Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές
του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ
Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την
αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)
Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.
Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο
Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε
και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα
είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα
ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια
ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να
πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται
μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της
Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η
φίλη Σοφία Σκοπετέα.
*
Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός
την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη
γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.
Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη,
Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο
τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς
ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος
ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». Για την Καρέλλη γράφει ότι βέβαια λαχταρά
την πίστη αλλά «ταυτόχρονα ομολογεί στα ποιήματά της πως αποκλείεται να την
αποχτήσει». Βρίσκει ότι αυτή η ανάγκη και η λαχτάρα της να πιστέψει μπλέκονται
με τα βιώματα από το παρελθόν σε τέτοιο σημείο, που ο Σαραντάρης θεωρεί έναν
τέτοιο δρόμο αδιέξοδο αν όχι νοσηρό. Για τον Παπατζώνη εξάλλου παρατηρεί ότι
μέσα από το έργο του δεν φαίνεται να νοιώθει την παρουσία του άλλου συνανθρώπου
ή διπλανού του, δεν φαίνεται να ταλαντεύεται ανάμεσα στην πίστη και την απιστία,
είναι ωστόσο πιστός αλλά με ένα είδος έτοιμης πίστης, εννοεί μια παραδομένη και
δεδομένη πίστη. Όσο για την Μελισσάνθη, με την οποία είχε προσωπική γνωριμία,
ίσως και ερωτική –αλλά αυτό θα πρέπει να το αντικρύσουμε με τον απολύτως
ιδιαίτερο τρόπο που ο Σαραντάρης ένιωθε τον έρωτα– βλέπει να ενεργεί, να
σκέφτεται, να γράφει από πλεόνασμα υγείας και όχι πίστης, ακόμη και αν ζεί
συχνά καθώς λέει «τη χριστιανική αρετή της ταπεινοφροσύνης». Σημειώνει, ωστόσο,
και αυτό έχει τη σημασία του, ότι η Μελισσάνθη έχει τους πιο βιωμένους στίχους
απ’ όσους ξέρει. Νιώθει δηλαδή και διακρίνει ότι η ποιήτρια αυτή γράφει ως ο
εαυτός της, αλλά ένα είδος αυτάρκειας που την χαρακτηρίζει, την εμποδίζει, κατά
τον Σαραντάρη, να ομολογήσει στα γραφτά της την «πράξη της πίστης», όπως
χαρακτηριστικά λέει.
Χρειάζεται ίσως να προσέξουμε περισσότερο. Όταν ο
Σαραντάρης μιλά για πίστη, εννοεί «το ανώτερο πάθος», δανειζόμενος φράση του
Κίρκεγκωρ. Όμως αυτό το συμπληρώνει με τη φράση «το πιο αψηλό πάθος στον
άνθρωπο πρέπει να είναι η αγάπη» αφού εννοείται έχουμε ήδη πιστέψει. Αν ακόμα
λογαριάσουμε ότι έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον Ντοστογιέφσκι και αν σκεφτούμε ότι
τοποθετείται πολύ ριζικά απέναντι στη Δύση (ακολουθώντας θα έλεγα τη στάση
εκείνου), είναι επόμενο οι απαιτήσεις του σε σχέση με ζητήματα πίστης να είναι εξίσου
ριζικές και απόλυτες. Δεν εννοεί ότι και οι τρείς ποιητές που ανέφερα δεν είναι
χριστιανοί βαφτισμένοι, να το πω έτσι, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να
ξεχειλίζει η πίστη στα ποιήματά τους ως πράξη ζωής, ως όραμα ζωής και ως βίωμα.
Ξέρει ότι σε έναν ποιητή μπορεί να είναι άλλο το αίσθημα που τον εμπνέει, άλλο
το ιδανικό που θέτει στην ποίησή του, άλλα τα βιώματα της καθημερινής ζωής του,
άλλο ακόμη η πάλη μέσα του ανάμεσα σε ένα αληθινό και ένα ψεύτικο εαυτό, για να
χρησιμοποιήσω έκφραση της ψυχολογίας πού έγινε της μόδας.
Να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα. Προσθέτει τώρα
στους έλληνες τον Λαπαθιώτη και τον Δρίβα που μαζί με τη Μελισσάνθη –έχω
αρχίσει όπως ίσως καταλάβατε με ποιητές της γενιάς του– είναι κατά την έκφρασή
του «γέννημα και θρέμμα Αθηναίοι». Συνδέει τον Λαπαθιώτη με τη λαγνεία που κατ’
αυτόν μετατρέπεται στον Δρίβα σε ευαισθησία και ρυθμό, ενώ συμπληρώνει για την
Μελισσάνθη, ότι σε αυτήν γίνεται μια διάθεση συγκεχυμένη για τη Φύση, το Θεό
και τον άνθρωπο. Δεν λέει, ότι δεν υπάρχει ηδυπάθεια και στον Δρίβα, αλλά εκεί
την βλέπει ρυθμική και θα έλεγα κανονική. Ενώ παρατηρεί ότι στην Μελισσάνθη
είναι κρυμμένη, αλλά παρούσα σχεδόν πάντα. Ξέροντας ότι τίποτα δεν φυτρώνει
στον αέρα, συσχετίζει τη μουσική της ποίησης τους με την Αθήνα ακούγοντάς την
πιο αισθητικά στον Λαπαθιώτη και κρίνοντας, ότι αυτή που έχει όραμα και
συμβάλλει στη δημιουργία νεοελληνικού ιδανικού (πράγμα που ενδιαφέρει τον
Σαραντάρη και αυτό φαίνεται και σε ένα κείμενό του για την Παιδεία) είναι η
Μελισσάνθη. Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί και ο Νικηφόρος Βρεττάκος που μαζί με
τη Μελισσάνθη τους χαρακτηρίζει «αλήτες τ’ ουρανού«, τονίζοντας ότι ο Βρεττάκος
«κινείται στην περιοχή μιας πρωταρχικής ενότητας με το σύμπαν», η ποίησή του
είναι μια «μεθυσμένη ποίηση’ καθώς λέει, όπου ο άνθρωπος ανακαλύπτει και επιζητεί
«την απόλυτη επικοινωνία με όλα τ’ άτομα της γης» και αυτό το κατορθώνει
μοιράζοντας τον εαυτό του ανάμεσα ύπνο και ξύπνο, όνειρο και πραγματικότητα.
Όλα αυτά γράφονται το ’39. Τρία χρόνια προτού πεθάνει, πρόκειται επομένως για
κατασταλαγμένες κρίσεις.
Περνούμε τώρα σε έναν μεγάλο Έλληνα ποιητή. Ο Σαραντάρης δεν μιλά για το σύνολο του
έργου του, αν και κάποιες φράσεις του δείχνουν ότι μέσα από τη γνωριμία με το
έργο του έχει συλλάβει μια «σταθερά» που ανάγεται στον Ορφέα και τον Διόνυσο.
Στο περιοδικό Νέα
Γράμματα είχε
δημοσιευτεί τότε «Η μελέτη θανάτου» του Σικελιανού. Ο Σαραντάρης με τον
χαρακτηριστικό του «άμεσο τρόπο σύλληψης», θα τον πώ, μιλώντας για το ποίημα
λέει ότι το άτομο εκεί βρίσκεται μέσα στον ήλιο, έχει μυστικά εισέλθει εκεί και
σαν άλλος θεός τοξεύει στο χώρο που ακόμη δεν υπάρχει ζωή και δημιουργία. Να
κοιτάς τον κόσμο μέσα από τον ήλιο σημαίνει, όχι μόνο μελέτη θανάτου, λέει ο
Σαραντάρης, αλλά είναι να βλέπεις τη ζωή ως θάνατο, με την προυπόθεση βέβαια
ότι αφαιρούμε το σύμβολο του ήλιου. Δεν αργεί να παραλληλίσει τη μελέτη θανάτου
του Σικελιανού με τον Πλάτωνα στον Φαίδωνα, γνωρίζοντας άλλωστε ότι κατά τον
Σωκράτη–Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου. Αυτό, αν το διευκρινήσουμε
περισσότερο, πρέπει τουλάχιστον να πούμε ότι ο φιλόσοφος ή ο μυστικός και
ποιητής, όπως λογάριαζε τον εαυτό του ο Σικελιανός, δεν μελετά τον θάνατο για
να παραδοθεί σε αυτόν, τον μελετά για να τον υπερβεί. Δεν παραλείπει ωστόσο να
υπογραμμίσει ότι ο στίχος που λέει για το θεό
απ’ ανάσταση προς άλλην ανάσταση ορμάει
δεν είναι ο Χριστός αλλά όπως γράφει «μάλλον ένας
Διόνυσος πιο υγιής από κείνον που ονειρεύονταν ο Νίτσε». Και το λέει αυτό,
γιατί μέσα στο ποίημα δεν διακρίνει ούτε παράπονο ούτε φθόνο. Καταλαβαίνει ο
Σαραντάρης ότι έδώ δεν έχουμε αναφορά στο θάνατο λόγω προπατορικού αμαρτήματος
και καταλαβαίνει ακόμη ότι οι στίχοι
Μορφή του πόθου ο θάνατος για Σένα
[…] ψηλά, θανάτω
θάνατον πατήσας!
δεν αφορούν τον λυτρωτικό θάνατο του Χριστού που
ανασταίνει τους θνητούς ανθρώπους, αλλά όπως λέει «γιγαντιαία πράξη του θνητού
ένστιχτου». Παραδέχεται ωστόσο, ότι ο Σικελιανός μας χαρίζει ένα μεγάλο ποίημα
που αφορά ένα θέμα «που είναι το ουσιαστικότερο μέσα στους αιώνες για το άτομο
που ακόμα δεν πιστεύει.» Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον
Σαραντάρη και το έχω αναπτύξει στο βιβλίο μου Ο ποιητικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη. Στο ίδιο σημείο τονίζει την ελληνική
διάσταση του ποιήματος αλλά και του Σικελιανού και μάλιστα τη διάσταση του
ποιητή που στέκει ατρόμητος μπροστά στο θάνατο –θυμίζει εδώ τους στίχους του
Κάλβου (με την έννοια της ποιητικής στάσης όχι απλώς της ομοιότητας των στίχων)
εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματος μου
τ’ ανοικτόν στόμα
(Ωδή έκτη, «Αι ευχαί»)
απ’ όπου βεβαίως φτάνουμε στους παράλληλους
στίχους του Καρυωτάκη
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα
Και προσθέτει ο Σαραντάρης για τον Σικελιανό: «ἀναπνέει
βαθειά, και με σιγουριά διασχίζει την οικουμένη».
Έρχομαι στον Ελύτη. Αναφέρω ότι ο Ελύτης
πρωτοδιάβασε ποιήματά του στον Σαραντάρη και έτσι πήρε μπρος να προχωρήσει.
Πληροφοριακά λέω ότι στα Ανοιχτά χαρτιά ο
Ελύτης καταγράφει ένα καταπληκτικό όνειρο με τον ίδιο και τον Σαραντάρη.
Πρώτο στοιχείο κατά τον Σαραντάρη εδώ είναι η
φαντασία που την βλέπει σχεδόν κοντά στη διάθεση φυγής, αλλά δεν τις ταυτίζει.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε ολοένα σε τοπία φύσης, λέει ο Σαραντάρης, δεν
σημαίνει ότι είναι τα πραγματικά: είναι φανταστικά τοπία, παρομοιάζει μάλιστα
τη φαντασία αυτή με «αφηνιασμένο άλογο». Για τον Σαραντάρη, αν υπάρχει κάτι
αγνό στον Ελύτη, αυτό βρίσκεται στη δίψα του για ζωή, και μάλιστα «μια ζωή
βιολογική», εννοώντας «μια άποψη που αγνοεί τι σημαίνουν για την υπόσταση του
ατόμου, ζωή, θάνατος, κ’ αιωνιότητα». Και αναλύοντας ποιήματά του βρίσκει ως
μόνιμη αφετηρία έμπνευσης τις αισθήσεις και υπογραμμίζει, ότι απουσιάζει από
την ποίησή του «η έγνοια του προπατορικού άμαρτήματος» και ο βάσανος της
διάκρισης καλού–κακού και της σημασίας της.
Ας δούμε τι λέει για τον Σεφέρη. Αφού χαρακτηρίσει
το ύφος του «κλασικό», το συνδυάζει με την ειλικρίνεια του στις διατυπώσεις
(ειδικά στο Μυθιστόρημα). Τι σημαίνει ειλικρίνεια για τον
Σαραντάρη το μαθαίνουμε στη σελίδα 203 του Β΄ τόμου των Έργων όπου διαβάζουμε, ότι ένα έργο τέχνης, αν δεν είναι
ειλικρινές, δεν είναι αληθινό, διευκρινίζοντας ότι εννοεί την προσήλωση στο εγώ
μας, στο καθαρό θέαμα και πρόβλημα της πραγματικότητας. Χωρίζει ωστόσο τον
λυρισμό του σε εκείνον του Ερωτικού λόγου και
της Στέρνας (όπου διακρίνει «τεχνική τραγουδιού», όπως
λέει), από τη δουλειά του στο Μυθιστόρημα, όπου
κατ’ αυτόν, εγκαταλείπεται ο λυρισμός, το υμνολογικό στοιχείο και περνά στην
«περιγραφή», όπου κυριαρχεί η «λιτότητα ύφους’ και η «συγκεφαλαίωση πείρας
ζωής». Εδώ θέλει να μιλήσει για τον εσωτερικό του κόσμο, αλλά και για ό,τι άλλο
αγαπημένο έρχεται απ’ ἐξω. Βρίσκει, ότι περνά από το λυρισμό στο έπος και
παραλληλίζει την προσπάθειά του με του Κλωντέλ και του Έλιοτ.
Ο Ερωτικός λόγος κυριαρχείται
από την ηδονή, για να πεί ότι στην ποίησή του «γίνεται το μόνο γεγονός᾿. Η
κριτική του είναι ότι ο Σαραντάρης «στερείται ηθικού χρέους», όχι του
οποιουδήποτε αλλά τέτοιου «που να υποτάσσει την ηδονή» και μιλά για «αποσταμένη
ηδονή» στο Μυθιστόρημα. Ωστόσο θεωρεί ότι ο Σεφέρης αγγίζει εδώ
ένα «περιεχόμενο αληθινά ανθρώπινο», μια βαθύτερη πραγματικότητα ή όπως λέει
«ατενίζει το θάνατο» (σ. 273). Δεν παραλείπει να σημειώσει ότι απουσιάζει η
«λυτρωτική πείρα του Χριστιανισμού».
Θα κλείσω την αναφορά με μια σκληρή αλλά νομίζω
αληθινή διατύπωση του Σαρ. για τον Σεφέρη: «ο Σεφέρης… δεν παίρνει τίποτε, δε
μαθαίνει τίποτε το ουσιαστικό από τον Ρεμπώ».
Αν τα παραπάνω ισχύουν για τον Σεφέρη, η εκτίμησή
του για τον Καβάφη διαφέρει. Να μη ξεχνούμε ότι ο πρώτος που υπογράμμισε την
αξία του ως ποιητή ήταν ο Σαραντάρης, πράγμα που δεν έπαψε να λέει και στα
κριτικά του σημειώματα, τονίζοντας ότι παρά την ψυχρότητά της είναι ειλικρινής.
Όμως, κατά τον Σαραντάρη, η ποίησή του είναι «άγονη». Αυτό που παραδίνει στους
κατοπινούς είναι ένα μάθημα ύφους, μολονότι σημειώνει ότι για πρώτη φορά στη
γλώσσα παρουσιάζεται συντελεσμένη η ουσία της ποίησης, τέτοια που αναδύεται
στην μεταπολεμική Ευρώπη. Την θεωρεί «άγονη», γιατί δεν βλέπει να γονιμοποιεί
την ψυχή του ανθρώπου, ώστε να ανοιχτεί στο μέλλον, όχι μόνο χρονικά αλλά και
μεταφυσικά και συνδυάζει, για να τοποθετηθεί αρνητικά, τον αισθησιασμό του με
την απελπισία του, όσο κι αν βρίσκει ότι και τα δύο καθαίρονται «αγνάντια» στην
ομορφιά. Αυτή την ομορφιά, που στον Καβάφη λειτουργεί λυτρωτικά, ο Σαραντάρης
την ταυτίζει με τη «σάρκα». Χρειάζεται ίσως να συμπληρώσω εδώ, ότι ο Σαραντάρης
διαβάζει την καβαφική «σάρκα» ως αντίθετη στο πνεύμα, οπότε και δεν μπορεί να
συγκατανεύσει. Μένοντας απόλυτα προσηλωμένος στην υπέρβαση του θανάτου και την
οικείωση της αιωνιότητας μέσα από το γεγονός του αναστημένου Χριστού, που γι
αυτόν, παρά την απουσία θεολογικών, εκκλησιαστικών και θρησκευτικών
διατυπώσεων, είναι το γεγονός που αλλάζει την ιστορία και τη σημασία της
ανθρώπινης ζωής και πορείας. Επομένως δεν μπορεί να αφήσει τίποτα απ’ έξω, να
σκιρτά μονάχο του, να αυτοεπαίρεται, να ναρκισσεύεται ή να δημιουργεί
παραθεωρώντας αυτό το γεγονός. Χωρίς ωστόσο να παραβλέπει την ελευθερία του
«ατομικού ανθρώπου», είτε πορεύεται σε αυτό που ονομάζει «ακέραιος άνθρωπος»,
είτε όχι.
Είναι καταπληκτικό πόσο θαυμάζει τον Σολωμό την
ίδια στιγμή που απέχει τόσο πολύ από τη γλώσσα του. Βρίσκεται ωστόσο κοντά στο
λυρισμό του. Θεωρεί ότι την ποίησή του την κατοικεί η ευτυχία και μάλιστα, ότι
η ευτυχία είναι εξαιρετικά μύχια μέσα στη Φύση και εξίσου συνδυάζεται με τη
γλώσσα του χωρίς να «αποκλείει τη βίωση της πίστης». Βλέπει στον Σολωμό την
κορύφωση της αγνότητας. Το κείμενό του για τον Σολωμό περιέχει κρίσεις για
πολλούς ξένους ποιητές μονολεκτικές αλλά καίριες. Βλέπει στους αντίποδες του σολωμικού
λυρισμού τη «λαγνεία» του Μπωντλαίρ ή του Βερλαίν και την «πεισιθάνατη πνοή»
του Λεοπάρντι (που σημειωτέον αλλού τον θεωρεί μέγιστο Ιταλό ποιητή). Τον Άγγλο
Κητς τον συνδέει με «μοναχική χαρά μέσα στη Φύση» και με «στιγμιαία, παροδική
φυσική ομορφιά», μια ομορφιά, όπως λέει του ποιητή για τον εαυτό του και μόνο.
Σ’ ένα μικρό σημείωμά του για τον Ουγκαρέττι, που τότε μεσουρανούσε στην
Ιταλία, τον χαρακτηρίζει τον μόνο που μπορεί να χαρακτηρισθεί Ευρωπαίος
ποιητής. Ωστόσο, δεν παραλείπει να τον χαρακτηρίσει μικρότερης ευρύτητας από
έναν Ρίλκε και να προσθέσει τη φράση: «στεγνός όπως ο δικός μας Καβάφης».
Αναφέρεται ακόμη στους Σάμπα και Μοντάλε για να πει ότι θεωρούνται οι πιο
αξιόλογοι.
*
Μιλώντας γενικότερα θα έλεγα ότι ο Σαραντάρης
μένει πιστός στον άνθρωπο και τον λαό, καταδικάζει τον ελιτισμό των ποιητών,
τον υπεροπτικό σκεπτικισμό, την υπεροπτική ματαιοδοξία του παιχνιδιού, την
περιφρόνηση του πλήθους. Είναι προσηλωμένος στην αγνότητα και ενότητα του
ποιητικού έργου, στον καθαρό λυρισμό, στην ενότητα σκέψης και αισθήματος,
ποιητικού λόγου και λόγου της ανθρώπινης ιστορίας. Βλέπει στην πορεία του
ανθρώπου την ποίηση να συγκρατεί τα πιο καθαρά «μνημεία», όχι μόνο ως
ενθυμήματα αλλά και ως εφαλτήρια για μια συνέχεια από τα αρχέγονα και παρόντα
στα μελλούμενα, πιστεύοντας ότι «η σημερινή αλήθεια δεν είναι προσωρινή∙ είναι
αλήθεια όλων των καιρών». Υπάρχουν δύο σημεία που γίνονται αφορμή κριτικής των
ποιητών: το ένα είναι το μικροαστικό ιδεώδες, που δεν τον ενδιαφέρει (μέσα εκεί
βάζει και τον Καρυωτάκη για τον οποίο δεν υπάρχει κριτική, αλλά θα έλεγα σκέτη
απόρριψη, βεβιασμένη κατά την γνώμη μου) και το άλλο τα ξεκάθαρα συναισθήματα,
που όμως, πρέπει να εκφράζονται με ψυχική μυχιότητα, με ξέχειλη καρδιά και
ειλικρίνεια φωνής, με καθαρό λυρισμό, με βαθιά συναίσθηση του πόνου, έστω κι αν
ο τελευταίος αυτός, οικοδομημένος ανάμεσα αγάπη και ηδονή, είναι «όλος ο
ορίζοντας του θνητού ανθρώπου». Το τελευταίο αυτό το διατυπώνει μελετώντας τον
Μπωντλαίρ, τον οποίο θεωρεί σημαντικό ποιητή και οραματιστή. Δανείζεται τις
διατυπώσεις του από τον Ρεμπώ –όπως τον χαρακτηρισμό οραματιστής–, αλλά και έναν άλλο που στα ελληνικά
γράμματα τον είδαμε πριν πολλά χρόνια να καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση στο
γνωστό κείμενο του Λορεντζάτου «Το χαμένο κέντρο», όπου επαναλαμβάνει, πράγμα που έκανε και
αλλού, την φράση του Ρεμπώ «Posseder la verite dans une ame et un corps» («να γίνεις κάτοχος της αλήθειας με την ψυχή και με το σώμα»). Ο
Σαραντάρης ωστόσο, μιλώντας για τον Μπωντλαίρ, διευκρινίζει ότι αυτό που θέτει
αποφασιστικά ως ιδανικό δεν απαντάται συνειδητά. Θα έλεγα πως απαντάται μάλλον
ξέπνοα.
Ο τρόπος με τον οποίο ασκεί την κριτική του ο
Σαραντάρης και οι επιλογές των ποιητών που κάνει και μάλιστα των γάλλων
ποιητών, οι προτιμήσεις του φανερωμένες και στα φιλοσοφικά του δοκίμια, ή σε
μικρότερα κείμενα στοχασμού («όπως Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν, Βαλερύ,
Μαλλαρμέ»), αλλά και η σύνολη μελέτη του έργου του. μπορούν να οδηγήσουν στο
συμπέρασμα. ότι ο Σαραντάρης, ενώ παίρνει το μάθημα των «καταραμένων ποιητών»,
προχωρεί πέρα. Δεν μπορεί να αρκεστεί λόγου χάρη στη διατύπωση του Βαλερύ –όταν
σε ομιλία του για τον Μπωντλαίρ– λέει ότι «ο Βερλαίν και ο Ρεμπώ συνέχισαν τον
Μπωντλαίρ στην κατηγορία του συναισθήματος και της αίσθησης, ο Μαλλαρμέ την
επεξέτεινε στην περιοχή της τελειότητας και της ποιητικής καθαρότητας».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη φράση του Λωτρεαμόν ότι «διορθώνει την ποίηση του
Μπάυρον, του Ουγκώ, του Μπωντλαίρ στρέφοντάς τες κατά το μέρος της ελπίδας»
(επιστολή σε εκδότη), επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα πριν τον αποχριστιανισμό
της Ευρώπης και τις κοινωνικές επαναστάσεις και αναζητά την αληθινή πίστη, την
αληθινή αγνότητα και την αληθινή αγάπη, θέτοντας και τα τρία αυτά ως αφετηρία
της δικής του ποίησης. Θέλει η ποίησή του να κινείται εκεί μέσα και να
ανοίγεται στο ξεπέρασμα της ποίησης εκείνων. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραλείψω να
αναφέρω, ότι υιοθετεί τις θέσεις του Ρεμπώ και μάλιστα την κριτική του στη
γαλλική ποίηση (βλ. «Η παρουσία του ανθρώπου», Α΄ τομ. των Έργων σ. 175). Και κάθε τόσο, όσο πορεύεται, σταματά για
να ξαναπιάσει την κριτική ή να αμφισβητήσει αισθητικές θεωρίες, όπως το κάνει
πιο συγκεκριμένα στις περιπτώσεις του Σφακιανάκη και του Δρίβα.
Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα στην περίπτωση του
Σαραντάρη. Το θέμα αυτό ενυπάρχει παντού στην ποίησή του, στις κριτικές του,
στα δοκίμιά του. Τον ενδιαφέρει κύρια το όραμα ζωής που συνάπτεται με την
κεντρική αλήθεια της χριστιανικής παράδοσης. Τον ενδιαφέρει η υπέρβαση του
θανάτου, ή η νίκη κατά του θανάτου και συνδέει άρρηκτα την κριτική που κάνει σε
διάφορους ποιητές, όχι μόνο με την πίστη, αλλά με την ενεργοποίηση, μέσα στον
άνθρωπο, ή μέσα στον ποιητή, του πνευματικού στοιχείου, που ανοίγει τον άνθρωπο
στα έσχατα, (αυτός το λέει μέλλον) και ακόμη με τη σημασία της παρουσίας του
ανθρώπου μέσα στην ιστορία, από τη στιγμή που συνέβη το γεγονός της
Ενανθρώπησης. Αυτό το τελευταίο, στη γλώσσα του Σαραντάρη, είναι η σχέση Λόγου
με κεφαλαίο, που έγινε Πρόσωπο, και ομιλίας που συνιστά την ανθρώπινη φύση.
Αυτά είναι «σταθερές» στο έργο του Σαραντάρη και εάν δεν τις έχουμε συλλάβει,
δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε την κριτική που κάνει στους ποιητές, στους
φιλοσόφους και σε οποιονδήποτε. Άνθρωπος για τον Σαραντάρη σημαίνει
αυτοσυνειδησία, ελευθερία συνδεδεμένη με την πίστη, παιδεία άρρηκτα δεμένη με
ηθική, όχι ηθικισμό, και ανεξαρτησία απέναντι στη φύση, ανεξαρτησία, που όμως,
εξαρτάται από τη σχέση μας με το Θεό. Τον ενδιαφέρουν οι απόλυτες καταστάσεις,
γιατί το απόλυτο υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο, όπως υπερβαίνει και την
ηδονή, αφού η ζωή τον ενδιαφέρει ως αξία ανώτερη, με πνευματικό νόημα και όχι
ως επίγεια απόλαυση χωρίς αναζήτηση ανώτερης αξίας και πνευματικού νοήματος.
Μένει ανοιχτό το ζήτημα της «κριτικής» στην
κριτική του Σαραντάρη, που θα μας απασχολήσει μια άλλη φορά. Ωστόσο, θα
σημειώσω εδώ ένα παράδοξο: μερικές φορές η κριτική του είναι περισσότερο
φιλοσοφική παρά ποιητική, αν το πω έτσι, κρίνει δηλαδή τους ποιητές με
φιλοσοφικά κριτήρια,, όπως κάνει λόγου χάρη στη περίπτωση του Βαλερύ (Β΄ τόμ
των Έργων, σ. 528). Τον κατηγορεί ότι διαθέτει
μονάχα αίσθημα και όχι αίσθηση και ως ποιητή που δουλεύει με παραστάσεις και
όχι με ιδέες και μάλιστα με ενοποιό ιδέα. Και ακόμη για έλλειψη διαλεκτικής. Το
τελευταίο αυτό μου είναι πραγματικά ακατανόητο. Αντίθετα, όταν τον ονομάζει
«ανήθικο», με την έννοια ότι δεν θέτει ένα σκοπό «στο εγώ στη σκέψη» και ότι
«ερευνά απελπιστικά τον έαυτό του», μπορώ να συμφωνήσω, όπως και όταν τον ψέγει
για έμφαση στην «αισθησιακή τέρψη» μακριά πολύ από την αλήθεια για τον άνθρωπο.
Πηγή: ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου