Τρία θεϊκὰ μηνύματα καὶ ἡ ἐξήγησί
τους
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Ν. Καντιώτου
Ἡ ἑορτὴ τοῦ προφήτου Δανιὴλ μᾶς
μεταφέρει, ἀδελφοί μου, στὴν ἐποχή του, στὸν 6ο π.Χ. αἰῶνα. Αἰχμάλωτοι οἱ Ἑβραῖοι
στὴν κραταιὰ τότε Βαβυλῶνα· ἀλλὰ ὁ νεαρὸς Δανιὴλ ἔχει τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυρίου καὶ
ἑλκύει τὴν ἐκτίμησι τοῦ βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορ, ποὺ εἶνε πεπεισμένος γιὰ τὴ
σοφία μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ ἐξηγεῖ ὄνειρα, ποὺ αὐτὸς
εἶδε καὶ τὸν ἔκαναν ἐναγώνιο.
Παρατρέχω ἐδῶ τὸ ἂν πρέπῃ ἢ ὄχι νὰ
πιστεύουμε στὰ ὄνειρα· διότι ὑπάρχουν ὄνειρα ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ὄνειρα ἀπὸ τὸ
Θεό. Τὸ ζήτημα εἶνε πῶς θὰ τὰ διακρίνουμε. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ὄνειρα, ποὺ ἔκαναν τὸ
βασιλιᾶ νὰ χάνῃ τὸν ὕπνο του καὶ τοῦ τὰ ἐξήγησε ὁ θεόπνευστος Δανιήλ, ἀναφέρω
δύο - τρία.
* * *
Εἶδε κάτι στὸν ὕπνο του ὁ Ναβουχοδονόσορ, ξύπνησε ταραγμένος μὲ ἀλλοιωμένο τὸ πρόσωπο καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κοιμηθῇ(βλ. Δαν. 2,1). Ἀπὸ τὴν ταραχή του ξέχασε τί εἶχε δεῖ. Καλεῖ τοὺς μάγους, τοὺς σοφοὺς ἐπιστήμονες τῶν Χαλδαίων, τοὺς ζητάει –μὲ ἀπειλές– καί νὰ βροῦν τί εἶδε καί νὰ τοῦ τὸ ἐξηγήσουν! μὰ ποιός μποροῦσε ν᾽ ἀνταποκριθῇ σὲ τέτοια ἀπαίτησι; Καλοῦν τέλος τὸν Δανιήλ. Αὐτὸς ζήτησε προθεσμία καὶ εἶπε στὸ βασιλιᾶ· Ἐγὼ εἶμαι ἀνίκανος νὰ σοῦ πῶ τί εἶδες· θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου, καὶ ἂν μὲ ἀκούσῃ θὰ σοῦ ἀπαντήσω(βλ. ἔ.ἀ. 2,16).
Δὲν ἔκλεισε μάτι ὁ Δανιήλ. Στὰ ὑπόγεια τῶν ἀνακτόρων
νήστευε, προσευχόταν, παρακαλοῦσε τὸ Θεό· καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε. Ἐμφανίζεται
λοιπὸν μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ καὶ τοῦ λέει· Ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς παντοκράτωρ. Στὸ
τρομακτικὸ ὄνειρό σου εἶδες ἕνα πελώριο ἄγαλμα φτειαγμένο ὄχι ἀπὸ ἕνα ἀλλὰ ἀπὸ
ποικίλα ὑλικά· τὸ κεφάλι του ἦταν ὁλόχρυσο, τὰ χέρια καὶ τὸ στῆθος καὶ τὰ
μπράτσα ἦταν ἀπὸ ἀσήμι, ἡ κοιλιὰ καὶ οἱ μηροί του ἦταν ἀπὸ χαλκό - μπροῦτζο, οἱ
κνῆμες ἀπὸ τὰ γόνατα ὣς τοὺς ἀστραγάλους ἦταν ἀπὸ σίδερο, καὶ τὰ πέλματα - οἱ
πατοῦσες του ἦταν ἀπὸ πηλὸ καὶ ἀπὸ σίδερο ἀνάμεικτα. Εἶδες ἀκόμη, τοῦ λέει,
βασιλιᾶ, ὅτι κάποια στιγμὴ ἀπὸ ἕνα βουνὸ κόπηκε χωρὶς χέρι ἀνθρώπου ἕνα
λιθαράκι, μιὰ μικρὴ πέτρα, καὶ πῆγε καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα στὰ σιδεροπήλινα
πέλματα, τὰ συνέτριψε τελείως, καὶ τότε ὅλα τὰ ὑλικὰ τοῦ ἀγάλματος ἔγιναν
σκόνη· τέλος φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος, τὰ σκόρπισε ὅλα καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ τὸ
ἄγαλμα. Μὰ τὸ λιθαράκι ποὺ ἔπεσε πάνω του μεγάλωσε, ἔγινε βουνὸ μεγάλο καὶ
γέμισε ὅλη τὴ γῆ.
Ἂν θέλῃς τώρα, βασιλιᾶ, καὶ τὴν ἐξήγησι
τοῦ ὀνείρου σου, ἄκουσε. Τὸ μεγάλο ἄγαλμα εἶνε ὅλο τὸ κοσμικὸ συγκρότημα, οἱ
βασιλεῖες τοῦ κόσμου. Τὸ χρυσὸ κεφάλι εἶνε ἡ δική σου βασιλεία, τῶν Βαβυλωνίων·
βασιλεία πλούτου καὶ χλιδῆς, ντυμένη στὸ χρυσάφι. Μετὰ ἀπὸ σένα, τὸ ἀσημένιο
μέρος τοῦ ἀγάλματος εἶνε ἡ βασιλεία τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν (ποὺ ἐξεστράτευσαν
κάποτε ἐναντίον τῆς μικρῆς μας πατρίδος). Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἔρθῃ ἡ βασιλεία τοῦ
χαλκοῦ - μπρούτζου· τὸ μπρούτζινο μέρος τοῦ ἀγάλματος, ποὺ εἶνε μὲν φτωχότερο ἀλλὰ
ἰσχυρό, εἶνε ἡ βασιλεία τῶν Μακεδόνων, τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων
του, ἡ βασιλεία τῶν Ἑλλήνων. Μετὰ ἔρχεται τὸ σιδερένιο μέρος, ἡ σιδηρᾶ βασιλεία
τῶν ῾Ρωμαίων. Καὶ μετά; Ἐκεῖνο τὸ λιθαράκι, ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἔδινε κανεὶς σημασία
ὅταν ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ὄρους, εἶνε κάποιος ποὺ ὅταν ἔλθῃ θὰ
καταλύσῃ τὶς κοσμικὲς βασιλεῖες(βλ. ἔ.ἀ. 2, 31-45).
Σήμερα, μετὰ τὴν πραγματοποίησι ὅλων
αὐτῶν, βλέπουμε καθαρὰ ὅτι τὸ λιθαράκι ἐκεῖνο ἦταν τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ ὄρος εἶνε ἡ Παναγία. «Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους
ἐξ ἀλαξεύτου σου, Παρθένε, ἀκρογωνιαῖος ἐτμήθη Χριστός», λέει στὴν Θεοτόκο ὁ ὑμνῳδός(Παρακλ.
ἦχ. δ΄, Κυρ. ἀναστ. καν. ᾠδὴ θ΄). Καὶ ἐνῷ ὅλες ἐκεῖνες οἱ κραταιὲς βασιλεῖες
πέρασαν κ᾽ ἔσβησαν, ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,
μένει καὶ θὰ μένῃ εἰς τὸν αἰῶνα(βλ. Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7).
Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶδε τὸ ἑξῆς.
Ἕνα δέντρο φύτρωσε πάνω στὴ γῆ, ἅπλωνε παντοῦ τὰ κλαδιά του καὶ ἡ κορυφή του ἄγγιζε
τὸν οὐρανό. Οἱ καρποί του πολλοὶ ἔδιναν τροφὴ σὲ ὅλους. Τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα
του πλούσια καὶ μέσα σ᾽ αὐτὰ φώλιαζαν ὅλα τὰ πουλιά. Κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά του ἔρχονταν
ὅλα τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κατέβηκε ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
καὶ φώναξε δυνατά· Κόψτε τὸ δέντρο, ῥίξτε τὰ κλαδιὰ μὲ τοὺς καρπούς, μαδίστε τὰ
φύλλα, διῶξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῷα· ἀπ᾽ ὅλο τὸ δέντρο νὰ μείνῃ μόνο ἡ ῥίζα· ἁλυσοδέστε
τὸ δέντρο· θὰ μένῃ ἔξω, θὰ χάσῃ τὰ μυαλά του, θὰ γίνῃ σὰν τὰ ζῷα, θὰ τρώῃ
χορτάρι καὶ θὰ μένῃ μὲ τὰ θηρία γιὰ ἑφτὰ χρόνια· καὶ μετὰ θὰ ξαναγίνῃ ἄνθρωπος(βλ.
Δαν. 4,7-13).
Καὶ πάλι μόνο ὁ προφήτης Δανιήλ,
ποὺ ὁ Ναβουχοδονόσορ τὸν εἶχε μετονομάσει Βαλτάσαρ, ἔδωσε τὴν ἐξήγησι. Τὸ
δέντρο αὐτό, εἶπε, εἶνε ἡ δική σου βασιλεία. Ὑπερηφανεύθηκες, βασιλιᾶ, νόμισες
τὸν ἑαυτό σου θεό. Ἀλλὰ θὰ ᾽ρθῇ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ ἑφτὰ χρόνια θὰ χάσῃς
καὶ τὰ μυαλά σου καὶ τὸ θρόνο σου· θὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, θὰ ζῇς ἔξω σὰν τὸ
κτῆνος, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι μόνο «ὁ Ὕψιστος κυρεύει τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων»(ἔ.ἀ.
4,22)· καὶ μετά, ἀφοῦ ταπεινωθῇς, τότε πάλι ὁ Θεὸς θὰ σὲ ξαναφέρῃ στὸ θρόνο.
Καὶ ἔγιναν ὅλα ἔτσι ἀκριβῶς.⃝
Ὁ Δανιὴλ ἐξήγησε ἀκόμη ἕνα
συνταρακτικὸ φαινόμενο, ὄχι ὄνειρο, τὸ ὁποῖο εἶδε ἐν ἐγρηγόρσει, ξυπνητός, ὄχι
πλέον ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀλλὰ ὁ γυιός του ὁ Βαλτάσαρ. Αὐτὸς ὑπῆρξε πολὺ ἀσεβής. Δὲν
ἀρκέστηκε μόνο στὸ νὰ ταπεινώνῃ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα συμπόσιο
ποὺ παρέθεσε στοὺς ἀξιωματούχους του πῆρε τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα εἶχε συλήσει ἀπὸ
τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ὁ πατέρας του Ναβουχοδονόσορ, καὶ τὰ χρησιμοποίησε ὡς
κοινὰ κρασοπότηρα(βλ. ἔ.ἀ. 5,2-3).
Ἐνῷ λοιπὸν ἔτρωγαν, διασκέδαζαν,
γελοῦσαν καὶ κάγχαζαν, ἐνῷ ἡ μουσικὴ ἔπαιζε κι ὅλα ἦταν ὡραῖα –ἔχει μεγάλη
σημασία τὸ περιστατικὸ αὐτό–, μέσα στὰ ᾄσματα τῶν πορνῶν καὶ παλλακίδων καὶ ὅλη
τὴν κραιπάλη τῶν ἀνακτόρων, ξαφνικὰ ἐκεῖ στὴν αἴθουσα ἐμφανίστηκε ἕνα θεϊκὸ
χέρι κι ἀπέναντι ἀκριβῶς, καρσὶ ἀπὸ τὸ θρόνο ποὺ καθόταν ὁ Βαλτάσαρ, –τὸ
παρατηροῦσε ὁ ἴδιος– ἔγραφε πάνω στὸν τοῖχο γράμματα. Μόλις τελείωσε τὸ
γράψιμο, τὸ χέρι ἐξαφανίστηκε. Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ βασιλιᾶς ἔχασε τὸ χρῶμα
του, τὰ γόνατά του παρέλυσαν· δὲν εἶχε πιὰ ὄρεξι γιὰ τίποτε. Πάγωσαν τὰ γέλια,
κοκκάλωσαν οἱ μουσικοί, βουβάθηκαν ὅλοι. Σκυθρωπὸς ὁ Βαλτάσαρ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς
μάγους του ἐξήγησι, τί σημαίνει τὸ φαινόμενο αὐτό· τοὺς ὑποσχόταν μεγάλα δῶρα,
μὰ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ κάτι. Τοῦ πρότειναν νὰ καλέσῃ τὸν Δανιήλ, καὶ
μόνο αὐτὸς τοῦ ἔδωσε τὴ συνταρακτικὴ ἐξήγησι.
Βασιλιᾶ, τοῦ λέει, ὁ Θεὸς ἔδωσε
στὸν πατέρα σου τὴ βασιλεία καὶ τὸν ἔτρεμαν ὅλοι· ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπερηφανεύτηκε,
ταπεινώθηκε μέχρι ἀποκτηνώσεως· καὶ μόνο ὅταν ἀναγνώρισε ὅτι ὁ κυρίαρχος τῶν
πάντων εἶνε ὁ Ὕψιστος, τότε ἐπανῆλθε στὸ θρόνο. Ἐσὺ δὲν διδάχθηκες ἀπὸ τὸ
πάθημα τοῦ πατέρα σου. Ὑψώθηκες ἀντιτασσόμενος στὸ Θεό, λάτρεψες τὰ ἄψυχα
ξόανα, καὶ ἀσέβησες κάνοντας κρασοπότητα τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν παλλακίδων σου
τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἔστειλε χέρι καὶ ἔγραψε τὴν
καταδίκη σου μὲ τρεῖς λέξεις· «μανή» (ὁ Θεὸς μέτρησε τὴ βασιλεία σου καὶ σήμανε
τὸ τέλος της), «θεκέλ» (τὴ ζύγισε καὶ βρέθηκε λειψή), «φάρες» (διαιρέθηκε ἡ
βασιλεία σου καὶ θὰ τὴ μοιραστοῦν οἱ Μῆδοι καὶ οἱ Πέρσες). Αὐτὸ τὸ νόημα εἶχαν
οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑβραϊκὲς λέξεις (βλ. ἔ.ἀ. 5, 25-28).
Καὶ ὄντως ἡ προφητεία
πραγματοποιήθηκε· τὴν ἴδια νύχτα ὁ βασιλιᾶς τῶν Χαλδαίων Βαλτάσαρ δολοφονήθηκε ἀπὸ
τοὺς Μήδους. Ἀπόψε, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Δανιήλ, τὸ βασίλειό σου καταλύεται. Δὲν
πρόλαβε λοιπὸν νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ λόγο του ὁ προφήτης καὶ στρατιὲς ἐχθρῶν
διάβηκαν τὰ τείχη, μπῆκαν στὴ Βαβυλῶνα, ἔβαλαν φωτιά, κατέστρεψαν τὰ ἀνάκτορα, ἀνέτρεψαν
τὰ πάντα. Ἡ βασιλεία τῶν Βαβυλωνίων καταλύθηκε τὴν ἴδια νύχτα ποὺ ὁ Βαλτάσαρ εἶδε
τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο ὅραμα.
* * *
Ζυγιζόμαστε, ἀδελφοί μου, ὅλοι στὴ
ζωὴ αὐτὴ μὲ πολλὲς ζυγαριές· μᾶς ζυγίζουν ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο, ὁ ἀξιωματικὸς
στὸ στρατό, ὁ δικαστὴς στὸ ἑδώλιο· μᾶς ζυγίζουν οἱ γύρω μας, τὰ παιδιά μας, ἡ
κοινωνία, ἡ κοινὴ γνώμη, ἡ πατρίδα μας. Ὑπάρχουν διάφορες ζυγαριές. Μὴ φοβᾶστε
τὶς ζυγαριὲς τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπατῶνται· μιά ζυγαριὰ νὰ φοβᾶστε, τὴ ζυγαριὰ τοῦ
Θεοῦ, ποὺ τὰ ζυγίζει ὅλα ἀκριβοδικαίως. Δὲν μὲ νοιάζει, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ἂν θὰ «ἀνακριθῶ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας», ἀπὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο· «ὁ ἀνακρίνων
με ὁ Κύριός ἐστιν»(Α΄ Κορ. 4,3) καὶ τρέμω μὴν ἀκούσω «Μετρήθηκες, ζυγίστηκες,
καὶ βρέθηκες λειψός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου