Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Κύριος; - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου


 Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Κύριος;

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 Στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, στὴ γῆ τῆς Παλαιστίνης, εἶνε ἕνα βουνὸ ποὺ λέγε­ται Θαβώρ. Δὲν εἶ­νε πολὺ ὑψηλό. Ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἄλλα βουνὰ πολὺ ὑψηλότερα· π.χ. στὴν Ἑλλάδα ὁ Ὄ­λυμπος, στὴν Εὐρώπη οἱ Ἄλ­πεις, στὴν Ἄπω Ἀ­να­­τολὴ τὰ Ἱμαλάια. Τὸ Θαβὼρ ὅμως δοξά­στηκε ὅσο κανένα ἄλλο βουνὸ τῆς Γῆς, για­τὶ στὴν κορυφή του πάτησε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἔ­γινε ἡ Μεταμόρφωσις, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Τί συνέβη δηλαδή; Ὅλοι ἔχουμε ἀ­κούσει τὸ ἱστορικό, ἀλλ᾽ ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε.

* * *

Ὁ Χριστὸς συνήθιζε νὰ βγαίνῃ μὲ τοὺς μαθη­τάς του σὲ μέρη ἐρημικὰ γιὰ προσευχή. Τὸ Εὐ­αγγέλιο λέει, ὅτι κάποτε διανυκτέ­ρευε στὴν προσευχή (Λουκ. 6,12). Αὐτό, ὅτι ὁ Χριστὸς νύχτες ὁλόκληρες περνοῦσε στὴν προσευχή, εἶνε ἔ­λεγχος. Ποιός ἀπὸ μᾶς πέρασε ἄγρυπνος ἀ­­πὸ τὴ δύσι τοῦ ἥλιου ὣς τὴν ἀνατολὴ προσ­ευχόμενος στὸ Θεό; Εἴμαστε τόσο ἀδιάφοροι, ποὺ καὶ λίγα λεπτὰ προσευχῆς μᾶς κουράζουν.

Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὸ Θαβώρ. Πῆρε μαζί του τρεῖς μόνο μαθητάς, τὸ μικρό του κύ­­­κλο· τὸν Πέτρο, τὸν Ἰ­ά­κωβο καὶ τὸν Ἰ­­ωάν­νη. Ὅλους τοὺς μαθητάς του τοὺς ἀγαποῦ­σε, δὲν μερο­ληπτοῦ­σε, ἀλλ᾽ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τοὺς ξε­­χώριζε ὄχι ἀδίκως, για­τὶ διακρίνονταν· ὁ Πέτρος γιὰ τὴ δυ­­νατὴ πίστι του, ὁ Ἰάκωβος γιὰ τὴ στέ­ρεη ἐλπίδα του, κι ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴ θερμὴ ἀ­γάπη του. Αὐτοὶ ἐνσάρκωναν τὶς τρεῖς μεγάλες θεολογικὲς ἀ­ρετὲς τῆς και­νῆς διαθήκης, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλ­πίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα» (Α΄ Κορ. 13,13).
Ἀνέβηκε, λοιπόν, ὁ Κύριος στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους. Καὶ τότε –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πι­στοι, ἐμεῖς πιστεύουμε–, ἐ­κεῖ ἔ­γι­νε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγα­λύτερα θαύματά του. Θαῦμα ὄχι σὲ ἄλλα σώματα, ξένα, ἀλλὰ ἐπάνω στὸ δικό του σῶμα (βλ. Ματ. 17,1-9. Μᾶρκ. 9,12-13. Λουκ. 9,28-36). Ἐνῷ οἱ τρεῖς μαθηταὶ κουρασμένοι νύσταξαν καὶ τοὺς πῆ­ρε ὕπνος, σὲ μιὰ στι­γμὴ τὸ πρόσω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἀλλάζει· ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο! Ξύπνησαν τότε οἱ τρεῖς, συν­ῆλθαν κα­λὰ ἀπ᾽ τὸν ὕπνο καὶ εἶδαν τὴ δόξα του (βλ. Λουκ. 9,32). Τὰ φτω­χικὰ ῥοῦχα του, ποὺ εἶχε ὑ­φά­νει μὲ τὰ χέρια της στὸν ἀργαλειὸ ἡ Πανα­γία Θεοτόκος, ἔγιναν λευκὰ καὶ ἀσταφτερὰ σὰν τὸ φῶς. Δίπλα του παρέστεκαν οἱ δύο μεγάλες μορφὲς τῆς παλαιᾶς διαθήκης· ὁ Μωυ­σῆς (ποὺ ἐκπροσωποῦ­σε τὸ Νόμο) καὶ ὁ Ἠλίας (ποὺ ἐκ­προσωποῦ­σε τοὺς Προφῆτες)· ἐπιβεβαίωναν ἔτσι ποιόν ἐννοοῦσαν ὅταν προφήτευαν· καὶ τώρα συν­ωμιλοῦσαν μαζί του γιὰ τὸ τέλος του ποὺ θὰ συνέβαινε σὲ λίγο μέσα στὴν Ἰερουσαλήμ. Ἀλ­λοιω­μένος ὁ Πέτρος εἶπε· Ὡραῖα εἶνε, Κύριε, νὰ μείνουμε ἐδῶ, κι ἂν θέλῃς στήνουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία – γιὰ τὸν ἑαυτό τους δὲν σκέφτη­κε, ἀρκεῖ νὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυ­­ρίου. Τότε ὅμως ἦρθε καὶ τοὺς σκέπασε μία φω­τει­νὴ νεφέλη καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκούστηκε πά­λι ἡ ἴ­δια ἐκείνη φωνὴ ποὺ εἶχε ἀκουστῆ τὰ Θε­οφά­νεια στὸν Ἰορδάνη· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀ­κού­ετε» (Ματθ. 17,5). Θαμπωμένοι καὶ τρομαγμένοι ἔ­πεσαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ.
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ὅπως τὸ πε­ριγράφουν οἱ εὐαγγελισταί. Ἀπὸ τὴν ἐξιστόρη­σί του γεννιῶνται τρία ἐρωτήμα­τα. Πρῶτον, γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός; δεύ­τερον, για­τί ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλί­ας; καὶ τρί­τον (τὸ πιὸ σοβαρὸ καὶ θεολογικό, ποὺ ἀποτελεῖ μυστήριο), τί ἦταν τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ ἔλαμψε ἐκεῖ; Τὸ τελευταῖο αὐτὸ εἶνε πολὺ δύσκολο, «ἄλγεβρα» γιὰ μᾶς, ποὺ πολλὰ μάθαμε ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὴν πίστι μας ἔχουμε μεσάνυχτα.

* * *

1ον Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός; Μετα­μορ­φώθηκε, ἀδελφοί μου, γιὰ τρεῖς λόγους.
Ὁ πρῶτος. Ὁ Ἰησοῦς παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ὡς ὁ πιὸ ἄσημος ἄν­θρω­­πος. Ποιός ἄλ­λος γεννήθηκε σὲ τό­­σο ταπει­νὲς συνθῆκες, σὲ φά­τνη τῶν ἀλόγων; Βρέφος ἔ­φυ­γε κυνηγημένος στὴν Αἴγυπτο. Μεγαλώνον­τας δὲν πῆγε σὲ σχο­λειά, δούλεψε σκληρά, ἦταν γνωστὸς σὰν ξυλουργός. Κι ὅταν βγῆκε στὸ δημόσιο βίο, δὲν εἶ­χε πάνω του τίποτα τὸ ἐπίσημο. Κουραζόταν καὶ τὸν ἔπαιρνε ὕπνος, πεινοῦσε κ᾽ ἔτρωγε ὅ,τι βρεθῇ, διψοῦ­σε κ᾽ ἔ­πι­νε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὴν πηγή, ντυνόταν ἁπλᾶ, πονοῦσε στὴ θλῖψι, δάκρυζε στὸ θάνατο καὶ στὰ μνήματα. Ὅλα αὐ­τὰ ἦταν ἀν­θρώπινα, τὰ ἀδιάβλητα πάθη ποὺ λέ­νε οἱ θεολόγοι. Ὅποιος τὸν ἔβλεπε τὸν περνοῦ­σε γιὰ ἄνθρωπο –καὶ ἦταν ἄνθρωπος–, κανείς δὲν φανταζό­ταν ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν ἄν­θρωπο κρύ­βεται ἡ θεότης. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα σύρει λίγο τὸ παραπέτασμα τῆς ἀν­θρωπίνης φύσεως, φαίνεται μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο του, δείχνει καὶ τὴν ἄλλη φύσι του, ὅτι εἶνε καὶ Θεός! Νά ὁ πρῶ­τος λόγος ποὺ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις, γιὰ νὰ δείξῃ ὁ Χριστὸς ὅτι εἶνε καὶ Θεός. Ἔμοιαζε μ᾽ ἕνα βασιλιᾶ ποὺ ἔβγαλε τὴ στολὴ καὶ τὸ στέμμα, ντύθηκε ζητιάνος, καὶ περπατοῦσε ἀγνώριστος ἀνάμεσα στὸ λαό του.
Ὁ δεύτερος λόγος ποιός εἶνε; Νὰ φανῇ ὅ­τι αὐτὸς εἶνε πάνω ἀπ᾽ ὅλους ἀνεξαιρέ­τως· ἀν­θρώπους, ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγί­ους καὶ δικαίους. Γι᾽ αὐτὸ στέκουν δίπλα του τιμητικῶς δύο ὄχι τυχαῖα πρόσωπα· ὁ Μωυ­σῆς, ὁ νομοθέ­της ποὺ πῆρε στὸ Σινὰ τὸ Δεκάλογο, καὶ ὁ Ἠ­λίας, ὁ πύρινος προφήτης καὶ σύνοψις ὅλων τῶν προφητῶν. Οἱ κορυφαῖοι δη­λαδὴ ἄνδρες τῆς παλαιᾶς δι­α­θήκης ἀναγνωρίζουν καὶ τιμοῦν τὸν Ἰησοῦ ὡς ἀνώτερό τους. Ἦταν αὐτὸ μία ἀ­πάντησι σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔλεγαν περιφρονητικά· Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τί εἶν᾽ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ἔχουμε τὸ Μωυσῆ, ἐ­κεί­νου εἴμαστε μαθη­ταί (βλ. Ἰω. 9,28-29). Τώρα ἡ Μεταμόρφωσις μαρτυρεῖ, ὅ­τι ἐκεῖνοι οἱ κορυφαῖοι ἦταν μικροὶ μπροστὰ στὸν βασιλέα Χριστό. Μ᾽ αὐτὰ ἀπαντῶ συγ­χρό­νως καὶ στὸ 2ο ἐρώτημα, γιατί στὴ Μεταμόρφω­σι ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλί­ας· γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὸ ὕψος τοῦ Ἰησοῦ.
Τέλος, ὁ τρίτος λόγος εἶνε· μὲ τὴ Μεταμόρ­φωσί του ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα τῆς ἄλ­λης ζωῆς. Δυστυχὴς ὅποιος νομίζει ὅτι ἡ ζωὴ τελειώνει μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκρο­θά­φτη. Ὄχι. Πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο, σ᾽ ἕνα κό­­σμο ἀπε­ρίγραπτο, ζοῦν οἱ ψυχὲς ὅλων. Ἀπό­δειξις ὅτι ζοῦν, εἶνε τὸ σημερινό· ὁ Μωυσῆς εἶχε πεθάνει πρίν χί­λια πεντακόσα χρόνια, ὁ Ἠλίας πρίν χίλια χρόνια, καὶ ὅμως νάτοι ὁλοζώντανοι συνομιλοῦν μὲ τὸ Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξαφανίζεται· τὸ σῶ­μα λειώνει, ἡ ψυχὴ μένει ἀθάνατη.
Νά λοιπὸν οἱ τρεῖς λόγοι ποὺ ἔγινε ἡ Μετα­μόρφωσις· 1ον γιὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, 2ον νὰ φανῇ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε μεί­ζων πάνω ἀπ᾽ ὅλους, καὶ τρίτον νὰ πεισθοῦ­με ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ἀθάνατη καὶ αἰωνία.
Ἀπαντήσαμε στὸ πρῶτο καὶ στὸ δεύτερο ἐ­ρώτημα. Στὸ 3ο ἐρώτημα ὅμως, τί εἶνε τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ ἔλαμψε ἐκεῖ, μὴ ῥωτᾶτε ἐμένα· νὰ ῥω­τήσουμε ἕναν ἅγιο, ποὺ τριάντα χρόνια πάλε­ψε ἐπάνω στὴ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεσι. Οἱ θεολόγοι διχάστηκαν σὲ δύο παρατά­ξεις· ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι τὸ φῶς εἶνε κτιστόν, οἱ ὀρθόδοξοι ἔ­λεγαν ὅτι εἶνε ἄκτιστον – τὸ καταλα­βαί­νετε; Συγ­­κροτή­θηκε Σύνοδος (1351μ.Χ.) γιὰ ν᾽ ἀποφανθῇ. Ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (αὐτὸς εἶνε ὁ ἅ­γιος ποὺ ἔ­δωσε τὴ μάχη) ἀπέδειξε, ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ δὲν εἶνε ὑλικό, ὅπως εἶνε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἀλλὰ εἶνε ἄκτιστο, ἐνέργεια τῆς ἁ­γίας Τριάδος. Καὶ ἐνῷ ἡ οὐσία τῆς θεότητος εἶνε ἀπρόσιτη καὶ ἀ­­μέθεκτη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οἱ θεῖες ἐνέργει­ες εἶνε μεθεκτὲς ἀπὸ τοὺς κεκαθαρμένους μὲ τὴν ἐνίσχυσι τῆς θείας χάριτος. Αὐτὰ εἶνε ἀκατάληπτα στοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἔτσι θέσπισε ἡ Σύνοδος αὐτή, ποὺ ἀριθμεῖται ὡς ἡ Θ΄ (9η) Οἰ­κουμενικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Συνεπῶς, αὐτὰ κ᾽ ἐγὼ μπορῶ νὰ σᾶς μεταφέρω γιὰ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ὅπως ὁ ἥλιος εἶνε ἀ­ναγ­καῖ­ος γιὰ τὴν ὑλι­κὴ ζωή μας, ἔτσι τὸ φῶς τῆς Τρισ­η­λίου Θεότητος εἶνε ἀναγ­καῖο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Κι ὅπως τυφλοὶ δὲν βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι οἱ ἀκάθαρτες ψυχὲς εἶνε τυφλὲς καὶ δὲν βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1,9).
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, τὰ λίγα καὶ φτωχὰ ἀπὸ μένα γιὰ τὴ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή. Ὅπως χτίστηκαν ναοί της στὸ Θαβὼρ τῆς Παλαιστίνης καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς διαβολὲς κ᾽ ἐμπόδια χτί­σαμε ναὸ τῆς Μεταμορ­φώ­σεως στὸ ὕψωμα τῆς Φλωρίνης. Δὲν ἦταν εὔ­κο­λο· ἦταν ἕνας ἆθλος, ποὺ πραγματοποίησαν δύο ἄνθρωποι· ὁ ἱερομόναχος καὶ πνευματι­κὸς π. Ἱερόθεος καὶ ὁ τότε λαϊκὸς καὶ μετὰ ἱερομόνα­­χ­ος καὶ ἱεραπόστολος στὴν Ἀφρικὴ Κοσμᾶς.
Πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε τὴ Μεταμόρφω­σι, τὴ μεταβο­λή. Δηλαδή; Μέσα μας ζῇ «ὁ παλαι­ὸς ἄνθρωπος» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9), ὁ πα­λαιὸς Ἀδὰμ μὲ τὶς κακίες κ᾽ ἐ­λαττώματα· «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυν­­εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡ­μοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Ν᾽ ἀλλά­ξῃ λοιπὸν ἡ ψυχή μας, νὰ καθαρθῇ ἀπὸ τὰ πάθη. Τότε θὰ ἔχουμε μεταμόρφωσι, θὰ λάμψῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, μὲ ψυχὴ γεμάτη θάμπος, θὰ λέμε· «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17, 4)· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: