Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
Δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί
μου, χωρὶς τὴν θρησκεία. Ὅπως τὸ ψάρι σπαρταρᾷ ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ
ψυχή μας ἀγωνιᾷ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
Πολλὲς εἶνε οἱ θρησκεῖες, παλιὲς καὶ
νέες. Ἀλλ᾽ ἐὰν ῥωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατᾶτε
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν· ἡ μόνη ζωντανὴ θρησκεία εἶνε ἡ δική μας. Γιατί; Διότι δὲν τὴν
ἔφτειαξε ἄνθρωπος, ὅπως τὶς ἄλλες, ἀλλὰ τὴν φύτεψε ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἔστησε τὴν
Ἐκκλησία, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας
σοφός, ἕνας ῥήτορας, ἕνας κοινωνιολόγος· ὁ Χριστός μας εἶνε Θεός. –Θεός; Ναί,
Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ ἁγία του διδασκαλία, ποὺ σὰν αὐτὴν ἄλλη δὲν ἀκούστηκε στὴ γῆ·
τὸ φωνάζει ἡ ἁγία του ζωή, ποὺ δὲν παρουσιάζει τὴν παραμικρὴ σκιά, ἴχνος ἁμαρτίας·
τὸ φωνάζουν τὰ ἔργα του, τὰ θαύματά του. Πόσα θαύματα; Ἀμέτρητα. Ἂν μπορῇ
κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ, τότε μπορεῖ νὰ
μετρήσῃ καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του εἶνε καὶ αὐτὸ
ποὺ διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 14,14-22). Τὸ ἀκούσατε; Τί λέει;
* * *
Λέει, ὅτι μιὰ πόλις, ἕνα πλῆθος
15 – 20 χιλιάδων λαοῦ, μιὰ μέρα ἄδειασε. Δὲν ἔμεινε μέσα οὔτε ἕνας. Δρόμοι
καὶ πλατεῖες ἐρήμωσαν· οἱ ἄντρες ἔκλεισαν τὰ μαγαζιά, οἱ γυναῖκες ἄφησαν τὰ
νοικοκυριά, μανάδες πῆραν τὰ μωρὰ στὴν ἀγκαλιά, μικρὰ παιδιά, νέοι καὶ γέροι ἀσπρομάλληδες,
ὅλος ὁ κόσμος, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλι. Καὶ ποῦ πῆγαν; σὲ γλέντια, σὲ κέντρα
διασκεδάσεως, χορούς; Ὄχι. Ποῦ πῆγαν λοιπόν; Βγῆκαν ἔξω καὶ βάδισαν μὲ τὰ πόδια
χιλιόμετρα. Τί ζητοῦσαν; χρυσάφι, ἀσήμι; Κάτι ἀνώτερο ἀπὸ αὐτά· ζητοῦσαν τὸ
Χριστό. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν πόλι καὶ πῆγε στὴν ἐρημιά, γιὰ νὰ
κάνῃ προσευχή. Τέλος τὸν βρῆκαν. Καὶ ὅπως χαίρεται ἕνας διψασμένος ὅταν βρίσκῃ
μιὰ πηγή, ἔτσι κι αὐτοὶ χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς ὅμως βλέποντάς
τους λυπήθηκε, λέει τὸ εὐαγγέλιο, γιατὶ αὐτὸ τὸ πλῆθος ἦταν ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ
τοὺς ἡγέτες του, ἔμοιαζε σὰν κοπάδι χωρὶς τσοπᾶνο.
Στὸν ἐγκαταλελειμμένο ἐκεῖνο λαὸ ὁ
Χριστὸς ἔδειξε ὅλη τὴν ἀγάπη καὶ στοργή του. Ὄχι μόνο θεράπευσε ὅλους τοὺς ἀρρώστους,
ἀλλὰ καὶ τοὺς δίδαξε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἦταν τόσο ζωντανὸς ὁ λόγος του, ὥστε
πέρασαν οἱ ὧρες, ἔγινε μεσημέρι, κι αὐτοὶ δὲν κουράστηκαν νὰ τὸν ἀκοῦνε. Πήγαινε
πιὰ νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος καὶ οἱ μαθηταὶ – οἱ ἀπόστολοι πλησίασαν καὶ εἶπαν·
–Κύριε, ὁ τόπος ἐδῶ εἶνε ἔρημος, δὲν ὑπάρχουν οὔτε φοῦρνοι οὔτε ἑστιατόρια·
ποῦ θὰ πάῃ αὐτὸς ὁ κόσμος; τί θὰ φᾶνε τόσα στόματα; Ὁ Χριστὸς τοὺς λέει· –Δὲν εἶνε
ἀνάγκη νὰ πᾶνε πουθενά· θὰ μείνουν ἐδῶ, καὶ δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. –Ἐμεῖς,
Διδάσκαλε, δὲν ἔχουμε μαζί μας παρὰ μόνο πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια.
Μὰ αὐτὰ τί νὰ κάνουν σὲ τόσο κόσμο; δὲν φτάνουν γιὰ νὰ πάρῃ καθένας ἀπ᾽ αὐτοὺς
οὔτε ἕνα ψίχουλο.
Τότε ὁ Χριστός μας εἶπε καὶ ἔφεραν
μπροστά του τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια. Τὰ εὐλόγησε, ἄρχισε νὰ τεμαχίζῃ καὶ νὰ δίνῃ
μὲ τὰ χέρια του στοὺς μαθητάς, οἱ μαθηταὶ πάλι μετέδιδαν στὸν κόσμο, καὶ πάνω σ᾽
αὐτὴ τὴν διαδικασία τ᾽ ἀγαθὰ αὐξάνονταν, αὐγάτιζαν τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τὰ
5 ἐκεῖνα ψωμιὰ καὶ τὰ 2 ψάρια ἔφαγαν πέντε χιλιάδες ἄντρες «χωρὶς γυναικῶν καὶ
παιδίων» (ἔ.ἀ. 14,21)! Καὶ ἐπειδὴ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ κατὰ κανόνα εἶνε
διπλάσια, ἄρα μ᾽ αὐτὰ ἔφαγε καὶ χόρτασε μιὰ ὁλόκληρη Πτολεμαΐδα.
Αὐτὰ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
–Μπᾶ! θὰ πῇ κάποιος τεντυμπόης, ἄκου ἐκεῖ
τώρα! Αὐτὰ ἦταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Δὲν πιστεύουμε στὰ παραμύθια τῶν παπάδων.…
Ὄχι, ὄχι! Αὐτὰ δὲν εἶνε παραμύθια, εἶνε
γεγονότα. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ εὐαγγελίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα. Ἄνθρωπε
τυφλέ, ποὺ ὁ Θεὸς σοῦ ᾽δωσε μάτια ἀλλὰ σὺ δὲν τ᾽ ἀνοίγεις νὰ δῇς! ἔλα νὰ σὲ
πάω στὰ χωράφια. Τί κάνει ἐκεῖ ὁ γεωργός; Σπέρνει σπόρο. Κάθε κουκκὶ ποὺ
σπέρνει τὸ θάβει μέσ᾽ στὴ γῆ· κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σπόρο, καλομπόκι ἢ σιτάρι,
βγαίνει ἕνα στάχυ. Καὶ τὸ στάχυ ἐπάνω του ἔχει – πόσα σπυριὰ παρακαλῶ; ἄλλο ἔχει
30, ἄλλο ἔχει 60, ἄλλο ἔχει 100. Ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι στὴ χώρα τῶν ἀσεβῶν καὶ ἁμαρτωλῶν,
τῶν ἀπίστων, τῶν πόρνων καὶ τῶν μοιχῶν, θὰ πέσῃ χαλάζι (πρβλ. π.χ. Ἠσ. 30,30. Ἰεζ.
38,22), καὶ δὲν θὰ μείνῃ τίποτα. Θὰ σπέρνουν καὶ δὲν θὰ θερίζουν, γιατὶ δὲν ἔχουν
εὐλογία. Ὅταν ὅμως ἔχῃς εὐλογία, τὸ ἕνα πολλαπλασιάζεται. Σὲ ῥωτῶ· πῶς τὸ 1
κουκκὶ γίνεται 100; πῶς σπέρνεις λίγα σακκιὰ σπόρο στὸ χωράφι καὶ ἀπὸ αὐτὰ
γεμίζεις ἔπειτα μιὰ ἀποθήκη; πῶς; Σ᾽ αὐτὸ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ὅλοι
οἱ ἐπιστήμονες, ὅλοι οἱ γεωπόνοι, νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπυρὶ καλαμπόκι δὲν μποροῦν
νὰ κάνουν. Ποιός τὸ ἔκανε; Ἄπιστοι, πηγαίνετε στοὺς ὀπωρῶνες τῆς Ἐδέσσης, ποὺ
τὰ κλαδιὰ λυγίζουν ἀπὸ τὰ ῥοδάκινα, χιλιάδες τόννοι, καὶ δὲν ἔχουμε χέρια νὰ τὰ
μαζέψουμε. Ἂν τὰ δέντρα αὐτὰ εἶχαν φωνή, οἱ ῥοδακινιές, οἱ μηλιές, οἱ ἀχλαδιές,
τὸ καθένα θὰ σᾶς ἔλεγε· Κάποτε ἤμουν ἕνας σπόρος, σὰν σπόρος ἔπεσα στὴ γῆ κι ἀπὸ
τὸ σπόρο βγῆκα ἐγὼ ἡ μηλιά, ἡ ῥοδακινιά, ἡ ἀχλαδιά. Κι ἀπὸ τότε εἶμαι εἴκοσι
χρόνια στὸ χωράφι καὶ ἔχω βγάλει δέκα χιλιάδες τόννους ῥοδάκινα, μῆλα, ἀχλάδια.
Νάτο τὸ εὐαγγέλιο! Κάθε μέρα γίνεται τὸ θαῦμα. Εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὰ λίγα καὶ
γίνονται πολλά.
Τὸ θαῦμα λοιπὸν δὲν ἦταν μόνο στὴν ἐποχὴ
τοῦ Χριστοῦ· γίνεται καὶ σήμερα, καὶ ὅσοι ἔχουν μάτια βλέπουν, ὅσοι ἔχουν αὐτιὰ
ἀκοῦνε, κι ὅσοι ἔχουν καρδιὲς αἰσθάνονται. Μόνο οἱ τυφλοί, οἱ κουφοὶ καὶ ἀναίσθητοι
δὲν αἰσθάνονται τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἄπιστε, ἐξακολουθεῖς λοιπὸν νὰ εἰρωνεύεσαι
καὶ νὰ λές, Αὐτὰ ἦταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»; Ἔ, τότε θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ ἀναφέρω
ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὴν προσωπική μου ζωή. Τὸ 1942 – ᾽43, στὰ φοβερὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς
ποὺ οἱ μπόττες τῶν Γερμανῶν χτυποῦσαν στὰ καλντερίμια, ἤμουν νεαρὸς ἱεροκήρυκας
στὴν Κοζάνη. Τρόμος καὶ φόβος βασίλευε, ἐπικρατοῦσε ἀνέχεια καὶ πεῖνα· λέγαμε
τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Τότε φτειάσαμε ἕνα συσσίτιο. Μὲ πόσα πιάτα ἀρχίσαμε; Εἴκοσι
(20). Αὐτὰ σιγὰ – σιγὰ αὐξάνονταν καὶ τέλος πόσα φτάσαμε; Ὀχτὼ χιλιάδες (8.000)
πιάτα! Εἴχαμε σιτάρια, καλαμπόκια, ἀποθῆκες; Τίποτα. Εὐλόγησε ὁ Θεός, φώτισε Ἐκεῖνος,
καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς ἔδωσε μὲ τὴν καρδιά του, ἄλλοι ἀπὸ τὸ ὑστέρημα, ἄλλοι ἀπὸ τὸ
πλεόνασμα· ἔτσι λειτούργησε ἡ ἑστία καὶ σώθηκαν ψυχές(*).
Δὲν εἶνε ἕνα, δὲν εἶνε δυό, δὲν εἶνε
τρία τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Χριστός μας. Νὰ σᾶς πῶ ἄλλο ἕνα καὶ τελειώνω. Ἤμουν
κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη. Περπατοῦσα στὸ δρόμο πρωὶ – πρωὶ καὶ βλέπω ἕνα
καροτσάκι φορτωμένο λαχανικά. Τό ᾽σερνε ἕνα γεροντάκι στὰ σοκάκια, πουλοῦσε
ντομάτες, ἀγγούρια, ἀχλάδια…, καὶ ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος εἶχε γράψει μὲ
κόκκινα γράμματα μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ ἔλεγε «Ἔχει ὁ Θεός». Μοῦ ᾽κανε ἐντύπωσι, τὸν
πλησίασα καὶ τοῦ λέω· –Πῶς τὸ ἔγραψες αὐτὸ «Ἔχει ὁ Θεός»; –Ἄ, λέει, εἶμαι
Πόντιος· ὁ πατέρας μου, ἡ μάνα μου, οἱ παπποῦδες μου πίστευαν στὸ Θεό. Ἤρθαμε ἐδῶ
γδυτοί. Ἀγόρασα τὸ καροτσάκι καὶ πουλῶ κάθε μέρα ὅ,τι μπορῶ. Ἔχω γυναῖκα, ἑφτὰ
παιδιά, πατέρα καὶ μάνα. Εἴκοσι χρόνια ζῶ μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο, καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ
στέρησε τὰ ἀναγκαῖα. Γι᾽ αὐτὸ ἔγραψα «Ἔχει ὁ Θεός».
* * *
Ἀδέρφια μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο.
Μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ἡ πίστι στὸ Θεό, μεγάλο πρᾶγμα ἡ θρησκεία, ἡ Ἐκκλησία μας·
μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Ἰδοὺ
τὸ μεγάλο ἐρώτημα. Ἂν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, χῶμα θὰ πιάνῃς – μάλαμα θὰ
γίνεται. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; χῶμα θὰ πιάνῃς – μάλαμα
θὰ γίνεται.
Ἂν ὅμως δὲν ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ,
τότε καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. Μιὰ μέρα ὄχι χαλάζι
ποὺ πέφτει καὶ ῥημάζει τὰ καπνά, ὄχι πλημμύρες, ὄχι σεισμοὶ καὶ κεραυνοὶ καὶ ἀστροπελέκια,
ἀλλὰ πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ ὅλους, γιατὶ εἴμαστε ἀνάξια παιδιὰ
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε Χριστιανοί. Φωνάζω, κηρύττω,
παρακαλῶ· τὰ λόγια αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, νὰ τὰ πῆτε καὶ σὲ ἄλλους· καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε
νὰ ζήσουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου
καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου