Μακαριώτατε,
σεπτή τῶν Ἀρχιερέων χορεία, ἱερά τῶν ἱερῶν λευϊτῶν συνάθροισις, ἡ εὐλαβῶς
κυκλοῦσα τό ἱερό Θυσιαστήριο, τιμιωτάτη τῶν πιστῶν πληθύς, γιά μιάν ἀκόμη φορά
μᾶς καλεῖ ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά χαιρετίσομε μέ λόγους ἐπαινετικούς τό χρυσό
καί γλυκόλαλο στόμα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Κλίνοντας εὐλαβῶς τόν αὐχένα πρό τοῦ ἀφθάστου μεγαλείου τῆς ἡρωϊκῆς ψυχῆς καί καρδίας τοῦ ἱερωτάτου Πατρός μας, τοῦ ὁποίου τήν συγκατάβαση γιά τό τολμώμενο αὐτή τήν ὥρα ἐπικαλούμεθα, θά δοῦμε, πῶς, αὐτός ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη τό «στόμα τῆς Ἐκκλησίας», τοποθετεῖται πάνω στό μεγάλο αὐτό θέμα. Τί εἶναι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἡ Ἐκκλησία, ποιά εἶναι ἡ δύναμή της, τί προσφέρει στόν ἄνθρωπο καί ποιό τό χρέος μας πρός αὐτήν.
******
« … τό στόμα τῆς Ἐκκλησίας τό
χρύσεον καί εὔλαλον… Ἰωάννην τόν πάνσοφον ἀνευφημήσωμεν»
Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἐπίσκοπος τῆς
Ἀντιοχείας Μελέτιος, γεμάτος ἀπό ἀγαλλίαση πνευματική, ἀνεδέχετο τόν Ἰωάννη ἀπό
τό βαπτιστήριο στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶχεν
ἀποκτήσει τό «κόσμημά» της. Καί ὅταν στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 397 σείστηκαν
οἱ θόλοι τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀπό τά: «Ἄξιος, ἄξιος, ἄξιος», κατά τήν εἰς ἐπίσκοπον
χειροτονία του, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπέκτησε τόν «ἀκοίμητο κυβερνήτη»
της· ἡ Ἀλήθεια τόν φυσικό της ὑπέρμαχο καί ἡ Ὀρθοδοξία τόν πνευματικό
της ἡγέτη. Ὁ Χρυσόστομος ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ὡς ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως μέ εὐθύνη καί τή συνείδηση τοῦ ταγοῦ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία κατά τόν ἱερό
Χρυσόστομο ἀποτελεῖ «μυστήριον μέγα»[1] πού ἀποκαλύφθηκε «ὅτε ἦλθε τό
πλήρωμα τοῦ χρόνου»[2] διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς
Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων
τῶν «κεκλημένων» ἀπό τόν Θεόν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στή συνέχεια θά μᾶς εἰπεῖ ὅτι ἡ
κλήση καί ἡ θεμελίωση τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης πρωτοβουλίας, ἀλλά ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό[3]. Ἡ θεία προέλευση τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ὑπερκόσμιος
χαρακτήρας της ἐξαίρονται ἰδιαιτέρως ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, γι᾽ αὐτό καί ἀποκαλεῖ
τήν Ἐκκλησία «Ἐκκλησίαν Θεοῦ»[4]. Ἀλλ᾽ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ
κοινωνία τῶν πιστῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἀφ᾽ ἑαυτῆς τήν ἰδεώδη ἔκφραση τῆς
κοινωνίας τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τούς ἀνθρώπους[5]. Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως καί τῆς σταυρικῆς
θυσίας Του, ὄχι μόνο ἐθεμελίωσε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά συνδέθηκε ἄρρηκτα μαζί της.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή της. Ὅπως τό
σῶμα καί ἡ κεφαλή ἀποτελοῦν ἑνότητα ἀδιάσπαστη ἔτσι ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία·
«καθάπερ γάρ σῶμα καί κεφαλή εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω τήν Ἐκκλησίαν καί τόν Χριστόν
ἕν ἔφησεν εἶναι»[6]. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦσα τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ταυτοχρόνως ἡ ἁγία καί ἄμωμος νύμφη του, πού δέν τήν σκιάζει σπίλος ἤ
ρυτίδα <ἤ τι τῶν τοιούτων>»[7].
Σ᾽αὐτή τήν ἕνωση τοῦ Κυρίου μέ
τήν Ἐκκλησία ὁ ἱερός πατήρ βλέπει τό συντελεσθέν μυστήριο· «τό μυστήριον τοῦτο,
λέγει, μέγα ἐστι καί ἐπί ἀνθρώπων γινόμενον· ὅταν δέ ἴδω εἰς τόν Χριστόν καί
τήν Ἐκκλησίαν αὐτό συμβαῖνον, τότε ἐκπλήττομαι, τότε θαυμάζω»[8]. Τῆς ἑνώσεως αὐτῆς τοῦ
Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κατ᾽ ἐξοχήν ἔκφραση ἡ διά τῆς συμμετοχῆς στή
Θεία Εὐχαριστία μυστική ἕνωση τῶν πιστῶν μέ τόν Κύριο· «καθάπερ γάρ τό σῶμα ἐκεῖνο
ἥνωται τῷ Χριστῷ, οὕτω καί ἡμεῖς διά τοῦ ἄρτου τούτου ἑνούμεθα»[9].
Ἡ Ἐκκλησία, λέγει ὁ ἱερός
Πατήρ, «οὐρανοῦ μᾶλλον ἐρρίζωται…» καί «οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἤ οὐρανός». Εἶναι
«τόπος ἀγγέλων, τόπος Ἀρχαγγέλων, βασιλεία Θεοῦ, αὐτός ὁ οὐρανός»[10]. Γι᾽αὐτό καί μᾶς καλεῖ ὅπως «πανταχοῦ τῇ
Ἐκκλησίᾳ ἑπώμεθα»[11]. Νά ἀκολουθοῦμε παντοῦ καί πάντοτε τήν Ἐκκλησία,
ἡ ὁποία ὄντας καρπός τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους εἶναι κατ᾽ἐξοχήν
κοινωνία ἀγάπης[12].
Ὡς πρός τήν δύναμή της ὁ ἱερός
Χρυσόστομος μᾶς λέγει ὅτι αὐτή εἶναι τό παντοδύναμον ἐπί γῆς καθίδρυμα[13]. Ταυτοχρόνως ὅμως ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῶν
ἀνθρώπων ὡς ἀσθενέστατος ὀργανισμός ἕτοιμος νά καταρρεύσει ὑπό τά πλήγματα τῶν
ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν ἐχθρῶν της. Οὐδεμία ὅμως δύναμη μπόρεσε μέχρι σήμερα
οὔτε θά μπορέσει μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων νά τήν κατανικήσει[14]. Ἄν δέν πιστεύεις, λέγει, στά λόγια
πίστευε στά πράγματα. «Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Πόσα
τήγανα, πόσοι κάμινοι, θηρίων ὀδόντες, ξίφη ἠκονημένα καί οὐ περιεγένοντο. Ποῦ
οἱ πολεμήσαντες; Σεσίγηνται καί λήθῃ παραδίδονται. Ποῦ δέ ἡ Ἐκκλησία; Ὑπέρ τόν
ἥλιον λάμπει. Τά ἐκείνων ἔσβεσται, τά ταύτης ἀθάνατα».
Δημιουργός αἰτία τοῦ θριάμβου τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι αὐτή αὕτη ἡ οὐσία της, ὡς θείου καί ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ, ὁ ὁποῖος
ἀντλεῖ τήν παντοδυναμία του ἀπό τήν θεία κεφαλή του, τόν Χριστόν[15].
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ πεποίθηση τοῦ ἱεροῦ
Πατρός ἐπί τῆς παντοδυναμίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ σκοποῦ τόν ὁποῖον αὐτή ἐπιδιώκει,
τόν ἐμψύχωνε στούς ὑπέροχους ἀλλά μαρτυρικούς ἀγῶνες του[16]. Γι᾽αὐτό καί στούς πολεμίους τῆς Ἐκκλησίας
ἔλεγε: «Οὐδέν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε. Λῦσον τόν πόλεμον, ἵνα μή καταλύσῃ
σου τήν δύναμιν· μή εἴσαγε πόλεμον πρός τόν οὐρανόν»[17].
*****
Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό
«θαυμαστόν ἰατρεῖον τῶν ψυχῶν πού παρέχει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων»[18]. Εἶναι τό πνευματικό «βαλανεῖον»,
λουτρό, τό ὁποῖο μέ τήν θέρμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἀποσμίχει κάθε ρύπο τῆς
ψυχῆς[19]. Γι᾽αὐτό, ὁ ἅγιος προτρέπει ἔντονα: «Κἄν
ἁμαρτωλός ἦς, εἴσελθε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἵνα λέγῃς τάς ἁμαρτίας σου· κἄν
δίκαιος ᾖς, ἵνα μή ἐκπέσῃς τῆς δικαιοσύνης· λιμήν γάρ ἀμφοτέροις ἐστίν ἡ Ἐκκλησία»[20]. Ἄν εἶσαι ἁμαρτωλός ἔλα στήν Ἐκκλησία
γιά νά ἐξομολογηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου. Ἄν εἶσαι ἄνθρωπος ἀρετῆς πάλιν ἔλα στήν Ἐκκλησία
γιά νά μή παραπατήσεις καί χάσεις τήν ἀρετή σου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι λιμάνι καί
γιά τούς δυό. Αὐτός πού εἰσέρχεται στήν ἐκκλησία εἴτε εἶναι ἀνήθικος, εἴτε εἶναι
ἀλαζόνας ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐλάττωμα καί ἄν ἔχει, ἀπολαμβάνοντας τή διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας, γρήγορα θά τό ἀποβάλει καί θά ἐπανακτήσει τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς[21].
****
« … τό στόμα τῆς Ἐκκλησίας τό
χρύσεον καί εὔλαλον… Ἰωάννην τόν πάνσοφον ἀνευφημήσωμεν»
Μακαριώτατε, ἱερός
Χρυσόστομος ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία καί ἐδαπάνησε τή ζωή του γιά τή δόξα
της. Δέν ὑπελόγισε κόπους καί θυσίες γιά τήν προαγωγή τοῦ ἔργου της. Ὑπερασπίστηκε
τήν ἀλήθεια καί τά δίκαιά της μέ ὅλη του τήν ψυχή. Δέν ἀπέσεισε ἀπό τούς ὤμους
του τόν σταυρό τῆς χλεύης, τοῦ διωγμοῦ καί τῆς ἐξορίας.
Ὅσοι, Μακαριώτατε, καί ὅσο
διάστημα ἀξιωθήκαμε νά βρεθοῦμε κοντά σας καί νά ἐργαζόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία
ὑπό τή φωτισμένη καθοδήγησή σας, ταπεινά καταθέτουμε τήν μαρτυρία ὅτι μιμητής
τυγχάνετε τοῦ προστάτου σας ἁγίου. «Οὐκ ἠλεήσατε, οὐδέ ἐλεεῖτε τό σκεῦος τό πήλινον
τό ὑμέτερον»· δέν φείδεσθε κόπων καί θυσιῶν γιά τό καλό καί τήν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας. Μάλιστα φρικιᾶτε πρό ἑνός ἐπαπειλουμένου κινδύνου σχίσματος στήν Ἐκκλησία.
Αὐτήκοοι δέ τυγχάνομεν τοῦ λόγου τοῦ ἐξελθόντος ἐκ τῶν χειλέων σας: «νά πεθάνω,
νά μή δῶ τό σχίσμα». Ἐλπίζουμε καί πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀγαθότης τοῦ Κυρίου τόν ὁποῖον
ἀγαπᾶτε καί ὑπέρ τῆς δόξης του ἀναλίσκεσθε, καί ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας Του ἐπαίρετε
«ὁσίους χεῖρας»[22] θά ὁδηγήσει σέ εὔδιο λιμάνι Ἐκκλησία
του, θά κατασιγάσει τόν σάλο καί θά γίνει «γαλήνη μεγάλη»[23] στόν πλοῦν τοῦ σκάφους τῆς Ὀρθοδοξίας
μας. Σ᾽αὐτό τόν ἀγώνα ἔχετε σύμμαχο καί συμπαραστάτη τόν προστάτη σας ἅγιο, «ἐπί
τό στῆθος»[24] τοῦ ὁποίου ἀναπίπτων διά τῆς
προσευχῆς ἀκούετε τούς παλμούς καί τήν ἀγωνία του, ἀλλά καί ἀντλεῖτε τήν ἐλπίδα
καί τήν βεβαιότητα ἐπί τήν τελική νίκη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Υἱϊκῶς εὐχόμεθα, Μακαριώτατε, ὁ Ἅγιος
Θεός νά σᾶς ἐξαγάγει εἰς ἀναψυχήν, λύων τούς ποικίλους πειρασμούς καί νά σᾶς ἀξιώνει
νά ποιμαίνετε τόν λαόν του ἐν ὑγείᾳ καί σοφίᾳ ἐπί ἔτη πλεῖστα.
Πολλά καί καρποφόρα ἐν πᾶσι τά ἔτη
σας, Μακαριώτατε.
[2] Πρός Ἰουδαίους καί Ἕλληνας P.G. 48, 829
[3] Εἰς Α´Κορ. » ὁμ. 2,2, P.G.61,19 καί «εἰς Ἰωάννην ὁμ. 87,3, P.G. 59,471
[4] Εἰς Α´Κορ. ὁμ. 1,1 P.G. 61,19 καί «Εἰς Α´Τιμ.» 11,1 P.G. 62,554
[5] Εἰς τό εἶδον τόν Κύριον…, ὁμ. 1,1 P.G. 56,97
[6] Εἰς Α´Κορ. ὁμ. 30, 1 P.G.61,250
[7] «Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον.. P.G. 51,227, «Εἰς ψαλμ. 8,10 P.G. 55, 199.
[8] ὅ.π.3, P.G. 51, 230
[9] «Εἰς Α´Κορ. ὁμ. 24,2 P.G.62, 139
[10] «Εἰς τό εἶδον τόν Κύριον.. ὁμ. 4,2 P.G.56, 121. «Εἰς Ἑβρ. ὁμ. 14,2 P.G.63,112 «Εἰς Α´Κορ. 34,5 P.G.61, 313
[11] «Κατά Ἰουδαίων λόγο 3,6 P.G. 48,870
[12] «Εἰς τάς πράξεις, ὁμ. 40,3 P.G.60,205
[13] «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑερθείς … 2, P.G.52,397 καί Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας P.G.52,427
14 ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 2, P.G.52,429
[15] «Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας..» ὁμ. 1 P.G. 48,802
[16] «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω…» 2, P.G.52,398
[17] Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 1, P.G.52,429
[18] Περί μετανοίας Γ´ P.G.49, 297-298
[19] Ἐπίπληξις κατά τῶν ἀπολειφθέντων P.G.51, 146
[20] Περί μετανοίας Β´ P.G.49,285
[21] Κατά Ἰουδαίων Γ´ P.G.48, 864
[22] Α´Τιμ. β´8
[23] Ματθ. η´ 26
[24] Ἰωάν. κα´ 20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου