H ΣΧΕΣΗ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ
ΓΑΒΡΙΗΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΛΑΛΟΥΝ (Α.Π.Θ. 25-1-24)
Εισήγηση γερόντισσας Φιλοθέης
Ηγουμένης
ι. Μ. Παναγίας των Βρυούλων
Ἀν προσέξουμε τά Εὐαγγέλια θά δοῦμε πολλές ὁμοιότητες στούς Εὐαγγελιστές ἀλλά καί πολλές διαφορές. Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει καί ἐμπνέει ἀλλά ὀ καθένας ἀνάλογα μέ τόν χαρακτῆρα του καί τήν ἰδιότητά του γράφει καί περιγράφει κάποια γεγονότα ἀπό τήν ζωή τοῦ Κυρίου.
Ἔτσι καί οἱ Ἅγιοι, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τόν χαρακτῆρα του καί τά βιώματά του λειτουργεῖ, ἀλλά τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα τούς φωτίζει καί τούς στηρίζει.
Δύο ἀγαπημένοι Ἅγιοι πού ταιριάζουν πάρα πολύ εἶναι ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ἡ Ἁγία Γαβριηλία. Ἄς δοῦμε μερικά κοινά μηνύματα .
Ἡ ἀγάπη μας θά πρέπει νά εἶναι χωρίς ὅρια.Σημασία ἔχει ὁ βαθμός τῆς ἀγάπης πού προσφέρουμε παντοῦ.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ἡ Ἁγία Γαβριηλία ὅτι γιά τόν Χριστό δέν ἔχει σημασία οὔτε τί κάνουμε, οὔτε ποῦ πᾶμε, οὔτε πῶς ζοῦμε, οὔτε ἄν βοηθᾶμε τούς ἄλλους. Ἕνα ἔχει σημασία «Τό Ποιόν καί τό Ποσόν τῆς ἀγάπης πού δίνουμε παντοῦ, χωρίς διακρίσεις».
Στήν ἐρώτηση τί ἐννοεῖς Ποιόν καί Ποσόν τῆς ἀγάπης ἀπάντησε «Τό Ποιόν εἶναι ὅταν δίνεις Ἀγάπη χωρίς νά περιμένεις ἀνταμοιβή. Τό Ποσόν πρέπει νά εἶναι ἀπερίοριστο καί μέ τήν δική σου θυσία. Γιατί ἄν ἡ Ἀγάπη δέν ἔχει θυσία, δέν εἶναι Ἀγάπη κατά Θεόν. Ἀλλά τί θυσία; Θυσία πού νά μήν τήν αἰσθάνεσαι! Σέ τέτοιο βαθμό πού νά μήν νοιώθεις ὅτι κάνεις θυσία».
Τήν ἀγάπη λοιπόν πού ἔχουμε μέσα μας ἀπό τήν στιγμή που μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός θά πρέπει νά τήν προσφέρουμε παντοῦ, σέ ἀνθρώπους πού γνωρίζουμε ἀλλά καί σέ ἀνθρώπους ἄγνωστους σέ μᾶς.
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ἀγάπη γιά
νά Τόν ἀγαποῦμε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας ὅπως μᾶς λέει καί ἡ Πρώτη ἐντολή «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος
σου». Καί δεύτερον νά μήν ξεχωρίζουμε ποτέ τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς ἄλλους «Καί
τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Σ΄ἕνα γράμμα της σέ μία ἀγαπημένη της φίλη γράφει σχετικά: « Ἡ χάρις ἐκλύεται
ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Θεό. Τήν δίνει σέ ὅλους, ἀλλά πρέπει νά ἀνοίξουμε
τά χέρια μας νά τήν πάρουμε. Ὁ σκοπός μας στήν ζωή εἶναι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό
καί τόν πλησίον. Ἀλλά ἔχει εἰπωθεῖ «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὄλης τῆς καρδίας, ἐξ
ὅλης τῆς ψυχῆς», ἔτσι ἀγαπᾶ κανείς τόν Θεό. Γι αὐτό νοιώθουμε ξεροί καί
παγωμένοι. Ὄχι ὅταν κρύβεται Ἐκεῖνος ἀλλά ὄταν κρυβόμαστε ἐμεῖς ἀπό Ἐκεῖνον,
τότε αἰσθανόμαστε παγωμένοι, μακρυά ἀπό τόν ἥλιο. Ὅταν τό ἐγώ μας, μέ τίς ὑλικές
ἔγνοιες, ξεπερνᾶ τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού προορίζεται νά εἶναι αἰώνια, τότε
αἰσθανόμαστε λυπημένοι γιατί ἔχουμε χάσει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο εἴμαστε
ζωντανοί.Καί γιά νά εἶναι κανείς ζωντανός εἶναι ἑνωμένος μέ τήν τήν Ζωή. «Ἐγώ εἰμί
ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάσταση» καί ὡς ἐκ τούτου χωρίς Ἐκεῖνον εἴμαστε νεκροί».Ἔτσι μᾶς τονίζει ἡ γερόντισσα ὅτι δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νά κατηγοριοποιοῦμε καί νά ἀπορρίπτουμε τούς ἀνθρώπους.
«Ἡ ἀγάπη ἀγαπᾶ τούς πάντας, ὅπως ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους, μέ ὅλα τά χάλια πού ἔχουμε! Λίγους λόγους ἔχει νά μήν μᾶς ἀγαπᾶ; Παρ’ὅλα αὐτά μᾶς λέει «ἐπί δικαίους καί ἀδίκους βρέχει καί δίνει τόν ἥλιο σέ ἀγαθούς καί πονηρούς».
Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή δύναμη καί μαζί μέ τήν προσευχή μποροῦν νά τραντάξουν ὅλο τόν κόσμο («μία μπόμπα ἀγάπης»).
Τό παράξενο εἶναι ὅτι ἐνῶ γεννηθήκαμε γιά νά ἀγαποῦμε ἔρχεται στήν συνέχεια ἡ ἀγωγή ἀπό τά σπίτια μας καί ἀλλάζουμε. Τό παιδί ὅταν γεννιέται εἶναι πρόθυμο νά ἀγαπήσει ὅλο τόν κόσμο καί δέν ἔχει αἴσθημα ἰδιοκτησίας, ἔχει μία γενική ἀγάπη.
Κάθε παιδί θέλει ἐπίσης νά τό ἀγαποῦν. «Κάθε παιδί ἀγαπάει γιατί θέλει νά τό ἀγαποῦν. Ἄν δέν δώσεις ἀγάπη δέν παίρνεις κατ’ἀρχήν. Ὕστερα δέν σέ νοιάζει γιατί παίρνεις τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τήν δίνεις καί δέν σέ νοιάζει ἄν σέ ἀγαποῦν ἤ ὄχι. Σέ νοιάζει ἐάν ἐσύ ἀγαπᾶς καί ἐάν ἐσύ εἶσαι μαζί Του».
Αὐτό ἦταν τό χαρακτηριστικό τῆς γερόντισσας. Ἀγάπη γιά τόν κουρασμένο συνάνθρωπο, ἀγάπη γιά τόν πάσχοντα ἀδελφό. Ὁ ἄλλος ἦταν ὄχι ὁ ξένος, ὄχι ὁ ἐχθρός, ἀλλά ἕνα κομμάτι ἀπό ἐκείνη, ἕνα κομμάτι ἀπό τό ἴδιο σῶμα, ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἕνας ἀδελφός πού τήν γέμιζε χαρά ἡ παρουσία του ἀκόμη καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔτρεφε καλά αἰσθήματα γιά ἐκείνη.
Τό μόνο πού τήν ἐνδιέφερε ἦταν νά βοηθήσει κάθε ἄνθρωπο πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔστελνε στόν δρόμο της (μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, ἀκόμη καί τόν κλέφτη) νά ἀποκτήσει πνευματική ὑγεία καί ὥριμη συμπεριφορά.
Δέν τήν ἀπασχολοῦσε ἀν κάποιος μετά στρεφόταν ἐναντίον της. Ταίριαζε ἀπόλυτα μέ τήν στάση τοῦ Ἁγ Πορφυρίου: « Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ’ἐνοχλεῖ, σέ κουράζει, νά σκέφτεσαι: τώρα μέ πονάει τό μάτι μου, τό χέρι μου, τό πόδι μου. Πρέπει νά τό περιθάλψω μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη».
Πολλές φόρες ἔφερνε σάν σχετικό παράδειγμα τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
«Σκέψου τόν Σαμαρείτη τῆς παραβολῆς. Εἶδε τόν τραυματισμένο, σταμάτησε, τόν περιποιήθηκε, τόν φορτώθηκε, τόν πῆγε στό ξενοδοχεῖο, πλήρωσε τόν πανδοχέα, τοῦ παρήγγειλε ὅτι θά πληρώσει καί ὅ,τι ἄλλο χρειαστεῖ καί ἔφυγε δίχως νά ἀφήσει τά στοιχεῖα του, γιά νά μήν νοιώθει ὁ εὐεργετηθείς ὅτι τοῦ ὀφείλει εὐγνωμοσύνη».
Ἄν κάποιος ὅμως ἀπορρίψει τήν ἀγαπητική μας διάθεση γιά προσφορά, τότε αὐτή ἡ ἀγάπη θά ἐπιστρέψει πίσω σ’ἐμᾶς τούς ἴδιους («καί ἐάν μέν ἦ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ αὐτήν. Ἐάν δέ μή ἦ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπιστραφήτω»).
Σέ ἕνα γράμμα της ἡ γερόντισσα ἀπευθύνεται σέ κάποιες κοινωνικές λειτουργοί πού τήν ἀγαποῦσαν καί τήν συμβουλεύονταν.
Μεταξύ ἄλλων τούς γράφει: «Τό ὅτι διαλέξατε στήν ζωή σας νά γίνεται κοινωνικοί λειτουργοί δείχνει πόσο ἀγαπήσατε τόν Δημιουργό μας, πού μᾶς εἶπε τήν πρώτη καί μεγάλη ἐντολή «Ἁγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Μόνο τότε τολμοῦμε νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, ὅταν τόν βλέπουμε στόν πλησίον μας. Γι’αὐτό καί ἐσεῖς ἀγαπήσατε τόν ἄνθρωπο, ὅποιος καί ἄν εἶναι: δικός μου, ξένος, φίλος, ἐχθρός».
Ὅταν λάβουμε τό δῶρο τῆς ἀγάπης τότε δέν μποροῦμε νά τό κρατήσουμε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά τό προσφέρουμε καί στούς ἄλλους καί νά εἶναι διακριτική ἡ ἀγάπη μας.. Σκοπός εἶναι νά φτάσει ὁ ἄλλος μέσα ἀπό ἐμᾶς στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά μήν μείνει σέ μᾶς.
Εἶναι πολύ ἀποκαλυπτική σέ ἕνα γράμμα της ἡ γερόντισσα: «...Ὁ Θεός βρέχει τήν ἀγάπη Του πάνω μου. Ἄν τήν κρατήσω γιά τόν ἑαυτό μου, θά πεθάνω γιατί δέν θά ἀντέξω τήν Δύναμή Της. Ἄν μέ ὅλη αὐτή τήν φωτιά ἀγαπήσω τόν ἄλλον, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι δικιά Του ἡ Ἀγάπη, τότε συμβαίνουν καταπληκτικά πράγματα σ’αὐτόν τόν ἄλλο, πού στήν πραγματικότητα ἐλκύστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔρθε νά τόν ἀγαπήσει. Ἀμέσως θά δεῖς νά τοῦ γίνεται μία μεταμόρφωση. Χαράζει μία νέα πορεία καί ἄν κατανοήσει ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἀπό μένα ἀλλά ἀπό τόν Θεό, ἔρχεται ἡ εὐλογία πάνω του. Ἀλλιῶς, ἄν δέν τό καταλάβει κι ἀρχίζει νά μ’εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀγάπη αὐτή, τά καταστρέφει ὅλα. Ἄν ὅμως τό καταλάβει, τότε καί ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του, θά δώσει σέ ἄλλον καί σέ ἄλλον ἀπό αὐτήν τήν Ἀγάπη, χωρίς ὅμως νά περιμένει ἀνταπόκριση ἤ εὐγνωμοσύνη. Καί τότε, ὅλοι χαιρόμαστε, γιατί νοιώθουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη αὐτή πού εἶναι ὁ Θεός. Καί γίνεται καί κάτι ἄλλο. Ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στήν Ἀγάπη αὐτή» (Ἀσκ, σελ.414).
Στό ἴδιο πνεῦμα μιλάει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Πρέπει νά ἀγαπήσουμε τόν ἀδελφό μας ὅποιος καί ἄν εἶναι καί ὅ,τι καί ἄν κάνει. Νά τόν νοιώθουμε σάν ἕνα μέλος τοῦ σώματός μας καί νά συμπάσχουμε μέ τόν πόνο καί τήν ἀδυναμία του. Καί νά εὐχόμαστε μυστικά γιά τήν πρόοδό του, νά προσπαθοῦμε μόνο καλό νά τοῦ κάνουμε, δίχως νά περιμένουμε ἀνταπόδωση.
«Ἕνα εἶναι τό ζητούμενο στήν ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στούς συνανθρώπους μας. Νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα μέ κεφαλή τόν Χριστό. Ἔτσι μόνο θά ἀποκτήσουμε τήν χάρη, τόν οὐρανό, τήν αἰώνια ζωή»῎
«Ἔτσι ἄν ζοῦμε ἑνωμένοι, θά εἴμαστε μακάριοι, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας». Μπορῶ νά ἀδιαφορήσω γι’αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῶ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ αὐτήν τήν ἑνότητα. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος».
Αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἑνότητας πού καλλιεργοῦσε ὀ Ἅγ. Πορφύριος καί ἡ Ἁγ. Γαβριηλία εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.
Λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἱωάννης, συνέχεια τό τόνιζε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος τά τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου στήν Ἀρχιερατική Προσευχή «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς, ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί καγώ ἐν σοί...ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κακεῖνοι ὦσι μετ’ἐμοῦ».
Αὐτό εἶναί ἡ Ἐκκλησία. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό. Αὐτόν τόν Παράδεισο ζοῦσε καί ὁ Ἁγ Πορφύριος, αὐτόν καί ἡ γερόντισσα.
«Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μία οἰκογένεια, ὅλη ἡ γῆ μία πατρίδα».(Ἀσκητική,σελ.161). Καί πιό κάτω ἔλεγε «ἐγώ νοιώθω ὅτι δέν ζῶ στήν γῆ, ζῶ στόν οὐρανό πραγματικά. Δηλ. ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος. Ἤ θά τόν βροῦμε ἐδῶ καί θά τόν πάρουμε μαζί μας, ἤ δέν θά τόν πάρουμε ποτέ».
«Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά. Θά νοιώθουμε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν..
Νά ἀγαπᾶμε, νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιά ἀγάπη πού ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής» (Βίος καί Λόγοι, σελ.382).
Τόνιζε συνέχεια ὁ Ἅγιος ὅτι μόνο ἄν ἀγαπᾶμε τούς πάντες δίχως νά μᾶς μέλλει ἄν μᾶς ἀγαποῦν ἤ ἄν ἀξίζει νά τούς ἀγαπήσουμε, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο.
Καί συνεχίζει ὁ Ἁγ Πορφύριος: «‘Ἄς σκορπίζουμε σέ ὅλους μας τήν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς, ἀδιαφορῶντας γιά τήν στάση τους. Ὅταν ἔλθει μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἐνδιαφερόμαστε ἄν μᾶς ἀγαπᾶνε ἤ ὄχι, ἄν μᾶς μιλᾶνε μέ καλοσύνη. Θά νοιώθουμε τήν ἀνάγκη ἐμεῖς νά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους. Εἶναι ἐγωισμός νά θέλουμε νά μᾶς μιλᾶνε οἱ ἄλλοι μέ καλοσύνη».
Αὐτή ἡ βαθειά, εἰλικρινής καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη εἶναι πού ἔκανε τόν Ἅγιο Πορφύριο νά συμπάσχει μέ τόν κάθε πονεμένο, νά παίρνει τίς ἀρρώστιες τῶν ἀσθενῶν, νά παρηγορεῖ τούς ἀπελπισμένους, νά σώζει τούς ἁμαρτωλούς δίχως ποτέ νά τούς κατακρίνει.
Τόνιζε συνέχεια πῶς πρέπει νά βλέπουμε τούς ἀνθρώπους μέ συμπάθεια καί νά τούς φερόμαστε μέ εὐγένεια. Νά τούς βλέπουμε ὅλους Ἀγίους, νά μήν κατηγοροῦμε τόν πλησίον μας γιατί εἶναι ἀδελφός μας, «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας», καί δέν μποροῦμε νά τούς κατηγοροῦμε γιατί «οὐδείς τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησε».
Τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε καί στρέφεται ἐναντίον μας πρέπει νά τόν βλέπουμε μέ συμπάθεια καί νά προσευχόμαστε νά ἐλεήσει ὁ Θεός καί αὐτόν καί ἐμᾶς.
Αὐτή ἡ βαθειά ἀγάπη ἔδινε τήν δύναμη στήν γερόντισσα νά μήν φοβᾶται τίποτα καί κανένα ἀφοῦ τούς ἔβλεπε ὅλους ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὥς μία ψυχή. Αὐτή τῆς ἔδινε τήν δύναμη νά βλέπει καθημερινά μέχρι 15 ἀνθρώπους, νά ταυτίζεται μαζί τους, νά μήν ὑπάρχει, καί νά μήν κουράζεται.
Ὅταν κάποτε τήν ρώτησαν ποιός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπάντησε: « Ὁ προορισμός εἶναι Ἀγάπη. Τίποτε ἄλλο. Μήν κάνεις τίποτε ἄλλο. Ἀλλά τί θά πεῖ Ἀγάπη; Ὅταν βλέπεις ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, νά παύεις νά ὐπάρχεις ἐσύ, πραγματικά, ὠς ὀντότης, καί νά μπεῖς στήν ψυχή του. Καί ἄς εἶναι κακοποιός, ἄς εἶναι κάτι πού δέν καταλαβαίνεις.Θά μπεῖς! Γιατί ἔχει καί αὐτός μέσα του τήν Πνοή τοῦ Θεοῦ. Τόν Σπινθήρα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔχει μία καρδιά πού χτυπᾶ σάν τήν δικιά σου.Μέ ἄλλα λόγια ἐσύ ὁ ἴδιος ἀντικατοπτρίζεσαι μέσα του. Ἄν δέν τό κάνεις αὐτό δέν μπορεῖς νά βοηθήσεις τόν ἄλλο.Καί τί ὠφελοῦμε νά ἀγαποῦμε μόνο τόν Θεό μέ τά χέρια ψηλά πρός τόν Κύριο, καθέτως καί νά μή τ’ἀνοίξουμε καί ὁριζοντίως, νά πάρουμε ὅλη τήν Ἀνθρωπότητα,ἐάν εἶναι δυνατόν, καί νά γίνει ἔτσι τό σῶμα μας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ».(Ἀσκητική, σελ.166).
Kάποτε τήν ρώτησαν πῶς κενώνεται, πῶς ξεχνάει τελείως τόν ἑαυτό της καί γίνεται ὁ ἄλλος καί τόν ἀκούει, καί ἀπάντησε πολύ ἁπλά ὅτι γίνεται αὐθόρμητα :«Αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δημιούργησε γιά νά ἀγαποῦμε τούς πάντες, ἀνεξάρτητα τί εἶναι καί τί ἔχει δίχως νά τούς κρίνουμε. Ἐκείνη τήν στιγμή, ἅμα δέν σκέφτεσαι τόν ἑαυτό σου, παρά σκέφτεσαι τήν Ἀπέραντη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γι’αὐτόν τόν ἄνθρωπο,ἐσύ, δειλά δειλά, τόν ἀγαπᾶς ὅσο μπορεῖς, ἐνῶ Ἐκεῖνος, ἀπέραντα! Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Δέν σκέφτομαι ποτέ ὅτι ἐγώ θά τόν ἀγαπήσω. Ποιός εἶμαι ἐγώ; Ἐκεῖνος!» Ἀσκ,σελ.254).
Αὐτή ἡ βαθειά ἀγάπη ἔκανε καί τούς δύο Ἁγίους μας ὅπως καί ὅλους τούς Ἁγίους νά ξεπεράσουν τά σύννεφα, νά βρίσκονται ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη, νά στέλνουν κύματα ἀγάπης μέ τήν προσευχή τους, νά ἀνέχονται τούς πάντες, νά ταυτίζονται μέ τόν κάθε ἄνθρωπο.
Ἔλεγε ὁ Ἅγ. Πορφύριος: «Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει ὅρια, τό ἴδιο καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Νά ἐκτείνεται παντοῦ, στά πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐγώ ἤθελα νά πάω νά ζήσω μαζί μέ τούς χίπηδες στά Μάταλα, χωρίς βέβαια, ἁμαρτίες, γιά νά τούς δείξω τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο μεγάλη εἶναι καί πῶς μπορεῖ νά τούς ἀλλάξει, νά τούς μεταμορφώσει. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ΄ὅλα».
Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός ὅλους ἔκανε καί τήν γερόντισσα νά δέχεται στό κελάκι της τούς πάντες, ἀπό καλλιτέχνες, ἄστεγους, καθηγητές, ἐργάτες, μικρούς, μεγάλους. Ἔδινε τήν δική της μαρτυρία τήν ἐποχή τῆς Μεταπολίτευσης, μέ τά παιδιά τῶν λουλουδιῶν, ναρκομανεῖς, ἀναρχικούς. Ἐπίσης ἔσωσε πολλούς Εὐρωπαίους ἀπό τίς παγίδες τῶν ψευτογκουρού στήν Ἰνδία.
Γιά τήν Ἱεραποστολή
( «Συνεχίστε στούς δρόμους τῆς
ἀγάπης»)
Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγ Πορφύριος νά εἴμαστε ζηλωτές. Ἀλλά μέ τήν σωστή ἔννοια. Ὄχι φανατικοί καί ἐπιθετικοί σέ ἀλλόθρησκους ἤ ἄθεους ἀλλά ὅπως ὁ Χριστός «ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει» χωρίς νά τήν παραβιάζει, ἀλλά περιμένει τήν κάθε ψυχή μόνη της καί ἐλεύθερα νά Τόν δεχτεῖ, ἔτσι καί ἐμεῖς νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή. Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό.
Ὅταν ἔλεγε ζηλωτής ἐνοοῦσε ἐκεῖνον πού ἀγαπάει ὁλόψυχα τόν Χριστό καί στό ὄνομά Του διακονεῖ τόν ἄνθρωπο (Βίος, σελ.394). Μέ λεπτότητα, ὐπομονή,σεβασμό. Ἀκόμη καί σέ κάποιον πού βλασφημᾶ ἔλεγε νά μήν λέμε τίποτα «Στίς συζητήσεις λίγα λόγια γιά τήν θρησκεία καί θά νικήσετε. Ἀφῆστε ἐκεῖνον πού ἔχει ἄλλη γνώμη νά ξεσπάσει, νά πεῖ, νά πεῖ.... Νά αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει νά κάνει μέ ἕναν ἥρεμο ἄνθρωπο. Νά ἐπιδράσετε μέ τήν καλοσύνη σας καί τήν καλοσύνη σας καί ἔπειτα τοῦ μιλᾶτε λίγο. Δέν κάνετε τίποτε ἀν τά πεῖτε ἔντονα, ἄν πεῖτε πχ, «εἶπες ψέμα!» Καί τί θά βγεῖ; Εἶστε «ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων». Τί νά κάνετε; Νά ἀδιαφορεῖτε ἐξωτερικά ἀλλά νά προσεύχεσθε μέσα σας. Νά εἶστε ἕτοιμοι, καταρτησμένοι, μέ παρρησία, ἀλλά καί μέ ἁγιότητα, πραότητα, προσευχή. Γιά νά κάνετε αὐτό ὅμως, πρέπει νά γίνετε ἅγιοι»(Βίος,σελ.396).
Σέ κάθε ἱεραποστολική προσπάθεια τόνιζε, θά πρέπει νά ὑπάρχει λεπτός τρόπος ὥστε νά μήν ἀντιδροῦν οἱ ἄνθρωποι. Καί τό πιό σημαντικό, λίγα λόγια : «Τά λόγια ἠχοῦν στ’αὐτιά καί ἐκνευρίζουν πολλές φορές.Ἡ προσευχή καί ἡ ζωή ἔχουν ἀπήχηση. Ἡ ζωή συγκινεῖ, ἀναγεννᾶ καί ἀλλοιώνει, ἐνῶ τά λόγια μένουν ἄκαρπα. Ἡ καλύτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα , τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας» (σελ. 394).
Καί ἐπίσης τόνιζε τό πόσο πρέπει νά τιμᾶμαι τούς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θρησκεία τους. Νά παραμένουμε εὐγενεῖς καί νά συναστρεφόμαστε μαζί τους ὅταν μᾶς χρειάζονται μέ ἀπόλυτο σεβασμό.
Στό ἴδιο πλαίσιο καί ἡ γερόντισσα μέ τήν τεράστια πείρα της σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς καί ἄν ταξίδεψε στεκόταν μέ μεγάλο σεβασμό καί διακριτικότητα δίχως νά κομπλάρει ἤ νά φοβηθεῖ γιά τήν δική της πίστη.
«Τό ζήτημα εἶναι τί τρόπο ζωῆς θά τούς δείξεις, ὄχι τί τρόπο ζωῆς θά τούς διδάξεις. Γιατί ὅταν δοῦν ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει βίωμα τήν ζωή τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει ἀνάγκη νά διδάξει τίποτα. Θά μαζευτοῦν ὅλοι γύρω του καί θά ποῦν «σέ βλέπουμε τόσο καλό, τόσο πρᾶο,τόσο συγχωρητικό, τόσο μας βοηθᾶς,τόσο.... πού θέλουμε καί ἐμεῖς νά λατρεύσουμε τόν Θεό σου.... Ἀλλά πρέπει πρώτα νά γίνεις σάν καί αὐτούς,νά κοιμηθεῖς κατά γῆς, νά μείνεις μέσα στήν σκόνη, τήν ἀκαθαρσία, νά παραδεχτεῖς τήν ζωή τους ὅπως εἶναι.... νά τούς συμπονέσεις, νά τούς ἀγαπήσεις βαθειά». (Ἀσκητική, σελ.244).
Γιά τήν Θεία Πρόνοια καί τήν
ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο Θέλημα.
«Τίποτε δέν γίνεται χωρίς ἤ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ τήν Παραχώρησή Του. Ἐφόσον εἶναι Παντοδύναμος. Γι αὐτό καί δέν μπορῶ νά πάθω ἄγχος μέ ὅλα αὐτά τά τρομερά πού συμβαίνουν γύρω μας».
Ἡ ἀντίθετη συμπεριφορά, τό ἄγχος, ἡ ἀγωνία, ἡ στεναχώρια,δείχνει ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης, κάτι πού δέν ἐπέτρεπε ποτέ στόν ἑαυτό της.
«Ὅταν στεναχωροῦμαι, εἶναι σάν νά λέω στόν Χριστό «Δέν τά ἔκανες καλά, ὅπως ἔπρεπε, ὅπως δηλ. ἐγώ τά ἤθελα».Ποιά εἶμαι ἐγώ νά τό πῶ αὐτό; Ἤ νά σκεφτῶ «γιατί νά μοῦ ποῦν, γιατί νά μοῦ κάνουν αὐτό ἤ τό ἄλλο»; Μά μποροῦσαν νά συμβοῦν ὅλα αὐτά χωρίς Ἐκεῖνον, χωρίς τήν Παραχώρησή Του; Ὄχι! Καί ἔτσι παραμένουμε ἥσυχοι, ἔχουμε μία μόνιμη γαλήνη.Χωρίς αὐτήν τήν γαλήνη δέν μπορεῖ ὀ Θεός νά στείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς βοηθήσει».(Ἀσκ. 299).
Μέ αὐτό τό σκεπτικό βοηθοῦσε οὐσιαστικά καί τούς ἀνθρώπους πού τήν πλησίαζαν καί ζητοῦσαν τήν βοήθεια καί τήν συμβουλή της. Ποτέ δέν σταματοῦσε σέ πρόβλημα, οὔτε δικό της οὔτε τῶν ἄλλων. Συζητοῦσε, ταυτιζόταν μέ τόν ἄλλο, ζοῦσε τό πρόβλημά του, ἔμπαινε στήν θέση του καί μόλις ἔφευγε τόν παρέδιδε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ τήν προσευχή της ἀλλά δέν ἔκανε ποτέ φαντασίες γιά τό τί ζεῖ στήν συνέχεια ὁ ἄνθρωπος αὐτός καί δέν εἶχε ἄγχος καί ἀγωνία νά τόν σώσει. Ζοῦσε μόνο τήν στιγμή, τό Αἰώνιο Παρόν τοῦ Θεοῦ ὅπως ἔλεγε.
Βαδίζοντας ἔτσι μέ τόν «ρυθμό καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ» δέν εἶχε καμία ἀγωνία γιά τίποτα. Βέβαια πέρασε καί ἐκείνη ἀπό πολλά στάδια μέχρι νά φτάσει σ αὐτήν τήν χαριτωμένη κατάσταση ὅπου ὅλα τά ἀφήνουμε στόν Θεό: «Θυμᾶμαι παλιά, εἶχα ἀγωνίες. Τί θά γίνει; Πῶς θά κάνω; Πότε θά πάω ἐκεῖ; Καί εἶχα καί τόν ἐγωισμό νά δῶ τά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας μου. Ἄν θά μοῦ τήν κατακρίνουν, ἄν θά μοῦ ποῦν μπράβο. Καί περίμενα, καί ἀδημονοῦσα. Τώρα; Τίποτα ἀπολύτως. Κάθομαι ἥσυχα καί περιμένω τό Θέλημά Του στήν ζωή μου,κάθε μέρα. Κάθε πρωί ὑπογράφω ἐν λευκῶ στόν Κύριο».(Ἀσκ. Σελ.333).
Καί ὁ Ἅγ Πορφύριος μιλᾶ συχνά γιά τήν θαυμαστή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή μας ζωή: «Τά γνωρίζει ὅλα ὀ Θεός μέ ἀκρίβεια, σέ ὅλο τό βάθος καί τό πλάτος τους. Ὁ Κύριος γνωρίζει ἐμᾶς, πρίν ἐμεῖς γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας...» (Βίος καί Λόγοι, σελ. 403).
«Ὅλα εἶναι στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε τά πεῦκα; Πόσες βελόνες ἔχει κάθε πεῦκο; Μπορεῖτε νά τίς μετρήσετε; Ὁ Θεός ὅμως τίς γνωρίζει καί χωρίς τήν δική Του θέληση οὔτε μία δέν πέφτει κάτω.Ὅπως καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καί αὐτές ὅλες εἶναι ἠριθμημένες. Ἐκεῖνος φροντίζει καί γιά τίς πιό μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας, μᾶς ἀγαπάει, μᾶς προστατεύει.... Μποροῦμε νά σκεπτόμαστε καί νά λέμε: Θεέ μου εἶσαι πανταχοῦ παρών καί τά βλέπεις ὄλα, ὅπου κι ἄν εἶμαι. Παρακολουθεῖς μέ στοργή τό κάθε μου βῆμα» Σελ. 410).
Ἡ χαρά
(«Πρέπει νά δημιουργήσεις ἄλλες
εὐτυχίες, γιά νά χαρεῖς τίς δικές σου» Ραούλ Φολερώ)
Ὁ Ἅγ Πορφύριος μιλοῦσε συνέχεια γιά τήν ἀγάπη καί τήν τρέλα του γιά τόν Χριστό. «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς τό ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη μας, Αὐτός ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ἐκεῖ πηγάζει ἡ χαρά.
Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιά πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῶ» (Βίος καί Λόγοι, σελ. 218).
Προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά στραφοῦν μέ πόθο, μέ λαχτάρα στόν Χριστό. Τούς προτρέπει νά κάνουν καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ὅσες προσευχές θέλουν ἀλλά νά εἶναι χαρούμενοι, νά ἔχουν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπολαμβάνουν τήν εἰρήνη καί τήν εὐδαιμονία πού μᾶς προσφέρει. «Εἶναι ἡ χαρά τοῦ Κυρίου μας πού δίνει τήν ἀσφαλή γαλήνη, τήν γαλήνια τερπνότητα καί τήν πάντερπνη εὐδαιμονία.Ἡ χαρά ἡ πασίχαρη, πού ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστός θέλει καί εὐχαριστεῖται νά σκορπάει τήν χαρά, νά πλουτίζει τούς πιστούς Του μέ χαρά.Εὔχομαι «ἡ χαρά ὑμῶν ἦ πεπληρωμένη».
Νά μήν μένουμε μόνο στά τυπικά γιατί μπορεῖ νά παραμείνουμε στείροι καί παγεροί. Στόχος μας νά γίνει νά μποῦμε μέσα στήν χαρά καί στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, νά θέλουμε νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό, νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί νά ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει καί Ἐκεῖνος.Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Καί αὐτό πού λαχταρά ὁ Χριστός μας εἶναι νά μᾶς γεμίζει μέ χαρά διότι εἶναι ἠ πηγή τῆς χαρᾶς(σελ 218).
Καί ἡ γερόντισσα, πού ὀνομάστηκε ἀπό τόν μακαριστό γέροντά μας «ἠ γερόντισσα τῆς χαρᾶς», ἔλαμπε ὁλόκληρη ἀπό τήν φωτεινή παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἀπό ποῦ ἀντλοῦσε αὐτήν τήν χαρά; Ἀπό τήν ἀληθινή πηγή τῆς χαρᾶς, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο.
Δέν περίμενε νά τήν κάνει χαρούμενη ὁ ἄλλος, ἀντιθέτως δέν μποροῦσε κανένας νά τῆς πάρει τήν χαρά καί νά τήν στεναχωρήσει («δέν γεννήθηκε ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ στεναχωρήσει»).
Τόνιζε ὅτι ἡ χαρά εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τοῦ Χριστιανοῦ «Γιατί ὁ Χριστός εἶπε «τήν εἰρήνη τήν δική Μου σᾶς δίνω, ὄχι ὅπως ὁ κόσμος. Καί παραπέρα «Τήν χαρά τήν δική μου σᾶς δίνω,ὄχι ὅπως ὁ κόσμος.Δηλ. αὐτή ἡ χαρά πηγάζει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό μέσα μας ἀναβλύζει. Δέν περιμένουμε ὁ ἄλλος νά μᾶς κάνει χαρούμενους γιατί πρῶτα ὁ Χριστός μᾶς κάνει»(Ασκ. 343).
Μποροῦσε καί παρέμενε χαρούμενη παρόλο πού κάθε μέρα ἔβλεπε ἀνθρώπους μέ πολλά βάσανα καί προβλήματα. Καί ὁ λόγος ἦταν ὅτι ἀγαποῦσε πολύ τούς ἀνθρώπους καί ταυτόχρονα σκεφτόταν πόσο περισσότερο τούς ἀγαπᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού τούς ἔπλασε.
Ἔτσι ἔπαιρνε μέσα της τόν κάθε πονεμένο καί τόν παρέδιδε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ κάνοντας πολλή θερμή προσευχή. Μέ τό νά σκέπτεται πολύ τόν ἄλλο καί ὄχι τόν ἑαυτό της εἶχε μόνιμη χαρά. Καί μετέδιδε αὐτή τήν χαρά πού εἶχε καί στούς συνομιλητές της.
Γιατί ἡ ἀληθινή χαρά εἶναι ὅταν μοιράζεσαι. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι χαρούμενος μόνος του, ὅταν κοιτάζει μόνο τόν ἑαυτό του.
Γι αὐτό ἡ καί γερόντισσα προέτρεπε τούς ἀνθρώπους σέ ποικίλες διακονίες ὥστε νά προσφέρουν ἀλλά καί νά λαμβάνουν. Ἄν κάποιος πήγαινε ὅλο μιζέρια καί τῆς ἔλεγε ὅτι ἔχει θλίψη τότε τούς ἔδινε μία ἄλλη πρόταση ζωῆς : «Ἄν θές νά πάψεις νά ἔχεις θλίψη, θά πρέπει νά πάψεις ν’ἀσχολεῖσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πρέπει νά γίνεσαι ὁ ἄλλος, καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πρῶτον πίστις, δεύτερον πίστις, τρίτον πίστις» (Ἡ γερόντισσα τῆς χαρᾶς,σελ.131). ( «δίνοντας χαρά στούς ἄλλους, ἐσύ τήν νοιώθεις πρῶτα» Ἀσκητική, σελ. 359).
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
(«Ὅταν κλείνει ἡ πόρτα τοῦ
κελιοῦ ἀνοίγει ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ»)
Ὁ Ἅγ. Πορφύριος μᾶς μιλάει γιά τήν προσευχή πού τήν ζοῦσε ὥς τήν ἀναπνοή του, ὡς τό καθημερινό του ὀξυγόνο.
Ἡ προσευχή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅποτε θέλει θά μᾶς τό δώσει ὀ ἴδιος. Ἐμεῖς νά ἀπευθυνόμαστε σέ Ἐκεῖνον μέ ὕφος παρακλητικό, ἱκετευτικό, ταπεινό. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Νά στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί νά λέμε μέ εὐλάβεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ἐπίσης μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος νά ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς ἀνοίξει τά πνευματικά μάτια καί νά λάμψει ἐντός μας τό ἀκήρατο Φῶς τῆς θείας γνώσεως καί νά μή ὑπερηφανευόμαστε γιά τό πόσες μετάνοιες κάναμε καί νά θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεός θά πρέπει ὁπωσδήποτε ἀφού κάνουμε τά τυπικά μας, νά μᾶς στείλει τήν Θεία Χάρη Του. Αὐτό εἶναι δική του ἀπόφαση. Ἐμεῖς πρέπει νά τόν ἀγαπήσουμε ἁπλά, χωρίς σφίξιμο καί ἀγώνα. Ἄν τόν ἀγαπήσουμε πολύ ἡ εὐχή θά λέγεται ἀπό μόνη της γιατί δέν θά μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς νά τόν ἐπικαλούμαστε συνέχεια στήν καθημερινότητά μας. «Τό πᾶν εἶναι ν’ἀγαπήσουμε τόν Χριστο, τήν προσευχή, τήν μελέτη. Παίρνουμε ἕνα ἑκατομμύριο καί τό κόβουμε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τό ἕνα ἑκατομυριοστό.
Νά ἔχουμε λοιπόν μία ζωντανή σχέση μέ τόν ζωντανό Θεό. Καί νά μήν τοῦ ζητᾶμε τίποτα, μόνο τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἀρκετό νά λέμε « Κύριε Ἰησοῦ ἐλέησόν με». Δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἐνημέρωση ἀπό ἐμᾶς γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνος τά γνωρίζει ὅλα ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό ἐμᾶς καί μᾶς δίνει τήν ἀγάπη Του. Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημά Του καί ὁ Θεός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια»(Βίος καί Λόγοι, σελ.256).
Νά λέμε τήν εὐχή καί ὁ νοῦς μας νά βρίσκεται στά λόγια τῆς εὐχῆς. Τίποτα ἄλλο: «Ἤρεμα, μέ τά μάτια ἀνοιχτά γιά νά μήν κινδυνεύεται ἀπό φαντασίες καί πλάνες... Νά λέτε τήν εὐχή μέ τρόπο ἁπαλό καί ὄχι συνέχεια, ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως,ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τῆς Θείας Χάριτος... Νά μή γίνεται ἡ εὐχή ἀγγαρία.Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει ἀντίδραση, νά κάνει κακό» (266).
Καί πάλι μᾶς δίνει κουράγιο συμβουλεύοντας ἁπλά νά μήν γίνεται ἡ εὐχή μέ ἄγχος οὔτε σφίξιμο.
Καί ἡ γερόντισσα ἔβαζε σέ προτεραιότητα τήν προσευχή. Ἀλλά προσευχή πού γίνεται μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο.
«Ἄν δέν ἀγαπᾶτε, μήν τολμᾶτε νά προσευχηθεῖτε. Γιατί δέν φτάνει στ’αὐτιά τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.Ἔρχεται κάποιος καί μοῦ λέει: «Δέν τόν ἀντέχω τόν τάδε, βέβαια δέν θέλω τό κακό του, ἀλλά παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν φωτίσει» Καί ἐγώ λέγω «πῶς τολμᾶς»; Ἀν πῶ: Σέ παρακαλῶ Κύριε, φώτισε τόν ἄνθρωπο τοῦτον τόν ὁποῖο ἐγώ δέν ἀγαπῶ» τότε ὁ Κύριος θά μοῦ πεῖ: «Τί σέ ἐνδιαφέρει; Ἀφοῦ δέν τόν ἀγαπᾶς. Ἀγάπησέ τον πρῶτα καί ἔλα νά μοῦ τό ζητήσεις. Ἀμέσως θά σοῦ τό κάνω».Γιατί μᾶς εἶπε «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Ἀσκ σελ.317).
Ἀντίθετα ὅταν κινούμαστε ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄλλο ἡ προσευχή μας, ἀκόμη καί ἕνας ἀναστεναγμός γιά τόν ἄλλο, θά εἰσακουστεῖ.
Κρατῶντας τό κομποσκοίνι μας μᾶς προτρέπει νά λέμε «Θεέ μου, ἐσύ ξέρεις πόσο τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη μου αὐτή δέν εἶναι δική μου, γιατί Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς Ἀγάπης. Ἀπ’αὐτήν τήν πηγή τῆς ἀγάπης παίρνω καί ἐγώ, καί Σοῦ τόν προσφέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο.Καί Σέ παρακαλῶ νά Τοῦ δώσεις Φώτιση, Ἔλεος, Δύναμη, Πίστη, νά τοῦ δώσεις ὅλα τά πλούσια ἐλέη Σου πού Ἐσύ δίνεις. Ἐγώ μόνο τήν ταπεινή μου ἀγάπη μπορῶ νά προσφέρω. Καί Σέ παρακαλῶ γιά (κι ἀφοῦ πεῖς αὐτόν τόν πρόλογο παίρνεις ἕνα κόμπο καί λές τόν τάδε... τόν τάδε... καί θά φέρεις νοερά στά Πόδια τοῦ Χριστοῦ αὐτά τά πρόσωπα, σάν νά εἶναι γονατιστοί καί νά προσεύχονται μπροστά Του αὐτοί οἱ ἴδιοι.Τότε ὁ Θεός κάνει θαύματα μ’αὐτήν τήν προσευχή. Γιατί ὁ Θεός μᾶς θέλει συνεργούς. Ὅσο τιποτένιοι καί ἄν εἴμαστε. Γιατί εἴμαστε τά πλάσματά του καί μ’αὐτά τά πλάσματα ἔχει νά δουλέψει»(Ἀσκ σελ 254).
Καί ὁ Ἅγιος κινούμενος ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη γιά τούς ἄλλους μᾶς προτρέπει νά λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί νά ἔχουμε μέσα μας καί τούς ἄλλους. Αὐτό τό «μέ» νά περικλείει καί τούς ἄλλους ἀφοῦ ἔτσι τούς κάνουμε ἕνα μέ τόν ἑαυτό μας. Καί νά ζητᾶμε καί ἀπό τούς ἄλλους νά εὔχονται γιά μᾶς. Ἔτσι ζοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς τόν Παράδεισο «Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στόν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἔνωση μέ τόν Θεό, ἡ ἕνωση μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος» (Βίος σελ.283).
Στήν ἀγωνία πολλῶν ἀνθρώπων ὅτι δέν τούς περισσεύει χρόνος γιά νά προσευχηθοῦν μέ τόσες ἔγνοιες πού ἔχουν ἀπαντοῦν οἱ Ἅγιοι μας:
«Σημασία στήν προσευχή ἔχει ὄχι ἡ χρονική διάρκεια ἀλλά ἡ ἔνταση. Νά προσεύχεσθε ἔστω καί πέντε λεπτά, ἀλλά δοσμένα στόν Θεό μέ ἀγάπη καί λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μία νύχτα ὁλόκληρη νά προσεύχεται κι ὁ ἄλλος μονάχα πέντε λεπτά καί αὐτή ἡ προσευχή τῶν πέντε λεπτῶν νά εἶναι ἀνώτερη» (Βιος καί Λόγος σελ.277).
Καί ἡ γερόντισσα στό ἴδιο πνεῦμα ἀπαντᾶ: «δέν χρειάζεται χρόνος. Γιατί ἡ προσευχή εἶναι μία κατάσταση ψυχῆς. Ὅταν πλένεις πιάτα καί λές Κύριε ἐλέησον, καί ὅταν πᾶς ν’ἀνάψεις τόν φοῦρνο ἤ νά στρώσεις τά κρεβάτια Κύριε Ἐλέησον. Ὅλα αὐτά πού κάνουμε τήν μέρα μποροῦμε νά τά κάνουμε καί πίσω ἀπ’ὅλα αὐτά , ὅπως ἀκοῦμε μιά μακρυνή μουσική, νά ἔχουμε τήν Ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τήν Ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ»(Ἀσκ. Σε. 317). («τόν νοῦ σου στόν Θεό, τά χέρια σου στ’ἀλέτρι». Ἀσκ σελ.384).
Ὅλα τά προβλήματα μᾶς συνιστοῦν οἱ Ἄγιοι νά τά κάνουμε προσευχή. («πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῶ τῶ Θεῶ παραθώμεθα»). Δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἄλυτο γιά τόν ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς. Ὅλα μέ τήν προσευχή τακτοποιοῦνται ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε φλόγα στήν προσευχή καί ὄχι ἄγχος. Ὅταν εἴμαστε ἐν προσευχῆ τότε καί οἱ δουλειές γίνονται μέ χάρη καί δίχως ζημιές. Καί θά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός σέ δύσκολες καταστάσεις.
Συνιστοῦσε ἀκόμη ὁ Ἀγ Πορφύριος νά εὐχόμαστε γιά τόν κόσμο «ἐν τῶ κρυπτῶ». Δίχως περισπασμούς, πολλά λόγια καί ἐπικοινωνίες. Πιό πολύ θά τούς ὠφελήσουμε μέ λίγη ἔμπονη, συνετή, προσευχή.
Τό ἴδιο καί ἡ γερόντισσα ἔβρισκε τήν καλύτερη λύση γιά ὄλα στήν προσευχή. Ὅταν δέν μποροῦμε νά κάνουμε κάτι γιά κάποιον πρακτικά γιά νά τόν βοηθήσουμε, νά τό κάνουμε θέμα προσευχῆς καί νά ζητήσουμε ἀπό τόν Χριστό νά τόν πάρει στήν ἀγκαλιά Του, νά τοῦ δώσει τήν εὐλογία Του.
Τέλος ἡ προσευχή γιά τούς Ἁγίους μας εἶναι ἡ δοξολογία
Ἡ γερόντισσα ἔλεγε «τό μεγαλύτερο μέρος τῆς προσευχῆς μου ἐδῶ καί χρόνια τώρα εἶναι τό Εὑχαριστῶ. Τί νά ζητήσω ἄλλωστε; ἀφοῦ ἔχω τά πάντα»(Ἀσκ σελ.371).
Καί ὁ Ἄγιος Πορφύριος προτρέπει νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους πού συνέχεια δοξολογοῦν τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ προσευχή τους, τό ἔργο τους. Ἀντίθετα ἐμεῖς εἴμαστε ὑλικοί ἄνθρωποι καί γι αὐτό προσευχόμαστε ἀνθρώπινα καί μέ ἰδιοτέλεια καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς τακτοποιήσει τά διάφορα θέματα μας. «Οἱ ἄγγελοι δέν προσεύχονται γιά νά κερδίσουν κάτι (παρ κ με ἀηδόνι),εἶναι ἀνιδιοτελεῖς. Ὁ Θεός ἔδωσε καί σέ μᾶς τήν δυνατότητα νά εἶναι ἡ προσευχή μας μιά διαρκή δοξολογία, προσευχή ἀγγελική. Ἐδῶ βρίσκεται τό μεγάλο μυστικό. Ὅταν μποῦμε σ’αὐτήν τήν προσευχή, θά δοξάζουμε τόν Θεό συνεχῶς, ἀφήνοντάς τα ὅλα σ’ Αὐτόν» ὅπως εὔχεται ἡ Ἐκκλησία «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῶ τῶ Θεῶ παραθώμεθα».(Βίος καί Λόγοι, σελ.286).
Σάν συμπέρασμα θά λέγαμε ὅτι οἱ Ἄγιοι μας προέβαλαν καί προέτασαν καί προτιμοῦσαν σέ ὅλα καί γιά ὅλους καί ὅλα τήν προσευχή ( λέει ὁ Ἁγ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Μνημονευτέον μᾶλλον τοῦ Θεοῦ ἤ ἀναπνευστέον») καί τήν ἀέναη δοξολογία. Γιά ὅ,τι ἔκαναν, Τοῦ στέλνουν τήν σκέψη τους, γιά ὅ,τι καλό Τοῦ δίνουν δόξα, στήν ὅποια δοκιμασία Τοῦ δίνουν εὐχαριστία. Ποτέ δέν ξεχνοῦν ὅτι εἶναι δικοί Του γιατί ξέρουν καλά ὅτι προορισμός τους εἶναι νά λατρεύουν τόν Θεό καί νά ἀγαπᾶνε τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι φτάνουν νά ξεχνοῦν τόν ἑαυτό τους ἀφοῦ ταυτίζονται μέ τόν πλησίον τους καί ἔχουν μιά καρδιά πού «καίγεται» ἀπό ἀγάπη γιά ὅλη τήν κτίση καί πού δέν ἡσυχάζει μέχρι νά γίνουμε ὅλοι «ἕν».
2 σχόλια:
Κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν _ Αγίου Εφραίμ του Σύρου
"Ἐρώτησις. Πῶς γέγραπται περὶ τῶν αἱρετικῶν, ὅτι τοὺς
μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα; Καὶ ἀλλαχοῦ εἴρηται, ὅτι ὡς ἐχθροὺς Θεοῦ μισήσατε
αὐτούς. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ, ὅτι οὐ μισήσεις πάντα ἄνθρωπον.
Ἀπόκρισις. Τοὺς
αἱρεσιώτας, ὡς βλασφήμους καὶ τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἡ Γραφὴ οὐκ ὠνόμασεν
ἀνθρώπους, ἀλλὰ κύνας καὶ λύκους καὶ χοίρους καὶ ἀντιχρίστους, καθὼς φησὶν ὁ
Κύριος· μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί. Καὶ Ἰωάννης λέγει, ὅτι ἀντί 235 χριστοι πολλοὶ
γεγόνασι. Τούτους οὖν οὐ χρὴ ἀγαπᾶν, οὐδὲ συνδυάζειν, οὐδὲ συνεύχεσθαι, οὐδὲ
συνεσθίειν, οὐδὲ λαμβάνειν εἰς οἶκον, οὐδὲ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν· ἵνα μὴ τῶν ἔργων
πονηρῶν αὐτῶν κοινωνήσωμεν."
Τα παραπάνω ως απάντηση σε όσους μας λιγώνουν με τις ατελείωτες αγαπολογίες τους
Δημητρίου Γιάννης
Εξαιρετική ομιλία!
Αναλύει όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της Αγάπης.
Η αγάπη προς όλους ανεξαιρέτως, η αγάπη ως θυσία, ως προσευχή, η αγάπη που δεν ζητά προβολή ή ανταλλάγματα.
Νομίζω θα έπρεπε να ανατρέχουμε συχνά σε αυτό το άρθρο.
Δημοσίευση σχολίου