«Ἁγνὴ Παρθένε, χαῖρε!…»
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης
Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Οἱ ἀρχαῖοι Ἰουδαῖοι, ἀγαπητοί
μου, εἶχαν χτίσει στὰ Ἰεροσόλυμα ναὸ περίλαμπρο, μὲ μάρμαρα καὶ στέγη σκεπασμένη
ἀπὸ χρυσό. Ἀπ᾽ ἔξω οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ἔκαναν τὸ κτήριο νὰ λαμποκοπᾷ, καὶ μέσα
ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραὴλ τελοῦσαν τὴ λατρεία τους. Μιὰ μέρα ὁ Χριστός,
λίγο πρὸ τοῦ πάθους, εἶχε ἐλέγξει τοὺς φαρισαίους μ᾽ ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ «Οὐαί»(βλ.
Ματθ. 23,13-39). Καθὼς λοιπὸν ἔφευγε ἀπὸ τὸ ναό, οἱ μαθηταὶ τοῦ ἔδειχναν τὰ
κτίσματα μὲ καμάρι. Κ᾽ ἐκεῖνος; Ἄνοιξε τότε μὲ θλῖψι τὸ στόμα του κ᾽ ἐξέφερε
λόγο φοβερό· «Τὰ βλέπετε ὅλ᾽ αὐτά; δὲν θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον»(βλ. ἔ.ἀ.
24,1-2). Καὶ πράγματι· μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια, τὸ 70 μ.Χ., δὲν ἔμεινε πέτρα
πάνω στὴν πέτρα· ἀλέτρι πέρασε καὶ ὤργωσε ἐκεῖνο τὸν τόπο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ
σταύρωσαν τὸ Χριστό.
Ἄλλοτε πάλι ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Ἰουδαίους ἕναν ἄλλο λόγο· Γκρεμίστε αὐτὸ τὸ ναό, κ᾽ ἐγὼ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν χτίσω(βλ. Ἰω. 2,19-22). –Μπᾶ! γέλασαν οἱ Ἑβραῖοι· ἄκου ἐκεῖ τί λέει· τρελλάθηκε; γιὰ νὰ χτίσουν τὸ ναὸ οἱ προπάτορές μας πέρασαν 46 χρόνια, κι αὐτὸς θὰ τὸν χτίσῃ σὲ 3 μέρες;… Δὲν κατάλαβαν. Ὁ Ἰησοῦς μιλοῦσε παραβολικά. Ἄχ, Ἰουδαῖοι, τοῦτος ὁ ναὸς δὲν εἶνε τίποτα. Τί ἐννοοῦσε λέγοντας «Σεῖς γκρεμίστε αὐτὸ τὸ ναό, κ᾽ ἐγὼ σὲ 3 μέρες θὰ τὸν χτίσω»; Ἐννοοῦσε τὸ σῶμα του· προανήγγελλε τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασί του. Μὲ ἄλλα λόγια ἔλεγε· Ἐσεῖς θὰ μὲ θανατώσετε, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ 3 ἡμέρες θ᾽ ἀναστηθῶ.
Λόγια σοφά, θεόπνευστα. Ἀλλ᾽ αὐτὰ
σημαίνουν καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ναὸς εἶνε τὸ σῶμα ὄχι μόνο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὸ
δικό μας, τὸ σῶμα κάθε ἀνθρώπου. Δῶστε προσοχή. Κάθε ναὸ τὸν ἀποτελοῦν πέτρες,
χιλιάδες πέτρες, βαλμένες μὲ τέχνη ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη. Ὅπως λοιπὸν ὁ ναὸς τῆς
ἐνορίας μας ἔγινε ἀπὸ πολλὲς πέτρες, ἔτσι ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος ναὸς χτισμένος
κι αὐτὸς μὲ «πέτρες», μικρὰ «τοῦβλα». Ὄχι χιλιάδες ἀλλὰ ἑκατομμύρια,
δισεκατομμύρια μικρὰ - μικρὰ κομματάκια, ποὺ γιὰ νὰ τὰ δῇς πρέπει νὰ διαθέτῃς
μικροσκόπιο. Πῶς λέγονται; Κύτταρα. Ἑκατομμύρια κύτταρα εἶνε ὁ ἐγκέφαλος, ἑκατομμύρια
κύτταρα τὰ ὀστᾶ, ἑκατομμύρια ἡ καρδιά, ἑκατομμύρια τὰ νεφρά κ.τ.λ.. Τὸ σῶμα τοῦ
ἀνθρώπου εἶνε ὁ πιὸ θαυμαστὸς ναός. Ποιός ἔφτειαξε τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὰ
πνευμόνια, τὸ συκώτι, τὸ πάγκρεας, ὅλα αὐτὰ ποὺ φέρουμε πάνω μας!…
Ὅπως τιμοῦμε –πρέπει νὰ τιμοῦμε–
τὸ ναὸ ὅπου τελεῖται ἡ λατρεία μας, διότι ἂν ἀσεβοῦμε σ᾽ αὐτὸν ὁ Θεὸς θὰ μᾶς
τιμωρήση καὶ θὰ μᾶς στερήσῃ τὸ ναὸ καὶ τὴ λατρεία, ἔτσι νὰ τιμοῦμε καὶ τὸ ναὸ
τοῦ σώματός μας. Νὰ τὸν διατηροῦμε καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο, νὰ φροντίζουμε τὴν ὑγεία
καὶ νὰ σεβώμαστε τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε μεγάλο ἁμάρτημα ἡ φθορὰ τῆς ὑγείας
του κι ἀκόμη μεγαλύτερο ἡ ἀφαίρεσι τῆς ζωῆς, ὁ φόνος. Ἂν γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιά,
μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ἄλλη· ἂν ὅμως σκοτώσῃς ἄνθρωπο, χίλιοι ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν,
δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν ὄχι ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ οὔτε ἕνα κύτταρο, ἕνα
μάτι, μιὰ καρδιά… Δὲν μποροῦν ν᾽ ἀναστήσουν ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο· αὐτὸ μόνο ὁ
μεγαλοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, μὲ τὴν ἀνάστασί
του ποὺ ἑορτάζουμε, αὐτὸ ἔδειξε στοὺς ἐχθρούς του, ὅτι εἶνε Θεός· ἡ Ἀνάστασις
βεβαιώνει τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Θανατῶστε, Ἰουδαῖοι, τὸ σῶμα μου, ἐγὼ ὅμως σὲ
τρεῖς μέρες θὰ ἐγερθῶ, θὰ ξαναχτίσω τὸ ναὸ αὐτόν, διότι εἶμαι Θεός. Ἀπίστευτα ἦταν
αὐτά. Εἶνε δυνατόν, ἀκούστηκε ποτέ, νὰ ταφῇ ἄνθρωπος, καὶ σὲ τρεῖς μέρες αὐτοδυνάμως,
μόνος του, ν᾽ ἀναστηθῇ; Ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε αὐτό, τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Τί λέει
σήμερα τὸ εὐαγγέλιο;
* * *
Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου,
σταυρώθηκε. Τί ὥρα τὸν σταύρωσαν; Μεσημέρι, ὅταν ὁ ἥλιος ἦταν στὸ μεσουράνημα.
Καὶ πόσο ἄντεξε πάνω στὸ σταυρό; Μόνο τρεῖς ὧρες. Ἦταν βασανισμένος. Τὸ κορμί
του δὲν ἦταν σὰν τῶν ἀγέρωχων λῃστῶν ποὺ ἦταν σκληροὶ καὶ ἄντεχαν μέρες· ὁ
Χριστὸς ἦταν εὐαίσθητη ὕπαρξι. Κουρασμένος, διψασμένος, πεινασμένος, πικραμένος
- φαρμακωμένος, βάσταξε μόνο τρεῖς ὧρες. Στὶς 3 ἔγινε σκοτάδι πάνω στὴ γῆ, «ἀπὸ
ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης»(βλ. Ματθ. 27,45). Ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του. Ἔγινε
σεισμὸς καὶ ταράχτηκε ὁ τόπος. Ἄνοιξαν τὰ μνήματα καὶ βγῆκαν πεθαμένοι.
Σκίστηκε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ(βλ. ἔ.ἀ. 27,51-52). Καὶ τότε μέσ᾽ στὸ σκοτάδι ἀκούστηκε
ἡ φωνὴ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30)! Κ᾽ ἐκείνη τὴν ὥρα ἕνας ἄπιστος, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς
τοῦ ἀποσπάσματος, ὁ κεντυρίων - ἑκατόνταρχος, ὅταν εἶδε ὅλ᾽ αὐτά, πίστεψε καὶ εἶπε·
«Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54).
Τρεῖς ἡ ὥρα ξεψύχησε ὁ Χριστός
μας. Ἔγινε τέσσερις, πέντε, ἕξι. Ὅταν βασίλευε ὁ ἥλιος, νά κ᾽ ἔρχονται οἱ
μυροφόρες. Μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο ξεκρέμασαν ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ τὸ ἄχραντο
σῶμα, τὸ ἔπλυναν μὲ ῥοδόσταγμα, τὸ τύλιξαν σὲ σεντόνι καθαρό, τὸ ἔθαψαν σὲ τάφο
σκαλισμένο σὲ βράχο, σὰν μικρὴ σπηλιά, καὶ ἔκλεισαν τὴν εἴσοδο μὲ μεγάλη πέτρα.
Παρασκευὴ βράδυ στὸν τάφο,
Σάββατο ὅλη μέρα ὣς τὸ βράδυ στὸν τάφο, καὶ μετὰ τὰ μεσάνυχτα, Κυριακὴ πρωὶ πρὶν
νὰ βγῇ ὁ ἥλιος – τί ἔγινε· ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπ᾽ τὸν τάφο σείστηκε καὶ οἱ
φύλακες ἔπεσαν μισοπεθαμένοι.
Οἱ φαρισαῖοι εἶχαν πεῖ στὸν Πιλᾶτο·
Αὐτὸς ὁ πλάνος εἶπε· “Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες θ᾽ ἀναστηθῶ”· μπορεῖ λοιπὸν οἱ
μαθηταί του νὰ ἔρθουν τώρα νὰ τὸν κλέψουν, κατόπιν νὰ διαδοθῇ πὼς ἀναστήθηκε,
καὶ τότε ἀλλοίμονο(βλ. ἔ.ἀ. 27,62-66). Γι᾽ αὐτὸ ἔβαλαν στρατιῶτες νὰ φρουροῦν ὡπλισμένοι
τὸν τάφο. Ποιός πλέον τολμοῦσε νὰ πλησιάσῃ; Καὶ οἱ μαθηταὶ ἀκόμα εἶχαν κρυφτῆ.
Προτοῦ ὅμως χαράξῃ ἡ αὐγὴ ἦρθαν οἱ
γυναῖκες μὲ πολύτιμα μύρα γιὰ ν᾽ ἀλείψουν τὸ Χριστό (βλ. Μᾶρκ. 16,1). Καὶ τί νὰ
δοῦν· ἡ μεγάλη πέτρα εἶχε μετακινηθῆ καὶ οἱ φρουροὶ εἶχαν γίνει ἄφαντοι. Μέσα
στὸν τάφο ἦταν μόνο τὰ σάβανα, οἱ ταινίες καὶ τὸ σουδάριο(βλ Ἰω. 20,7). Κ᾽ ἕνας
ἄγγελος φωτεινὸς τοὺς εἶπε· Μὴν κλαῖτε, μὴ θρηνεῖτε· ὁ Κύριος ἀναστήθηκε! (βλ.
Μᾶρκ. 16,6).
Ποιός πρωτάκουσε τὸ χαρμόσυνο
μήνυμα; ποιά ἅγια αὐτιὰ ἄκουσαν πρῶτα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Τί ἁγία ἡ θρησκεία
μας! Τ᾽ ἄκουσαν βασιλιᾶδες, στρατηγοί, πλούσιοι, σοφοί; Ὄχι. Ὅπως τὸ «Χριστὸς
γεννᾶται» τ᾽ ἄκουσαν τσοπάνηδες (βλ. Λουκ. 2,8-20), ἔτσι καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»
δὲν τ᾽ ἄκουσαν μεγάλοι καὶ τρανοί. Τὸ ἄκουσε μιὰ γυναίκα. Ποιά; Ἀπ᾽ ὅλες τὶς
γυναῖκες ποιά ἄξιζε νὰ τ᾽ ἀκούσῃ πρώτη; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
Ὄχι αὐτή. Τ᾽ ἄκουσε κάποια ἄλλη· τ᾽ ἄκουσε ἡ πονεμένη Μάνα, ἡ Παναγία! Ἂς μὴν τὸ
γράφῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν τὸ λέω ἐγὼ αὐτό· τὸ λέει κάποιος ἅγιος, ποὺ ἤξερε καλὰ
τὴ Γραφή, τὴν Ἐκκλησία, τὴν Παράδοσι· ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ τὰ ἅγια
λείψανά του εἶνε στὴ Θεσσαλονίκη στὸ μητροπολιτικὸ ναό. Ἔζησε στὰ 1296-1359. Ἦταν
ἀσκητὴς κ᾽ ἔκανε θαύματα. Αὐτὸς λοιπὸν εἶπε καὶ ἀπέδειξε σὲ μιὰ ὁμιλία του, ὅτι
τὸ πρῶτο αὐτὶ ποὺ ἄκουσε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἦταν τῆς Παναγίας (βλ. Migne
151,236D κ.ἑ.). Καὶ ψάλλουμε σήμερα· «Ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· Ἁγνὴ
Παρθένε, χαῖρε, καὶ πάλιν ἐρῶ, χαῖρε· ὁ σὸς Υἱὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου»(θ΄ ᾠδ.
Πάσχ.). Τὸ βλέπετε; Καὶ κατόπιν οἱ ἄλλες γυναῖκες τὸ πήρανε καὶ –φτερὰ στὰ
πόδια– πῆγαν στοὺς μαθητὰς ποὺ ἦταν κλεισμένοι - ἀμπαρωμένοι· χτύπησαν τὶς
πόρτες καὶ φώναξαν, Ἀνέστη ὁ Κύριος!…
* * *
–Μὰ ἐγώ, θὰ πῇ ὁ ἄπιστος, δὲν πιστεύω… Δὲν
πιστεύεις; Τί εἶσαι, γεωργός; Ἐσὺ μὲ τὸ δισάκκι σου δὲν σπέρνεις στὸ χωράφι; Καὶ
τί τὸν κάνεις τὸν σπόρο; τὸν θάβεις μέσ᾽ στὴ γῆ, κι αὐτὸς σαπίζει, ὅπως τὸ
κορμί, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸν ὕστερα βγαίνει ἕνα ὡραῖο στάχυ (γι᾽ αὐτὸ κάνουμε τὰ
κόλλυβα). Κάθε σπόρος (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.λπ.), ποὺ σαπίζει καὶ μετὰ
βλαστάνει, τί φωνάζει· «Χριστὸς ἀνέστη»! Κ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἀβγὸ ἀπὸ τὴν κόττα (γι᾽ αὐτὸ
βάφουμε ἀβγά), εἶνε σὰν τὸν τάφο· ὅταν τὸ πουλάκι σπάει τὸ τσώφλι, τὴ στιγμὴ ποὺ
βγαίνει τί λέει· «Χριστὸς ἀνέστη»! Κοιτάξτε καὶ ὅλη τὴ φύσι. Τὸ χειμῶνα ὅλα εἶνε
νεκρά· ἀλλὰ τὴν ἄνοιξι ζωντανεύουν, τὰ δέντρα βγάζουν νέα φύλλα, οἱ ἀμυγδαλιὲς
στολίζονται σὰν τὶς νύφες, καὶ ὅλα τί σοῦ λένε· «Χριστὸς ἀνέστη»!
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, πιστεύετε!
Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς κράχτες τῆς ἀπιστίας. Πιστεύετε ὅπως οἱ προπάτορές
μας, ὅπως οἱ ἁπλοϊκὲς γυναῖκες, οἱ ἀγράμματες γιαγιάδες μας, ὅπως τ᾽ ἀθῷα
παιδιά. Ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἐκεῖνος ἀπὸ μᾶς, ἐμεῖς ἔχουμε
ἀνάγκη Ἐκεῖνον. Κι ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ
σηκωθοῦν νὰ τὸν ὁμολογήσουν. Πιστεύετε στὸ Χριστό, μετανοῆστε, ἐλᾶτε κοντά του.
Καὶ τότε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, τὶς μυροφόρες, τὸν Πέτρο, τὸν Παῦλο, τὸν ἑκατόνταρχο,
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, πῆτε κ᾽ ἐσεῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας «Χριστὸς ἀνέστη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου