Η χώρα που σβήνει
Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Τις προάλλες μια ομάδα ερευνητών
δημοσίευσε στο έγκυρο περιοδικό Lancet μια έρευνα με
προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθυσμού 195 χωρών μέχρι το έτος 2100. Αν και,
ακόμα και σε έναν τομέα όπως η δημογραφία, η οποία επηρεάζεται από παράγοντες
που εξελίσσονται και αλλάζουν σχετικά αργά, είναι επίφοβες, τα αποτελέσματα της
συγκεκριμένης έρευνας έχουν ενδιαφέρον επειδή, ομολογουμένως, εξάπτουν τη
φαντασία. Το 2100, λέει, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα είναι μεγαλύτερος από σήμερα
(8,8 δισ.) αλλά θα βρίσκεται σε φάση μείωσης, έχοντας ξεπεράσει μια κορύφωση
(κοντά στα 10 δισεκατομμύρια) τη δεκατία του 2060. Σε σχεδόν όλες τις χώρες του
κόσμου (183 από τις 195) ο δείκτης γονιμότητας τότε θα είναι χαμηλότερος από το
δείκτη αναπλήρωσης -δηλαδή θα γεννιούνται λιγότερα παιδιά από όσα χρειάζονται
για να διατηρείται ο πληθυσμός σταθερός. Η χώρα με το μεγαλύτερο πληθυσμό θα
είναι τότε η Ινδία (αλλά με μικρότερο πληθυσμό από ό,τι έχει σήμερα), και η
Κίνα θα είναι μόλις τρίτη, έχοντας χάσει το μισό της πληθυσμό. Δεύτερη θα είναι
η Νιγηρία, με σχεδόν 800 εκατομμύρια κατοίκους.
Βεβαίως, τίποτε από αυτά δεν εξάπτει τη φαντασία των Ελλήνων αναγνωστών περισσότερο από τις προβλέψεις της έρευνας για τον πληθυσμό της δικής μας χώρας. Εμείς, λέει, θα μείνουμε σχεδόν οι μισοί. 5,5 εκατομμύρια θα είμαστε το 2100. Δεδομένου και του ότι και η διαΝΕΟσις έχει κάνει παρόμοιες έρευνες (με ορίζοντα το 2050) στο παρελθόν, αυτή είναι μια καλή αφορμή να συζητήσουμε μερικά βασικά θέματα που αφορούν το δημογραφικό “πρόβλημα” και το πώς αυτό θεωρητικά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Πρώτα απ’ όλα, μια ερώτηση που
εύλογα θα μπορούσε να κάνει κάποιος: τι σημασία έχει το αν μια χώρα έχει μικρό
ή μεγάλο πληθυσμό; Έχει, πραγματικά, σημασία το ίδιο το νούμερο; Η Σιγκαπούρη
έχει πληθυσμό 5,8 εκατομμύρια και είναι μια από τις πιο πλούσιες χώρες του
κόσμου. Οι Ελβετοί είναι 8,5 εκατομμύρια. Οι Νορβηγοί είναι 5,5. Τι πειράζει αν
και οι Έλληνες είναι 5,5 εκατομμύρια σε ογδόντα χρόνια; Ίσα ίσα, θα έχουμε
περισσότερη άπλα.
Βεβαίως, το θέμα δεν είναι τόσο
απλό. Το σημαντικό μέγεθος που πρέπει να μας νοιάζει δεν είναι τόσο ο αριθμός
των κατοίκων μιας χώρας, αλλά δύο άλλα: ο ρυθμός με τον οποίο αυτός ο αριθμός
αυξάνεται, και η ηλικιακή σύσταση του πληθυσμού. Μια χώρα 5,5 εκατομμυρίων νέων
που αυξάνονται είναι εντελώς διαφορετική από μια χώρα 5,5 εκατομμυρίων γέρων
που μειώνονται.
Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για
τους οποίους το αν ο πληθυσμός μιας χώρας αυξάνεται ή μειώνεται είναι θέμα πολύ
σημαντικό: ο γεωπολιτικός, το θέμα της ταυτότητας και ο οικονομικός.
Δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να
εξηγήσει κανείς το πρώτο. Θα σας αναφέρω μόνο ένα στοιχείο: σήμερα η Τουρκία
έχει οκτώ φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ελλάδα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις
της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο Lancet, το 2100 θα έχει 20 φορές μεγαλύτερο
πληθυσμό. Καμία ιδιαίτερη ανάλυση δεν χρειάζεται εδώ.
Το θέμα της ταυτότητας είναι πιο
θολό και έμμεσο. Όταν μια χώρα μικραίνει, αυτό φαίνεται. Είναι ένα φαινόμενο
ορατό και ευρύτερα στην κοινωνία, αλλά και μέσα στις ίδιες οικογένειες. Κι αυτό
έχει συνέπειες στο πώς οι πολίτες βλέπουν τον εαυτό τους και τη χώρα τους, στο
φόβο και την ανασφάλεια τους για το μέλλον, στον τρόπο με τον οποίο
αντιλαμβάνονται την εθνική τους ταυτότητα. Τέτοιες συνέπειες βλέπουμε γλαφυρά
στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που μετά την πτώση του κομμουνισμού είδαν τον
πληθυσμό τους να μειώνεται ραγδαία (21% στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, από το
1989 μέχρι το 2017). Μεταξύ άλλων, αυτές οι κοινωνίες γίνονται εύφορο έδαφος
για το λαϊκισμό και για την ξενοφοβία. “Ο φόβος για το ότι η μείωση του
πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό του έθνους μπορεί να εκφράζεται
έμμεσα με την παράλογη πεποίθηση ότι οι μετανάστες από την Αφρική και τη Μέση
Ανατολή αποτελούν κίνδυνο για τα έθνη της περιοχής”, γράφουν αναφερόμενοι στις
ανατολικοευρωπαϊκές χώρες οι Ιβάν Κράστεφ και Στίβεν Χολμς στο πρόσφατο και
πολύ καλό βιβλίο “The Light That Faded”. Μέχρι το 2100, σύμφωνα με την έρευνα
που συζητάμε, ο πληθυσμός της Βουλγαρίας από 7 εκατομμύρια που είναι σήμερα θα
έχει συρρικνωθεί στα 2,5. Η χώρα θα έχει πρακτικά εξαϋλωθεί.
Ασφαλώς ο σημαντικότερος
παράγοντας που επηρεάζεται από τη μείωση του πληθυσμού μιας χώρας, όμως, είναι
ο οικονομικός. Όπως γράφει ο οικονομικός αναλυτής Ρουσίρ Σαρμά στο “Πώς
Πετυχαίνουν Τα Έθνη”, “είναι δύσκολο μια χώρα να αποκτήσει σημαντικούς ρυθμούς
ανάπτυξης εάν ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της δεν αυξάνεται κατά τουλάχιστον
2% ετησίως”. Αν και ο απόλυτος αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε μια χώρα δεν
έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία της (αν είχε, δεν θα υπήρχαν πλούσιες
μικρές χώρες), το αν αυτός ο αριθμός αυξάνεται ή μειώνεται έχει.
Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός
μιας χώρας, τώρα, τροφοδοτείται από τρεις πηγές: Από τους νέους που
ενηλικιώνονται, από ξένους που έρχονται στη χώρα για να δουλέψουν και από μέλη
του οικονομικά ανενεργού πληθυσμού της χώρας. Για εμάς, η σημαντικότερη από
αυτές τις πηγές φαίνεται ότι είναι η τρίτη. Παρ’ όλα αυτά, όποτε προκύπτει
συζήτηση για το θέμα του πληθυσμού στην Ελλάδα, οι πρώτες δύο μονοπωλούν το
ενδιαφέρον και τη συζήτηση.
Είναι χρήσιμο να καταλάβουμε ότι
είναι σχετικά λίγα τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για το δείκτη
γονιμότητας. Η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους στον κόσμο: μόλις 1,35.
Καμία χώρα που έχει πέσει πάνω από το 1,5 δεν έχει καταφέρει να επανέλθει σε
ένα νούμερο πάνω από αυτό. Καμία στον κόσμο.
Είναι επίσης απαραίτητο να
γνωρίζουμε ότι ο δείκτης γονιμότητας δεν πέφτει έτσι από μόνος του. Πέφτει
επειδή οι άνθρωποι, όταν βγάζουν περισσότερα λεφτά και αποκτούν μεγαλύτερες
προσδοκίες για τις ζωές τους και για τις ζωές των παιδιών τους, κάνουν λιγότερα
παιδιά. Οι οικογένειες κάνουν πολλά παιδιά όταν τα χρειάζονται να δουλέψουν στα
χωράφια και όταν δύο στα εφτά τους πεθαίνουν. Όταν οι γονείς θέλουν να
επενδύσουν στα παιδιά τους, να τα σπουδάσουν, να τα αναθρέψουν και να ζήσουν και
οι ίδιοι πλήρεις και παραγωγικές ζωές, κάνουν πολύ λιγότερα. Αυτό συμβαίνει σε
όλες τις κοινωνίες του πλανήτη, ανεξαρτήτως κουλτούρας, θρησκείας, παραδόσεων ή
αντιλήψεων. Οπότε είναι εντελώς ανώφελο να περιμένει κανείς ότι με επιδόματα ή
άλλες πολιτικές κινήσεις μπορεί ένα κράτος να πείσει τις οικογένειες να
αρχίσουν να κάνουν τρία ή τέσσερα παιδιά η κάθε μία. Αξίζει, δε, να έχουμε υπ’
όψιν ότι καμία γενιά ελληνίδων ποτέ στην ιστορία δεν έχει πιάσει το δείκτη
αναπλήρωσης, ότι εμείς ως χώρα ποτέ δεν περάσαμε “baby boom”, και ότι ο δείκτης
γονιμότητας εδώ έχει πέσει κάτω από το 1,5 από τη δεκαετία του ’80 κιόλας.
Είναι εντελώς αδύνατο και αδιανόητο να φανταζόμαστε ότι ξαφνικά οι ελληνικές
οικογένειες θα αρχίσουν να κάνουν κάτι που δεν έκαναν ποτέ (τόσο πολλά παιδιά
ώστε να ανανεώνεται ο πληθυσμός). Και, βεβαίως, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο
μπορούσε με ένα μαγικό τρόπο να γίνει από αύριο, τα οικονομικά αποτελέσματα θα
τα βλέπαμε από το 2050 και μετά όταν αυτά τα παιδιά θα έμπαιναν στην αγορά
εργασίας.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν
υπάρχει τίποτε απολύτως που να μπορεί να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση.
Κάποιες πλούσιες χώρες (οι οποίες στην ερευνα του Lancet εμφανίζονται να
μεγαλώνουν τον πληθυσμό τους μέχρι το 2100), μπορεί μεν να μην πιάνουν το 2,1
παιδιά ανά γυναίκα, που είναι ο δείκτης αναπλήρωσης, αλλά πιάνουν το 1,8 ή και
το 1,9. Αυτό το πετυχαίνουν επειδή παίρνουν τολμηρά, εξαιρετικά δαπανηρά και
μοντέρνα μέτρα για τη στήριξη των οικογενειών που θέλουν να κάνουν παιδιά.
Γιατί αυτό είναι το στοίχημα της εποχής: πώς θα αφαιρεθούν τα εμπόδια που
εμποδίζουν τις σύγχρονες οικογένειες να κάνουν όσα παιδιά θέλουν. Κι αυτό
σημαίνει λυσσαλέα προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών που θέλουν
να κάνουν παιδιά, γενναίες άδειες πατρότητας και μητρότητας, υποδομές φύλαξης
και προσχολικής αγωγής και άλλα μέτρα στήριξης της καριέρας και της ζωής των
σύγχρονων ζευγαριών (και κυρίως των γυναικών) που σήμερα φοβούνται ότι αν
κάνουν παιδιά θα δουν τις ζωές και τις καριέρες τους να υποφέρουν.
Τα δύο τελευταία πράγματα που
αξίζει να σκέφτεται κανείς γι’ αυτό το θέμα είναι το ό,τι, αφ’ ενός, ως
κοινωνία δεν έχουμε κανένα ιδιαίτερο πολιτισμικό πρόβλημα, ούτε ότι ο θεσμός
της οικογένειας περνάει καμιά κρίση. Στο πρόσφατο “Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες” της
διαΝΕΟσις οι πολίτες δήλωσαν ότι θέλουν να κάνουν κατά μέσο όρο 2,8 παιδιά ο
καθένας και η καθεμία. Το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει εδώ το κράτος είναι
να τους αφαιρέσει τα εμπόδια με τις δοκιμασμένες μεθόδους που ακολουθούν οι
Γαλλίες και οι Σουηδίες αυτού του κόσμου, χωρίς να περιμένει κανείς όμως ότι τα
αποτελέσματα θα είναι θεαματικά και ότι το πρόβλημα θα λυθεί έτσι.
Η μετανάστευση, από την άλλη,
μπορεί να βοηθήσει πιο άμεσα στην αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά μόνο υπό
προϋποθέσεις.
Αυτό που πρέπει να ξέρουμε εδώ είναι
το ότι “η μετανάστευση” δεν λύνει κανένα δημογραφικό. Τη δεκαετία του ’90
μπήκαν στη χώρα μας ένα εκατομμύριο παράνομοι μετανάστες, η συντριπτική
πλειοψηφία των οποίων ενσωματώθηκαν άψογα στην κοινωνία μας (και έχτισαν τους
δρόμους, τις πολυκατοικίες και τα αεροδρόμιά μας, και φρόντισαν τους γέρους
μας, και μάζεψαν τα φρούτα μας και καθάρισαν τα σπίτια μας) και, παρ’ όλα αυτά,
από το 2011 ο πληθυσμός μας μειώνεται. Ο λόγος είναι ένα άλλο καθολικό και
παγκόσμιο φαινόμενο: όταν μετανάστες φτάνουν σε μια χώρα, σχεδόν αμέσως, από
την πρώτη γενιά κιόλας, υιοθετούν το δείκτη γονιμότητας των γηγενών. Σομαλές
γυναίκες που κάνουν κατά μέσο όρο 6 παιδιά στη Σομαλία, όταν μεταναστεύουν στη
Γαλλία κάνουν λιγότερα 2, όπως οι γαλλίδες. Υπάρχει, ωστόσο, ένας τρόπος η
μετανάστευση να λειτουργήσει για τη διατήρηση και την αύξηση του οικονομικά
ενεργού πληθυσμού, αλλά μόνο όταν γίνεται με στρατηγική προσέλκυσης
καταρτισμένων μεταναστών από το κράτος, με διαδικασίες, ελέγχους και σχέδιο
και, κυρίως, σε βάθος χρόνου. Όταν υπάρχει μια τέτοια μακροπρόθεσμη στρατηγική
(και κατά συνέπεια διαφυλάσσεται και το αίσθημα ασφάλειας στο γηγενή πληθυσμό)
μια χώρα μπορεί πράγματι να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση για την
οικονομική της ανάπτυξη. Η Αυστραλία, όπου το 28% των κατοίκων έχουν γεννηθεί
αλλού, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στην έρευνα του Lancet υπολογίζουν
ότι μέχρι το 2100 η Αυστραλία θα έχει αυξήσει τον πληθυσμό της κατά σχεδόν 60%.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή είναι μια στρατηγική επιλογή διαθέσιμη σε χώρες που
έχουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι μέρη όπου οι μετανάστες θέλουν να πάνε
να ζήσουν. Η χώρα μας ήταν τέτοιο μέρος της δεκαετία του ’90, αλλά πλέον δεν
είναι. Τα τελευταία πέντε χρόνια πέρασε από εδώ πέρα άλλο ένα εκατομμύριο
παράνομοι μετανάστες και οι λίγες δεκάδες χιλιάδες που μείναν, ξέμειναν με το
ζόρι. Πλέον είμαστε μια χώρα από την οποία φεύγουν μετανάστες, όχι μια χώρα
στην οποία έρχονται. Οπότε, θα έλεγε κανείς, έχουμε πολλά άλλα προβλήματα που
πρέπει να λύσουμε, πριν φτάσουμε να σχεδιάζουμε πολιτικές ενεργητικής
προσέλκυσης καταρτισμένων ξένων.
Ο σχετικά ευκολότερος τρόπος για
να αυξηθεί ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της δικής μας χώρας, ωστόσο, είναι
αυτός που συζητιέται λιγότερο από όλους: να προσελκύσει κόσμο από τον
οικονομικά ανενεργό πληθυσμό της χώρας. Αυτό ήθελα να σας γράψω εδώ σήμερα με
αφορμή την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Lancet, και το πρώτο πράγμα που θα
έπρεπε να σκεφτόμαστε κάθε φορά που συζητιέται το δημογραφικό πρόβλημα. Η χώρα
μας είναι τελευταία στην Ε.Ε. στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας:
μόλις το 44,5% των γυναικών σε ηλικία εργάσιμη εργάζονται. Μολονότι έχουμε
καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό (περισσότερες γυναίκες βγαίνουν από τα
πανεπιστήμια), ελάχιστες γυναίκες δουλεύουν. Το απλούστερο, σημαντικότερο και πιο
άμεσο μέτρο που πρέπει να πάρουμε, λοιπόν, είναι αυτό: στήριξη και κίνητρα για
να μπουν περισσότερες γυναίκες στην αγορά εργασίας, για να στηριχθούν τα
εργασιακά τους δικαιώματα και για να εξασφαλιστεί το ότι η τεκνοποίηση δεν θα
αποτελεί εμπόδιο για την εργασιακή τους ασφάλεια και εξέλιξη. Ό,τι κάνουν οι
Σουηδίες και οι Γαλλίες για να κρατήσουν και το δείκτη γονιμότητας σε αποδεκτά
(αν και όχι επαρκή) επίπεδα, δηλαδή.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου