Επιμνημόσυνος λόγος Δρος Κυριάκου Ιωάννου στο
εθνικό μνημόσυνο των εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821
Αισθάνομαι μεγάλη τιμή, δέος και περηφάνια, διότι
καλούμαι σήμερα [6.7.2025] να εκφωνήσω τον επιμνημόσυνο λόγο για το εθνικό μνημόσυνο των
εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου του 1821. Τα συναισθήματα αυτά αυξάνονται σε
ένταση και ενοφθαλμίζονται με σκέψεις θρησκευτικής και εθνικής κατάνυξης, καθώς
ίσταμαι, αφενός, μέσα στον ιστορικό Ναό της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία, με
θαυματουργό τρόπο, εμπόδισε τον οθωμανό διοικητή του νησιού, το 1821, να
μετατρέψει τον ναό της σε τζαμί, και, αφετέρου, δίπλα στο μαρμάρινο Μαυσωλείο
των Κυπρίων Εθνομαρτύρων του 1821, όπου απόκεινται τα λείψανα του αρχιεπισκόπου
Κυπριανού, των μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, άλλων προκρίτων,
κληρικών και λαϊκών.
Στα αυτιά μας εξακολουθούν να ηχούν οι στίχοι του Δημήτρη Λιπέρτη, ο οποίος, κατά τη διάρκεια των αποκαλυπτηρίων του Μαυσωλείου, στις 9.7.1930, με τη στεντόρεια φωνή του, απήγγελλε το ποίημά του με τίτλο «Στους τζυπριώτες μάρτυρες της 9ης Ιουλίου 1821». Παραθέτω την πρώτη στροφή (στα ποιήματα που είναι συνθεμένα στην κυπριακή διάλεκτο δεν έχει δηλωθεί το διακριτικό της «παχύτητας»): «Ψης τζαι θωρώ στην συκαμιάν σσοινίν σαπουνισμένον / τζαι ’κονισμένα τα σπαθκιά να κόψουν τζεφαλάδες, / φαίνεσταί μου τον τόπον μας θωρώ ματζελλεμένον, / να κρυφοσυντυχάννουσιν ακόμα τους αγάδες, / να μέν αφήσουν ’πίσκοπον, άρκονταν μήτε έναν· / συλλόβροτον ψης τζαι θωρώ το μαύρον ’Κοσιέναν».
Κατά τη διάρκεια της μακρόβιας ελληνικής ιστορίας
της Κύπρου, από την άφιξη των Μυκηναίων μέχρι και σήμερα, έχουν σημειωθεί
πολυάριθμα γεγονότα και έχουν αναδειχθεί εκατοντάδες Έλληνες Κύπριοι, οι
οποίοι, μέσα από τη δράση τους, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση σε όλους εκείνους
που θέλησαν να βλάψουν την πατρίδα μας ή και να ψευτίσουν την ελληνικότητά μας
ή και να εκριζώσουν την πίστη μας. Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να αναφέρω ότι
από το πάνθεο των ηρώων της ιστορίας της εντοπιότητας τρεις εμβληματικές προσωπικότητες
βρίσκονται στον κολοφώνα: ο Ονήσιλος του 6ου και 5ου αι. π.Χ., ο αρχιεπίσκοπος
Κυπριανός του 1821 και, αναντίρρητα, ο Γρηγόρης Αυξεντίου της Ε.Ο.Κ.Α.
1955-1959 (υποθέτω ότι στο μέλλον, ίσως ύστερα από την εκπόνηση μιας
τεκμηριωμένης διδακτορικής διατριβής ή και άλλης μελέτης, θα στέκεται δίπλα
τους και ο Τάσος Μάρκου του 1974).
Ο Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στον Στρόβολο και,
όπως είναι γνωστό, διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1810 έως τον Ιούλιο
του 1821. Αρχικά, εισήλθε ως δόκιμος στο Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά (εξ
ου και το επώνυμο Μαχαιριώτης), όπου και έμαθε τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια,
φοίτησε στο Ελληνομουσείον της Αρχιεπισκοπής, χειροτονήθηκε διάκονος και
στάλθηκε στη Μολδοβλαχία, προκειμένου να διεξαγάγει εράνους για το Μοναστήρι
του Μαχαιρά. Στη Μολδοβλαχία παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα (σχεδόν δύο
δεκαετίες) – μάλιστα, ύστερα από υπόδειξη του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ
Σούτσου, το 1785, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και διορίστηκε εφημέριος στην
εκκλησία του Ιασίου (στην ελληνική σχολή του Ιασίου παρακολούθησε ανώτερα
μαθήματα). Όταν επέστρεψε στην Κύπρο, ανέλαβε τη διεύθυνση του μετοχίου του
μοναστηριού του Μαχαιρά στον Στρόβολο και, προϊόντος του χρόνου, άρχισε να
αποκτά καλή φήμη. Ακολούθως, προσελήφθη στην Αρχιεπισκοπή ως οικονόμος, ενώ,
ύστερα από την εξορία του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, διορίστηκε νέος
αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Προτού προχωρήσουμε στα επιτεύγματα του Κυπριανού
ως αρχιεπισκόπου, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο σπουδαίος αυτός ιεράρχης
εμφορούνταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού, που είχε ως στόχο την καταπολέμηση
της άγνοιας και των προλήψεων, την εφαρμογή του ορθολογισμού και της λογικής
ανάλυσης, καθώς και την ανύψωση των ιδανικών της ελευθερίας, της προόδου, της
ανεκτικότητας κτλ., συμβάλλοντας καθοριστικά στην πνευματική απελευθέρωση του
ανθρώπου. Επομένως, αυτά που κατάφερε ο Κυπριανός κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπικής
του θητείας – ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τον οθωμανό διοικητή
της Κύπρου – πρέπει να αξιολογηθούν έχοντας υπόψη μας ότι ο ιεράρχης αυτός ήταν
εμβαπτισμένος στη συγκεκριμένη ιδεολογική και φιλοσοφική κίνηση.
Ο Κυπριανός, λοιπόν, ως αρχιεπίσκοπος: ίδρυσε την
Ελληνική Σχολή Λευκωσίας (1811), η οποία, αναβαθμισμένη (1893), μετονομάστηκε
σε Παγκύπριον Γυμνάσιον (1896) – επίσης, συνέβαλε στην ίδρυση Ελληνικής Σχολής
και στη Λεμεσό· δώρισε στο Μοναστήρι του Μαχαιρά το τσιφλίκι στην Τύμπου·
ευεργέτησε πολλές κοινότητες και ιδρύματα, καθώς και ορισμένα ακόμη μοναστήρια,
όπως τα μοναστήρια του Αγίου Νεοφύτου και του Αποστόλου Βαρνάβα· κατέβαλε
φιλότιμες προσπάθειες για να καταπολεμήσει τις ακρίδες· αντιστάθηκε στους Μασόνους
– σε μια από τις εγκυκλίους του (ημερομ. 1815) τους χαρακτηρίζει «λαοπλάνους»
και «εργάτας του διαβόλου»· ανέπτυξε σχέσεις με τη Φιλική Εταιρεία ενισχύοντάς
την οικονομικά – από τα πολλά γεγονότα που επιρρωνύουν τη διαπίστωση αυτή ας
αναφερθεί η «συνθηματική» επιστολή (ημερομ. 8.10.1820) του Αλέξανδρου Υψηλάντη
προς τον Κυπριανό, όπου ο επιστολογράφος αναφέρει στον αρχιεπίσκοπο ότι «η
έναρξις του Σχολείου εγγίζει».
Τα τραγικά, και ηρωικά, γεγονότα της 9ης Ιουλίου
του 1821 στην Κύπρο παραδίδονται από διάφορες πηγές. Θα σταθούμε σε δύο μόνο
από αυτές, μία ιστοριογραφική και μία λογοτεχνική: πιο συγκεκριμένα, στο
βιβλιαράκι του Γεώργιου Κηπιάδη με τίτλο Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη
νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών, το οποίο εκδόθηκε το 1888 (σε δύο εκδόσεις, από τις
οποίες η δεύτερη «επαυξημένη»· οι σελίδες στα παραθέματα που ακολουθούν
παραπέμπουν στη δεύτερη έκδοση), και στο επικό ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη με
τίτλο «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)», το οποίο γράφτηκε το 1894.
Ο Γ. Κηπιάδης αναφέρει ότι την εποχή εκείνη στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο «εκάθητο ικανότατος ανήρ περί τε τα εκκλησιαστικά και
πολιτικά, και επί φιλομουσία μάλιστα διακρινόμενος, ο Κυπριανός αρχιεπίσκοπος
πάσης Κύπρου» (σ. 6). Το διάταγμα του αφοπλισμού έλαβε χώρα στην Κύπρο τον
Απρίλιο του 1821. Ωστόσο, η φιλοχρηματία του Κουτσούκ Μεχμέτ είχε ως αποτέλεσμα
τα γνωστά τραγικά γεγονότα: τον πολυπρόσωπο κατάλογο των πρωτευόντων κυπρίων
χριστιανών, και, μεταξύ αυτών, του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των τριών μητροπολιτών
(του Πάφου Χρύσανθου, του Κιτίου Μελέτιου και του Κυρηνείας Λαυρέντιου) και των
ηγουμένων όλων των μοναστηριών της Κύπρου, με την κατηγορία ότι δήθεν
συνεργάζονταν με τους εξ Ελλάδος εξεγερθέντες. Η κατηγορία αυτή ενισχύθηκε από
τις επαναστατικές προκηρύξεις που διένειμε στο νησί ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος
Θησεύς, και οι οποίες περιήλθαν στην κατοχή των Οθωμανών. Οι σφαγές διήρκεσαν
έναν ολόκληρο μήνα, και, κατά τη διάρκειά τους, «φόβος τους χριστιανούς
ραγιάδας εκράτει, και οι ναοί του Υψίστου κατεπατήθησαν, εσυλήθησαν,
εδημεύθησαν, τα ιερά των ναών εχλευάσθησαν, παρθένοι διεκορεύθησαν [και]
γυναίκες ητιμάσθησαν […]» (σ. 9).
Η «9η Ιουλίου» του Β. Μιχαηλίδη, σύμφωνα με τη
βιβλιογραφία, αποτελεί το σημαντικότερο και δημοφιλέστερο λογοτεχνικό έργο της
κυπριακής λογοτεχνίας, ενώ συγκαταλέγεται μεταξύ των ελάχιστων ποιημάτων που
έχουν αξιοποιηθεί και ως αυθεντική ιστορική πηγή, καθώς για τη σύνθεσή της ο
λευκονοικιάτης ποιητής χρησιμοποίησε και προφορικές μαρτυρίες από
συνεντευξιαζόμενους γέροντες που γνώριζαν τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου (για τις
πηγές του ποιήματος βλ. Κυριάκος Ιωάννου, Η παράδοση και τα εκδοτικά προβλήματα
του ποιητικού έργου του κύπριου ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη: το παράδειγμα της «9ης
Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)», Λευκωσία, Ηλίας Επιφανίου, 2017).
Ακολουθούν τρία τέτοια ιστορικά παραδείγματα από
τα οποία το δεύτερο και το τρίτο δεν σώζονται από άλλες πηγές:
(1) Ο βοσκός Δημήτρης αναφέρει τα εξής: «είπαν μου
πως εφύασιν ’πό ’τζεί, ’πού το Καρπάσιν, / μια κοπή παίδκιοι τοπκιανοί τζαι πως
επήαν πέρα» (στ. 229-230). Λέγεται ότι στις 19.6.1821 αποβιβάστηκε στην
Ασπρόβρυση της Λαπήθου ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος έφερε έγγραφα της
Φιλικής Εταιρείας, και, σύμφωνα με την παράδοση, κατά την αναχώρησή του από το
νησί, πήρε μαζί του κύπριους εθελοντές. Η πιθανότητα να υπονοεί ο Β. Μιχαηλίδης
μια τέτοια «μείζονα» παρουσία δεν είναι απομακρυσμένη, αφού ανάμεσα στην ημερομηνία
άφιξης του Κανάρη στην Κύπρο και την 9η Ιουλίου παρεμβάλλεται διάστημα τριών
βδομάδων, κάτι που συνάδει με όσα αναφέρει ο βοσκός στον στ. 222, ότι δηλαδή ο
γιος του απουσιάζει εδώ και έναν μήνα.
(2) Ο Κκιόρογλους ενημερώνει τον Κυπριανό ότι:
«Ένας Μουρούζης τζ’ έφυεν, έσει τωρά μιαν ώραν / που ’κρεμμαλλίστην του τεισιού
τζ’ εξέβην εις την στράταν / τζαι πά’ κατά τον Λάρνακαν να μπει στα κουσουλάτα·
/ εφέραν του τζ’ εφόρησεν μιαν αλλαήν, ’πό ’τζείνες / τους Πίτσυλλους,
συλλούριτζην, λυμίν λυμίν, σαλάταν, / τζαι σέρτουρα τζαι μέρτουρα, στα πόδκια
του ποδίνες, μέν τύσει τζ’ αγρωνίσει τον κανένας εις την στράταν» (στ. 54-60).
Πρόκειται για τον Γεώργιο Μουρούζη, πλούσιο προύχοντα και παππού του ποιητή, γιατρού
και δημάρχου Λεμεσού, Ιωάννη Καραγεωργιάδη. Ο Γ. Μουρούζης, ο οποίος υπήρξε
μέλος της Φιλικής Εταιρείας και φίλος του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, κατέφυγε στη
Γαλλία για να αποφύγει την εκτέλεσή του από τους Οθωμανούς. Ο Αντώνης Κ.
Ιντιάνος διασώζει την πληροφορία ότι ο ποιητής ήταν στενός φίλος με τον Ι.
Καραγεωργιάδη, εγγονό του Γ. Μουρούζη. Συνεπώς, η λεπτομερής περιγραφή της
δραπέτευσης του Γ. Μουρούζη στην «9η Ιουλίου» οφείλεται ασφαλώς στον Ι.
Καραγεωργιάδη και είναι πραγματική.
(3) Σύμφωνα με επιστολή του Χριστόδουλου Σ.
Χουρμούζιου (από Λονδίνο, 30.1.1961) προς τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, γνωρίζουμε
ότι ο ποιητής χρησιμοποίησε στην «9η Ιουλίου» και αυτούσια λόγια του
αρχιεπισκόπου Κυπριανού, τα οποία προήλθαν από πληροφορία (άγνωστου σε εμάς)
φίλου του: «Ενθυμούμαι ότι [ο Β. Μιχαηλίδης] μού ανέφερεν ότι τα λόγια που
αποδίδει εις τον μάρτυρα αρχιεπίσκοπον, όταν ο μουσελλίμ αγάς ετόλμησε να του
κάμη την ατιμωτικήν εισήγησιν – “τζ’ εσού, αν είσαι βρένιμος, ’ποσπάζεις την
ζωήν σου” [στ. 195] – είναι πραγματικά, όπως τον εβεβαίωσε φίλος του».
Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι σε ολόκληρο το σωζόμενο ποιητικό έργο του Β. Μιχαηλίδη η λέξη «ρωμιοσύνη» απαντά μόλις τέσσερις φορές, και μάλιστα μόνο στην «9η Ιουλίου». Είναι δε ακόμη πιο εντυπωσιακό το ότι η «ρωμιοσύνη» εκφέρεται αποκλειστικά από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Συνεπώς, ο ποιητής αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη λέξη µε σεβασμό και ιδιαίτερη προσοχή, και αυτό φαίνεται όχι µόνο από την αισθητική ποιότητα των στίχων στους οποίους αυτή συμπεριλαμβάνεται – βλ., π.χ., «Η ρωμιοσύνη ’εννά χαθεί όντας [ή, ορθότερα: όντες] ο κόσμος λείψει») –, αλλά και από τη συνειδητή, κατά τη γνώμη μου, απόφαση του ποιητή να καθαγιάσει τη λέξη ενσωµατώνοντάς την µόνο στα λόγια του επικεφαλής των Ελλήνων της Κύπρου, δηλ. του αρχιεπισκόπου τους.
Γενικότερα, στην «9η Ιουλίου» (ή, όπως την έλεγε ο
ίδιος ο ποιητής, στο «Τραούδιν του Τζυπριανού»), η οποία αρθρώνεται σε 560
ιαμβικούς 15σύλλαβους στίχους, ο Β. Μιχαηλίδης παρουσιάζει με εκπληκτική
ενάργεια το χαρακτηρολογικό πορτρέτο του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, γι’ αυτό και
οι αναγνώστες θαυμάζουν το απαράμιλλο θάρρος που επέδειξε απέναντι στον οθωμανό
διοικητική. Εξαιρετικής αισθητικής είναι για παράδειγμα οι στίχοι λίγο πριν από
την εκτέλεση του Κυπριανού και των τριών μητροπολιτών: «Τότες αρχιεπίσκοπος
εψήλωσεν το ’δείν του / στον ουρανόν, τζ’ εφάνησαν τ’ αμμάδκια του κλαμένα. /
Εφάνην πως επόνησεν ’πού μέσα στην ψυσήν του / τζ’ είπεν τα τούν τα δκυο λόγια
με δκυο σείλη καμένα: / “Θεέ, που νάκραν δεν έσεις ποττέ στην καλοσύνην, /
λυπήθου μας τζαι δώσε πκιον χαράν στην ρωμιοσύνην”» (στ. 531-536).
Σήμερα, 51 χρόνια μετά τη βάρβαρη τουρκική
εισβολή, και ενώ όλα γύρω μας παίρνουν μια νεόκοπη, δήθεν μεταμοντερνιστική
διάσταση, όπου οι λέξεις, όπως η λ. «περηφάνια», έχουν απολέσει την πραγματική
τους σημασία, όπου οι εκπρόσωποι της νεοκυπριακής ιδεολογίας πλειοδοτούν σε
απόψεις υπέρ του αφελληνισμού της Κύπρου, η μαρτυρική θυσία του αρχιεπισκόπου
Κυπριανού, των μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, των άλλων προκρίτων,
κληρικών και λαϊκών κατά τις αιματηρές σφαγές του Ιουλίου του 1821 μπορεί να αποτελέσει
ένα υγιές ιστορικό αντιστάθμισμα, προκειμένου να σταθούμε με θάρρος στις
επάλξεις και να προασπίσουμε τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας.
Κλείνοντας, εκφράζω την πεποίθηση ότι το
αφιερωματικό δίστιχο του Β. Μιχαηλίδη στον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό («Συ, που
’σκοτώθης για το φως, σήκου να δεις τον ήλιο, / ξύπνα να δεις το αίμα σου πως
έγινε βασίλειο») συνιστά την αποφθεγματική εκείνη διατύπωση που, σύντομα, θα
χρησμοδοτήσει ότι στην Κύπρο, όπως ανέφερε παλιότερα και ο Γ. Σεφέρης, «το
θαύμα λειτουργεί ακόμη».
Αιωνία τους η μνήμη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου