Η σχέση είναι μια περιπέτεια,
που έχει ίσους όρους να πετύχει ή να αποτύχει, αλλά προϋποθέτει μια αλλαγή στη
στάση. Το να διδάξω κάποιον, δεν σημαίνει να του μεταδώσω πληροφορίες, αλλά να
τον εισάγω σε μίαν άλλη εμπειρία, μια εμπειρία σχέσης. Η οποία σχέση δεν
εξηγείται, δεν ερμηνεύεται, δεν αναλύεται, αλλά είναι.
Στο «Ενοριακό Αρχονταρίκι» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», την Δευτέρα 29 Νοεμβρίου, προσκεκλημένος ήταν ο Χρήστος Γιανναράς, Ομότιμος Καθηγητής της Φιλοσοφίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Συγγραφέας, σε μία συζήτηση για καίρια θέματα της καθημερινότητας με τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Σπυρίδωνα Τσιμούρη, Θεολόγο, Εκπαιδευτικό.
Η εκδήλωση μεταδόθηκε από το κανάλι του «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…» στο YouTube.
Το πρώτο ερώτημα
που τέθηκε είχε να κάνει με τα νέα παιδιά και το γεγονός ότι βρίσκονται συνεχώς
μπροστά σε μία οθόνη, περνώντας ατέλειωτες ώρες γεμίζοντας τον κενό χρόνο τους,
με εικόνες και πληροφορίες. Κι έτσι, πως μπορεί κάποιος να τους μιλήσει για τα
σπουδαία, για να ξεφύγουν και να αρχίσουν να ζουν.
Η ερώτηση αυτή,
σύμφωνα με τον κ. Γιανναρά, έχει μερικά δεδομένα, που θεωρούνται αυτονόητα.
Δηλαδή, ότι έχουμε να δώσουμε κάτι στο παιδί, να του γνωστοποιήσουμε κάτι και
το παιδί το αρνείται ή το αποφεύγει. Η έρευνα αυτού του θέματος θα ήταν πιο
γόνιμη, αν ξεκινούσαμε από τα δικά μας κίνητρα.
Ζούμε σε έναν
«πολιτισμό» που αγνοεί ή παραβλέπει την ανθρώπινη σχέση. Πολιτισμό στον οποίον
ταυτίζεται η ύπαρξη με την κατανόηση και δεν είναι η κατανόηση ένα δώρο, αλλά
υπάρχω επειδή κατανοώ.
Και αυτό γίνεται
παιδαγωγική αρχή, αρχή λειτουργίας της τέχνης, της πολιτικής. Κυρίως δε, το
μεγάλο εργαλείο απανθρωποποίησης του ανθρώπου, είναι η εμπορική διαφήμιση.
«Στην
ελληνική παράδοση, είχαμε ένα άλλο πολιτισμό, ο οποίος είχε την προτεραιότητα,
όχι στην κατανόηση, αλλά στην σχέση. Επομένως, το πρώτο ζητούμενο, δεν ήταν να
καταλάβει το παιδί, αλλά να σχετιστώ με το παιδί, να δώσω χαρά και να μου δώσει
χαρά, να καταλάβει ότι το αγαπώ και να με αγαπήσει.
Η σχέση είναι
μια περιπέτεια, που έχει ίσους όρους να πετύχει ή να αποτύχει, αλλά προϋποθέτει
μια αλλαγή στη στάση. Το να διδάξω κάποιον, δεν σημαίνει να του μεταδώσω
πληροφορίες, αλλά να τον εισάγω σε μίαν άλλη εμπειρία, μια εμπειρία σχέσης. Η
οποία σχέση δεν εξηγείται, δεν ερμηνεύεται, δεν αναλύεται, αλλά είναι.»
Είναι δώρο η
σχέση, συνέχισε ο κ. Γιανναράς, και πόσο αλλάζει η οπτική όταν ένας πατέρας,
καταλάβει ότι είναι δώρο να είναι πατέρας, για τη μάνα είναι δώρο η μητρότητα,
για το κάθε παιδί είναι δώρο να έχει αδέλφια.
Σήμερα, τόνισε,
πηγαίνει το παιδί στο σχολείο και ξέρουμε κι εμείς και αυτό, ότι το στέλνουμε
για να πάρει εφόδια, γιατί είναι υποχρεωτικό να θωρακιστεί. Δεν πηγαίνει για τη
χαρά της φιλίας, να κάνει φίλους, να παίξει, να γελάσει, να τρέξει.
Αυτό έχει λείψει
τόσο πολύ από τα δημοτικά σχολεία, κι από όλη την εκπαίδευση και είναι
δραματικό. Οι άνθρωποι, ειδικά στην Ελλάδα, όπως είπε χαρακτηριστικά, είμαστε
βαθιά χαλασμένοι.
«Λογικά αυτή
η πορεία μοιάζει μη αναστρέψιμη, αλλά στη ζωή δεν ισχύει μόνο η λογική.
Σκεφτείτε ένα δημοτικό σχολείο το οποία θα κάνει στα παιδιά χορό, μουσική,
αριθμητική ως παιχνίδι, και γλώσσα, τίποτε άλλο.
Όλη η ζωή μας
δουλεύει με συνταγές, όλα είναι έτοιμα για κατανάλωση. Κανένας έλεγχος, καμιά
κριτική στάση, κανένα ενδιαφέρον, ούτε καν το ερευνητικό.»
Το πράγμα έχει
φτάσει στα ακραία όρια, αυτή η κοινωνία είναι πια μια πεθαμένη κοινωνία, είπε
συνεχίζοντας ο κ. Γιανναράς. Εάν δει κανείς τι βλέπει αυτή η κοινωνία κάθε
βράδυ στα κανάλια, όλα μυρίζουν θάνατο, όλα είναι νεκρά, μια ευχαρίστηση της
στιγμής.
Ο μόνος τρόπος
να αντιδράσουμε, δεν είναι ούτε η κατήχηση, ούτε το κήρυγμα, γιατί είναι στην
ίδια λογική.
Αυτά είναι
πολιτικά προβλήματα τα οποία πρέπει να τα παραδεχθούμε. Και οι ποιμένες της
Εκκλησίας θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λόγο για αυτά, αλλά να μιλάνε ως
ποιμένες κι όχι ως κομματάρχες.
Σε έναν δάσκαλο
ή καθηγητή του σχολείου, το μόνο που θα μπορούσε να του πει ο κ. Γιανναράς,
είναι να αγαπάει τα παιδιά, να τα έχει έγνοια, να τον πονάει η αποτυχία τους,
να θέλει να δει την χαρά τους που ανακαλύπτουν τον ρεαλισμό της
πραγματικότητας, την χαρά των σχέσεων κυρίως.
Ο μόνος
κοινωνικός φορέας που μπορεί κάτι να κάνει σε αυτήν την κόλαση που είναι η
Ελλάδα σήμερα από πλευράς παιδείας, είναι η Εκκλησία. Αλλά όχι να προσθέσει μία
ακόμη διδακτική υποχρέωση, αλλά σε κάθε Ενορία τα παιδιά να μαθαίνουν αρχαία
ελληνικά, την γλώσσα της Εκκλησίας, μόνον αυτό. Και να την μαθαίνουν , όχι ως
γλώσσα, αλλά και ως τραγούδι, και ως ζωγραφική.
Δεν σώζει η
γλώσσα, όπως τόνισε, αλλά το ήθος της γλώσσας, αυτό που κομίζει η γλώσσα. Όταν
για παράδειγμα λέμε την λέξη αλήθεια στα ελληνικά, δηλώνουμε την φανέρωση, την
μη λήθη.
Από κάθε λέξη
στην Εκκλησία, μπορούμε να αναχθούμε σε οπτική γωνία, σε όραση, σε άλλη θέα των
πραγμάτων. Και όλο αυτό, δεν είναι ένας εθνοφυλετισμός, γιατί δεν έχει ίχνος
ιδεολογίας.
Η κατήχηση,
συνέχισε, δεν είναι πλύση εγκεφάλου, αλλά εισαγωγή σε μίαν άλλη πραγματικότητα,
να ψηλαφίσει κανείς την γνώση με τα χέρια, τα μάτια, τα αυτιά, ολόκληρος.
«Επιτέλους ας
γιορτάσουμε μέσα στην Εκκλησία, να χαρούμε κι όχι να καταλάβουμε. Η γνώση θα
έρθει από άλλο δρόμο. Και να υπήρχε από τους νέους κληρικούς η προαίρεση και η
επιθυμία, να σταματήσει αυτό το κηρυγματικό απόλυτο, που κυριαρχεί μέσα στην
Εκκλησία. Η Εκκλησία γεννάει άλλο χαρακτήρα, άλλη ψυχοσύνθεση, άλλο άνθρωπο.»
Θα ήταν μεγάλη
δώρο του Θεού, σημείωσε χαρακτηριστικά, να υπάρξει μία σύνοδος που να
απαγορεύσει το κήρυγμα επί πέντε χρόνια. Ιστορικά τουλάχιστον, το κήρυγμα το
έφεραν στην Ελλάδα οι προτεστάντες και οι μισσιονάριοι του 18ου και
19ου αιώνα.
Τους αιώνες της
τουρκοκρατίας που δεν υπήρχε κήρυγμα, πως λειτουργούσαν τα πράγματα, πως
διασώθηκε το τυπικό, οι ακολουθίες, πως η ζωή της Εκκλησίας έμπαινε στα σπίτια
και ήταν αυτονόητη η μετοχή στην Εκκλησία.
«Στην
Εκκλησία πάμε για να γιορτάσουμε, ούτε για να προσευχηθούμε, ούτε να ακούσουμε
συμβουλές, ούτε να πειθαρχήσουμε σε κάποιο τυπικό. Αν πάψει η λειτουργία να
είναι γιορτή, τότε έχουν χαθεί όλα.
Το κέντρο βάρους
δεν είναι πως εγώ θα γίνω καλύτερος, αλλά το πως θα αγαπήσω, πως θα παραδοθώ,
όπως παραδίνεται ο νεκρός για να τον πλύνουν.»
Τον διάλογο μπορείτε να
παρακολουθήσετε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου