Γυμνοί στην Παρέλασι;
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Τί κάνει, ἀγαπητοί μου, ἡ μητέρα ὅταν βλέπῃ τὸ παιδί της νὰ κινδυνεύῃ νὰ
πνιγῇ; Βάζει τὶς φωνὲς καὶ καλεῖ νὰ τὴν βοηθήσουν γιὰ νὰ σώσῃ τὸ παιδί της. Τί
κάνει ὁ καπετάνιος ὅταν στὴν πορεία τοῦ πλοίου διακρίνῃ βράχο μέσα στὴ θάλασσα;
Δίνει ἀμέσως διαταγὴ στοὺς ναῦτες καὶ τοὺς μηχανικοὺς νὰ στρέψουν τὸ καράβι, ὥστε
νὰ μὴν πέσῃ πάνω στὸ βράχο καὶ ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ ναυάγιο.
Ἔ, αὐτὸ κάνει τώρα καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα, τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου (βλ. ῾Ρωμ. 13,11 – 14,4). Σὰν
τὴ μάνα μας, ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ καὶ πονάει γιὰ μᾶς, καὶ σὰν καλὸς καπετάνιος, ποὺ
θέλει νὰ σώσῃ τὴ ζωή μας ἀπὸ φοβερὸ ναυάγιο, μᾶς φωνάζει. Βλέπει πὼς τὶς ἅγιες
αὐτὲς ἡμέρες, ἀντὶ νὰ γινώμαστε πιὸ συνετοί, πιὸ σώφρονες, ἐμεῖς κοντεύουμε ὄχι
μόνο νὰ χάσουμε τὴν ἀνθρωπιά, τὰ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά μας, νὰ γίνουμε κτήνη
καὶ χειρότεροι ἀπὸ τὰ κτήνη, ἀλλὰ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε καὶ αὐτὴ τὴ ζωή μας.
Πόσο καλὸ θὰ ἦταν, τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔτρεχαν
ὅλοι στοὺς ναούς, νὰ ἦταν ὅλοι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία! Θὰ ζοῦσαν μὲ τὴν προσευχή
τους τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό, θὰ ἀπολάμβαναν τὴν ἀσύγκριτη ὀρθόδοξη ὑμνῳδία
καὶ λατρεία, θὰ φωτιζόταν ὁ νοῦς τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ
δυνάμωνε ἡ ψυχή τους μὲ τὴν πνοὴ τῆς θείας χάριτος. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά· ὑπάρχει
καὶ κάτι ἄλλο.
Βλέπουμε ὅλοι τί λέει καὶ τί κάνει ὁ
κόσμος τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀποκριᾶς· ζῇ καὶ κινεῖται μ᾽ ἕνα τρόπο παράλογο,
ἀλλόφρονα, ξέφρενο, ἀλλὰ καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνο ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἐπιδίδεται σὲ
ζωηρότητες, παρεκτροπὲς καὶ τρέλλες, ποὺ κοστίζουν ὄχι μόνο σὲ χρῆμα καὶ σὲ
χρόνο καὶ σὲ ὑγεία σωματική, ἀλλὰ καὶ συχνὰ στοιχίζουν τὴν ἀρτιμέλεια ἢ καὶ αὐτὴ
τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Δελτία εἰδήσεων, ἀστυνομικὰ δελτία, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες,
ἡ κίνησι σὲ σταθμοὺς πρώτων βοηθειῶν καὶ στὰ νοσοκομεῖα ἀλλὰ καὶ σὲ γραφεῖα
κηδειῶν, μαρτυροῦν τὴ θραῦσι καὶ τὶς ἀπώλειες ποὺ προκαλοῦνται σὲ ἡμέρες –ὑποτίθεται–
ψυχαγωγίας καὶ χαρᾶς…
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ πολλὰ ἄλλα –ἀφήνω,
δὲν ἀναφέρω ἐδῶ τὴν καθαρῶς ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ φθορὰ καὶ βλάβη, τὴν ὁποία
λίγοι δυστυχῶς ἀντιλαμβάνονται καὶ ὑπολογίζουν– θὰ ἦταν προστατευμένοι καὶ ἀπηλλαγμένοι
οἱ Χριστιανοί, ἐὰν τὶς ἡμέρες τοῦ κατανυκτκοῦ Τριῳδίου ἔτρεχαν στοὺς ναούς,
σύχναζαν στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὄχι σὲ ψυχοφθόρα κέντρα διασκεδάσεως.
Δυστυχῶς τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ
πολλοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ φαγοπότια μέχρι σκασμοῦ, κραιπάλη,
μέθη, μεταμφιέσεις, χορούς, σπατάλη… Μὲ τὴ λατρεία αὐτὴ τῶν αἰσθήσεων δὲν
κάνουν ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξαχρειώνουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ
καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, γιὰ νά ᾽νε ἡ κορωνίδα τῆς θείας δημιουργίας, μὲ τὴν ἐντολὴ
νὰ «ἄρχῃ» ἐπὶ τῶν κτισμάτων (Γέν. 1,26,28).
Ἀλλὰ αὐτοί, ποὺ ἀπουσιάζουν καὶ σήμερα ἀπὸ
τὸ ναό, ἀφοῦ χθὲς ἔδωσαν καὶ πῆραν ὅλα ὅσα ζητάει καὶ δίνει ὁ διάβολος στοὺς ἀκολούθους
του, τώρα κοιμοῦνται. Ἔκαναν τὴν ἡμέρα νύχτα καὶ τὴ νύχτα ἡμέρα. Δὲν φτάνει δυστυχῶς
ἡ φωνή μας σ᾽ αὐτούς. Τί εἶπα, «ἡ φωνή μας»; Λάθος ἔκανα· ἡ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου
Παύλου ἤθελα νὰ πῶ. Αὐτὸς ν᾽ ἀκουστῇ, καὶ ὁ λόγος του ἂς φτάσῃ καὶ σ᾽ αὐτούς.
Τὸν ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο. Περνᾶνε,
λέει, γρήγορα οἱ μέρες μας. Ἀδειάζει τὸ σακκούλι τῆς ζωῆς. Πλησιάζει τὸ τέλος
τοῦ βίου μας. Κοντεύουμε νὰ φτάσουμε στὸ λιμάνι. Λοιπόν, «μὴ κώμοις καὶ μέθαις
(=ὄχι μὲ ἄσεμνα τραγούδια πάνω στὸ μεθύσι), μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις (=ὄχι μὲ
πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες), μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ (=ὄχι μὲ φιλονικίες καὶ
ζηλοφθονίες), ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς
πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (=ἀλλὰ ντυθῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καὶ
μὴν κοιτᾶτε πῶς θὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες)» (ἔ.ἀ. 13,13-14).
Λόγια χρυσᾶ, θεόπνευστα. Ἂς τὰ
τηρήσουμε.
Χριστιανέ, λέει, μὴν τὸ ῥίξῃς στὸ
γλέντι καὶ στὸ ἄσεμνο τραγούδι, μὴν πιῇς καὶ μεθύσῃς καὶ μετὰ κατρακυλίσῃς σὲ
χειρότερα κακά. Γιατὶ τὸ πιοτὸ θὰ φέρῃ τὸ μεθύσι, τὸ μεθύσι θὰ φέρῃ τὴν
πορνεία, ἡ πορνεία θὰ φέρῃ τὸν καυγᾶ, καὶ ὁ καυγᾶς μπορεῖ νὰ φέρῃ καὶ τὸ
φόνο. Ἔτσι γίνεται, ἔτσι σχηματίζεται ἡ ἁλυσίδα τοῦ κακοῦ, τὸ κομπολόι τῶν ἐγκλημάτων.
Ἐσὺ ὅμως, ἂν θέλῃς νὰ λέγεσαι
Χριστιανός, νὰ τ᾽ ἀποφεύγῃς ὅλα αὐτά.
* * *
Σύ, ἀγαπητέ μου, ἔχεις ἄλλο προορισμό! Ὄχι νὰ κυλιέσαι σὰν χοῖρος στὸ βοῦρκο,
ἀλλὰ νὰ ὑψωθῇς ἐπάνω ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα καὶ ἀπατηλά. Ζήλεψε τοὺς ἀγγέλους. Ζῆσε
σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν μία ἀγγελικὴ ὕπαρξι. Ὄχι σὰν κτῆνος, σὰν ζῷο, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος·
ὄχι σὰν δαίμονας, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος λευκοντυμένος μὲ τὴ φωτεινὴ στολὴ τοῦ
Χριστοῦ! Ναί, ἔτσι λέει ὁ Παῦλος· «ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς
σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (ἔ.ἀ.).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι πρέπει
νὰ πετάξῃς ἀπὸ πάνω σου τὰ κουρέλια, τὰ ῥάκη τῆς ἁμαρτίας· καὶ προσπάθησε νὰ
ντυθῇς τὴ λαμπρὴ φορεσιά, τὴ στολὴ τῆς ἀρετῆς. Καὶ πρόσεξε, ἐπείγει· βιάσου,
πρέπει αὐτὰ νὰ γίνουν γρήγορα, γιατὶ «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν», ἡ
νύχτα προχώρησε, κοντεύει νὰ ξημερώσῃ ἡ καινούργια ἡμέρα (ἔ.ἀ. 13,12).
Ποιά εἶνε ἡ νύχτα; Νύχτα ἐννοεῖ τὴν
παροῦσα ζωή. Τὴ λέει νύχτα, γιατὶ κατ᾽ αὐτὴν δὲν βλέπουμε καὶ δὲν γνωρίζουμε,
τί κρύβει καθένας στὴν ψυχὴ καὶ στὴ ζωή του· δὲν ξέρουμε «τὰ ἔργα τοῦ
σκότους» (ἔ.ἀ.), τί μηχανεύονται οἱ κακοὶ καὶ ῥαδιοῦργοι ἄνθρωποι, τί παγίδες
στήνουν ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες· συμβαίνουν τώρα ὅλα τὰ δόλια, σκοτεινά,
μυστηριώδη. Εἴμαστε ὅπως τὸ ἔμβρυο στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, ποὺ ζῇ σὲ σκοτάδι·
ἔτσι τώρα κ᾽ ἐμεῖς ζοῦμε σὰν σὲ σκοτεινὸ θάλαμο. Ὅλα εἶνε μαῦρα, γιατὶ τὰ
μαυρίζει ἡ κακία καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ἀλλά, Χριστιανοί, ἔχετε θάρρος. Τὸ βασίλειο
τῆς νύχτας θὰ λήξῃ. Μιὰ ἄλλη ζωὴ θ᾽ ἀνατείλῃ, ποὺ ἐμπρός της ὅλες οἱ ζωὲς τοῦ
κόσμου τούτου εἶνε ἕνα σκοτάδι. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ λέγεται ἐδῶ «ἡμέρα» (ἔ.ἀ.
13,12). Καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ εἶνε λαμπρή, ὁλόφωτη.
Ὅπως ὅμως τώρα, ὅταν ξημερώνῃ ἡ ἡμέρα δὲν
σὲ βρίσκει μὲ τὰ ῥοῦχα τὰ νυκτικά, δὲν βγαίνεις ἔξω νὰ πᾷς στὶς δουλειές σου μὲ
τὴν πυτζάμα, ἔτσι καὶ τότε, ἡ μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ πλησιάζει ν᾽ ἀνατείλῃ, δὲν
πρέπει νὰ σὲ βρῇ μὲ ῥοῦχα τῆς νύχτας, δηλαδὴ μέσα σὲ «ἔργα τοῦ σκότους» (ἔ.ἀ.).
Φρόντισε, τώρα ποὺ εἶσαι στὴν παροῦσα
ζωή, ν᾽ ἀποκτήσῃς καὶ νὰ ντυθῇς μὲ ῥοῦχα τῆς ἡμέρας, μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς
σου, ὥστε κατὰ «τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ 2,11=Πράξ.
2,20) νὰ μὴ βρεθῇς γυμνός.
* * *
Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, ἄν ποτε σᾶς συνέβη τὸ ἀτύχημα, ἐνῷ βαδίζατε ἔξω
στὸ δρόμο, νὰ πλησιάσατε κάποιο αἰχμηρὸ ἀντικείμενο, καρφὶ ἢ ἀγκάθι, κι αὐτὸ ἔσχισε
τὸ ροῦχο σας. Ἐὰν σᾶς συνέβη, θὰ θυμᾶστε βέβαια ὅτι νιώσατε ντροπὴ καὶ τρέχατε
νὰ κρυφτῆτε· νὰ πᾶτε στὸ σπίτι γιὰ νὰ ῥάψετε τὸ σχισμένο· γιατὶ κανένας λογικὸς
ἄνθρωπος δὲν περπατάει ἔξω μὲ ῥοῦχο σχισμένο ἢ γυμνός.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδῶ ντρεπόμαστε νὰ ἐμφανιστοῦμε
γυμνοὶ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἂς φοβηθοῦμε μήπως τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν φοβεράν,
τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως, βρεθοῦμε γυμνοὶ ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη
καταισχύνη, ἂς ἀκούσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Παύλου· «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ
σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (ἔ.ἀ.).
Πετάξτε, ἀδελφοί μου, μακριά σας τὰ
βρωμερὰ κουρέλια τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν· τὴν ἀλόγιστη ἐπιθυμία, τὴν εἰδωλικὴ
πλεονεξία, τὴν ἄπληστη φιλαργυρία, τὸ ἄμετρο φαγοπότι, τὴν ἀθεόφοβη διασκέδασι,
τὴν κτηνώδη κραιπάλη, τὴν ἐξευτελιστικὴ μέθη, τὴν ἐπαίσχυντη πορνεία, τὴν ἄτιμη
μοιχεία, τὴν ταραχώδη ὀργή, τὸν θηριώδη θυμό, τὴν ἀνόητη φιλονικία… Καὶ ντυθῆτε
τὴ λαμπρὴ στολὴ τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ. Ντυμένοι μὲ τὴν ἀγγελικὴ αὐτὴ στολή, θὰ
κάνετε τὴν πιὸ ὡραία παρέλασι ποὺ θὰ γίνῃ στὸν κόσμο. Διότι τὴν ἡμέρα ἐκείνη
θὰ παρελάσετε ὄχι ἐνώπιον ἐπισήμων τῆς γῆς καὶ βασιλιάδων τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ
ἐμπρὸς στὸν βασιλέα Χριστὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου