Κυριακή 20 Απριλίου 2025

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ  ΚΟΝΤΑΚΙΟ  ΡΩΜΑΝΟΥ  ΤΟΥ  ΜΕΛΩΔΟΥ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
 
      Ρωμανός ο Μελωδός, ο κορυφαίος Υμνογράφος του 6ου αιώνα, «ο πρίγκιπας των Μελωδών», melodorum princeps, ως τον ονομάζει ο Καρδινάλιος και Καθηγητής Πιτρά, που τον έβγαλε το 1888 απ’ την αφάνεια, έχει συνθέσει έξι αναστάσιμα Κοντάκια. Αυτό που ακολουθεί σε ελεύθερη νεοελληνική μεταγλώττιση και κάποιο ρυθμό, αποτελεί μια ποιητική σύνθεση με ευρύτερες προεκτάσεις πάνω στο προς Πιλάτο αίτημα φρουράς για φύλαξη και ασφάλιση του Χριστού στον Τάφο- Ακολουθία των Παθών, Μ. Πέμπτη, 12ο Ευαγγέλιο. «Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι. Κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί κλέψωσιν αυτόν, και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη εκ νεκρών. Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης»-Μτ.27,63-64.
    Το Κοντάκιο έχει την Ακροστιχίδα. ·«τοῦ κυροῦ ῾Ρωμανοῦ αἶνος», και από τούτο είκοσι «Οίκους», «Τροπάρια», «Στροφές», που λέμε στην άλλη ποίηση. Και που από κάθε γράμμα της αρχίζει καθένας από τους είκοσι Οίκους. Το «Προοίμιο»- εδώ είναι ένα, με τελευταίο στίχο, «Ηγέρθη ο Κύριος» -«Αναστήθηκε ο Κύριος», που ως το-«Εφύμνιο»-επαναλαμβάνεται ως τελευταίος στίχος όλων των Οίκων, και αποτελεί τη βασική Αλήθεια που ο Υμνογράφος θέλει να εμφυσήσει στους ακροατές του πιστούς.
      ῞Ετερον κοντάκιον εἰς τὴν τριήμερον ἀνάστασιν τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος
ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·«τοῦ κυροῦ ῾Ρωμανοῦ αἶνος»
    Το πρωτότυπο κείμενο μετά τη Νεοελληνική μεταγλώττιση.  
******   ***    ******
      
Προοίμιο
Νικήθηκε ο θάνατος, καταποντίστηκε,
ως Χριστός ο Θεός εκ νεκρών αναστήθηκε !
Καύχημα δικό μας το Πάθος σου, Κύριε !
Ανείπωτης χαράς γιορτή,
αγαλλίαση, ευφροσύνη αιώνια !
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
Οίκοι
 
  1. Στον τάφο τη Ζωή, στο θάνατο, το Θεό,
στον Άδη, Αυτόν που σκύλεψε τον Άδη,
παρέδωσε κάποτε ο παράνομος λαός !
Ως θνητό, Αυτόν που τους θνητούς αθανάτισε,
ως νεκρό, Αυτόν που με λόγο νεκρούς ανάστησε !
Φύλακες έβαλαν στο μνήμα Αυτού
που μ’ ένα νεύμα κινεί τα σύμπαντα.
Οποία η αφροσύνη σας παράνομοι !
Αν είσαι νεκρός, μη  φοβάσαι  !
Αν όμως ζωντανός  είσαι, άστα όλα,
κι έλα  κοντά μας και φώναζε.
«Αναστήθηκε ο Κύριος»!
 
  1. Όταν μετά το Σταυρό, κατατέθηκε στον Τάφο,
απ’ τον Ιωσήφ, ο Θεός του Ιωσήφ,
που από λάκκο κάποτε τον άλλο Ιωσήφ έσωσε,
που ολοφάνερα ζωντανός, φυλάγονταν,
αόρατα τους φύλακες από φόβο πάγωσε.
Λίθος ήταν πάνω στο μνήμα,
Πέτρα όμως μέσα στο μνήμα,
κι έγιναν λίθοι από φόβο οι φύλακες.
ως είδαν τον άγγελο
στο λίθο καθήμενο και λέγοντα.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
3.  Από λογισμούς πονηρούς κατεχόμενοι
οι παράνομοι δικαστές, έλεγαν.
«Να τέλος πια, νεκρός στη γη κάτω,
Αυτός που τη γη δόνησε,
ο περιλάλητος και περιβόητος στους πάντες.
Αυτός που όλη η γη τα έργα του θαύμασε,
πέθανε. Ας είμαστε όμως σε επαγρύπνηση,
μη και τα έσχατα γίνουν απ’ τα πρώτα χειρότερα,
μη και οι δικοί του κλέψουν κάποια στιγμή το σώμα του,
και ψευδόμενοι διακηρύξουν σε όλους.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
  1. Απ’ τον Πιλάτο φρουρά θα ζητήσουμε
να διαθέσει για ασφαλή του φύλαξη,
επίφοβος ο Ιησούς, ζωντανός και νεκρός !
Όντας εν ζωή το Σάββατο πρόσβαλε,
αν τώρα απ’ τους νεκρούς αναστηθεί,
ο Νόμος μας τελειώνει, καταλύεται !
Νεκρός στο μνήμα, και δεν παύουν να ελπίζουν,
στα σάβανα τυλιγμένος, και να ζει προσμένουν,
οι μαθητές του βέβαια. «Μετά την τρίτη μέρα,
λένε, ζώντα το Διδάσκαλο, και πάλι βλέπουμε,
και ομολογούμε και λέμε,
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
  1. «Από σένα, Πιλάτε, κι εμείς και
οι αλλοεθνείς, καλά κυβερνιόμαστε,
και για τούτο σ’ εσένα προσφεύγουμε,
από σένα να στηριχτούν του έθνους τα δίκαια,
μη θνητός καταλύσει νόμο Θεού παρακαλούμε».
Μα γιατί είστε τόσο άφρονες, παράνομοι;
Ασφαλώς και το Νόμο ο Πιλάτος διαφεντεύει !
Αλλά ! Πόσο ανώτερος του Πιλάτου
ο Χριστός είναι; Αυτός και το Νόμο στηρίζει,
και τη χάρη παρέχει σε όσους κράζουν.
«Αναστήθηκε ο Κύριος»  !
 
6     «Λόγος ρητός προς τους φίλους του είναι.
ότι μετά τρείς ημέρες θ’ αναστηθώ.
Γιατί κι αν πεθάνω, λέει, θα πατήσω το θάνατο.
Δε φοβόμαστε βέβαια πως θα γίνει αυτό,
λογιζόμαστε πως από κάποιους τυχόν κλέπτεται.
Ότι δε θ’ αναστηθεί, διαβάσαμε και καταλάβαμε.
«Ψυχή που βγήκε, πίσω δε γυρίζει»,
λέει η Γραφή, παρά μόνο αν ο Θεός πει!
Αν όμως Αυτός είναι Θεός, ας πούμε.
«Αναστήθηκε ο Κύριος»
 
7     Τους άκουσε ο Πιλάτος και τους είπε.
«Είναι να γελάει κανείς με τα λόγια σας.
Ποιος πάει αλήθεια να κλέψει νεκρό;
Τι έχει απ’ την κλοπή νεκρού να κερδίσει ;
Όποιος το φίλο αγαπά, ως το μνήμα τον αγαπά,
μετά την ταφή ανώφελη η όποια αγάπη,
Νεκρός, και δεν κινείται, σε τι τον ωφελείτε;
Τον θάψατε, αφήστε το νεκρό στην ησυχία του.
Δεν κλέπτεται, παρά αν αναστηθεί !
Και τότε όλοι θα φωνάξουν
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
8     Από μένα μαστιγώθηκε, με απόφασή σας σταυρώθηκε,
απ’ τον Ιωσήφ στον τάφο κατατέθηκε,
είναι πια νεκρός, αδιάψευστα ως θνητός.
Όπως όλοι είδαν, και κατάλαβαν, ότι πέθανε,
έτσι όλοι θα δουν που θα σηκωθεί από το μνήμα.
Τον κλέπτουν ως λέτε, και λένε ότι αναστήθηκε;
Μη και είναι τα μάτια τυφλώνουν;
Αν αυτά που είπε, αυτά βλέπουμε,
αυτά πιστεύουμε και λέμε.
«Αναστήθηκε ο Κύριος».
 
9.  Απαγγέλλει τραγωδία μου φαίνεται,
καθένας που τέτοια διαλαλεί,
τάχα ότι κλέπτεται, ή και ανασταίνεται,
γιατί κι αυτό είναι ψεύτικο, και κείνο ακαθόριστο.
Αν όμως τώρα αυτό, να φυλαχθεί το μνήμα
με φύλακες, σας ικανοποιεί,
σας διαθέτω, και μπορείτε να λάβετε.
Προσέξτε όμως μη και πλανηθούν
πάλι οι φύλακες και πουν.
«Όντως Θεού Υιός ήταν αυτός» !
Και όπως στη σταύρωση έγινε,
έτσι τώρα στην ταφή αναβοήσουν,
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
10.  Μετά απ’ αυτά ο Πιλάτος τους λέει.
«Έχετε τη φρουρά που ζητήσατε.
Πηγαίνετε και κάνετε το καλύτερο».
Αλλά,  Πιλάτε, για πλύνε λιγάκι
τα λογικά σου, για καθάριστα,
όπως κάποτε τα χέρια σου,
και πες πάλι. «Είμαι Αθώος»!
Κι αν τ’  όνειρο της γυναίκας σου τότε,
απορία και έκπληξη σου προκάλεσε,
τι αλήθεια θα κάνεις,
αν μετά την ανάσταση ακούσεις,
ουράνιους κι επίγειους να διαλαλούν.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
11.   «Νυσταγμός στα βλέφαρα να έρθει,
τώρα μην αφήσετε, να υπομείνετε»,
λένε στους στρατιώτες οι παράνομοι.
«Να κοπιάσετε λίγο, να μείνετε άγρυπνοι,
νεκρός έτσι να λογιστεί ο Ιησούς οριστικά.
Εντολή Πιλάτου θα εκτελέσετε.
Αν έτσι ενεργήσετε, εσείς κέρδος θα έχετε
για τον  κόπο σας, κι εμείς αντίστοιχα δόξα,
γιατί με τη φθορά που θα έχει επέλθει,
κανείς δε θα μπορεί να πει καθαρά.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
12.  Λοιπόν, ανώφελη την εντολή,
μη θεωρήσετε, σας περιμένει
ανταμοιβή μετά τον κόπο σας.
Στον Ιούδα δόθηκαν τριάντα αργύρια,
εσείς θα λάβετε δυο φορές τριάντα!
Κι αυτό γιατί ως είπαμε,
και ζωντανός νεκρός επιζήμιος.
Το πράγμα είναι ξεκάθαρο.
Όμως καιρό ας μη χάνουμε,
Όχι να δοθεί από μας ο χρυσός,
και να βγει εναντίον μας,
και ο Χριστός και οι λέγοντες.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
13     Ξεθάρρεψαν με τη μάταιη βουλή
των παράνομων οι στρατιώτες,
κατέλαβαν ένα γύρω το μνήμα,
και άρχισαν την περιφρούρηση Χριστού
του Βασιλέα, που μέσα καταπολεμώντας
το θάνατο, τον έριξε από το θρόνο του,
τον έδιωξε απ’ το κράτος του,
λευτέρωσε τους κάτω του,
αυτούς που έντρομος αθέλητα
ακούστηκε κι αυτός να φωνάζει.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
14    Απ’ της μάχης τον τάραχο όμως,
και της νίκης του Χριστού κατά του
θανάτου και του Άδη, ξύπνησαν, λέει
οι φύλακες κι αναρωτήθηκαν κι είπαν.
«Πώς ή γιατί απόψε αυτός ο τάραχος.
Την πρώτη νύχτα οι μέσα ήταν ήρεμοι,
τη δεύτερη είχαν πια ησυχάσει,
την τρίτη όμως γίνεται σάλαγος.
Κλαίνε συνάμα και χαίρονται,
οδύρονται και αγαλλίαση νιώθουν,
«Αλί και τρις αλί» ο ένας στον άλλο.
Άλλοι με αγαλλίαση ο ένας στον άλλο,
«θαυμάσιο, υπέροχο», έτσι λένε.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
15     Φόβος μεγάλος απ’ το που η γη σείστηκε,
κι ανασηκώθηκε ο λίθος του μνήματος.
«Μη και Αυτός που φυλάγαμε πριν
στο Σταυρό, και είχαμε όλοι τρομάξει,
Αυτός και τώρα ανάστησε τον Αδάμ και εγείρεται;
Τότε τις πέτρες έσκισε, τώρα όμως το λίθο έσεισε.
Αυτός μάλλον, ο τότε είναι, που
και το καταπέτασμα έσκισε,
Αυτός είναι που το μνήμα άνοιξε !
Την ώρα που εμείς κοιμόμασταν,
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
16     Σηκωνόμαστε γρήγορα φίλοι μου,
κι ερευνούμε με προσοχή το μνήμα,
κι εξετάζουμε, αν από το σεισμό
ως είναι φυσικό λίθος  μετακινήθηκε.
Και, αν είναι στη θέση του
ο νεκρός,  ησυχάζουμε.
Αν όμως ο νεκρός εξαφανίστηκε,
με τους στον κάτω κόσμο, κλαίμε,
γιατί τότε κι ο Θάνατος έκλαιγε,
κι ο Άδης πιο πολύ, οδυρόταν
όταν εμείς συζητούσαμε ως λέει.
«Ποιος είναι που λέει αλίμονο;
Ποιος είναι που κράζει εύγε;
Και ποιων οι φωνές είναι».
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
17    -Και να ! Μέσα στον τάφο κανείς !
Όμως πάνω στο λίθο ποιος είναι,
που βλέπω ή νομίζω ή φαντάζομαι;
-Νύχτα είναι και πλανιέσαι. –Η νύχτα λες, φίλε, με πλανά;
-Πέσε κάτω και ως εμείς κοιμήσου,
πνεύμα είναι αυτό που φαντάζεσαι.
-Σώπασε πια και συνέχισε τον ύπνο σου.
-Μάλλον  να μείνουμε ξάγρυπνοι τώρα,
Να ψάξουμε δω κι εκεί και να δούμε,
μη κάποιος μας έπιασε στον ύπνο
και ήρθε και μας τον έκλεψε,
και τότε ποιος θα μπορέσει
να κλείσει το στόμα όσων θα κράζουν.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
18.     Η νύχτα πέρασε, αν βέβαια πέρασε !
Όμως αυτό που είπες πριν, φίλε,
αληθινό πέρα για πέρα είναι !
Αυτός που ήταν νεκρός,
τώρα κινείται, και είναι λαμπρός, φωτεινός !
Αυτός από μέσα έσεισε το λίθο !
Αυτός με τα λόγια μας φόβισε, είναι φοβερός !
Φως φορεί, φως αστράφτει, όλος είναι φως !
Τάχα να είναι ο υιός του φωτός;
Μάλλον του φωτός υπηρέτης είναι,
κι αυτά τα λόγια, που είπε στις γυναίκες.
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
19,     Ο λάκκος αυτών, το κέρδος δικό μας !
Η ντροπή των παράνομων, το καύχημα δικό μας !
Αυτών των ίδιων και η πληγή ! Η όντως Ζωή,
ο Κύριος που Αναστήθηκε δικός μας !
Και, παρότι οι φύλακες του μνήματος
έλαβαν τα αργύρια μη και το πουν,
οι λίθοι θα φωνάξουν, θα κράξουν.
«Χωρίς ανθρώπου χέρι, ο λίθος Χριστός,
ατόφιος  ως τμήθηκε από το όρος,
ως άφραστα κάποτε γεννήθηκε,
απ’ την αγνή κόρη, από τον Τάφο,
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
20     Εσύ Σωτήρα απ’ την Παρθένο γεννήθηκες άσπορα,
και άφησες την παρθενία της άθικτη,
ως άφησε τώρα τα εντάφια στον τάφο !
Στον τάφο το σεντόνι του Ιωσήφ εγκατέλειψες,
Αλλά απ’ τον τάφο τον προ προγονιό έλαβες,
που πάλαι ποτέ τον Ιωσήφ γέννησε,
τον Αδάμ και την Εύα, που σε ακολούθησαν.
Η Εύα τώρα ευλαβείται ιδιαίτερα τη Μαριάμ,
Εσένα όμως Σωτήρα προσκυνεί όλη η γη,
ψάλλοντας τη νικητήρια Ωδή !
«Αναστήθηκε ο Κύριος» !
 
      ῞Ετερον κοντάκιον εἰς τὴν τριήμερον ἀνάστασιν τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος
ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·«τοῦ κυροῦ ῾Ρωμανοῦ αἶνος»
 
Προοίμιον
 
Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος
τῇ ἐκ νεκρῶν ἐγέρσει σου,    Χριστὲ ὁ Θεός·
διὸ οἱ τῷ πάθει σου    ἐγκαυχώμενοι,
ἀεὶ ἑορτάζοντες    εὐφραινόμεθα    καὶ ἀγαλλιῶντες βοῶμεν·
ανέστη ο Κύριος.
 
Οίκοι
20    Τὴν ζωὴν τῇ ταφῇ, τῷ θανάτῳ Θεὸν
καὶ τῷ ᾅδῃ τὸν ᾅδην σκυλεύσαντα
παρέδωκέ ποτε    τῶν ἀνόμων λαός,
ὡς θνητὸν τοὺς θνητοὺς ἀθανατίσαντα,
ὡς δὲ νεκρὸν τοὺς νεκροὺς ἀναστήσαντα ῥήματι·
φύλακας ἔθεντο μνήματι    τοῦ πάντα φέροντος νεύματι.
῍Ω ἀφροςύνης τῶν ἀνόμων·
εἰ νεκρός, μὴ πτοοῦ· εἰ δὲ ζῇ, παραιτοῦ καὶ βόα σὺν ἡμῖν·
«᾿Ανέστη ὁ Κύριος.»
2      ῞Οτε μετὰ σταυρὸν κατετέθη ταφῇ
ὑπὸ τοῦ ᾿Ιωςὴφ ὁ Θεὸς ᾿Ιωςήφ,
ὁ ἐκ λάκκου ποτὲ  σώσας τὸν ᾿Ιωςὴφ
ὁρατῶς ὡς θνητὸς ἐφυλάττετο,
ἀλλ’ ἀοράτως τοὺς φύλακας φόβῳ ἐνέκρωσε·
λίθος ἦν ἐπὶ τοῦ μνήματος,    πέτρα δὲ ἔνδον τοῦ μνήματος·
γέγοναν λίθοι οἱ τηροῦντες
θεωροῦντες τὸν ἄγγελον λίθῳ καθήμενον λέγοντα·
«᾿Ανέστη ὁ Κύριος.»
 
3     ῾Υπὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν οἱ κριταὶ
τῶν ἀνόμων συνείχοντο λέγοντες·
«᾿Ιδοὺ κεῖται εἰς γῆν    ὁ δονήσας τὴν γῆν,
[ὁ] παντὶ λαλητὸς καὶ περιβόητος·
οὗ πᾶσα γαῖα τὰ ἔργα ἐθαύμασε, τέθνηκε.
Νήψωμεν οὖν μὴ τὰ ἔσχατα    χεί[ρω] τῶν πρώτων γενήσεται,
μή ποτε κλέψωσι τὸ σῶμα
τὸ αὐτοῦ [οἱ] αὐτοῦ καὶ ψευδόμενοι πᾶσι κηρύξωσιν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.
4     Κουστωδίαν ἡμεῖς αἰτηςόμεθα νῦν
τὸν [Πιλᾶτον, καὶ] δώσει φυλάττοντας.
Καὶ ζῶν γὰρ καὶ θανὼν    φ[οβε]ρὸς ᾿Ιησοῦς·
ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ σάββατον ἔλυσεν,
ἐ[ὰν δὲ νῦν] ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, νόμος λέλυται·
κεῖται νεκρὸς [καὶ ἐλ]πίζεται,    δέδεται καὶ προσδοκᾶται ζῆν·
οἱ μαθηταὶ [τού]του γὰρ πάντες
‘Μετὰ τρίτην, φηςί, τὸν διδάσκαλον [βλέ]ποντες λέγομεν·
᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’
 
5     ῾Υπὸ σοῦ καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ ἀλλογενεῖς,
ὦ Πιλᾶτε, σαφῶς ἰθυνόμεθα·
διὰ τοῦτο οἱ σοὶ    σοὶ προσφεύγομεν·
δι[ὰ σοῦ] στήτω τοῦ ἔθνους τὰ δίκαια·
μὴ καταλύσῃ θνητὸς [Θεοῦ] νόμον δεόμεθα.»
Τί ἀφρονεῖτε, παράνομοι;    Νόμου [Πιλᾶ]τος προΐσταται·
Πόσῳ Πιλάτου Χριστὸς κρείττων;
῝Ος καὶ [νό]μον στηρίζει καὶ χάριν παρέχει τοῖς κράζουσιν·
«᾿Ανέστη ὁ Κύριος.»
6.     «῾Ρῆμα ἔστιν αὐτοῦ πρὸς τοὺς φίλους αὐτοῦ
ὅτι ‘μετὰ τὰς τρεῖς ἀναστήσομαι·
κἂν γὰρ θάνω—φηςίν—,    τὸν θάνατον πατῶ.’
Οὐχ ὅτι τοῦτο γίνεται φοβούμεθα,
ἀλλ’ ὅτι κλέπτε[ται] ὑπὸ τινῶν λογιζόμεθα·
ὅτι γὰρ οὐκ ἀναστήσεται    ἀνέγνωμεν καὶ ἐπέγνωμεν·
‘Πνεῦμα ἐξελθὸν οὐκ ἐπιστρέφει’,
εἰ μὴ εἴπῃ Θεός· εἰ δὲ οὗτος Θεός ἐστιν, εἴπωμεν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’»
7.      ῾Ο Πιλᾶτος ἀκούσας φηςὶ πρὸς αὐτούς·
«Πλήρης γέλωτος ὑμῶν τὰ ῥήματα·
Τίς γὰρ κλέπτει νεκρόν;    Τί δὲ κέρδος νεκροῦ;
῾Ο φιλῶν φίλον φιλεῖ μέχρι μνήματος,
μετὰ δὲ τὴν ταφὴν μάτην τὸ φίλτρον ἐνδείκνυται·
κεῖται νεκρὸς μὴ κινούμενος·    τί ὠφελεῖτε τὸν κείμενον;
Θάψαντες ἄφετε τὸν νέκυν·
οὐ γὰρ κλέπτεται οὐδέ, ἂν μὴ ἀναστῇ, ἐκβοήσωσιν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’
 
8.     ῾Υπ’ ἐμοῦ μαστιχθείς, ὑφ’ ὑμῶν σταυρωθείς,
ὑπὸ τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἐν <τῷ> τάφῳ τεθείς,
σαφής ἐστι νεκρός,    ἀψευδὴς δὲ θνητός·
ὥσπερ οὖν πάντων βλεπόντων ἀπέθανεν,
οὕτω καὶ πάντων βλεπόντων ἀνέλθῃ ἐκ τοῦ μνήματος.
Κλέπτουσι τοῦτον, ὡς λέγετε,    καὶ λέγουσιν ὅ[τι ἐγή]γερται;
Μὴ καὶ τὰ ὄμματα τυφλοῦσιν;
Εἰ ἅπερ <εἶπε> [βλ]έπομεν, ταῦτα πιστεύοντες εἴπωμεν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’
9.      [῾Ραψῳδεῖ]ν μοι δοκεῖ πᾶς τοιαῦτα λαλῶν,
ὅτι κλέπτεται ἢ καὶ ἐγείρεται·
καὶ τοῦτο γὰρ ψευδές,    καὶ τοῦτο ἀσαφές·
εἰ δὲ τοῦτο [ὑμᾶς] θεραπεύει τὰ νῦν,
τοῦ φυλαχθῆναι τὸ μνῆμα τοὺς φύλακας λάβετε·
βλέπετε δὲ μὴ οἱ φύλακες    πάλιν πλα[νώ]μενοι εἴπωσιν·
‘῎Οντως Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος’,
ὡς ποτὲ ἐν σταυρῷ, καὶ νῦν ἐν τῷ μνημείῳ βοήσωσιν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’»
10      [῝Ως] δὲ ταῦτα αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτός φησιν·
«῎Εχετε κουστωδίαν, πορεύεσθε,
τὸ συμφέρον ὑμῖν    ποιήσατε νυνί.»
῏Ω Πιλᾶτε, [νῦν π]λῦνον τὰς φρένας σου
ὡς καὶ τὰς χεῖράς ποτε, καὶ εἰπέ· «᾿Αθῷός εἰμι.»
῍Η τάχα τότε τὸ ὅραμα    τῆς γυναικός σε κα[τ]έπληξε;
Τί οὖν ποιήσεις, ἂν ἀκούσῃς
οὐρανίων, γηΐνων, βοώντων μετὰ τὴν ἀνάστασιν·
«᾿Ανέστη ὁ Κύριος»;
 
11   «[Μή], φηςίν, νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις ὑμῶν
νῦν παράσχητε, ἀλλ’ ὑπομείνατε»,
οἱ ἄνομοι πρὸς τοὺς στρατιώτας ποτέ·
«[κο]πιάσατε μικρὸν ἀγρυπνήσαντες
ἵνα εἰς τέλος νε[κ]ρὸς ᾿Ιησοῦς λογισθήσεται·
τοῦ γὰρ Πιλάτου τὸ θέλημα    ποιεῖτε, [ἂν] τοῦτο δράσητε·
ἔσται δ’ ὑμῖν κέρδος ὁ κόπος
καὶ ἡμῖν [κ]λέος, ὅτι μετὰ τὴν φθορὰν οὐδεὶς λέγει σαφῶς·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’
 
12    [᾿Α]νωφέλητον δὲ τὸ ἐπίταγμα νῦν
μὴ λογίσησθε· καὶ γὰρ σπου[δά]ζομεν
θεραπεῦσαι ὑμᾶς    μετὰ κόπον ὑμῶν·
τῷ ᾿Ιούδα [ἐ]δόθη τριάκοντα,
λάβετε νῦν καὶ ὑμεῖς ἐν διπλῷ τὰ τρι[άκον]τα.
Τοῦτό ἐστιν ὅπερ εἴπομεν,    ζῶν καὶ θανὼν ἐπιζήμιος·
το πράγμα είναι ξεκάθαρο,
μὴ χρυςὸς ἀφ’ ἡμῶν [καὶ] Χριστὸς καθ’ ἡμῶν καὶ οἱ λέγοντες·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’»
 
13     [Νευ]ρωθέντες εὐθὺς τῇ ματαίᾳ βουλῇ
τῶν ἀνόμων τὸ μνῆμα κατέλαβον,
καὶ ἐφρούρει Χριστὸν    βασιλέα στρατός.
Στρατιῶται τοῦ μνήματος ἔξωθεν,
καὶ ἔνδον πόλεμος ἦν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν θάνατον,
τοῦ μὲν τὸ κράτος ἁρπάζοντος,    τοῦ δὲ τοῦ κράτους ἐκπίπτοντος,
τοῦ μὲν ἁρπάζοντος τοὺς κάτω,
τοῦ δὲ τοῖς κατωτέρω βοῶντος· »[] κράζωμεν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος.’»
14    Οὕτω δὲ νικωμένου θανάτου ποτὲ
καὶ τοῦ ᾅ[δου θορύ]βους κινήσαντος,
οἱ φύλακές φησι·    «Τίς νῦν ἡ ταραχή;
[Πρώτη] νύξ, καὶ ἠρεμοῦσαν οἱ ἔνδοθεν·
δευτέρα δέ, καὶ ἡσύχ[αζον]· τρίτην σαλεύονται·
κλαίουσιν ἅμα καὶ χαίρουσιν,    [ὀδύ]ρονται καὶ ἀγάλλονται·
‘οἴμοι οἴμοι’ πρὸς ἀλλήλους·
ἀλλήλοις δὲ ἄλλοι γηθόμενοι ‘εὖ’ οὕτω λέγουσιν,
‘ἀνέστη ὁ Κύριος’.
15     ῾Υπὸ φόβου πολλοῦ ἐσαλεύθη ἡ γῆ
καὶ ὁ λίθος δὲ ἤρθη τοῦ μνήματος·
μὴ πολλάκις ὃν πρὶν    ἐφυλάττομεν
ἐν σταυρῷ καὶ ἐφρίξαμεν ἅπαντες,
οὗτος καὶ νῦν τὸν ᾿Αδὰμ ἀναστήσας ἐγείρεται;
Τότε τὰς πέτρας διέρρηξε,    νῦ[ν δὲ] τὸν λίθον ἐσάλευσε·
μᾶλλον αὐτός ἐστιν ὁ τότε
καταπ[έτα]σμα σχίσας καὶ μνῆμα ἀνοίξας· ὑπνούντων ἡμῶν
ἀνέστη ὁ Κύριος.
16     ᾿Αναστάντες ἡμεῖς ἐρευνήσωμεν νῦν
τὸ μνημεῖον, ὦ φίλοι, καὶ ἴδωμεν·
ὁ λίθος γὰρ εἰκὸς    μετετέθη σεισμῷ.
Εἰ ὁ νεκρὸς ἔνδοθεν κεῖται, σιγήσωμεν·
εἰ δ’ ἀφανὴς ὁ θανών, σὺν [τοῖς] κάτω δακρύσωμεν·
τότε γὰρ Θάνατος ἔκλαιε,    καὶ [῞Αιδης] μᾶλλον ὠδύρετο,
ὅτε ἡμεῖς συνεζητοῦμεν·
‘Τίς ὁ λέγων· οὐαί, καὶ τίς κράζει τό· εὖ, καὶ τίνων αἱ φωναί·
ἀνέστη ὁ Κύριος;’
17    —᾿Ιδοὺ ἔνδον οὐδείς· ἐν τῷ λίθῳ δὲ τίς
ὃν ὁρῶ ἢ δοκῶ ἢ φαντάζομαι;
—Τάχα νύξ σε πλανᾷ;    —Φίλε, νύξ με πλανᾷ;
—Σὺν ἡμῖν κατακλίθητι καὶ ὕπνωσον·
πνεῦμά ἐστι τὸ φαντάζον σε· σίγα, καθεύδησον.
—Μᾶλλον δὲ νῦν ἀγρυπνήσωμεν    τῇδε κἀκεῖσε προςέχοντες,
μή τις θηρᾷ ἡμῶν τὸν ὕπνον
καὶ ἐλθὼν κλέψει τοῦτον, καὶ τίς δυσωπήσει τοὺς [κράζοντας·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος»
18     Νὺξ παρῆλθε λοιπόν, εἰ παρῆλθε σαφῶς,
καὶ ὃ εἶπας, ὦ φίλε, τὸ πρὶν ἀληθές,
καὶ ὁ τότε θανὼν    νῦν πέλει φαεινός·
οὗτος ἐντὸς τὸν λίθον ἐσάλευσεν,
οὗτος ἐφόβησεν ἡμᾶς τοῖς λόγοις· ἔστι γὰρ φρικτός·
φῶς φορεῖ, φῶς πέμπει, φῶς ἐστι·    τάχα φωτὸς ὑϊός ἐστι
καὶ τοῦ φωτὸς δὲ ὑπηρέτης,
[] τὰ ῥήματα ταῖς γυναιξὶν ἃ ἐβόησεν·
‘᾿Ανέστη ὁ Κύριος’.»
 
19     ῾Ο [μὲν λάκ]κος αὐτῶν, τὸ δὲ κέρδος ἡμῶν·
τῶν ἀνόμων τὸ α[ἶσχος], τὸ καῦχος δ’ ἡμῶν·
ἐκείνοις ἡ πληγή,    ἡμῶν δὲ [ἡ ζωή]·
καὶ γὰρ ὄντως ἀνέστη ὁ Κύριος.
Εἰ καὶ οἱ τηροῦντες τὸ [μνῆμα] ἀργύριον ἔλαβον
ἵνα σιγήσωσι θέλοντες,    οἱ λίθοι μᾶλλον κράξουσιν
ὅτι ἄνευ χειρῶν λίθος
ὁ ἐξ ὄρους τμη[θείς], ὡς ποτὲ ἐκ γαστρός, καὶ νῦν ἐκ τῆς ταφῆς
ἀνέστη ὁ Κύριος.
20     [Σύ, σωτήρ], ἐκ γαστρὸς ἦλθες ἄνευ σπορᾶς
τῇ παρθένῳ τὰ τῆς παρθενίας λιπών,
ὡς νῦν τὰ τῆς ταφῆς    ἀνεῖλες τῇ ταφῇ·
ὡς σινδόνα ᾿Ιωςὴφ καταλείψας ταφῇ,
ἔλαβες δὲ τῆς ταφῆς τὸν γεννήσαντα τὸν ᾿Ιωςήφ.
῏Ηλθεν ᾿Αδάμ σοι ἑπόμενος,    Εὔα δέ σοι ἠκολούθησε·
τῇ Μαριὰμ Εὔα δουλεύει,
σὲ [δὲ] πᾶσα ἡ γῆ προσκυνεῖ ἐπινίκιον ᾄδουσα·
«᾿Ανέστη ὁ Κύριος.»
Χριστός Ανέστη ! Αληθώς Ανέστη !

Αθανάσιος Κοτταδάκης 
 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χριστός Ανέστη!

Πολύ ωραία και τα τροπάρια και η ερμηνεία τους!