εἶχε ἀγάπη για ὅλους μας. Αὐτόν, τὸν ὁποῖο διέκρινε μία ἀφοπλιστικὴ ἁπλότητα, ὁ ὁποῖος ὑπεβάλλετο σὲ ὑπέρμετρους κόπους κι ἔφερνε σὲ πέρας, μὲ πολλὲς θυσίες, τὴν ἱεραποστολικὴ του διακονία. Αὐτόν ποὺ ἦταν ὁ γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς ἐργάτης τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἕνας «ἀληθινὸς γίγαντας ἦταν». Αὐτὰ ὅλα τὰ χαρίσματα μποροῦσε νὰ τὰ ἀναγνωρίσει εὔκολα ἕνας, μὲ τὴν πρώτη ἐπικοινωνία, ποὺ θὰ εἶχε μὲ τὸν ἀείμνηστο ἀδελφό μας.

Ἐγὼ θά πῶ ἐπιγραμματικὰ λίγα μόνο γνωρίσματα τῆς ἐσωτερικῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς του, ποὺ τὸν καθιστοῦν θαυμαστὸ καὶ ζηλευτό:

Ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός μας π. Γρηγόριος δὲν εἶχε ἀξιώσεις· δὲν εἶχε ἀπαιτήσεις· δὲν ζοῦσε μὲ διεκδικήσεις· δὲν ὑπερασπιζόταν τὰ δικαιώματά του· ἔσβηνε τὸν ἑαυτὸ του. Κι ὅταν περνοῦσε πίκρες στὴ ζωὴ του καὶ δοκιμασίες - καὶ πέρασε πολλὲς - σύντομα τὶς ξεχνοῦσε ὅλες. Συγχωροῦσε καὶ γινόταν εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος.

Δεύτερον, ὁ π. Γρηγόριος ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπολύτου καὶ ἀδιακρίτου ὑπακοῆς. Καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ - ἔχετε προσωπικὴ πεῖρα Μακαριώτατε - καὶ στην Ἀδελφότητά του του. Ποτὲ δὲν ἔφερε ἀντίρρηση γιὰ τίποτε, ποτὲ δὲν δυσκόλεψε κανέναν. Ἦταν ἕτοιμος για ὅλα, διότι δὲν λογάριαζε τὸν ἑαυτό του.

Κι ἕνα τρίτον ζηλευτὸ γνώρισμα τῆς εὐλογημένης ψυχῆς του. Εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω τὴν ἰδέα, τὴ μικρὰ καὶ ἐλεεινὴ καὶ τρισαθλία θὰ ἔλεγα ἰδέα, ποὺ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θεωροῦσε ὅτι δεν ἦταν τίποτα. Ὅτι ἦταν τὸ «οὐδέν». Κι αὐτὴ, ἡ μὲ συντριβὴ αἴσθηση τῆς οὐτιδανότητάς του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μετὰ δέους αἴσθηση τῆς μεγαλειότητας τοῦ Θεοῦ, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι εἶναι ἕνα στοιχεῖο τελειότητας. Τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητας ἀγάπησε καὶ αὐτὴν ἐβάδισε.

Εἴχαμε προσωπικὴ γνωριμία καὶ φιλία καὶ κοινοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὰ φοιτητικά μας χρόνια. Καὶ ὅλη ἡ ἐπικοινωνία μας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, για μένα ἦταν πολὺ ὠφέλιμη καὶ οἰκοδομητική. Μὲ δίδασκε καὶ μὲ καθοδηγοῦσε.

Ἡ τελευταία μας ἐπικοινωνία ἦταν τὸ Σάββατο, τὸ τελευταῖο Σάββατο. Ἦταν ἡ τελευταία μέρα ποὺ μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνήσει. Κατόπιν ἔσβηνε… Ἡ ἐπικοινωνία μας ἦταν δραματική. Δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ μιλήσει, ἂν καὶ τόσο πολὺ τὸ ἤθελε. Ἔλεγε ἐλάχιστες λέξεις, διακοπτόμενος ἀπὸ μία ἀφόρητη κατάσταση ποὺ τοῦ δημιουργοῦσε ἡ δύσπνοια. Ζητοῦσε βοήθεια: « Ἀγωνιῶ, ὑποφέρω… Εὔχεσθε… Πεῖτέ μου ἕνα μήνυμα τονωτικό. Μόνον θαῦμα. Μόνον θαῦμα…». Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα του λόγια.

Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ τὸ ζητούσαμε ὅλοι. Μὲ παρακλήσεις, δεήσεις, μὲ ἱκεσίες, μὲ δάκρυα, στὴν Κύπρο καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅσοι τὸν γνώριζαν. Ὁ Θεὸς τὸν ἤθελε κοντά Του. Ἀλλὰ σκέφτομαι ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς ὁ Ἅγιος δὲν ἐκπληρώνει τὰ αἰτήματά μας δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς στερήσει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦμε. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς δώσει κάτι πολὺ μεγαλύτερο. Καὶ τὸ ἔδωσε στὸν πατέρα Γρηγόριο. Εἶναι πολὺ μεγαλύτερο θαῦμα τὸ γεγονὸς ὅτι τώρα ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός μας ἀπολαμβάνει «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ τὴν «δόξαν τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου» καὶ τὸ κάλλος Του. Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὅλη του τὴ ζωή. Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕτοιμος κάθε μέρα νὰ ζεῖ καὶ νὰ πεθαίνει. Καὶ λειτουργεῖ, τώρα στὸ οὐράνιο Θυσιαστήριο. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ του. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι μία: Στρατευομένη καὶ Θριαμβεύουσα. Εἶναι τὸ Ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ἡ δόξα του γίνεται καὶ χαρά μας. Ἡ ἀπόλαυσή του εἶναι ἡ παρηγορία μας. Κι ἔτσι ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἐλπίδα τὸ θλιβερὸ αὐτό γεγονὸς ποὺ μᾶς συνέβη, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουμε. Δοκιμάστηκε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὲς δοκιμασίες. Στὸ τέλος δοκιμάστηκε «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίω», για να φθάσει καθαρὸ χρυσάφι στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Μακαριώτατε, Αὐτὴ τὴν ἱερὴ ὥρα, θὰ θέλαμε ἐκ μέρους τῆς Ἀδελφότητας μας, νὰ σᾶς εὐχαριστήσουμε θερμά, διότι στὸν ἀείμνηστο ἀδελφό μας σταθήκατε πραγματικά, ὡς στοργικὸς πατέρας πρὸς εὐπειθῆ καὶ εὐλογημένον υἱόν. Τὸν τιμήσατε, τὸν στηρίξατε, τὸν προωθήσατε στὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τοῦ δώσατε τὸ ὕψιστο λειτούργημα τῆς ἱεροσύνης. Τὸν τιμήσατε μὲ θέσεις ὑπεύθυνες μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι καὶ στὴν τελευταία του δοκιμασία τοῦ συμπαρασταθήκατε καὶ κάνατε ὅ,τι μπορούσατε για τὴν ἀνακούφισή του.

Γιὰ τὴν Ἀδελφότητά μας εἶναι ἱερὴ καύχηση, ὄχι μόνο τὸ ὅτι εἶχε ἀδελφοὺς ἀειμνήστους Κυπρίους ἀξιολογωτάτους, τὸν ἀείμνηστο Νικόλαο Βασιλειάδη, τὸν ἀείμνηστο Παναγιώτη Σάββα, ἀλλὰ ὅτι εἶχε καὶ τὸν π. Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν εἰκοσαετῆ διακονία του ἐδῶ ἔνιωθε πλέον περισσότερο Κύπριος. Ἀγάπησε τὴν Κύπρο, πόνεσε τὴν Κύπρο, προσευχήθηκε γι’ αὐτὴν καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὰ ἐθνικά της θέματα γιὰ τὸν πονεμένο της λαό. Πρόσφερε ὅλο τὸν καλὸν ἑαυτὸ του.

Σᾶς παρακαλοῦμε, Μακαριώτατε, νὰ εὔχεσθε, ὅπως ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀναπαύσει «ἐν σκηναῖς δικαίων». Ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι «θνητὸς καὶ χωρίον θνησκόντων», ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀλλὰ εἶναι τώρα στὴ χώρα τῶν ὄντως ζώντων. Ἐκεῖ νὰ ἀπολαμβάνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύει γιὰ ὅλους μας. Καὶ ἐμεῖς ἀκολουθοῦντες τὸ δικό του παράδειγμα νὰ φθάσουμε ἐκεῖ καὶ νὰ συνδοξάζουμε τὸ ὑπερύμνητο Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας.


Σύντομο ἐπικήδειο λόγο ἀπέστειλαν καὶ οἱ κατὰ σάρκα συγγενεῖς τοῦ μακαριστοῦ π. Γρηγορίου, τὸν ὁποῖο ἐκφώνησε τὸ μέλος τῆς Ἀδελφότητος κ. Ἀνδρέας Παπαδόπουλος.

Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος, πρὶν τὴν καταθεση στεφάνου, βαθύτατα συγκινημένος, ἐξέφρασε τὰ πηγαῖα αἰσθήματα τῆς ἀγάπη Του καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης Του πρὸς τὸν πατέρα Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους συνεργασίας ἀποτέλεσε πρότυπο φιλοπονίας, ὑπακοῆς καὶ ἀφοσίωσης πρὸς τὸν Μακαριώτατο.

«... καὶ σήμερα, συνέχισε ὁ Μακαριώτατος, βαρυαλγεῖς ἀνεβήκαμε σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἀναπέμψουμε ἐπικήδειες εὐχὲς γιὰ τὸν πατέρα Γρηγόριο. Τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀγάπης, τὸν ἄνθρωπο τῆς ταπείνωσης, τὸν ἄνθρωπο ποὺ στὸ στόμα του, στὴ γλῶσσά του, δὲν ὑπῆρχε ἡ λέξη «ὄχι». Πάντοτε ἦταν τὸ «ναί», τὸ «μπορῶ». Χαρακτηριστικά, ὅταν σοῦ ἔλεγα «πάτερ Γρηγόριε, ἂν ἔχετε καιρό, μπορεῖτε νὰ κάνετε τὸ τάδε;», ἡ ἀπάντησή σου πάντοτε ἦταν: «ὁ λόγος σας γιὰ μένα Μακαριώτατε εἶναι ἐντολή, εἶναι νόμος». Ποτὲ δὲν ἀρνήθηκες, ὅσες δουλειὲς κι ἂν εἶχες. Πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε ἐξυπηρετικός... κι’ ὅταν ἀκόμα σοῦ ἔλεγα ὅτι «δὲν βιάζομαι, μπορεῖς νὰ φέρεις τὸ κείμενο μετὰ ἀπὸ 2-3 μέρες», τὴν ἄλλη μέρα ἐσύ τὸ ἔφερνες ἕτοιμο καὶ μάλιστα καλογραμμένο.

Τὸ κήρυγμά σου, ὁσάκις εἶχα τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ἀκούσω, ἦταν ἕνα κήρυγμα βιωματικὸ καὶ χριστολογικό, διανθισμένο πάντοτε μὲ πατερικὰ κείμενα. Εἶχε τὴ σφραγίδα τῆς προσωπικῆς σου ἐπιμέλειας καὶ ἐνέπνεε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅπου σὲ τοποθετήσαμε ἔκανες ἐκεῖνο ποὺ ἡ συνείδησή σου σοῦ ἐπέβαλλε νὰ πράξεις∙ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τὰ ἐκκλησιαστικά μας θέσμια. Ἀναλογίζομαι, μὲ πόνο ψυχῆς, ὅτι θὰ δυσκολευτοῦμε πολὺ νὰ βροῦμε ἕνα νέο πατέρα Γρηγόριο.

 Γι’ αὐτὸ, σήμερα, σοῦ φέραμε αὐτὸ τὸ στεφάνι μὲ λίγα λουλούδια, προκειμένου νὰ Σοῦ ἐκφράσουμε τὰ αἰσθήματα τῆς ἔνθερμης ἐν Κυρίῳ ἀγάπης μας καὶ τοῦ σεβασμοῦ ποὺ τρέφει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος στὸ σεπτὸ πρόσωπό σου.

Ἐπιθυμῶ, ἐπίσης, ἐκ μέρους τοῦ προσωπικοῦ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς νὰ ἐκφράσω τὶς θερμὲς εὐχὲς καὶ προσευχές ὅλων μας, οὕτως ὥστε ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ κατατάξει τὴν ἁγνὴ καὶ ταπεινόφρονα ψυχή σου ἐν χώρᾳ ζώντων, ὅπου οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται. Αἰωνία ἄς εἶναι ἡ μνήμη σου, ἀείμνηστε Ἀδελφὲ καὶ Συλλειτουργέ.

Ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος πληροφορηθεὶς τὸν ἀδόκητο θάνατο τοῦ πατρὸς Γρηγορίου ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο τὴν ἀκόλουθη συλλυπητήρια ἐπιστολή.


Στὴν ὡς ἄνω συλλυπητήρια ἐπιστολὴ ὁ Μακαριώτατος ἀπήντησε ὡς ἀκολούθως: Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὲ Πατριάρχα, λίαν ἡμῖν ἀγαπητὲ καὶ περισπούδαστε ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργέ, κύριε Βαρθολομαῖε, τὴν Ὑμετέραν γερασμιωτάτην Παναγιότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.

 Θερμῶς εὐχαριστοῦμεν τὴν Ὑμετέραν γερασμιωτάτην Παναγιότητα διὰ τὰ ἀπευθυνθέντα ἡμῖν συλλυπητήρια, ἐπὶ τῇ πρὸς Κύριον ἐκδημίᾳ τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου Ἀρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη, τὰ ὁποῖα βαθέως μᾶς συνεκίνησαν.

Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμανδρίτης πατήρ Γρηγόριος ὑπῆρξεν ἐκλεκτὸς κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Δυνάμεθα νὰ χαρακτηρίσωμεν τὸν ἐκλιπόντα ὡς ἀκούραστον καὶ συνεπέστατον εἰς τὰ καθήκοντά του, ἐκλεκτὸν θεολόγον καὶ ἀκούραστον ἱεροκήρυκα τῶν θείων ἀληθειῶν, ταπεινὸν καὶ σεμνὸν λειτουργὸν τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, ἅμα δὲ καὶ μειλίχιον πνευματικὸν πατέρα ἀναπαύοντα θεαρέστως πλῆθος ψυχῶν.

Ἐκ βαθέων δεόμεθα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀναπαύσῃ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀειμνήστου ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ ἡμῶν Γρηγορίου ἐν σκηναῖς δικαίων.

Ἐπὶ δὲ τούτοις εὐχόμεθα τῇ Ὑμετέρᾳ Θεοτιμήτῳ Κορυφῇ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἔτη αὐτῆς ὡς πλεῖστα, ὑγιεινὰ καὶ εὐφρόσυνα.

Τῆς Ὑμετέρας γερασμιωτάτης Παναγιότητος ἀγαπητὸς καὶ ὁλοπρόθυμος ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς

 Ο ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Ἀρχιεπισκοπῇ Κύπρου, τῇ
19ῃ Ἰανουαρίου 2021

 Μετὰ τὴν ἐκφώνηση τῶν ἐπικηδείων λόγων οἱ παριστάμενοι ἔδωσαν πανευλαβῶς «τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν» εἰς τὸν ταπεινόφρονα ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔνθεο Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου. Στὴ συνέχεια, ἐνῶ οἱ κώδωνες τῆς Ἐκκλησίας ἔκρουαν πένθιμα, τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ πατρὸς Γρηγορίου μεταφέρθηκε στὸ Κοιμητήριο τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης πρὸς ἐνταφιασμό.


Καὶ ὅταν τὸ ἱερό χῶμα τῆς Κύπρου μας, ποὺ τόσο ἀγάπησε ὁ ἀείμνηστος πατήρ Γρηγόριος, σκέπασε τὸ σεπτὸ σκήνωμά του, τότε αὐθόρμητα, ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἔψαλλαν τρὶς τὸ:

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ, ΘΑΝΑΤΩι ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΑΤΗΣΑΣ»,

μὲ τόσο ἐνθουσιασμό, μὲ τέτοιο παλμό, ὥστε τὰ μάτια ὁλονῶν μας γέμισα μὲ δάκρυα. Ἦταν τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ βαθύτατού μας θαυμασμοῦ πρὸς τὸν πολυσέβαστό μας πατέρα Γρηγόριο∙ ἦταν τὰ δάκρυα τῆς συγκίνησής μας καὶ τῆς πίστεώς μας γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά του.

Ὁ γράφων εἶχε τὴ βαθύτατη εὐτυχία νὰ γνωρίσει τὸν πατέρα Γρηγόριο ἀπὸ τὴν πρώτη περίοδο τῆς ἀφίξεώς του στήν Κύπρο. Στὴ γαλήνια, τὴν ταπεινόφρονα καὶ «θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένην» προσωπικότητά του ἔνιωθα νὰ ἐφαρμόζεται πέρα γιὰ πέρα ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου «...οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄ 16).

Ἀκδράδαντα πιστεύω ότι τὴ λαμπρὴ αὐτὴν ἐπιτυχία τὴν ὀφείλει στὸ γεγονὸς ὅτι συνειδητά «προωρᾶτο τὸν Κύριον ἐνώπιόν του διὰ παντός» (Πράξ. Β΄25) καὶ ἐφάρμοζε τὴν παύλεια ῥήση «διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμε, οὐ διὰ εἴδους... διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι» (Β΄ Κορ. ε΄ 9).

Ἐμεῖς ὅλοι ποὺ γευτήκαμε τοὺς ἡδύγευστους καρποὺς τῆς ἀγάπης του καὶ τῆς πατρικῆς του στοργῆς «χεῖρας ἱκέτιδας ὑψοῦμεν» πρὸς τὸν πανοικτίρμονα και δικαιοκρίτη Κύριο καὶ διαπύρως δεόμεθα:

«Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένου πνευματικοῦ ἡμῶν πατρὸς Γρηγορίου. Κατασκήνωσον αὐτὸν ἐν τόποις φωτεινοῖς, ἐν τόποις χλοεροῖς, ἐν τόποις ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα λύπη, ὀδύνη, καὶ στεναγμός, καὶ ὅπου ἡ ἐπισκοπὴ τοῦ προσώπου σου εὐφραίνει πάντας τοὺς ἀπ' αἰῶνος Σοὶ εὐαρεστήσαντας ἁγίους σου. Χάρισαι καὶ αὐτῷ τὴν Βασιλείαν σου καὶ τὴν μέθεξιν τῶν ἀφράστων καὶ αἰωνίων σου ἀγαθῶν, καὶ τῆς σῆς ἀπεράντου καὶ μακαρίας ζωῆς τὴν ἀπόλαυσιν. Σὺ γὰρ εἶ ἡ ζωή, ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου, πατρὸς Γρηγορίου, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καί τῷ Παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ, καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

«Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο· διὸ τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν Γρηγόριον, ἀδελφὸν καὶ συλλειτουργὸν ἡμῶν γενόμενον, μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος


1 ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ», ΣΕΛ. 127
2 Ἰωάν. ε´, 24
3 Κολ. γ´,
4 Ἰωάν. Χρυσοστόμου, P.G. 50,578 καί ἐξῆς
5 Γαλ. β´,

Δεν υπάρχουν σχόλια: