Τρίτη 16 Απριλίου 2024

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΔΙΚΙΑ - Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

 

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΔΙΚΙΑ

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

O Iησούς, ως γνωστό, ξεκίνησε τη δημόσια δράση του με κήρυγμα στη συναγωγή της Ναζαρέτ. Σύμφωνα με την ευαγγελική αφήγηση, ο Ιησούς εκεί χρησιμοποίησε μια προφητεία του προφήτη Ησαΐα για να αναγγείλει την έναρξη του έργου του («Το Πνεύμα του Κυρίου είναι επάνω μου, διότι με έχρισε. Με έστειλε να φέρω στους φτωχούς χαρμόσυνο άγγελμα»). Πολλοί ερμηνευτές λένε ότι εδώ ως φτωχοί εννοούνται μεταφορικά οι εθνικοί, επειδή αυτοί στερούνταν ως τότε τον πλούτο των θείων δωρεών. Η ερμηνεία αυτή δηλαδή, δεν βλέπει στην προφητεία και κυριολεκτική, κοινωνική διάσταση. Ωστόσο η σύγχρονη βιβλική έρευνα έχει επισημάνει ότι με το κήρυγμα αυτό ο Χριστός έδωσε πράγματι και κοινωνικό μήνυμα.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι ο Ιησούς στη συναγωγή ξετύλιξε το χειρόγραφο, και διάβασε ένα συγκεκριμένο απόσπασμα από τον Ησαΐα. Ωστόσο, αν προσέξουμε το κείμενο, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι ένα συγκεκριμένο απόσπασμα, αλλά σύνθεση αποσπασμάτων: Περιλαμβάνει τη φράση «ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει» (:«να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους»), η οποία φράση είναι από άλλο σημείο του Ησαΐα, όπου ο Θεός διευκρινίζει ποια είναι η αυθεντική νηστεία. Φαίνεται δηλαδή, ότι ο συγγραφέας του Ευαγγελίου έκανε μια σύνθεση χωρίων, ακριβώς για να αναδείξει την απελευθέρωση όχι μόνο ως εσωτερική ψυχική κατάσταση του κάθε ανθρώπου, αλλά και ως πραγματικό κοινωνικό γεγονός.

Αυτή η σύνδεση της αποστολής του Χριστού με την αυθεντική νηστεία έχει τεράστια σημασία. Στο προφητικό κείμενο του Ησαΐα ο Θεός ορίζει ότι η αυθεντική νηστεία δεν γίνεται με την τήρηση των τύπων, αλλά με την απελευθερωτική πράξη:

«Η νηστεία, όπως εγώ τη θέλω [λέει ο Θεός], δεν είναι να υποβάλλεσθε σε κάποιες δυσκολίες για μια μέρα…». Η αυθεντική νηστεία είναι το «να σπάτε τα δεσμά των αδικημένων, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, να απελευθερώνετε τους καταπιεσμένους και να συντρίβετε κάθε ζυγό».

Είναι χαρακτηριστικό πώς σχολίασε αυτό το κείμενο (και ειδικά την φράση: «να σπάτε τα δεσμά των αδικημένων, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, να απελευθερώνετε τους καταπιεσμένους και να συντρίβετε κάθε ζυγό») ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Στην τελική ανάσταση (λέει ο άγιος Γρηγόριος) οι άρπαγες και οι άδικοι δεν θα συναντήσουν τον Χριστό, διότι και στην εδώ ζωή αρνήθηκαν να τον συναντήσουν. Οι τεράστιες περιουσίες τις οποίες σχηματίζουν οι πλεονέκτες είναι στην πραγματικότητα κοινές, διότι προέρχονται από αυτά τα οποία ο Θεός τα έφτιαξε κοινά για όλους. Αρπαγή (λέει ο άγιος Γρηγόριος) είναι και αυτός ο πλουτισμός. Όχι μόνον η «κλασική» κλοπή, όπου ένας κλέφτης αρπάζει κάποιο ξένο αντικείμενο.

Αποκαλώντας αρπαγή τον τεράστιο πλουτισμό, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θίγει ένα τεράστιο ζήτημα. Το ζήτημα της ΘΕΣΜΙΚΗΣ κοινωνικής αδικίας, δηλαδή της κοινωνικής αδικίας η οποία λαμβάνει χώρα όχι παράνομα (όπως μια «κλασική» κλοπή), αλλά σύμφωνα με τους νόμους και το οικονομικό σύστημα.

Μια ολόκληρη σειρά Πατέρων έχουν θέσει το θέμα αυτό (της θεσμικής, σύννομης κοινωνικής αδικίας), αλλά (κατά έναν περίεργο τρόπο) η οπτική τους μάλλον αγνοείται σήμερα. Έτσι σήμερα δίνεται έμφαση μόνο στην περιστασιακή φιλανθρωπία, και όχι στην κριτική του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, δηλαδή των συνθηκών οι οποίες παράγουν αδικία και ανισότητα. Για να δούμε λοιπόν την κριτική των Πατέρων απέναντι στην ΘΕΣΜΙΚΗ κοινωνική αδικία, επιλέγω τέσσερα ενδεικτικά σημεία:

Είναι χαρακτηριστικό πώς σχολίασε αυτό το κείμενο (και ειδικά την φράση: «να σπάτε τα δεσμά των αδικημένων, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, να απελευθερώνετε τους καταπιεσμένους και να συντρίβετε κάθε ζυγό») ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Στην τελική ανάσταση (λέει ο άγιος Γρηγόριος) οι άρπαγες και οι άδικοι δεν θα συναντήσουν τον Χριστό, διότι και στην εδώ ζωή αρνήθηκαν να τον συναντήσουν. Οι τεράστιες περιουσίες τις οποίες σχηματίζουν οι πλεονέκτες είναι στην πραγματικότητα κοινές, διότι προέρχονται από αυτά τα οποία ο Θεός τα έφτιαξε κοινά για όλους. Αρπαγή (λέει ο άγιος Γρηγόριος) είναι και αυτός ο πλουτισμός. Όχι μόνον η «κλασική» κλοπή, όπου ένας κλέφτης αρπάζει κάποιο ξένο αντικείμενο.

Υπάρχουν Πατέρες οι οποίοι επισημαίνουν ότι η ελεημοσύνη είναι μεν σημαντική, αλλά  θέλει πολύ προσοχή. Συχνά (λένε οι Πατέρες) η ελεημοσύνη γίνεται επικίνδυνο εργαλείο, όταν όσοι παράγουν αδικία και φτώχεια, χρησιμοποιούν την ελεημοσύνη ως άλλοθι. «Ποιο είναι το όφελος», έλεγε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με την εκμετάλλευση και κατόπιν ανακουφίζεις έναν με την ελεημοσύνη; Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων». Ο δε άγιος Αστέριος Αμασείας προχώρησε περισσότερο: «Είναι αδύνατο να συγκεντρωθεί τεράστιος πλούτος δίχως να διαπραχθεί αμαρτία».

Αντίθετα προς την διαδεδομένη άποψη ότι η ταξική κοινωνία και η ανισότητα είναι θέλημα Θεού, πάρα πολλοί Πατέρες υποστηρίζουν ότι η ταξική ανισότητα είναι αποτέλεσμα της προπατορικής πτώσης και αντίθετη προς το θέλημα του Θεού. Συνεπώς (λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) ο νόμος τον οποίον πρέπει να δέχεται ο Χριστιανός, δεν είναι ο  νόμος του ισχυρού (δηλαδή η ταξική ανισότητα), αλλά ο νόμος του δημιουργού (η ισότητα). Παρόμοια, μεγάλος αριθμός Πατέρων (ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος κ.ά.) επιμένουν ότι η γη δόθηκε από τον Θεό σε όλους από κοινού. Είναι πολύ χαρακτηριστική η εικόνα την οποία μας δίνει ο Μ. Βασίλειος για να απαντήσει στους ισχυρισμούς των πλουσίων ότι δεν αδικούν κανέναν, αφού η ιδιοκτησία τους είναι νόμιμη. Ο πλούσιος (λέει ο Βασίλειος) μοιάζει με εκείνον που εισέρχεται πρώτος στο θέατρο, καταλαμβάνει όσα περισσότερα άδεια καθίσματα μπορεί και κατόπιν δεν αφήνει να καθίσουν εκεί όσοι μπαίνουν μετά.

Πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το εξής: Σε κάποιο σημείο της Παλαιάς Διαθήκης, στον προφήτη Αγγαίο, ο Θεός λέει τα εξής: «Σε μένα, τον Κύριο του σύμπαντος, ανήκει το ασήμι και το χρυσάφι». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λοιπόν κατήγγειλε ότι στην πρόταση αυτή κάποιοι αργότερα πρόσθεσαν την φράση: «…και το δίνω [εγώ, ο Θεός, το χρυσάφι και το ασήμι] σε όποιον θέλω εγώ». Ο Χρυσόστομος καταδίκασε με οξύτητα αυτή την προσθήκη, η οποία τι έκανε; Εμφάνιζε ως θέλημα του Θεού την ταξική ανισότητα. Ο Χρυσόστομος λοιπόν υποστήριξε ότι την προσθήκη αυτή τη μεθόδευσε ο ίδιος ο διάβολος! Είναι αδιανόητο (καταλήγει με χαρακτηριστική σκληρότητα) να πιστεύει κάποιος ότι είναι θέλημα του Θεού ο πλουτισμός ανθρώπων βρώμικων, που δεν τους αξίζει να αντικρίζουν τον ήλιο και να αναπνέουν, αφού αναστατώνουν τα πάντα γύρω τους, αρπάζουν τα σπίτια των χηρών, αδικούν τους ορφανούς και καταδυναστεύουν τους αδύναμους. Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συμφωνεί: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη».

Ξέρουμε ότι η πρώτη Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα είχε βρει έναν τρόπο ώστε τα υλικά αγαθά να είναι κοινά σε όλους, και να μην υπάρχουν φτωχοί στην εκκλησιαστική κοινότητα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λοιπόν οραματίστηκε, αυτό (το οποίο είχε γίνει στο εσωτερικό της εκκλησιαστικής κοινότητας) να γίνει και σε ολόκληρη την κοινωνία. Και μάλιστα –ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως– υπολόγιζε πόσοι πολλοί ήταν στις μέρες του οι Χριστιανοί και πόσο εύκολο ήταν να πραγματοποιηθεί αυτό. Και μάλιστα, ενώ η έκφραση «αγγελικός βίος» γενικά χρησιμοποιείται για τον μοναχισμό, ο Χρυσόστομος «αγγελικό βίο» χαρακτήριζε την ζωή της πρώτης Εκκλησίας όπου δεν υπήρχε κανένας φτωχός και κανένας αδικημένος.

Στο πλαίσιο αυτό είναι πολύτιμη και η στάση της πατερικής παράδοσης ειδικά απέναντι στον εργατικό μισθό:

Μια στερεότυπη εικόνα στην Παλαιά Διαθήκη είναι η κραυγή των αδικημένων, η οποία φτάνει ως τον ουρανό.  Μία από αυτές τις κραυγές είναι των εργατών στους οποίος ο εργοδότης δεν δίνει τον δίκαιο μισθό. Υπάρχει λοιπόν μία γραμμή που ξεκινά από την Παλαιά Διαθήκη και φτάνει μέχρι την επιστολή του Ιακώβου, στην Καινή Διαθήκη, όπου η θεία οργή στρέφεται εναντίον όσων κατακράτησαν το μεροκάματο των θεριστών. Αυτή η γραμμή αποτυπώνεται και σε έργα Πατέρων, οι οποίοι ζητούν από τους εξομολόγους να επιβάλλουν το επιτίμιο του φονιά στον άδικο εργοδότη. Οι Πατέρες δηλαδή, εξισώνουν την εργασιακή αδικία με ανθρωποκτονία. Κατά τον Βασίλειο, αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι «θηρία», «μολυσμένοι» και «ανθρωποκτόνοι» στους οποίους πρέπει καταδίκη φονιά. Και μάλιστα ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Βασίλειος πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, ισχυριζόμενοι ότι η αποστέρηση του μισθού είναι βασανιστική, είναι αργός θάνατος και γι’ αυτό είναι πιο βαριά από τον φόνο.

Όλα αυτά καλούν τον Χριστιανό σε  πράξη – όχι μόνο σε θεωρητικό προβληματισμό.

Είναι γνωστή η διακήρυξη του αποστόλου Παύλου, «Όσοι […] εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Ουκ ένι Ιουδαίος ούδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ πάντες γάρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού». Στο χωρίο αυτό ορισμένοι βλέπουν μόνο τη διαβεβαίωση ότι σε πνευματικό επίπεδο ο Χριστός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αντιθέτως, όμως, και κυριολεκτικές κοινωνικές διαστάσεις διέγνωσε στο χωρίο αυτό ο άγιος Ιωάννης, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (στις αρχές του 7ου αι.), ο οποίος, ως γνωστόν, ονομάστηκε Ελεήμων ακριβώς εξαιτίας του εκτεταμένου φιλανθρωπικού έργου του. Ο Ιωάννης υποστήριξε ότι η πνευματική ισότητα συνεπάγεται αξίωση για κοινωνική ισότητα: «Αν είμαστε ίσοι ενώπιον του Χριστού», έλεγε, «να γίνουμε ίσοι και μεταξύ μας». Δεν είναι τυχαίο ότι Πατέρες όπως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Μ. Βασίλειος, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας έγραψαν λόγους εναντίον αυτών που δάνειζαν χρήματα με τόκο και εκμεταλλεύονταν τους αναγκεμένους. Οι Πατέρες μάλιστα ζητούσαν από τους αυτοκράτορες να παρέμβουν υπέρ των αδυνάτων. Αυτό που έκαναν δηλαδή, οι Πατέρες ήταν κριτική του τραπεζικού συστήματος της εποχής τους.

Αυτή η γραμμή αποτυπώνεται και σε έργα Πατέρων, οι οποίοι ζητούν από τους εξομολόγους να επιβάλλουν το επιτίμιο του φονιά στον άδικο εργοδότη. Οι Πατέρες δηλαδή, εξισώνουν την εργασιακή αδικία με ανθρωποκτονία. Κατά τον Βασίλειο, αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι «θηρία», «μολυσμένοι» και «ανθρωποκτόνοι» στους οποίους πρέπει καταδίκη φονιά. Και μάλιστα ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Βασίλειος πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, ισχυριζόμενοι ότι η αποστέρηση του μισθού είναι βασανιστική, είναι αργός θάνατος και γι’ αυτό είναι πιο βαριά από τον φόνο.

Ωστόσο, η πράξη για κοινωνική δικαιοσύνη, κάποιες φορές περνά και μέσα από συγκρούσεις, παρόλο που η Εκκλησία ζητά κανένας να μην καταφεύγει στη βία. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Χρυσοστόμου, ο οποίος λέει ότι ο πραγματικά βίαιος, ο πραγματικά επιτιθέμενος, δεν είναι αυτός που πεινάει και παλεύει για το ψωμί του. Αυτός αντιδρά εξ ανάγκης. Οι πραγματικά βίαιοι, οι πρώτοι επιτιθέμενοι (λέει ο Χρυσόστομος) είναι αυτοί που παράγουν αδικία, κι από πάνω κατηγορούν τον πεινασμένο ότι για την φτώχεια του φταίει ο ίδιος επειδή τάχα είναι τεμπέλης.

Δείτε και το εξής εκπληκτικό, από τον άγιο Ειρηναίο Λυών. Στην εποχή του (τον 2ον αιώνα) κάποιοι αιρετικοί (οι Μαρκιωνίτες) υποστήριζαν ότι υπάρχουν δύο θεοί: Από τη μια ο κακός, ο ανήθικος θεός της Παλαιάς Διαθήκης, και από την άλλη ο καλός, ο ηθικός θεός της Καινής Διαθήκης. Ένα από τα επιχειρήματα που πρόβαλλαν προς ενίσχυση αυτής της πεποίθησής τους, ήταν ένα περιστατικό που μνημονεύεται στην Παλαιά Διαθήκη. Όταν ο Θεός προετοίμαζε τους Εβραίους για την έξοδό τους από τη δουλεία της Αιγύπτου, τους διέταξε να ζητήσουν σαν δανεικά από τους Αιγυπτίους πολύτιμα σκεύη και ρουχισμό, στην πραγματικότητα όμως όχι για να τους τα επιστρέψουν αργότερα, αλλά για να τα ιδιοποιηθούν. Κατά τη γνώμη των αιρετικών Μαρκιωνιτών, λοιπόν, αυτή η εξαπάτηση αποδείκνυε την ανηθικότητα του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης Ο άγιος Ειρηναίος όμως υποστήριξε κάτι ολότελα διαφορετικό. Η εντολή του Θεού προς τους Εβραίους θεμελιώνει το δικαίωμα των εργαζομένων να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Με την υπεξαίρεση των πολυτίμων σκευών από τους Αιγυπτίους (λέει ο Ειρηναίος), οι Εβραίοι δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να εισπράξουν ένα μέρος των απλήρωτων μισθών τους, με τους οποίους οι Αιγύπτιοι είχαν πλουτίσει πολλαπλάσια.

Είδαμε ως τώρα τη ρεαλιστική διαπίστωση των Πατέρων, ότι ο πλούτος και η φτώχεια δεν είναι ούτε ουδέτερα φαινόμενα, ούτε φυσικά φαινόμενα, αλλά είναι καταστάσεις που οφείλονται στην κοινωνική αδικία και την εκμετάλλευση. Παράλληλα ωστόσο, υπάρχει άλλη μία διαπίστωση, η οποία φωτίζει ακόμη περισσότερο τον πλούτο ως πρόβλημα:

Ο πλούτος καθαυτόν (δηλαδή ακόμα κι αν αυτός υπάρχει ανεξάρτητα από την αδικία) αποτελεί ανθρωπολογικό πρόβλημα. Αποτελεί παγίδα της ψυχής, καθόσον με τον πλούτο ο άνθρωπος αναπτύσσει την ναρκισσιστική πεποίθηση ότι είναι αυτάρκης και παντοδύναμος. Στηρίζει την ελπίδα του στα χρήματα (θυμηθείτε την παραβολή του άφρονος πλουσίου). Και η φτώχεια αποτελεί ανθρωπολογικό κίνδυνο, υπό την έννοια ότι μπορεί να αιχμαλωτίσει τον άνθρωπο στην απόγνωση ή και να τον στρέψει κατά των άλλων δυστυχισμένων (εναντίων των σύν-δουλών του, όπως λέει το Ευαγγέλιο). Αλλά ειδικά το ότι ο πλουτισμός και η κοινωνική άνοδος συνιστούν τεράστιο ψυχικό κίνδυνο, έχει εξαιρετική επικαιρότητα σήμερα. Στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες (τις λεγόμενες «κοινωνίες της επίδοσης»), ο άνθρωπος υποδουλώνεται με την ίδια του την θέληση. Με την ίδια του την θέληση γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, όχι για να επιβιώσει, αλλά για να ανέλθει, να επιτύχει πολύ υψηλές επιδόσεις, αλλιώς νιώθει ότι η ζωή του δεν έχει νόημα. Ολόκληρη η ζωή γίνεται ένας αγώνας κυριάρχησης και κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τους άλλους ως εργαλεία ή ως απειλή.

Στη ιστορική πορεία της Εκκλησίας βεβαίως συναντάμε περιπτώσεις εύπορων ανθρώπων που χειρίστηκαν σοφά τον πλούτο τους (όπως η αγία Μελάνη και ο Μέγας Αντώνιος που έδωσαν στους φτωχούς όλη την περιουσία τους, ή όπως το ζευγάρι Ουήρος και Βοσπορία, που κατά τη διάρκεια λιμού πρόσφεραν στους φτωχούς όλο το σιτάρι που είχαν στις αποθήκες τους). Αλλά αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν ακριβώς την έγκαιρη απεμπλοκή από τον πλούτο. Την κατανόηση ότι ο πλουτισμός αποτελεί κίνδυνο. Επίσης βρίσκουμε Πατέρες που υπερασπίζονται τον θεσμό της ιδιοκτησίας, όμως (προσοχή!) όχι για να δικαιολογήσουν την κοινωνική ανισότητα, αλλά για να απαντήσουν σε αιρετικούς οι οποίοι θεωρούσαν κακά τα υλικά αγαθά – θεωρούσαν δαιμονική την ύλη.

Για το λεπτό αυτό ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσέξουμε δύο ιδιαίτερα σημεία του ευαγγελίου:

Το πρώτο σημείο είναι η απολυτότητα με την οποία ο Χριστός αντιδιέστειλε τον Θεό από τον Μαμωνά (τον θεό του πλούτου) και ζήτησε από τους μαθητές του (ωμά και ξεκάθαρα) να επιλέξουν πλευρά. Για τον Χριστό δεν υπάρχει καλός Μαμωνάς, και γι’ αυτόν είναι αδύνατον να υπηρετεί κάποιος ταυτόχρονα και τον Θεό και τον Μαμωνά.

Το δεύτερο σημείο είναι τα ξεκάθαρα λόγια του Χριστού για το μάτι της βελόνας. Διαβάζω το σχετικό απόσπασμα:

«Ο Ιησούς έστρεψε ολόγυρα τη ματιά του και είπε στους μαθητές του: “Πολύ δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού”. Οι μαθητές ταράχτηκαν από τα λόγια του. Ο Ιησούς όμως τους είπε ακόμη: “Παιδιά μου, είναι πολύ δύσκολο να μπουν στη βασιλεία του Θεού όσοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στα χρήματα. Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού”».

Αξίζει να προσέξουμε την αντίδραση των μαθητών: «Ταράχτηκαν από τα λόγια του»! Φαίνεται ότι η ταραχή αυτή είναι φαινόμενο διαχρονικό! Οι μαθητές του Χριστού αδιάκοπα ταράζονται ακούγοντας τον δάσκαλό τους, αδιάκοπα δυσκολευόμαστε να τον καταλάβουμε!  

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης Αλεξανδρεύς (στις  αρχές του 3ου αι.) ήταν (αν δεν κάνω λάθος) ο πρώτος που προσπάθησε να καταδείξει ότι δεν είναι και τόσο επικίνδυνος ο πλούτος. Στο έργο του «Τις ο σωζόμενος πλούσιος» («Ποιοι πλούσιοι θα σωθούν») αναστατώνεται με την προτροπή του Ιησού προς τους πλουσίους, για πώληση των υπαρχόντων τους και διανομή του τιμήματος στους φτωχούς, δηλαδή για αναίρεση του πλούτου. Ο Κλήμης μεταφέρει το κέντρο βάρους σε ατομικό επίπεδο (δηλαδή στο αν και πόσο φιλοχρήματος είναι κάθε πλούσιος), και ταυτόχρονα συλλογίζεται με τρόμο ότι, αν θα εφαρμοζόταν η προτροπή του Χριστού, θα κατέρρεε ο θεσμός της ιδιοκτησίας και θα επερχόταν κοινωνικό χάος.

Αυτή η γραμμή αποτυπώνεται και σε έργα Πατέρων, οι οποίοι ζητούν από τους εξομολόγους να επιβάλλουν το επιτίμιο του φονιά στον άδικο εργοδότη. Οι Πατέρες δηλαδή, εξισώνουν την εργασιακή αδικία με ανθρωποκτονία. Κατά τον Βασίλειο, αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι «θηρία», «μολυσμένοι» και «ανθρωποκτόνοι» στους οποίους πρέπει καταδίκη φονιά. Και μάλιστα ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Βασίλειος πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, ισχυριζόμενοι ότι η αποστέρηση του μισθού είναι βασανιστική, είναι αργός θάνατος και γι’ αυτό είναι πιο βαριά από τον φόνο.

Όλα αυτά βεβαίως συχνά δημιουργούν διαφωνίες και στο εσωτερικό της Εκκλησίας (από την αρχή είπα ότι συναντάει κανείς ποικιλία θέσεων). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αγίου Αθανασίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και εκ των πρώτων εισηγητών του ησυχασμού στα τέλη του 13ου αιώνα. Ο Αθανάσιος προσπάθησε να κάνει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αδυνάτων, και συνάντησε σφοδρή αντίθεση από επισκόπους και μοναχούς, όταν επιχείρησε να διαθέσει την μεγάλη μοναστική περιουσία υπέρ των φτωχών.

Αδιάκοπα, μέσα στην ιστορία, οι πιστοί αντιμετωπίζουν το ερώτημα, πώς θα πορευτούν χωρίς να χάσουν την πυξίδα τους. Τον δρόμο μας μπορεί συχνά να τον χάνουμε, συχνά χρειάζεται να κάνουμε συμβιβασμούς (επειδή η ιστορία είναι μια σειρά αναγκαιοτήτων), αλλά αυτό που δεν πρέπει να χάνουμε, είναι η πυξίδα – τα κριτήρια δηλαδή του Ευαγγελίου και των Πατέρων που διακόνησαν το Ευαγγέλιο.

Ο χριστιανικός αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη έχει και ένα χαρακτηριστικό, το οποίο δεν έχουν άλλοι αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, διαφόρων ιδεολογιών και κινημάτων: Ο χριστιανικός αγώνας την απελευθέρωση την εννοεί πανανθρώπινα. Την εννοεί δηλαδή και ως σωτηρία των αδυνάμων από την τυραννία των ισχυρών, αλλά και ως σωτηρία των ίδιων των τυράννων από την δαιμονική δουλεία στην οποία έχουν παραδώσει τον εαυτό τους.


Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπλ. Καθηγητής Ιεραποστολικής, Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας & Διαλόγου (Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας), Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».

Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από την εισήγηση του γράφοντος στην κατηχητική σύναξη της Ι. Μητρόπολης Γαλλίας σε συνεργασία με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Πέμπτη 25-1-2024.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Αφρο-αμερικανού καλλιτέχνη Jacob Lawrence με τίτλο “We Have No Property! We Have No Wives! No Children! We Have No City! No Country! — Petition of Many Slaves, 1773” [1955].

Πηγή: Ακαδημια Θεολογικων Σπουδων Βολου

Δεν υπάρχουν σχόλια: