Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (γ)
ΤΟ
ΦΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
π. Δημητρίου Μπόκου
Η Μεταμόρφωση του Χριστού έχει σαν κυρίαρχο στοιχείο την πλούσια
φωτοχυσία (βλ. και ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 433, Αύγ. 2019). Το πρόσωπο του
Χριστού έλαμψε «ως ο ήλιος» και τα
ενδύματά του έγιναν αστραφτερά και εντελώς λευκά «ως χιών» και «ως το φως».
Ταυτόχρονα το σύννεφο που σκέπασε τον Χριστό και τους δύο προφήτες, Μωυσή και
Ηλία, ήταν φωτεινό. «Ιδού νεφέλη φωτεινή
επεσκίασεν αυτούς».
Το φως αυτό δεν έχει καμμία σχέση με το φυσικό φως που γνωρίζουμε. Είναι υπερφυσική ενέργεια του Θεού, άκτιστη, όπως λέγεται στη γλώσσα της Εκκλησίας. Δηλαδή όχι κάτι κτιστό, δημιουργημένο, όπως το φως του ήλιου και κάθε άλλης φωτεινής πηγής, κάτι δηλαδή που δεν υπήρχε πρώτα και το δημιούργησε κάποια στιγμή ο Θεός. Το φως του Θεού είναι άμεση απόρροια από την απροσπέλαστη φύση-ουσία του. Είναι η Θεία Χάρη. Γι’ αυτό λέμε ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε «φως απρόσιτον» (Α΄ Τιμ. 6, 16). Ο Χριστός είναι «φως εκ φωτός». Μέσα από το φως του Χριστού που αποκαλύπτεται στο Θαβώρ, γνωρίζουμε ως φως ολόκληρη την Αγία Τριάδα. «Φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το Άγιον Πνεύμα».
Και ενώ η φύση του Θεού είναι εντελώς αμέθεκτη σε κάθε δημιούργημα, άγγελο
ή άνθρωπο, η ενέργειά του είναι μεθεκτή. Είναι αυτή με την οποία ο Θεός
εκδηλώνεται στα πλάσματά του. Είναι ο τρόπος ύπαρξης του Θεού σε σχέση με τον
κόσμο. Είναι αυτή που μας κάνει θεούς κατά χάρη, κατά μετοχή. Μας το έχει
βεβαιώσει ο ίδιος ο Θεός: «Εγώ είπα θεοί
εστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81, 6). Θα το κατανοήσουμε λίγο
αυτό με ένα απλό, ατελές πάντα, παράδειγμα: Τον ήλιο δεν μπορούμε με τίποτε να
τον αγγίξουμε, αλλά και τίποτε δεν μας εμποδίζει να ερχόμαστε σε επαφή με το
φως του, να μας φωτίζει, να μας ζωογονεί, να μας αγκαλιάζει με τη θαλπωρή του. Και
όπως άλλο είναι η ουσία του ήλιου και άλλο το φως του, έτσι και το φως που έλαμψε
στη Μεταμόρφωση του Χριστού είναι η άκτιστη ενέργειά του και επ’ ουδενί η ουσία
του.
Έτσι, ενώ ως προς την ουσία του ο Θεός είναι «υπερέκεινα πάσης ουσίας», «ο πάντων επέκεινα», πέρα και πάνω από
όλα, ως προς τις ενέργειές του μπορεί να γίνει από όλους μεθεκτός, να ενωθούν
οι πάντες μαζί του.
Ο Θεός λοιπόν είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος, ορατός και αόρατος,
μεθεκτός και αμέθεκτος, καταληπτός και ακατάληπτος, γνωστός και άγνωστος.
Μπορεί να γίνεται γνωστός σε μας, ως φως, αγάπη, αγαθότητα κ.λ.π., μέσα από τις
άκτιστες ενέργειές του, αλλά παραμένει παντελώς άγνωστος ως προς την ουσία του.
Ακόμα και το να μιλάμε για ουσία του Θεού είναι εντελώς σχετικό, αφού στην
πραγματικότητα είναι απολύτως υπερούσιος.
Η μετοχή στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, η θέα του θείου φωτός,
ονομάζεται θεοπτία. Οι απόστολοι που ήταν με τον Χριστό στο όρος Θαβώρ, «επόπται γενηθέντες της εκείνου
μεγαλειότητος», επειδή είδαν με τα μάτια τους το θεϊκό του μεγαλείο, έγιναν
θεόπτες (Β΄ Πέτρ. 1, 16). Αλλά και αυτοί είδαν τον Θεό στο βαθμό που τους επέτρεψε
Εκείνος. Κατά τη συγκατάβασή του. Όχι δηλαδή όπως ήταν ο Θεός, αλλά όπως ήταν
αυτοί που τον έβλεπαν. Ο Θεός αποκαλύπτει το πρόσωπό του στο βαθμό που αντέχουν
οι θεατές του. Ανάλογα με την αδυναμία τους και με τον τρόπο που είναι
πλασμένοι, για να μη θρυμματισθούν οι χοϊκές τους υπάρξεις από το βάρος της
θεοφανείας, «μη φέροντες οράν το άστεκτον
της» θεϊκής «ελλάμψεως».
Ας μας φωτίζει όλους ο Κύριός μας Ιησούς με το υπερκόσμιο φως της
Μεταμορφώσεώς του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου