Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

«Ἀγαπᾷς με;» - ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

 

 «Ἀγαπᾷς με;»

«Ὅτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων;…» (Ἰω. 21,15-18

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Θυμᾶστε, ἀγαπητοί μου, τὸν Πέτρο τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ὅταν ὁ Κύριος δικαζόταν; Στὴν αὐλὴ Ἄννα καὶ Καϊάφα στεκόταν σὰν ἄγνωστος· ἀλλ᾽ ἀναγνωρίστηκε, καὶ ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο· τρεῖς φορές! ἔπεσε, καὶ ἡ πτῶσι του ἦταν μεγάλη.

Ποιά νὰ ἦταν ἡ ψυχολογική του κατάστασι; τί διαλογισμοὶ τὸν τάραξαν ἕως τὴν Ἀνάστασι; Βρῆκε παρηγοριά, ἢ ἄκουσε λόγια αὐστηρά; Δὲν λένε τὰ Εὐαγγέλια. Σίγουρα ἡ ψυχή του θὰ καλύφθηκε ἀπὸ μελαγχολία. Αὐτὸς ν᾿ ἀρνηθῇ τὸν Διδάσκαλο; Πολὺ βαρύ! Κινδύνευσε ν᾽ ἀπελπιστῇ. Ἡ θεία χάρις τὸν κράτησε. Σώθηκε, γιὰ νὰ διαλαλῇ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Ἂν ἦταν ἄλλος θὰ ψυχραινόταν, θὰ διέκοπτε κάθε δεσμό. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος δὲν ἀρνήθηκε τὸν Πέτρο, δὲν τὸν διέγραψε. Ἀπόδειξις ἐκεῖνο τὸ βλέμμα, μὲ παράπονο καὶ στοργή, ποὺ τοῦ ἔρριξε ἀμέσως τότε καὶ τὸν ἔκανε ν᾽ ἀναλυθῇ σὲ δάκρυα· ἀπόδειξις κι ὅτι στὸ ἀναστάσιμο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου στὶς μυροφόρες γίνεται μνεία σ᾽ αὐτόν· «Ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ…» (Μᾶρκ. 16,7)· ἀπόδειξις καὶ ὁ διάλογος μεταξὺ Ἰησοῦ καὶ Πέτρου στὸ γιαλὸ τῆς Τιβεριάδος.

Ὁ Κύριος τὸν ρωτάει· –Σίμων γυιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς περισσότερο ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς σου; –Ναί, Κύριε, λέει ὁ Πέτρος, σὺ γνωρίζεις ὅτι σὲ ἀγαπῶ. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπαναλαμβάνει δύο ἀκόμη φορὲς τὴν ἐρώτησι «Ἀγαπᾷς με;». Τὴν τρίτη ὁ Πέτρος, βλέποντας ὅτι ἡ ἀγάπη του ἀμφισβητεῖται, λυπήθηκε καὶ εἶπε· Κύριε, σὺ τὰ ξέρεις ὅλα· ξέρεις σὲ ἀγαπῶ.

Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦν, ὅτι ὁ Πέτρος μὲ τὴν τριπλῆ ὁμολογία τῆς ἀγάπης του στὸ Χριστὸ διώρθωσε τὴν τριπλῆ ἄρνησι καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα.

Ἡ ἐρώτησι αὐτὴ τοῦ Κυρίου στὸν Πέτρο ἀπευθύνεται καὶ σὲ ὅλους τοὺς μαθητάς, σὲ κάθε πιστὸ κάθε ἐποχῆς. Ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ ἐρωτᾷ τὸν καθένα μας «Ἀγαπᾷς με;». Ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, σὲ ἀγαπῶ. Ἀπήντησε μὲ λόγο τότε, καὶ μὲ τὸ αἷμα του κατόπιν. Ἐμεῖς τί ἀπαντοῦμε;.

* * *

Τὴν ἀγάπη ὡς αἴσθημα εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴν τὴν ἔχῃ δοκιμάσει ἄνθρωπος. Εἶνε ἔμφυτη. Δίχως ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος εἶνε σὰν ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα. Ἀρέσκεται, εὐφραίνεται στὴν ἀγάπη. Ἀγαπᾷ τὸν τόπο τόπο του, τὸ περιβάλλον του, τοὺς συνανθρώπους· γονεῖς, συγγενεῖς, φίλους, εὐεργέτες, δασκάλους. Ἀγαπᾷ τὴν κοινωνία, τὸ ἔθνος, τὴν πατρίδα, τὴν ἀνθρωπότητα.

Τέλος ἐδῶ; Ὡς κήρυκας ἔρχομαι νὰ διεκδικήσω μία θέσι, τὴν πρώτη στὴν καρδιά σας, γιὰ τὸ Χριστό. Σ᾽ αὐτὸν θέλω νὰ σᾶς ἑλκύσω. Αὐτὸν πρέπει ν᾿ ἀγαπήσουμε· γιὰ μύριους λόγους, γιὰ ἄπειρες εὐεργεσίες του. Ὅλα γύρω, ἀπ᾽ τὰ ἐλάχιστα ἕως τὰ μέγιστα, φέρουν τὴ σφραγῖδα του, σὲ ὅλα κατοπτρίζεται τὸ μεγαλεῖο του, οἱ θεῖες ἰδιότητές του· πανσοφία, παντοδυναμία, ἀγαθότης του. «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν»(Ἰω. 1,3).

 Ὅποιος δέχεται αὐτὴ τὴ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Ο ΛΟΓΟΣ, διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν, ζοῦν καὶ συντηροῦνται ὅλα, θὰ δῇ τὸ σύμπαν πολὺ διαφορετικά· θὰ τοῦ φανῇ σὰν ἀπέραντος ναὸς τοῦ Ὑψίστου, θὰ νιώσῃ εὐγνωμοσύνη. Λέει ἕνας μυστικὸς συγγραφεύς· Ξεχώρισε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κτίσματα ὅ,τι ἐκλεκτὸ παρατηρεῖς (εὐῶδες, γλυκό, ὡραῖο, δυνατό…) συγκέντρωσέ τα καὶ πολλαπλασίασέ τα, γιὰ νὰ συλλάβῃς μία ἀμυδρὴ ἰδέα τῆς δυνάμεως καὶ τοῦ κάλλους τοῦ Χριστοῦ, τῆς πηγῆς κάθε ἀγαθοῦ. Αὐτὸς εἶνε τὸ κρίνο, τὸ ῥόδο, ἡ ἄμπελος, τὸ δένδρο, τὸ ἔαρ, ὁ ἥλιος, τὸ ψωμί, τὸ νερό, ὁ οἶνος, ἡ δροσιά. Ὄχι ὅτι στὰ κτίσματα ὑπάρχει κατατμημένη σὲ μόρια ἡ Θεότης, ὅπως βλάσφημα φρονοῦν οἱ πανθεϊσταί, ἀλλὰ γιατὶ κάθε δημιούργημα ἀντανακλᾷ τὴ δύναμι καὶ τὸ κάλλος του. Ὅλα σοῦ φωνάζουν· «Ἀγάπα τὸ Χριστό».

Ἡ ὑψίστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν τώρα ῥίξῃς τὸ βλέμμα σου στὸ πνευματικὸ σύμπαν, νέες ἀφορμὲς θαυμασμοῦ κ᾽ εὐγνωμοσύνης θὰ βρῇς! Καὶ ποιό εἶνε τὸ πνευματικὸ σύμπαν; Σὺ ὁ ἴδιος, ἄνθρωπε. Ἐρεύνησε τὸν ἑαυτό σου στὸ βαθύτερο εἶναι του. Θὰ δῇς ὅτι ἡ ψυχή, ἀδιάφθορη ὅπως βγῆκε ἀπ᾽ τὰ χέρια τοῦ θείου Καλλιτέχνου, πετάει σὲ ὕψη, ἀγγίζει τὰ κράσπεδα τῆς θείας μεγαλωσύνης· ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια, ἂν δὲν προσέξῃ, τσακίζεται, πέφτει σὲ χάη, καταντᾷ στὸν ᾅδη. Ποιός μπορεῖ νὰ τὴ βγάλῃ ἀπὸ ᾽κεῖ; Μόνο ὁ Χριστός. Αὐτὸς ἀγάπησε τόσο τὸν ἄνθρωπο, ὥστε κατέβηκε ἕως τὴ φάτνη καὶ τὸν ᾅδη· διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως ἅρπαξε τὴν ψυχή, τὴν ἀνύψωσε, χάρισε στὸν ἄνθρωπο ἀνεκτίμητα δῶρα. Κολυμπᾶμε κυριολεκτικὰ μέσα στὶς εὐεργεσίες του.

Ἕναν ἱεραπόστολο, ποὺ κήρυττε θερμὰ τὸ Χριστό, κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀγρίους τὸν ρώτησε· –Γιατί ἀγαπᾷς τόσο τὸ Χριστό; Ὁ ἱεραπόστολος ἔσκυψε στὴ γῆ, χάραξε κύκλο, ἔκλεισε τὴν περιφέρειά του μὲ ξερὰ ξύλα, ἔβαλε φωτιά, κι ὅταν σχηματίστηκε πύρινος κλοιός, πῆρε ἕνα σκουλήκι καὶ τό ᾽ρριξε στὴ μέση. Αὐτὸ πήγαινε ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ νὰ βρῇ διέξοδο, μὰ δὲν εὕρισκε. Θὰ καιγόταν. Τότε αὐτὸς ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ τό ᾽βαλε στὸν κόρφο του. Τὸ σκουλήκι σώθηκε. –Κατάλαβες; εἶπε στὸν ἰθαγενῆ. Ἡ φωτιὰ εἶνε ἡ ἁμαρτία, τὸ σκουλήκι εἶμαι ἐγὼ ποὺ κινδύνευα, καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔσωσε καὶ μὲ ἀσφάλισε. Πῶς νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶ;

Εὐγνωμονοῦμε; Ἐμπρὸς στὸ σταυρὸ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συγκινηθῇ βαθειά. Ὁ ἄπιστος δὲν καταλαβαίνει· γήινος ὅπως εἶνε, εὐγνωμονεῖ μὲν τὸ συνάνθρωπό του γιὰ ἕνα ποτήρι νερὸ ἢ μιὰ φιάλη αἷμα, δὲν εὐγνωμονεῖ ὅμως τὸ Θεάνθρωπο ποὺ ἄνοιξε τὶς φλέβες του στὸ σταυρὸ καὶ τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ὁ πιστὸς αἰσθάνεται, ὅτι ἡ ὑψίστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ σ᾽ αὐτὸν εἶνε ἡ προσφορὰ τοῦ τιμίου του αἵματος. Ὅσο μελετᾷ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, τόσο θαυμάζει τὴν ἀγάπη του, κυριεύεται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη. Πῶς νὰ τὴν ἐκφράσῃ; Γράφει ὁ Παπίνι· «Ὅλα τὰ δάκρυά μας δὲν φτάνουν νὰ ἐξαγοράσουν μιὰ σταλαγματιὰ ἀπ᾿ ἐκεῖνες ποὺ ἔπεσαν κόκκινες καὶ βαρειὲς στὸν τόπο τοῦ κρανίου».

 Τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Σωτῆρα Χριστὸ ἐκφράζει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἀκολουθίας τῶν ἀχράντων παθῶν· «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· …Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι». Καθὼς καὶ τὸ «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου· ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν…» (Ἀκάθ. ὕμν.Υ).

Ἡ φοβερὴ ἔκπληξι. Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑβρίζουν. Θὰ εἶνε ἔτσι ὣς τὸ τέλος; Εἴθε πρὶν ἀπέλθουν, νὰ μετανοήσουν. Γιατὶ στὸ μέλλοντα κόσμο θὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν»(Ἰω. 19,37). Μόνο χυδαῖες ψυχὲς μένουν πωρωμένες. Ἀλλ᾿ ὅποιος μισεῖ τὸν Ἰησοῦ, θ᾿ ἀγαπήσῃ τὸν διάβολο, αὐτὸς θὰ θρονιαστῇ στὴν καρδιά του, καὶ μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «Καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26,24). Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἐκσφενδονίζει ἀνάθεμα· «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ» (Α΄ Κορ. 16,22).

Ὅσοι εἶνε φίλοι τοῦ Χριστοῦ ἐκδηλώνονται. Ἡ ἀγάπη ἐξωτερικεύεται μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἐρεύνησε κ᾽ ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου· ἔχεις ἐκδηλώσεις ἀγάπης πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ Ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν; Τὸν λατρεύεις στὸ ναό, ἀκοῦς τὸ λόγο του, μελετᾷς Γραφή, μετέχῃς στὸ Μυστικὸ Δείπνο; Εὐφραίνεσαι ὅταν ἐπαινῆται, λυπᾶσαι - διαμαρτύρεσαι ὅταν τὸν βλαστημοῦν; Ἀγαπᾷς ὅ,τι θέλει, καὶ μισεῖς ὅ,τι δὲν θέλει; Κάνεις φίλους γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐχθροὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ; Ποῦ τρέχουν οἱ λογισμοί σου; Τὸν σκέπτεσαι ἢ μεριμνᾷς γιὰ ματαιότητες; Σὲ θέλγει; μιλᾷς μαζί του μὲ νοερὰ προσευχὴ καὶ «στεναγμοὺς ἀλαλήτους» (῾Ρωμ. 8,26); Θλίβεσαι γιὰ τοὺς ἀπίστους; Ποθεῖς νὰ «κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιο «πάσῃ τῇ κτίσει»(Μᾶρκ. 16,15); Εἶσαι ἕτοιμος γιὰ θυσίες, νὰ διακόψῃς φιλίες, συγγενικοὺς δεσμούς, νὰ καταστρέψῃς τὸ μέλλον σου, νὰ πεθάνῃς ἄσημος, παραγκωνισμένος, καὶ τὸ αἷμά σου νὰ χύσῃς γιὰ τὸ Χριστὸ ὅπως τὸ ἔχυσε Ἐκεῖνος γιὰ σένα; Ζῇς μὲ τὴν προσδοκία τῆς Δευτέρας Παρουσίας; Κράζεις κ᾽ ἐσὺ «Σέ, Νυμφίε μου, ποθῶ…»; καὶ «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»; (Ἀπ. 22,20). 

* * *

Ἀδελφέ! Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14,15). Χλιαρὴ σήμερα ἡ ἀγάπη σ᾽ αὐτόν, φωτιὰ γιὰ τὰ ἐν κόσμῳ· ἔρωτας σαρκός, δόξης, χρήματος.

Χριστέ! Σὺ μᾶς ἀγάπησες μὲ ἀγάπη δίχως ὅρια. Ἐμεῖς;… Σύντριψε εἴδωλα, σβῆσε ἐπίγειους ἔρωτες, φλέξε καρδιὲς μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐκλεκτῶν σου. Ἀξίωσε κ᾽ ἐμᾶς στὸ ἐρώτημά σου «Ἀγαπᾷς με;» ν᾽ ἀπαντοῦμε· «Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε»(Ἰω. 21,17).

Δεν υπάρχουν σχόλια: