1 Σεπτεμβρίου 2022
Σεβαστές αδελφές, σεβαστοί
πατέρες
Ένα βιβλίο στο οποίο σταθερά αναφέρομαι τα τελευταία δύο χρόνια είναι το βιβλίο του Stephen Lloyd-Moffet για τη ζωή του Επισκόπου Μελέτιου Καλαμαρά με τίτλο Beauty for Ashes (Κόσμημα αντί για στάχτη [Ησαΐας 61,3]). Ο Μελέτιος γεννήθηκε το 1933. Έγινε μοναχός σε ηλικία 21 ετών και έζησε μια ζωή ασκητική. Στην Αθήνα μετακόμισε το 1968 όταν διορίστηκε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Γύρω του συγκεντρώθηκαν νέοι άνθρωποι που λαχταρούσαν την ανακαίνιση της Εκκλησίας και μια αληθινή μοναστική ζωή. Έτσι δημιουργήθηκε μια αδελφότητα. Το 1979 ο π. Μελέτιος μετέβη στο Άγιον Όρος με μια ομάδα δώδεκα ατόμων με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί. Ωστόσο, η εκλογή του σε επίσκοπο Πρεβέζης, κοντά στην Αρχαία Νικόπολη, ματαίωσε τα σχέδιά τους. Ανέλαβε τα επισκοπικά του καθήκοντα αλλά στην πραγματικότητα παρέμεινε ένας μοναχός. Όταν έφτασε στην Πρέβεζα, η επισκοπή του ήταν αμαυρωμένη από σκάνδαλα. Σταδιακά συντελέστηκε μια μεταμόρφωση, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου – ένας τίτλος που μιλάει στην καρδιά μας. Γιατί οι περισσότεροι από μας έχουμε δει κάτι που αγαπάμε πολύ να μετατρέπεται σε καμμένη γη και έχουμε νιώσει την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο μια καινούργια ομορφιά θα αναδυθεί, όπως ο Φοίνικας, μέσα από τις στάχτες.
Πώς έδρασε ο Μελέτιος; Για να
απαντήσω επαρκώς σ’ αυτή την ερώτηση θα χρειαστεί να μιλήσω επί μακρόν. Αντ’
αυτού, θα επισημάνω μόνο μια έννοια κλειδί που αποτελεί θεμέλιο για όλα
τα άλλα. Ο Μελέτιος επέμενε ότι η Εκκλησία είναι ένα θείο μυστήριο και
έτσι ακριβώς πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε. Όταν το ανθρώπινο στοιχείο
υπερισχύει του θείου, τότε η Εκκλησία δεν ευημερεί. Ο «ανθρωποκεντρισμός»,
έγραφε ο Μελέτιος το 2001, «σκοτώνει την Εκκλησία και τη ζωή της».
Αυτά είναι λόγια σκληρά. Είναι
όμως λόγια που πρέπει να ακούσουμε, γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο εγωκεντρικό. Με
αυτό δεν εννοώ ότι ο κόσμος μας είναι πιο κακός ή πιο μάταιος από πριν. Θέλω
μόνο να πω ότι έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από κάθε έννοια υπερβατικότητας, που
η αναφορά του σε θέματα υπαρξιακά είναι μόνον μέσα από το πρίσμα της
υποκειμενικότητας.
Αυτό δεν είναι μια τάση που
συναντά κανείς μόνο μέσα στο κόσμο. Τη συναντά και μέσα στην Εκκλησία. Συχνά
μάλιστα πηγάζει από αγαθές προθέσεις. Πρόσφατα έκανε την εμφάνισή της μια νέα
δημώδης μετάφραση του λειτουργικού Ψαλτηρίου. Η προσωπική αντωνυμία «αυτός»,
στο τρίτο ενικό πρόσωπο, εξαλείφθηκε εντελώς. Και είτε αντικαταστάθηκε από
συλλογικούς γραμματικούς τύπους είτε μετατράπηκε στην προσωπική αντωνυμία του
δεύτερου ενικού, το «εσύ» – λες και το κείμενο απευθύνεται στο πρόσωπο που το
απαγγέλει. Ίσως ρωτήσει κάποιος: μα δεν είναι αυτό αξιοθαύμαστο, εφόσον μας
δίνει τη δυνατότητα να υπερβούμε έμφυλες προκαταλήψεις και επιτρέπει σε όλους,
γυναίκες και άνδρες, να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο ιερό κείμενο; Ναι,
είναι, εάν αυτό που αναζητάμε είναι ο εαυτός μας. Οι πνευματικοί μας πρόγονοι
όμως, αυτοί που μας γαλούχησαν στην πίστη, δεν σκέφτονταν έτσι. Αυτό
που εκείνοι αναζητούσαν στο Ψαλτήρι δεν ήταν η αντανάκλασή τους αλλά η εικόνα
του Χριστού, του Κυρίου μας. Με τροποποιήσεις σαν αυτή που αναφέρω, αυτή η
εικόνα ξεθωριάζει, καταλήγει ένα αχνό παλίμψηστο πάνω στο οποίο αποτυπώνεται
τελικά η δική μας αυτο-εικόνα.
Αυτό το τυχαίο παράδειγμα είναι
ενδεικτικό μιας τάσης που παρατηρείται και στη ζωή του Τάγματός μας. Οι
τελευταίες πέντε-έξι δεκαετίες έχουν σημαδευτεί από ρηξικέλευθες προσαρμογές.
Με τον αέρα της Gaudium et spes[1] να φυσά στα πανιά του, το Τάγμα
έπλευσε γοργά μέσα στη μετασυνοδική εποχή. Οι προσπάθειες προσαρμογής ήταν
τεράστιες. Το αποτέλεσμα ήταν να επιτευχθούν πολλά ωραία πράγματα.
Εγκαταλείφθηκαν όμως και πολλά πολύτιμα πράγματα. Εκείνη την εποχή η
κίνηση μέσα στη θάλασσα ήταν τέτοια, που υπήρχε ο κίνδυνος να παρασυρθεί κανείς
από το συλλογικό ρεύμα – συχνά χωρίς να δίνει την απαιτούμενη προσοχή στον
Αυγερινό που καθοδηγεί προς το τέλος της διαδρομής.
Μία από τις μορφές προσαρμογής
ήταν η πολιτισμική προσαρμογή (inculturation[2]). Συνήθως την αντιλαμβανόμαστε ως κάτι
εξωτικό: η προσπάθεια ιεραποστόλων σε μακρινές χώρες να μάθουν νέες γλώσσες και
έθιμα. Σίγουρα αυτό είναι μία όψη του θέματος: μια σκόπιμη και οργανωμένη
προσπάθεια που μπορεί να αποδώσει πλούσιους και καλούς καρπούς. Αναρωτιέμαι,
ωστόσο, εάν συνειδητοποιούμε και μια άλλη όψη, ύπουλη, αυτής της πολιτισμικής
προσαρμογής. Δηλαδή, ότι ενδίδουμε στη νοοτροπία ενός κόσμου για τον
οποίον ο «Θεός» είναι ένας όρος που έχει χάσει το νόημά του. Ένα
κριτήριο για το πώς μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο όψεις, μάς
δίνει η Μητέρα Cristina Piccardo, η οποία το 1999 έγραψε:
Αναμφίβολα η πιο σημαντική
πολιτισμική προσαρμογή που χρειάζεται, είναι να παραμείνουμε πιστοί στο
μοναστικό μας χάρισμα, ενώ ταυτόχρονα αφουγκραζόμαστε προσεκτικά αυτά που μας
λέει η τοπική Εκκλησία. Ναι, πολιτισμική προσαρμογή σημαίνει να δίνουμε
προσοχή στον πλούτο της τοπικής ζωής και κουλτούρας. Ακόμη πιο θεμελιακά όμως,
σημαίνει να εισάγουμε την καινότητα του Ευαγγελίου στην τοπική κουλτούρα ως ένα
ζωντανό και αγαπητικό φύραμα.
Ανάμεσα στις οδηγίες που μας
δίνει ο Άγιος Βενέδικτος για τα καλά έργα, μας λέει και αυτό: Saeculi actibus se facere alienum,
«Ο τρόπος που πράττετε, πρέπει να είναι διαφορετικός από τον τρόπο του κόσμου».
Στη δική μας περίπτωση, είναι;
Η δική μου μοναστική ζωή
σημαδεύτηκε από μία ακόμη προσαρμογή. Η πορεία ανανέωσης του Τάγματος, που
φαίνεται ότι συνεχίστηκε αδιάκοπα, μετατράπηκε σε μια πορεία αστάθειας και
αβεβαιότητας, όπως συμβαίνει όταν μια μελωδία προσαρμόζεται σε διαφορετικό
κλειδί. Για ένα διάστημα η λέξη «αβεβαιότητα» ήταν το μάντρα μας για την
προσαρμογή. Η εντύπωσή μου είναι ότι πολλοί εξέλαβαν αυτή τη λέξη ως
απελευθερωτική. Νομιμοποίησε την παραδοχή της ανησυχίας και της κόπωσης μετά
από μια μακρά περίοδο αμοιβαίων διαβεβαιώσεων ότι τα πράγματα πάνε από το καλό
στο καλύτερο. Η «αβεβαιότητα» ωστόσο δεν δείχνει προς μια κατεύθυνση που
μπορούμε να πάρουμε. Περιγράφει μάλλον μια στάση στη διαδρομή. Και υπάρχει ο
κίνδυνος, αντί να συνεχίσουμε να προχωράμε, να σταματήσουμε εδώ, βάζοντας τον
χάρτη στο συρτάρι μας, καθώς μετατρέπουμε τους κοιτώνες των δοκίμων σε
χώρους περίθαλψης.
Αυτή η στάση εύκολα οδηγεί σε μια
σκάρτη προσαρμογή, που εγώ θα ονόμαζα προσαρμογή στη γοητεία του ύπνου.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης, ρώτησα έναν ηλικιωμένο μοναχό εάν τον
ανησυχεί το γεγονός ότι εδώ και χρόνια δεν έχει παραμείνει ούτε ένας δόκιμος.
Με κοίταξε με έκπληξη, σαν η ερώτησή μου να ήταν αυταπόδεικτα βλακώδης, και
είπε: «Όχι, γιατί να ανησυχώ! Τώρα είναι τόσο όμορφα και ήσυχα εδώ. Μπορώ να
εστιάσω στην πνευματική μου ζωή.» Σε άλλα μοναστήρια, που βρίσκονται στα
πρόθυρα του κλεισίματος, έχω ακούσει να λέγεται: «Ε, εντάξει! Αρκεί εγώ να
μπορέσω να πεθάνω εδώ». Στην αρχή αυτή η δήλωση με συγκινούσε. Νόμιζα ότι είναι
μια «έκφραση κιστερκιανής αγάπης για τον χώρο!» Σταδιακά όμως άρχισα να το
βλέπω διαφορετικά. Αυτή η νοοτροπία, όταν γενικεύεται, εγκλωβίζει το μοναστήρι
στον ίδιο του τον εαυτό. Γίνεται μια κραυγαλέα ένδειξη, σημάδι μιας
προαναγγελθείσας εξαφάνισης, προσδοκία ότι το μοναστήρι θα καταλήξει ένα
μαυσωλείο που φαινομενικά θα μαρτυρά την περασμένη δόξα του. Στην
πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια στάση παραίτησης.
Πολλοί υποθέτουν ότι η Εκκλησία
συγκρούεται με τη σύγχρονη κοινωνία κυρίως εξαιτίας της ηθικής της διδασκαλίας.
Γι’ αυτό και είναι πολλοί αυτοί που ζητούν αλλαγές σ’ αυτόν τον τομέα. Ξέχωρα
από το γεγονός ότι είναι σημαντικό να δούμε ποια μπορεί να είναι η
Ρωμαιοκαθολική στάση σε συγκεκριμένα, και ίσως καινούργια, προβλήματα ηθικής
(κάτι που εξάλλου είναι χρέος κάθε εποχής να το κάνει), θεωρώ αυτή την υπόθεση
λανθασμένη. Φρονώ ότι το σημαντικότερο εμπόδιο δεν είναι ηθικό αλλά
μεταφυσικό. Η αγιότητα του Θεού! Το μεγαλείο της δόξας του, που
φανερώνεται στο πρόσωπο του Χριστού μέσω της απείρως σπλαγχνικής συγκατάβασής
του. Αυτές οι θεμελιώδεις πραγματικότητες, που για τους ιδρυτές του Citeaux[3] ήταν αξιωματικές, φαίνονται ξένες σε
μια εποχή που η οπτική της είναι εντελώς οριζόντια. Είμαστε παιδιά αυτής της
εποχής – κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε.
Ας εστιάσουμε για λίγο στους
ιδρυτές του Τάγματός μας. Ποιο ήταν το κύριο μέλημά τους; Υιοθέτησαν τον κανόνα
του Αγίου Βενεδίκτου, γιατί ένιωσαν ότι βρήκαν έναν υπέροχο, απαιτητικό αλλά
όμορφο οδηγό, στον οποίο θέλησαν να δεσμευτούν. Είδαν τον κανόνα ως ένα
θεόσταλτο εργαλείο, με το οποίο θα κατόρθωναν να αρθούν πάνω από τον εαυτό
τους, θα αποκτούσαν σταδιακά το ανάστημα του Χριστού και θα προσέφεραν στον Θεό
μια ευάρεστη προσφορά. Δεν παρασύρθηκαν από την έξαψη της νιότης, που νομίζει
ότι τα ξέρει όλα. Ο Στέφαν Χάρντινγκ ήταν σχεδόν σαράντα ετών και είχε πλούσια
εμπειρία. Ήξερε τι σημαίνει να χάνεις τον καλό ζήλο και να τον βρίσκεις ξανά. Ο
Ρόμπερτ[4] ήταν εβδομήντα ενός – πολύ
προχωρημένη ηλικία για την Ευρώπη του 11ου αιώνα. Είχε υπάρξει
ηγούμενος τριών διαφορετικών αδελφοτήτων. Ο ίδιος και η συνοδεία του
διακατέχονταν από μια έντονη επιθυμία να φτάσουν ακόμα πιο ψηλά, να δώσουν
ακόμη περισσότερα, έχοντας επίγνωση της ιερής δέσμευσής τους καθώς και
της γλυκιάς υπόσχεσης του Θεού, την οποία αντιλαμβανόμαστε μόνο κατ’ αναλογία
προς τη δική μας γενναιοδωρία.
Σήμερα είμαστε στον αντίποδα.
Κανείς δεν δείχνει να δεσμεύεται κατά τρόπο απόλυτο από κάποιο θέσμιο. Αυτό που
ο Πάπας Βενέδικτος XVI ονόμασε «δικτατορία του σχετικισμού» φαίνεται ότι έχει
αναδιαμορφώσει τα μυαλά μας, ακριβώς όπως κάνουν τα δικτατορικά
καθεστώτα. Δεν συμμορφωνόμαστε εμείς σε πρότυπα. Συμμορφώνουμε τα
πρότυπα σε μας. Αντί να αρθούμε, με επίπονη προσπάθεια, σε υπερβατικά μέτρα,
κατεβάζουμε τα μέτρα στο δικό μας επίπεδο. Χρησιμοποιούμε ελκυστικές λέξεις για
να περιγράψουμε αυτό που κάνουμε. Λέμε ότι είμαστε «ευαίσθητοι», «ώριμοι», ότι
εξασκούμε την «ελευθερία» και την «υπευθυνότητα» και ότι κάνουμε τη ζωή πιο
«ανθρώπινη». Αυτές οι έννοιες σίγουρα έχουν την αξία τους. Με τον τρόπο που τις
αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, διακινδυνεύουμε η στάση της ζωής μας να χάσει την
προοπτική της και άρα την ελκυστικότητά της. Αντί να βιώνουμε τη μοναστική ζωή
ως μια πραγματικότητα που μας ανυψώνει και μας μεταμορφώνει, εμείς προτιμούμε
να στήνουμε τις σκηνές μας χαμηλά, στην πεδιάδα, όπου οργανώνουμε μια άνετη
ζωή, θεωρώντας ότι η άνεση μάς αποζημιώνει επαρκώς για το στένεμα του ορίζοντα
και το χαμήλωμα του υψόμετρου.
Δεν προσπαθώ να ηθικολογήσω. Ούτε
στερούμαι συμπόνιας για αδελφότητες και άτομα που πιθανόν είναι κουρασμένα ή
απογοητευμένα. Ξέρω τι σημαίνει να είναι κανείς κουρασμένος και απογοητευμένος!
Η κόπωση και η απογοήτευση έχουν ενδυναμώσει την πεποίθησή μου ότι ο μόνος
τρόπος για να αναζωογονηθούμε, είναι να θέσουμε και πάλι στο επίκεντρο της ζωής
μας τον αυστηρά κάθετο, θεοκεντρικό άξονα. Πρέπει να κοιτάξουμε πέρα
από τους εαυτούς μας και να διαφύγουμε από τον πειρασμό να νομίζουμε ότι το
μοναστήρι υπάρχει για χάρη της αδελφότητάς του. Το μοναστήρι δεν είναι
αυτοσκοπός. Σκοπός του είναι να λειτουργεί ως σημάδι της θεϊκής υπερβατικής
ομορφιάς και αλήθειας εν αγάπη. «Κοίτα ψηλά, όχι χαμηλά» λέει το πιο
σύντομο απόφθεγμα των Πατέρων της Ερήμου. Είναι ένας λόγος που πραγματικά
ταιριάζει στην παρούσα φάση.
Στο φως αυτού του αποφθέγματος
μπορούμε να ερμηνεύσουμε ορισμένα φαινόμενα. Το μοναστήρι είναι το υλικό
καταφύγιο μιας ομάδας γυναικών ή ανδρών, που η κλήση τους είναι να δώσουν
μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος, σ’ έναν συγκεκριμένο
χρόνο, για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Μια αδελφότητα είναι ένας ζωντανός
οργανισμός. Οι ζωντανοί οργανισμοί είναι φυσιολογικό να γεννιούνται, να
ακμάζουν, να δίνουν καρπούς και να πεθαίνουν. Ο Άγιος Βενέδικτος διδάσκει:
«Κράτα τον θάνατο μπροστά στα μάτια σου καθημερινά». Αυτή η υπενθύμιση μας
αφορά τόσο ως μοναστικές κοινότητες όσο και ως άτομα. Εάν κοιτάξει κανείς
τον Άτλαντα του Κιστερκιανού Τάγματος εύκολα θα δει έναν
τεράστιο αριθμό τοποθεσιών όπου η ζωή άκμασε για μια χρονική περίοδο και
κατόπιν σταμάτησε να υπάρχει. Η αντίληψή μας ότι τα μοναστήρια είναι χώροι που
θα ζουν για πάντα, είναι ρομαντική. Η πατρίδα μας είναι στον ουρανό. Οι δεσμοί
μας με τα πράγματα αυτού του κόσμο πρέπει να είναι χαλαροί, ακόμα κι όταν αυτά
σχετίζονται με πνευματικές αξίες. «Τι όφελος έχει μια μοναχή», ρωτάει η Πρώτη
Ηγουμένη στο θεατρικό του Bernanos «Διάλογοι Καρμελιτισσών», «όταν
αποσυνδέεται από τον κόσμο εάν δεν είναι αποσυνδεδεμένη από την ίδια της την
αποσύνδεση;» Αυτό που έχει σημασία είναι η θεία ζωή που ο Θεός μάς έχει
εμπιστευτεί, η φωτιά στην καρδιά μας. Το ζεστό φως αυτής της ζωής είναι που
πρέπει να μεταλαμπαδευτεί, σε οποιοδήποτε μέρος, παλαιό η καινούργιο, θελήσει
τώρα ο Θεός.
Το Τάγμα μας γεννήθηκε μέσα από
μια κατακλυσμική καταστροφή, μέσα σε μια συνθήκη εξορίας. Μέσα από την ερήμωση
ο Θεός έφερε καινούργια καρποφορία. Πώς έγινε αυτό; Τον Ιανουάριο είχα τη χαρά
να επισκεφτώ τη Γεθσημανή. Μέσα στο μοναστήρι στεκόμουν καθημερινά μπροστά στον
σταυρό των ιδρυτών. Οι πρώτοι μοναχοί τον είχαν φέρει μαζί τους από το
Malleray. Φέρει την επιγραφή: Vive Jésus, vive sa croix! Που
σημαίνει: «Είθε ο Χριστός να ζει μέσα σε εμάς, μέσα από εμάς, εδώ σε αυτό το
μέρος. Είθε ο σταυρός του να αποκαλύπτεται εδώ ως πηγή ζωής!» Αυτός ο
σταυρός ήταν η μοναδική πραγματικά απαραίτητη αποσκευή που οι ιδρυτές
χρειάζονταν για να ξεκινήσουν τη μοναστική ζωή μέσα στον τότε «νέο κόσμο».
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου μια
επιστολή από έναν μοναχό που είχε εγκατασταθεί σε μια αρχαία χώρα, που όμως για
εκείνον ήταν ένας νέος κόσμος. Η επιστολή ήταν του Dom Henri Le Saux. Την
έγραψε στην Αρουναχάλα, στην Ινδία το 1955, με παραλήπτη την πνευματική του
αδελφή Τερέζα. Βρισκόταν βουτηγμένος μέσα σε έναν πολιτισμό που δεν είχε καμία
σχέση με τον Χριστιανισμό. Παρότι θα ήθελε να γνωρίζει περισσότερα γι’ αυτόν
τον πολιτισμό, κατάλαβε ότι το κύριο καθήκον του θα επιτελούταν σ’ ένα επίπεδο
πέραν του διαλόγου. Γράφει: «Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για άγιους μοναχούς,
που θα ζήσουν ανάμεσά τους και θα τους κάνουν να καταλάβουν την αγιότητα του
Χριστιανισμού». Και προσθέτει: «Εάν προσευχηθείς εντατικά για μένα,
ίσως ο Κύριος μού δώσει τη χάρη να γίνω ένας τέτοιος μοναχός. Το μόνο πράγμα
που χρειάζομαι, το μόνο πράγμα που οι ειλικρινείς Ινδοί ζητούν από μένα, είναι η
αγιότητα.»
Ως μοναχός και τώρα ως επίσκοπος,
είμαι βέβαιος ότι η αγιότητα είναι η επιτακτική ανάγκη όλων μας. Αυτό είναι το
μήνυμα που θέλω να σας μεταφέρω. Ο Κύριος επιτρέπει να ζούμε τις ζωές μας μέσα
σ’ έναν κόσμο σημαδεμένο από επική αβεβαιότητα και αμφιβολία. Αποστολή μας
είναι να κάνουμε τις ζωές μας ένα ένσαρκο sursum corda (άνω
σχώμεν τας καρδίας). Είθε ο Ιησούς να ζει μέσα μας! Είθε να δείχνουμε
με τη ζωή μας τη ζωοποιό δύναμη του σταυρού του! Είθε το παράδειγμα
των Πατέρων μας να εμπνέει μέσα μας βαθιά αγάπη για την τήρηση του Ιερού
Κανόνα, ώστε να έχουμε και εμείς, όπως είχαν κι εκείνοι, «τη φλογερή επιθυμία
να παραδώσουμε στους διαδόχους μας τον ουράνιο θησαυρό [μας] των αρετών για τη
σωτηρία των πολλών που θα ακολουθήσουν» (Exordium parvum[5], 1,16). Προσεύχομαι για την επιτυχή
έκβαση των συζητήσεων της Γενικής Συνέλευσης.
[2] H προσαρμογή των χριστιανικών διδασκαλιών και λειτουργικών πρακτικών σε διαφορετικούς πολιτισμούς.
[3] Αναφέρεται στους ιδρυτές του Τάγματος των Κιστερκιανών.
[4] Stefan Harding και Robert of Molense, δύο από τους τέσσερις ιδρυτές του Τάγματος.
[5] Κείμενο του 12ου αιώνα, που περιέχει την πρώιμη ιστορία του Τάγματος καθώς και μια συλλογή από επιστολές, έγγραφα και αφηγήσεις εκείνης της περιόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου