Εκμεταλλευτική συνθήκη χειραγώγησης;
ή
Το σπίτι του Πατέρα μας;
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Η εξωτερική παρανόηση και η
εσωτερική παραποίηση είναι οι συνήθεις λανθασμένες τοποθετήσεις από τους
σύγχρονους ανθρώπους, όσον αφορά τον... "θεσμό" της Εκκλησίας, αλλά
δεν γίνεται να είναι και οι μόνοι τρόποι αξιολόγησης του Μυστηρίου της Εκκλησίας!
Η Εκκλησία είναι το Μυστικό Σώμα του Ζώντος Χριστού στο οποίο πρέπει να
συσσωματωθούν οι άνθρωποι. Το Σώμα αυτό έχει δεδομένα θεϊκά και υπερβατικά
(Χάρις-Μυστήρια) αλλά και ανθρώπινα και χοϊκά (βιολογία και τρεπτή ανθρώπινη
αδυναμία). Είναι Σώμα «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί πανσθενουργόν» (ύμνος Μ.
Παρασκευής) γεμάτο δηλαδή τραύματα αλλά και παντοδύναμο.
Κατ’ αρχάς είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι ίδρυμα! Η λέξη Εκκλησία προέρχεται από το πολιτικό λεξιλόγιο των δημοκρατικών πόλεων της αρχαίας Ελλάδος, και όχι από το θρησκευτικό λεξιλόγιο. Προκειμένου για τους χριστιανούς, η Εκκλησία δηλώνει το λαό του Θεού. Όχι του "Παντοδύναμου", του "’Ύψιστου", ο «Οποίος έχει την έδρα Του στους ουρανούς» και είναι «Κυρίαρχος της Δημιουργίας», αλλά του Θεού που είναι επαίτης της αγάπης. Του Θεού που «χαμήλωσε πολύ» και ήρθε ανάμεσά μας με μορφή δούλου. Η "πολιτική" του Θεού είναι μια πολιτική υπηρεσίας και η Εκκλησία είναι η υλοποίησή της.
Βεβαίως ο Θεός θα μπορούσε να μείνει στον ουρανό Του. Θα μπορούσαμε να τον
αγαπάμε εμείς από εδώ κάτω και αυτός να μας μιλάει από εκεί πάνω. Όμως ο Θεός
κινήθηκε από μια ακαταμάχητη αγάπη για τον άνθρωπο. Γι αυτό και ήρθε και έγινε
Ένας από μας. Έκτοτε είναι αδύνατο να δημιουργήσει κανείς σχέση πάνω σ αυτήν τη
γη, χωρίς να έχει να κάνει μαζί Του. Ούτε και μπορούμε να στραφούμε προς Αυτόν,
ξεχνώντας όλους αυτούς για τους οποίους ήρθε Εκείνος, γιατί στο εξής, είναι
πλέον αδελφοί και αδελφές μας.
Λοιπόν, ως απάντηση στο κάλεσμά
Του, βγαίνουμε απ’ το σπίτι μας για να συγκεντρωθούμε γύρω Του, όπως μας το
ζήτησε. Εκεί στην Εκκλησία που είναι το σπίτι Του και το σπίτι μας, είναι
διακριτικά παρών εν μέσω αυτής της συγκέντρωσης, της συχνά ασαφούς και αφηρημένης.
Συνήθως δεν μακρηγορεί. Συχνά χρειάζεται να τεντώσεις το αυτί σου για να Τον
ακούσεις. Βγαίνοντας όμως από το ναό καθένας μας, είναι λίγο διαφορετικός. Μια
χαρά γλίστρησε μέσα μας. Μας έκανε να βλέπουμε με άλλο μάτι τους ανθρώπους, τις
καταστάσεις... Από Κυριακή σε Κυριακή, δεχόμαστε μικρά χτυπήματα στην
καρδιά μας, που ανεπαίσθητα χαράσσουν μέσα μας κάτι από αυτόν τον Θεό, ο Οποίος
ήρθε ανάμεσα στους δικούς Του.
Κάποια μέρα στην ζωή μας,
κάνοντας μια στάση, γυρίζουμε πίσω και βλέποντας την πορεία που διανύσαμε
συνειδητοποιούμε ότι αλλάζουμε, ότι ο Χριστός μας άλλαξε. Είμαστε
προσεκτικότεροι απέναντι στους άλλους, δείχνουμε μεγαλύτερη φροντίδα, γινόμαστε
με καλή έννοια διαφορετικοί. Όλες αυτές οι μικρές αλλαγές συνιστούν την
εσωτερική, την ενδόψυχη ζωή της Εκκλησίας και των μελών της και Της δίνουν την
πραγματική της υπόσταση. Η Εκκλησία είναι αυτό το μακρύ προσκύνημα των πιστών,
οι οποίοι πορευόμενοι, λίγο λίγο αλλάζουν, από την αγάπη του Θεού. Πρέπει να
εμπιστευθούμε και να κρατήσουμε το βλέμμα προσηλωμένο προς αυτόν τον σκοπό.
Δυστυχώς το ξέρουμε πολλές φορές αστοχούμε. Η αγάπη δεν γίνεται πάντοτε
δεκτή όσο και όπως θα έπρεπε. Γι’ αυτό και μερικές φορές φαίνεται να αστοχεί
και η Εκκλησία σε σχέση με την ιδανική εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν. Αργοπορεί
και τεμπελιάζει στην πορεία. Κάποτε χάνεται κιόλας (παρεκτρέπεται), γιατί εμείς
είμαστε βραδείς, στο να αφηνόμαστε στην αγάπη μέχρι το μεδούλι μας. Ταυτόχρονα
όμως επιτυγχάνει, γιατί σ’ αυτόν που Τον ζητάει, ο Θεός δεν αρνείται ποτέ να
του... "φανερωθεί"!
Η Εκκλησία λοιπόν, είναι μια
συγκέντρωση-συνέλευση, που συγκαλείται από τον Κύριο της και συνενώνεται γύρω
Του. Αυτή η σύγκλιση γίνεται περισσότερο απτή κατά τη διάρκεια της Θ.
Ευχαριστίας, που είναι η πηγή και η κορυφή της Χριστιανικής ζωής. Όμως
επειδή είμαστε άνθρωποι με σώμα, που μας κρατάει ριζωμένους στη γη, αυτή η
συγκέντρωση αφήνει τα ίχνη της στη ζωή που διάγουν οι άνθρωποι από κοινού. Με
άλλα λόγια αυτή η συνέλευση που συγκαλείται, αυτή η πορεία προς τους Εμμαούς,
που θαμπώνει τους προσκυνητές και τους φλέγει την καρδιά, θεσμοθετείται για να
μπορέσει να διαρκέσει, να μεταδοθεί, και έτσι να διαβιβασθεί σε όλα τα μέλη, η
ενότητα του Σώματος της Εκκλησίας. Οι κοινωνιολόγοι βέβαια θα έλεγαν ότι κάτι
τέτοιο «γίνεται ρουτίνα». Μια λέξη υποτιμητική, για να φανερώσει δήθεν, ότι η
αρχική εμπειρία εξανεμίζεται. Επίσης μια λέξη λάθος, αφού η μετάδοση, μένει η
μεγάλη υπόθεση του θεσμού της Εκκλησίας, που χωρίς επανάληψη δεν γίνεται.
Όλοι όσοι ασπάζονται την πίστη
της Εκκλησίας και ζούνε απ αυτήν, συνιστούν έναν μοναδικό λαό συνδεόμενο με τον
Ιησού, τον αδελφό τους τον Πρωτότοκο εκ των νεκρών. Έτσι όλοι είμαστε απ’ το
βάπτισμά μας «Ἱερεῖς, προφήτες, βασιλεῖς». Αυτός ο παράξενος χαρακτηρισμός
σημαίνει ότι όλοι μας αναλαμβάνουμε, όπως ακριβώς ο Χριστός, αυτές τις τρεις
λειτουργίες. α. Μέσα από την προσευχή μας, δηλαδή μέσα από την
προσωπική μας σχέση με το Θεό, είμαστε, όπως ακριβώς οι Ιερείς του αρχαίου
Ισραήλ, μεσολαβητές μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, μεσάζοντες. β. Με
την προσπάθειά μας να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, φέρνουμε το Χριστό στους
ανθρώπους. Αυτή είναι η αρχική σημασία της λέξεως προφήτης. γ. Τέλος
με την δύναμη του Χριστού που μας εμψυχώνει, είμαστε βασιλείς. Όχι με τον
κοσμικό τύπο και τρόπο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς, που απαντάει στον Πιλάτο:
«το ρωτάς αυτό (ότι είμαι βασιλιάς) από μόνος σου;». Δηλαδή
νομίζοντας-βλέποντας τα πράγματα εξωτερικά ή συνειδητοποιώντας το μεγαλείο του
να είναι κάποιος αυθέντης και δεσπότης του εαυτού του πρωτευόντως και
ουσιαστικά!
Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, γιατί
να έχουμε ανάγκη από κληρικούς; Γιατί στους κόλπους αυτού του ενωμένου λαού,
κάποιοι αναλαμβάνουν ένα ιδιαίτερο λειτούργημα επαγρυπνήσεως, διδασκαλίας,
διαχείρισης των μυστηρίων; Πρέπει να επεξηγήσουμε ότι αυτό το λειτούργημα
ανατίθεται από τον Χριστό (Ματθ. 10, 5-15 και Λουκ. 22, 14-20) και
αναλαμβάνεται ως μια ευθύνη, που "κληρώνεται", στους κατά τεκμήριον
καλύτερους από το εκκλησιαστικό σώμα, οι οποίοι και αποτελούν αυτό που
ονομάζουμε κλήρο.
Α. Κατ’ αρχάς είναι ο
πρεσβύτερος-επίσκοπος ανάμεσα στους άλλους πρεσβυτέρους που αναλαμβάνει ένα
εντελώς ιδιαίτερο έργο επαγρυπνήσεως. Η αρχαία ελληνική λέξη επίσκοπος σημαίνει
επιβλέπων και δηλώνει αρχικά αυτόν ο οποίος επιστατεί. Λέξη που τονίζει το
ιδιαίτερο έργο του ποιμένος, που είναι αρχηγός των ποιμένων. Αυτού δηλαδή που
ξαγρυπνάει πάνω στα πρόβατα του Θεού φροντίζοντάς τα.
«Ο λόγος που σε άφησα στην Κρήτη
ήταν να συνεχίσεις να διορθώνεις τις ελλείψεις και να εγκαταστήσεις σε κάθε
πόλη πρεσβυτέρους, σύμφωνα με τις οδηγίες που σου έδωσα. Πρεσβύτερος να γίνεται
όποιος είναι αδιάβλητος, άντρας μιας μόνο γυναίκας, και με παιδιά πιστά, που
δεν κατηγορούνται για άσωτη ζωή ή είναι ανυπάκουα. Γιατί ο επίσκοπος, ως
διαχειριστής του Θεού, πρέπει να είναι αδιάβλητος· να μην είναι υπεροπτικός,
ευέξαπτος, μέθυσος, φιλόνικος, και να μην επιδιώκει αθέμιτα κέρδη. Αντίθετα,
πρέπει να είναι φιλόξενος, ν’ αγαπάει το καλό, να είναι συνετός, δίκαιος,
ευσεβής, να κυριαρχεί στον εαυτό του· να είναι προσηλωμένος στο κήρυγμα που
συμφωνεί με τη διδαχή που μας παραδόθηκε, και συνεπώς είναι αξιόπιστο. Έτσι ο
επίσκοπος θα μπορεί και να καθοδηγεί σύμφωνα με τη σωστή διδασκαλία και να
ελέγχει όσους είναι αντίθετοι σ’ αυτήν».
(Τιτ. 1, 5-9)
Πρώτα απ’ όλα λοιπόν, ο επίσκοπος
οφείλει να "φυλάττει" απαραχάρακτη την «κληρονομημένη πίστη». Διάδοχος,
όπως και όλοι οι κληρικοί, των Αποστόλων, των απεσταλμένων του Ιησού, έχει, με
απόφαση και με ανάθεση από τους αδελφούς του χριστιανούς (κλήρο και λαό),
επιφορτιστεί την μέριμνα για την ποιότητα των μελλοντικών ποιμένων. Είναι
έκδικος των Αγίων Θυσιαστηρίων.
«Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους
καί διακόνους ἀξίους τοῦ κυρίου, ἄνδρας πραεῖς καί ἀφιλαργύρους καί ἀληθεῖς καί
δεδοκιμασμένους· ὑμῖν γάρ λειτουργοῦσι καί αὐτοί τήν λειτουργίαν τῶν προφητῶν
καί διδασκάλων. Μή οὖν ὑπερίδητε αὐτούς· αὐτοί γάρ εἰσιν οἱ τετιμημένοι ὑμῶν
μετά τῶν προφητῶν καί διδασκάλων» (Διδαχή Ἀποστόλων, XV 1-2, ΒΕΠΕΣ, σελ. 220),
δηλαδή «Χειροτονείστε για σας επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου,
άντρες πραείς και αφιλάργυρους και πραγματικούς που έχουν δοκιμασθεί. Θα τελούν
χάριν σας και αυτοί την λειτουργία των προφητών και διδασκάλων. Μη τους
υποτιμήσετε, γιατί αυτοί είναι οι εκλεγμένοι σας να είναι σαν τους προφήτες και
διδασκάλους».
Η Ιερωσύνη του Χριστού βεβαίως
είναι ΜΙΑ, απλώς αυτός ανέλαβε να χειροτονεί ιερείς (δηλαδή να
ερευνά τις ποιοτικές τους προϋποθέσεις), για το καλό του μικρού τμήματος του
λαού της Εκκλησίας, του οποίου έχει την μέριμνα: της Επισκοπής του δηλαδή.
Ωστόσο δεν αποτελεί (ούτε επιτελεί) επικαθήμενη στο όλο Σώμα αρμοδιότητα, αφού
σε όλες τις ποιμαντικές επιστολές του αποστόλου Παύλου εναλλάσσεται (όπως
είδαμε πιο πάνω) η προσωνυμία επίσκοπος και πρεσβύτερος χωρίς διάκριση διαφοράς
και επί πλέον κατονομάζονται πολλοί επίσκοποι στην ίδια περιοχή! (Πραξ. 20,
17-28· Φιλιπ. 1, 1· Α’ Τιμοθ. 3, 1-8· Τίτον 1, 5-9).
Επεξηγώντας και μεταφέροντας την
διδασκαλία της Εκκλησίας και ο τελευταίος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Γεννάδιος, γράφει στους Σιναΐτες μοναχούς: «Ὁ ἀρχιερεύς ἱερεύς ἐστίν, πλήν ἄρχων
ἱερεύς, ὡς καί αὐτό δηλοῖ τό ὄνομα» (Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ
ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ, τομ. SV, Paris 1935).
Η υπερέξαρση των αρμοδιοτήτων του
επισκόπου θεολογικά έγινε πρώτον από μονομερή ερμηνεία των επιστολών του αγίου
Ιγνατίου του Θεοφόρου, που είναι όμως επιστολές με παραλήπτες όλους τους
χριστιανούς των διαφόρων Εκκλησιών (Προς Εφεσίους, Μαγνησιείς, Τραλλιανούς,
Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους, Πολύκαρπον) και όχι αποκλειστικά τους
κληρικούς! Ο άγιος μεταξύ άλλων συνιστά στους χριστιανούς της Εφέσου την
συναρμογή τους με τον επίσκοπο «ὥσπερ χορδαί κιθάρᾳ», πράγμα που έχουν οι
κληρικοί (ἀξιονόμαστον ὑμῶν πρεσβυτέριον), φυσικά χωρίς να διανοείται ύπαρξη
κιθάρας... άνευ χορδών! Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αργότερα τονίζει την
αρμοδιότητα των επισκόπων επεξηγώντας ότι δεν αποτελούν μόνοι τους την
Εκκλησία! Δεν υπάρχει ασώματος κεφαλή. Σώμα και κεφαλή συνυπάρχουν και
συνδέονται απολύτως με όρο θανάτου τον χωρισμό τους. Και για τους δύο! Αργότερα
τα μυστικιστικά συγγράμματα τα τιτλοφορούμενα ως του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
επέτειναν την υπερβολή θεωρητικοποιώντας το θέμα. Ιστορικά αυτή η υπερέξαρση
συνετελέσθη γενικώς στην περίοδο του Μεσαίωνα με την διάδοση των ανωτέρω
συγγραμμάτων, και σε μας (τους Ορθόδοξους ανατολικούς) ειδικά στην
Τουρκοκρατία, όταν ο επίσκοπος περιεβλήθει διοικητικές αρμοδιότητες και έγινε
όνομα και πράγμα δεσπότης...
Β. Από τους πρώτους
αιώνες πάντως αναγνωρίστηκε σε κάποιους επισκόπους, που ποίμαιναν την
χριστιανική κοινότητα μιας πόλεως πρωτίστης κοινωνικής σπουδαιότητος, το να
έχουν πρωτεία. Πρόκειται για τους Πατριάρχες. Τιμητικός ουσιαστικά τίτλος ο
Πατριάρχης, αναλαμβάνει εντελώς ιδιαίτερα έργα και υπηρεσίες ποιμαντικής
διακυβερνήσεως. Ο Πατριάρχης της Ρώμης πήρε το τρυφερό όνομα Πάπας, που
σημαίνει αγαπημένος πατερούλης, "μπαμπάκας"! Ασφαλώς ο Πάπας δεν
είναι ο πατέρας των πιστών, αλλά ο όρος φανερώνει την ευθύνη: είναι πρώτος
ανάμεσα στους Πατριάρχες που όλοι τους (και ο Πάπας) είναι ίσοι μεταξύ τους.
Απλώς στον Πάπα κατέληγε κάθε τυχόν διαφορά που αναφυόταν, για οριστική και
τελεσίδικη λύση της επαναλαμβάνοντας την παλαιά Ρωμαϊκή ετυμηγορία «Roma
locuta, causa finita». Συγχρόνως είναι εκείνος που οφείλει «να αγαπάει
περισσότερο απ΄ όλους», όπως το ζητάει ο Ιησούς από τον Πέτρο!
Γ. Το κυρίως σώμα του
κλήρου είναι ο πρεσβύτερος-ιερέας. Το "ιερέας" είναι ένα όνομα, που
προέρχεται πρωτευόντως από την ιουδαϊκή λατρεία και το κοσμικό λεξιλόγιο. Για
τους χριστιανούς όμως είναι κυρίως Πρεσβύτερος. Η λέξη Πρεσβύτερος σημαίνει
γηραιός, άρα ένας σοφός, όπως ήθελαν να τον θεωρούν στην αρχαιότητα. Δεν είναι
ένας μάγος, ένας "θαυματοποιός", αλλά απλούστατα ένας σοφός που
φροντίζει, αφού αυτή είναι η έννοια της λέξεως εφημέριος με την οποία
προσδιορίζονται οι πρεσβύτεροι, που φροντίζουν-ποιμαίνουν την ενορία.
Πρεσβύτεροι-εφημέριοι είναι οι υπεύθυνοι αυτών των μικρών ομάδων των
χριστιανών, που συνέρχονται για την τέλεση της Θ. Ευχαριστίας, σε μια
συγκεκριμένη ενορία. Ο πρεσβύτερος έχει τη μέριμνά της. Είναι διδάσκαλός της.
Τελεί μαζί με τους χριστιανούς της, και χάριν τους, τα αγιαστικά μυστήρια.
Είναι αδελφός και πατέρας τους στην πίστη. Διδάσκαλος της πίστεως.
Ο πρεσβύτερος-ιερέας είναι η
θυσία (από τις θυσίες και το ιερέας-ιερεύω= σφάζω) ενός ανθρώπου που
προστίθεται στη θυσία του Θεού. Αυτό είναι η ιερωσύνη. Και βέβαια είναι κανείς
ιερέας για την αιωνιότητα «ἀφωμοιωμένος τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεύς εἰς τό
διενεκές» (Εβρ. 7, 3). Είναι ο πρεσβύτερος κάθε ενορίας αυτός που κατά μίμησιν
τοῦ Χριστού πρέπει να θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων. Είναι ο
πρεσβύτερος («πρεσβύτερον φαμέν οὐ κατά τόν χρόνον, ἀλλά τόν κατά σύνεσιν»
Κύριλλος Αλεξανδρίας, Εἰς τόν Ἠσαΐαν) που διδάσκει την αγάπη με τον τρόπο και
το ήθος του πριν διδάξει τους χριστιανούς με τα λόγια του τα της πίστεως. Πρώτα
χτίζεται γέφυρα εμπιστοσύνης μεταξύ τους και μετά την διαβαίνουν από κοινού
πρεσβύτερος-ιερέας και ποίμνιο-χριστιανοί, πορευόμενοι προς την Βασιλεία του
Θεού, αφού «τόν ἱερέα φρόνησις καί βίος καί εὐγένεια ποιεῖ».
Έτσι ο πρεσβύτερος-ιερέας «διά τοῦ
Εὐαγγελίου» γεννά κατά πνεύμα χριστιανούς που βλέπουν στον τρόπο της ζωής του
και μαθαίνουν από την διδασκαλία του, ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας και η
Εκκλησία του Θεού είναι η Μητέρα μας και το σπίτι της ζωής μας. Της πρόσκαιρης
και της μόνιμης.
Τότε και οι χριστιανοί φέρνουν
στην Εκκλησία (που είναι το Μεγάλο και ουσιαστικό Σπίτι τους) την ζωή τους και
τα της ζωής τους καίρια. Την καθημερινότητα με όλα της τα θέματα, τον γάμο, την
οικογένειά τους, την εργασία τους και την διασκέδασή τους και τέλος και τον
θάνατο. «... Πᾶσαν τήν ζωήν Χριστῷ τῷ Θεῷ παρατίθενται».
Δ. Το κυρίως Σώμα της
Εκκλησίας, μέσα στο οποίο εμπερικλείονται και όλοι οι ανωτέρω
(πρεσβύτερος-επίσκοπος-Πατριάρχης) είναι ο λαός του Θεού ο άγιος, δηλαδή οι
άνθρωποι οι αφιερωμένοι στον Θεό. Αυτοί που έχουν στόχο και σκοπό «τοῦ ἰδεῖν τό
πρόσωπον Κυρίου». Βεβαίως όχι με την έννοια της αγωνίας... για πνευματική
εμπειρία, αλλά με την αγαπητική αφοσίωση στο θέλημα και την εντολή του Χριστού.
Η προεικονιστική διαδικασία αγιασμού της Παλαιάς Διαθήκης (με θυσίες προσφορές
και θυμιάματα) αγίαζε τους παλαιούς Ισραηλίτες εξωτερικά «πρός τήν τῆς σαρκός
καθαρότητα». Η θυσία του Χριστού αγιάζει τους πιστούς «ἐν ἀληθείᾳ» (Ιω. 17,
19), μεταδίδοντας την υπαρξιακή αγιότητά Του. Οι χριστιανοί συμμετέχουν
πραγματικά στη ζωή του Αναστάντος Χριστού με την πίστη και το Βάπτισμα το οποίο
τους παρέχει «τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου» (Α’ Κορ. 1, 30) το οποίο τους κάνει παιδιά
του Θεού που έχουν μαζί τους την πηγή της Θείας αγιότητας. Έτσι αυτό το Σώμα
είναι το Μυστήριο ενός λαού, αμαρτωλού ακόμα, αλλά ο οποίος λαός κατέχει την
εγγύηση της σωτηρίας, γιατί είναι η επέκταση του Σώματος του Χριστού. Είναι ένα
θεανθρώπινο μυστήριο στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρει το φως, την άφεση και
την Χάρη «εἰς ἔπαινον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 1, 14).
Το Πάσχα του Χριστού, όταν Αυτός
"μεταβαίνει" από τον κόσμο τούτο στον Πατέρα Του (Ιω. 13, 1) έχοντας
ελευθερωθεί από τον θάνατο, είναι ο τρόπος που εμφανίζεται μια καινούργια
ανθρωπότητα, μια «νέα δημιουργία». Οι Πατέρες-Διδάσκαλοι της Εκκλησίας
ερμηνεύουν ότι η Εκκλησία, Νέα Εύα, γεννήθηκε από την πλευρά του Χριστού κατά
τον ύπνο του θανάτου Του, όπως η παλαιά Εύα από την πλευρά του αποκοιμισμένου
Αδάμ. Έχουμε τώρα μια αναζωογόνηση και ανακαίνιση. Άλλωστε Αυτός μας είπε «Ἰδού
καινά ποιῶ τά πάντα» (Αποκ. 21, 5).
Η Εκκλησία είναι άγια λοιπόν, όχι
μόνον στην κεφαλή της, αλλά και στα μέλη της που τα αγίασε με το Βάπτισμα.
Οπωσδήποτε υπάρχουν αμαρτωλοί μέσα στην Εκκλησία, αλλά αυτό είναι ένας διχασμός
ανάμεσα στην αμαρτία και στις απαιτήσεις της κλήσεως (του καλέσματος) που τους
έφερε μέσα στην «σύναξη τῶν ἁγίων» (Πραξ. 9, 13). Ακολουθώντας τον Χριστό η
Εκκλησία δεν τους αποστρέφεται και τους συγχωρεί, γνωρίζοντας ότι τα ζιζάνια
μπορούν να γίνουν σιτάρι, όσο ο θάνατος δεν έφερε ακόμα για τον καθένα τον
θερισμό (Ματθ. 13, 30).
Την στάση της Εκκλησίας, ως
πανανθρώπινης ελπίδας περιγράφει με γοητευτική ενάργεια το 15ο Κεφάλαιο
του Ευαγγελίου του Λουκά. Είναι η διήγηση της έγνοιας του Θεού για τους
αμαρτωλούς, άρα για όλους μας. Κυριαρχούν δύο εικόνες που περιγράφουν
"διαδραστικά" την έγνοια, την φροντίδα και την αγάπη του Θεού για τον
άνθρωπο. Ένας ποιμένας που δεν διστάζει να καταταλαιπωρηθεί στα κακοτράχαλα
βουνά προκειμένου να αναζητήσει ένα αποπροσανατολισμένο πρόβατο του, και που
όταν το βρίσκει, γεμάτος χαρά «ἐπιτίθησιν ἐπί τούς ὤμους αὐτοῦ» (Λουκ. 15, 5)
και κάνει γιορτή («συγκαλεῖ τούς φίλους καί τούς γείτονας...» Λουκ. 15, 6)
διευκρινίζοντας ότι γίνεται μεγαλύτερη χαρά για την εύρεση του χαμένου από όση
υπάρχει «ἐπί ἑνενήκοντα ἑννέα δικαίοις, οἵτινες οὔ χρείαν ἔχουσι μετανοίας»
(Λουκ. 15, 7). Στην παραβολή επισημαίνονται σαφώς η αγωνία του Χριστού να μη
γίνει ο κόπος εμπόδιο επιστροφής (ἐπιτίθησιν ἐπί τούς ὤμους αὐτοῦ) και
επιβεβαιώνεται ο κίνδυνος της νωχέλειας από την εξασφαλισμένη σωτηρία που δεν
μας αφήνει να αγαπάμε... «Όποιον του συγχωρήθηκαν πολλά θα αγαπάει και πολύ»
(Λουκ. 7, 47)!
Στην συνέχεια μια αντιστοίχιση
Εκκλησίας και πατρικού σπιτιού κάνει τα πράγματα ακόμα πιο διάφανα και
δυναμικά. Δύο κατηγορίες ανθρώπων, ο πρεσβύτερος και ο νεώτερος υιός. Οι
αυταπάτες αυτάρκειας και αυταρέσκειας οδηγούν τον δεύτερο έξω και μακριά από το
σπίτι. Η ελευθερία στις σχέσεις είναι αυτονόητο και αναφαίρετο συστατικό
στοιχείο δοσμένο αδιακρίτως από τον Πατέρα του Σπιτιού στα παιδιά Του. Η
συνειδητοποίηση κάποια στιγμή του αδιεξόδου, από το νεότερο υιό και η ανάμνηση
της ποιοτικής σχέσης με τον πατέρα (από μέρους Του...) τον κάνουν να επιστρέψει.
Κομβικό στοιχείο και σημείο (θαύμα!) για την περαιτέρω συνέχεια της σχέσης, η
στάση του πατέρα! Κανένα flash back σε λάθη. Καμιά εισαγγελική αγόρευση.
Αντίθετα έξοδος προς αναμονή της επιστροφής, εναγκαλισμός αποσβεστικός
κραδασμών, και τιμητικοί πανηγυρισμοί «ἐπί τῇ ἐπιστροφῇ». Μπροστά σε μια τέτοια
ποιότητα αγάπης συνειδητοποιείς, ότι η αγάπη ψάχνει για ένα μόνο πράγμα, το
καλό αυτού τον όποιον αγαπάει. Τότε το μόνο που σκέφτεσαι και θέλεις είναι να
την μιμηθείς...
Υπάρχει όμως και η «άλλη
κατηγορία» ανθρώπων... ο πρεσβύτερος υιός. Ασφαλής, βέβαιος, σίγουρος,
αυταπατώμε-νος! Και αυτά γιατί, για να ζει ένας άνθρωπος, δεν αρκεί να ασκεί
εκείνες μόνο τις ενέργειες που ανήκουν στην ζωή των φυτών και των ζώων. Δεν
αρκεί μόνο να υπάρχει, να μεγαλώνει, να αισθάνεται, ούτε μόνο να μετακινείται,
να τρέφεται και τα παρόμοια. Πρέπει να κάνει τις ενέργειες που χαρακτηρίζουν
ιδιαίτερα το είδος της ανθρώπινης ζωής. Πρέπει, δηλαδή, να σκέφτεται λογικά.
Προπάντων πρέπει να κατευθύνει τις πράξεις του με αποφάσεις ελεύθερες. Επιπλέον
αυτές, οι αποφάσεις πρέπει να συντελούν στην διανοητική, ηθική και πνευματική
ανάπτυξη του. Πρέπει να συντελούν στο ν’ αποκτήσει περισσότερη συνείδηση για
τις ικανότητες που έχει, και να γνωρίζει να ενεργεί ελεύθερα. Πρέπει ν’
αναπτύξουν και να επεκτείνουν την ικανότητα του ν’ αγαπάει τους άλλους και ν’
αφιερώνεται στην ευεργεσία τους, γιατί μ’ αυτές τις πράξεις ο άνθρωπος
ολοκληρώνεται τέλεια.
Αντίθετα σ’ αυτά ο πρεσβύτερος
υιός είναι επιμελής και... τελειομανής. Συνεπής, άψογος, με κατοχυρωμένη και
εξασφαλισμένη συνέπεια και αξιοπρέπεια. Ό,τι αναλαμβάνει το διεκπεραιώνει
τέλεια και ως εκ τούτου σιγά-σιγά χτίζει μέσα του εικόνα και γνώμη για την
ποιότητα του. «Οὐδέποτε ἐντολήν Σου παρῆλθον» (Λουκ. 15, 29).
Να όμως (πως τα φέρνει η ζωή) και
έρχεται ο άνθρωπος "αντιμέτωπος" με πειρασμούς που
"τσεκάρουν" τις επιλογές του. Δεν έκανε λάθη κι αμαρτίες ο
πρεσβύτερος υιός! Όμως από αυτό και μόνον είχε αρετές; Το "δεν" δεν
είναι αρετή. Δεν κλέβω, λοιπόν είμαι ελεήμων; Δεν φονεύω, λοιπόν είμαι
φιλάνθρωπος; Δεν μοιχεύω, λοιπόν είμαι εγκρατής; Δεν... δεν... δεν μια αλυσίδα
από αρνήσεις δεν στοιχειοθετεί ποιότητα αν μείνει ο άνθρωπος απλώς και μόνο στο
πρώτο απαραίτητο αρνητικό στάδιο, του να μη κάνει "απλώς" αμαρτίες.
Πρέπει να προχωρήσει μετά ταύτα στο να ασκήσει τις αρετές για να αληθεύει η ζωή
του και να μοιάσει σιγά-σιγά του Χριστού.
Όλα τα παραπάνω "δεν",
στοιχειώνουν στην καρδιά του ανθρώπου μια παγερή τελειομανία, που δεν τον
αφήνει να συμπονά και να αγαπά. Οι στερήσεις για να κατορθωθούν τα...
"δεν" τον γεμίζουν: με ζήλια, με υποκάρδια και υποσυνείδητη γοητεία
των "απαγορευμένων" και με στερητικά σύνδρομα, που κάνουν την καρδιά
κρύα και στεναχωρημένη και της στερούν την δύναμη να χαίρεται και να αγαπά.
Ο Χριστός μας δίδαξε ότι: «Όταν
το δαιμονικό πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει από "έρημους
τόπους" ψάχνοντας να βρει ανάπαυση, μα δε βρίσκει. Τότε λέει: "Θα
γυρίσω ξανά στην κατοικία μου απ’ όπου έφυγα". Έρχεται και την βρίσκει
σκουπισμένη και στολισμένη. Τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα, πιο
πονηρά από το ίδιο, και μπαίνουν και κατοικούν εκεί. Έτσι, η τελευταία
κατάσταση του ανθρώπου εκείνου γίνεται χειρότερη από την προηγούμενη».
Είναι προφανέστατο ότι οι
επεξηγήσεις του Χριστού για τις δαιμονικές επιρροές βρίσκουν καταπληκτική
αντιστοιχία στα πρόσωπα του "δράματος"! Πρέπει οπωσδήποτε κάθε
άνθρωπος να διώξει τον δαίμονα που τον βασανίζει. Κανένας άνθρωπος όμως δεν
πρέπει να αυτοϊκανοποιηθεί σε μία σκουπισμένη και στολισμένη κατοικία
(τελειομανία) γιατί τότε, χωρίς ποιοτικό ένοικο (αρέτες) είναι έκθετος σε
κατάληψη πολλών δαιμονίων! Τότε τα «ἔσχατα γίνονται χείρονα τῶν πρώτων», γιατί
φυσικά είναι καλύτερα να είσαι αμαρτωλός, που επιστρέφει ζητώντας το έλεος του
Θεού-Πατέρα, πάρα κάποιος που δεν τον χωράει το σπίτι του Θεού-Πατέρα, γιατί
φαντάζεται, ότι αν "μπει" σε αυτό το σπίτι θα αδικείται και θα
συμφύρεται με αναξιοπρεπή και ανυπόληπτα... υποκείμενα, γεγονός για το οποίο
και κατηγορεί ως υπαίτιο τον Πατέρα! («Ὅτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου
τόν βίον μετά πορνῶν... Λουκ. 15,30).
Εκκλησία λοιπόν είναι το Σπίτι
του Πατέρα μας. Ενός Πατέρα, που μοιράζεται ό,τι έχει, γιατί αγαπά και
φυσικά δεν απαιτεί. Που σέβεται την ελευθερία που έδωσε και η οποία πολλές
φορές γίνεται στα χέρια των ανοήτων φονικό όπλο για να τον "σκοτώσει"
(τον Πατέρα). Ενός Πατέρα που "βγαίνει" να συναντήσει και να
εναγκαλισθεί το νεότερο άσωτο γιο και "βγαίνει" επίσης για να
εναγκαλισθεί και να συνετίσει τον «αυτάρεσκα θυμωμένο» πρεσβύτερο υιό, που
κινδυνεύει να μείνει «στο σκοτάδι και το κρύο» έξω από το Σπίτι του Πατέρα του.
Εμείς, σ’ όποια από τις δύο
καταστάσεις (...είναι πολλές οι καταστάσεις, ...τα πρόσωπα νεότερος και
πρεσβύτερος είναι αρχετυπικά) και αν βρισκόμαστε... ας μην καμαρώνουμε! Ας
επιστρέψουμε στο Σπίτι του Πατέρα μας, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενοι Αυτόν
μεν Πατέρα μας, την Εκκλησία Του δε μητέρα μας, μέσα στην οποία θα μεγαλώσουμε
και για την οποία (τους αδελφούς μας,) θα εργασθούμε με αγάπη.
«Όλα τα μέλη του χριστιανικού
λαού και όχι μόνο οι αρχηγοί, καλούνται να ζήσουν μέσα της και να υπηρετήσουν
την Εκκλησία, με την άσκηση των «χαρισμάτων τους». Να ζήσουν ενωμένοι με την
άμπελο σαν κλήματα φορτωμένα τους «καρπούς της αγάπης». Να τιμήσουν την
ιεροσύνη τους (1 Πε 2, 5) με τη θυσία της πίστεως (Φιλ 2, 17) και με μια ζωή
αγνή, σύμφωνη με το Πνεύμα (Ρωμ 12, 1· 1 Κορ 6, 19· Φιλ 3, 3). Να συμμετάσχουν
ενεργά στην λατρεία της κοινότητας και, τέλος, αν έλαβαν το χάρισμα της
παρθενίας να προσκολληθούν απερίσπαστοι στον Κύριο, ή αν ήλθαν σε γάμο να
συμμορφώσουν την συζυγική τους ζωή σύμφωνα με την νυμφική ένωση που υπάρχει
ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία (Εφ 5, 21-23).
Η Αγία Πόλη, που ο Ιησούς την
αγάπησε σαν γόνιμη Νύμφη και που όλοι την αποκαλούν "Μητέρα" (Ψλ 86,
5· Γαλ 4, 26), δικαιούται την υιική μας αγάπη.
Θα την αγαπήσουμε όμως, καθώς με τη σειρά μας, θα την οικοδομούμε»[1].
[1] Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, σελ. 339
Πηγή: enoriako info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου