Επανέρχομαι στο με τον
άνω τίτλο μικρό πόνημα του αοίδημου Καθηγητή Π.Ν.Τρεμπέλα-«Ζωή»,1926. Μικρή
εργασία μεγάλης αναφοράς σε διατρέξαντα τον 4ο μ. Χ.
αιώνα, που η Εκκλησία πέρασε σε κατάσταση ισοτιμίας και ελευθερίας
στα όρια του Ρωμαϊκού Κράτους-Διάταγμα Μεδιολάνων 313. Και, όλα πέρασαν εν
τω γίγνεσθαι, και σε διακριτική δοκιμή !
Η κατοπινή
εκπληκτική υμνογραφία δεν υπάρχει, και η ώρα Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού κυρίως
για το μέλος της αργεί. Και αυτό που ενδιαφέρει είναι, πώς οριοθετούν το
θέμα κορυφαίοι Πατέρες και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας όπως οι. Μ.
Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, προσθέτω και Άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος από παράπλευρη οδό.
******
*** ******
Και ιδού. «Η γυνή εν τη χριστιανική ψαλμωδία». Έχει καταγράψει ήδη την αρνητική θέση της γυναίκας στην Εβραϊκή Συναγωγή, και προχωρεί στη σχετική της Εκκλησίας με βάση το οριακό «εν Χριστώ Ιησού … Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην-πιστός στο Θεό ή ειδωλολάτρης-ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». Ήτοι, στην Εκκλησία παύουν να ισχύουν ανθρώπινοι χωρισμοί, όλοι εσείς ήσαστε και μετράτε ως πρόσωπα, καθένας αναγεννημένο από τον Ιησού Χριστό. «Δεν ήτο δυνατόν, επισημαίνει, η γυνή να παραμείνει εις την ταπεινήν και περιορισμένην, θέσιν την οποίαν είδομεν να κατέχη εν τη συναγωγή. Δια τούτο βλέπομεν αυτήν να μετέχη της κοινής ψαλμωδίας του εκκλησιαστικού πληρώματος. Όταν δε λέγωμεν ότι ο λαός ολόκληρος συνυπέψαλλε και συνυπήχει, αναμφιβόλως δέον να νοώμεν άπαν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα, μηδέ των γυναικών εξαιρουμένων».
Και
η επικύρωση από ψηλά. «Και γαρ και γυναίκες, και άνδρες, και πρεσβύται, και
νέοι διήρηνται μεν κατά την ηλικίαν, ου διήρηνται δε κατά τον της
υμνωδίας λόγον»-έψαλλαν τα ίδια λόγια. Και το δεύτερο, και πιο σπουδαίο για
την κοινωνική του διάσταση, όλοι ενιαία, χωρίς καμιά κοινωνική διαφορά,
κοινώς κοινότατα, ως απλοί χριστιανοί, παιδιά του Θεού, και αδέλφια του
Χριστού. «Ιδού γαρ ο ψαλμός υπεισελθών, τας διαφόρους εκέρασεν-συγκέρασε-φωνάς,
και μίαν παναρμόνιον ανενεχθήναι-να αναφερθεί-παρεσκεύασε, και νέοι,
και γέροντες, και γυναίκες και άνδρες, και δούλοι, και ελεύθεροι, μίαν τινά
μελωδίαν ανηνέγκαμεν-αναφέραμε στο Θεό- άπαντες»-‘Αγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος.
Από
τον ίδιο μεγάλο Πατέρα πιο αναλυτικά. «Ουδέ γαρ έστιν ειπείν-Δεν μπορεί να πει
κανείς-ότι ο μεν δεσπότης μετά πολλής ψάλλει παρρησίας, επιστομίζεται δε-υποχρεώνεται
να κλείνει το στόμα όμως-ο οικέτης. Ουδ’ αυ πάλι ο πλούσιος μεν κινεί
την γλώτταν, αφωνίαν δε ο πένης καταδικάζεται. Ουδ’ αυ ανήρ μεν
παρρησιάζεται, γυνή δε σιγά και άφωνος έστηκεν … αλλά πάντες εν τη αυτή τιμή
και φωνή μία εκ διαφόρων γλωττών προς τον της οικουμένης αναπέμπεται
Δημιουργόν».
Νωρίτερα
ο Μ. Βασίλειος-Επιστολή 207-γράφει. «Εκ νυκτός γαρ ορθρίζει παρ’ ημίν ο λαός επί
τον οίκον της προσευχής … Και νυν μεν διχή διανεμηθέντες-στα δυο
χωρισμένοι-αντιψάλλουσιν αλλήλοις-ψάλλουν αλληλοδιάδοχα-ομού μεν την μελέτην
των λογίων κρατύνοντες, ομού δε και την προσοχήν και το αμετεώριστον των
καρδιών εαυτοίς διοικούμενοι». Δυο ομάδες που ψάλλουν αντιφωνικά. Και καθώς
ψάλλουν όλοι μαζί, προβάλλουν τα θεία λόγια κραταιά, επιβλητικά, αλλά και
εντείνουν την προσοχή τους να μην πετάει αλλού ο νους, κι αλλού η καρδιά.
«Επειτα πάλιν επιτρέψαντες ενί κατάρχειν του μέλους-δόθηκε ή υποδείχτηκε
ένας να προεξάρχει του μέλους-οι λοιποί υπηχούσι. Και ούτως εν τη
ποικιλία της ψαλμωδίας την νύκτα διενεγκόντες μεταξύ προσευχόμενοι, ημέρας δε
υπολαμπούσης, πάντες κοινή ως εξ ενός στόματος και μιάς καρδίας,
τον της εξομολογήσεως ψαλμόν αναφέρουσι τω Κυρίω, ίδια εαυτών έκαστος τα
ρήματα της μετανοίας ποιούμενοι»-προσωπικά καθένας τα λόγια της μετάνοιας
αναφέρει προσπαθώντας να βιώσει. Θαυμάσιο !
Εμφανέστατο εδώ ως παρατηρεί ο πολύς Καθηγητής ότι νωρίς άρχισε να
υπάρχει και να προεξάρχει ένας ως Ψάλτης, και όλο το εκκλησίασμα να
ακολουθεί το κατά δύναμη. «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός», ο
προεξάρχων. «Ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, αλληλούια», ο λαός.
Είμαστε στην εποχή που όλα είναι απλά και λιτά, και μόλις που αρχίζουν να
αναπτύσσονται και να εξελίσσονται. Εκείνο όμως που προέχει και είναι
άξιο πολλής προσοχής, καθώς εδώ τώρα καταγράφει-υπογράφει-σφραγίζει και
ο Μ. Αθανάσιος είναι, κάθε θεία λέξη που άδεται-ψάλλεται πρέπει να
είναι ευκρινής, εύληπτη, και ευάκουστη ώστε να περνάει κατ’ ευθείαν από
το νου στην καρδιά των πιστών, με ό,τι αγαθό συνεπάγεται αυτό !
Ενδιαφέρει, λοιπόν, πολύ εδώ πρώτα το γραφόμενο από ιερό Αυγουστίνο πως
ο Μ. Αθανάσιος διέταξε τον αναγνώστη των ψαλμών «ίνα ψάλλη κατά τοιούτον
τρόπον ώστε μάλλον να ομοιάζει προς απαγγελίαν παρά προς ωδήν». Αλλά και
στην προς Μαρκελίνον Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος, «την απλότητα ταύτην του
μέλους υποδηλοί εμφανέστατα, αφενός μεν την ψαλμωδίαν χαρακτηρίζων ως «των
ψαλμών εμμελή ανάγνωσιν», και ποιούμενος λόγον περί του «τους ψαλμούς
μετ’ ωδής αναγινώσκεσθαι», και παραγγέλλων, «ούτως ατεχνώς τα γεγραμμένα
λεγέτω και ψαλλέτω». Αφ’ ετέρου δε καθορίζων τον σκοπόν προς ον αποβλέπει η
Ψαλμωδία. «Το μετά μέλους λέγεσθαι τους ψαλμούς, γράφει, ουκ έστιν
ευφωνίας σπουδή, αλλά τεκμήριον της αρμονίας των εν τη ψυχή λογισμών. Και η
εμμελής δε ανάγνωσις σύμβολον εστί της ευρύθμου και αχειμάστου καταστάσεως της
διανοίας».
Με
άλλα λόγια ίσια, καθαρά, κατανοητά και από τον πιο απλοϊκό χριστιανό, ο Μ.
Αθανάσιος θεωρεί την εμμελή απαγγελίαν των ψαλμών ως αποβλέπουσα όχι στο
να αποτελεσθή μουσική αρμονία-φτάνει ακόμα και στο, «ούτως ατεχνώς τα
γεγραμμένα λεγέτω και ψαλλέτω»-αλλά στο να κατασιγάσει τη μέσα στον
άνθρωπο άτακτη κίνηση των λογισμών, να τον υποβοηθήσει, ώστε με εσωτερική
γαλήνη και ηρεμία-αχειμάστου καταστάσεως-αχειμώνιαστης, θαυμάσια, άριστη
επιλογή λέξης-να παρακολουθήσει, και κυρώς να συλλάβει το υψηλό περιεχόμενο πνεύμα
του ψαλμού.
****** ***
******
Προχωρούμε τώρα στα πιο υψηλά, τα άπιαστα, όμως παραπέρα και μετά ταύτα,
ποδοπατημένα ανενδοίαστα, αν μη και απροκάλυπτα. «Της τοιαύτης των λογισμών
αταραξίας και ακύμονος-χωρίς κύματα, διακυμάνσεις- καταστάσεως εικών και
τύπος εστίν η των ψαλμών εμμελής ανάγνωσις-Εικόνα και πρότυπο μιας τέτοιας
αταραξίας των λογισμών και ακύμαντης-ειρηνικής εσωτερικής κατάστασης είναι, οφείλει
να είναι, η μελωδική ανάγνωση. Ανέβασμα σε άλλης τάξεως πράγματα, όχι
μπούρου-μπούρου, κι αυτό κι εκείνο και το άλλο, που δεν καταλαβαίνει ούτε αυτός
που διαβάζει-ψάλλει. Έτι δε. Όσοι, «μη τον τρόπον τούτον τας θείας
ωδάς αναγινώσκοντες, ου συνετώς ψάλλουσιν, αλλ’ εαυτούς τέρπουσιν». Ίσια
στην καρδιά του πράγματος, στην καρδιά της τραγωδίας. Πράγμα που αρπάζει
πρώτιστα και κύρια τους προεξάρχοντες της ψαλμωδίας, που δεν ψάλλουν συνετά ως
οφείλουν, αλλά όπως τους ευχαριστεί, κοινώς βγάζουν το μεράκι τους.
Ναι αλλά,
επισημαίνει και το χειρότερο, που είναι ότι ψάλλοντας έτσι αμαρτάνουν, όχι
χωρίς συνέπειες, «αμαρτάνουσιν λέγει ο θείος πατήρ. «Έχουσι δε μέμψιν ότι
ουχ ωραίος αίνος εν στόματι αμαρτωλού».
Τουναντίον οι ψάλλοντες κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η διάνοια
αυτών και ο εσωτερικός των άνθρωπος να παρακολουθή τα ψαλλόμενα και «την
μελωδίαν των ρημάτων εκ του ρυθμού της ψυχής και της το πνεύμα συμφωνίας
προσφέρεσθαι»-η μελωδία των λόγων που ταυτίζεται με την ψυχική ηρεμία τους
και την έσω εναρμόνιση με το πνεύμα τους- οι τοιούτοι «ψάλλουσι μεν τη
γλώσση, ψάλλοντες δε και τω νοϊ-με όλο το είναι τους-ου μόνον εαυτούς,
αλλά και τους θέλοντας ακούειν, μεγάλως ωφελούσι».
«Αλλά,
επανέρχεται ο πολύς Καθηγητής και επισημαίνει, και η παρατεθείσα ανωτέρω
μαρτυρία του Μ. Βασιλείου, ακόμη και καθόσον αφορά εις τα αντιφωνικά ψάλματα,
άτινα είναι εμμελέστερα των άλλων, δεν θα ηδύνατο να νοηθεί άλλως παρά μόνον
εις περίπτωσιν καθ’ ην το μέλος ήτο απλούν και ανεπιτήδευτον. «Διχή
διανεμηθέντες, γράφει ο Μ. Βασίλειος, αντιψάλλουσιν αλλήλοις, ομού μεν την την
μελέτην των λογίων εντεύθεν κρατύνοντες, ομού δε και την προσοχήν και το
αμετεώριστον των καρδιών εαυτοίς διοικούμενοι». Και το αντιφωνικώς ψάλλειν
ακόμα εις της χρόνους του Μ.Βασιλείου τουτο μεν απετέλει μελέτην των ψαλλομένων
λογίων, τούτο δε υπεβοήθει εις το μετά προσοχής και αμετεωρίστως παρακαλουθείν
των ψαλμάτων τα νοήματα. Ότι δε επιτετήδευμένον μέλος και επιμεμελημένη αρμονία
ήκιστα δύναται τον τοιούτον να εξυπηρετή σκοπόν, είναι εις πάντας φανερόν…
… Η απλότης και το ανεπιτήδευτον του
αρχαίου εκείνου μέλους-συνεχίζει-
αποδεικνύεται ακόμη και από το ότι ηδύνατο και ο λαός ολόκληρος να
παρακολουθή αυτό. Διότι πώς θα ήτο δυνατόν να παρακολουθή την ψαλμωδίαν και
να συνυπηχεί υποψάλλων, εάν το μέλος δεν ήτο απλούν και ανεπιτήδευτον και
τοις πάσιν εύκολον και εύληπτον και ευπαρακολούθητον;»
Ακόμα πιο
καθαρά τώρα, και κάθε άλλο παρά δυσδιάκριτα συνεχίζει-γράφε, αρχίζει να παίρνει
αποστάσεις, και να διαφοροποιείται- ο πολύς Καθηγητής. «Αλλ’ ήδη από της
εποχής των ενδόξων της Εκκλησίας Πατέρων, κατά τον 4ο αιώνα, το
εκκλησιαστικόν μέλος ήρχισε να καθίσταται επιτετηδευμένον πως, και να
προσλαμβάνη αρμονίαν τεχνικήν. Η υμνολογία εσημείωσε πρόοδον και την
ποιητικήν έμπνευσιν των υμνογράφων παρακολουθεί και η επί το τεχνικότερον
εξέλιξις της εκκλησιαστικής μουσικής … Ήτοι έγιναν όλα τα αντίθετα στην
Ανατολή. Όχι στη Δύση, όπου αν κρίνει κανείς από το Αμβροσιανό μέλος-4ος
αιώνας-και το Γρηγοριανό-7ος-κράτησε επίζηλα την απλότητα και το
ανεπιτήδευτο !
Αφετηρία
εδώ δια το δεινό γενόμενο η Αντιόχεια, αλλά ο από εκεί Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος αντιτίθεται και καταγγέλλει απερίφραστα. «Τι δε εστί το
ζητούμενον; Το τους θείους αναπέμποντας ύμνους, φόβω πολλώ συνεσταλμένους, και
ευλαβεία κεκοσμημένους, ούτω προφέρειν τούτους-η αναφορά των ύμνων
προϋποθέτει βαθύ σεβασμό Θεού και ευλάβεια. Και γαρ εισί τινές των ενταύθα
οίτινες-εδώ όμως μερικοί-καταφρονούσιν μεν του Θεού, τα δε του Πνεύματος
λόγια ως κοινά ηγούμενοι, φωνάς ατάκτους αφιάσι-και τα θεία λόγια, σαν
κοινά λόγια τα παραδίδουν σε άτακτες φωνές- και των μαινομένων ουδέν άμεινον
διάκεινται,-και δεν απέχουν πολύ από ένα μαινόμενο-όλω τω σώματι
δονούμενοι και περιφερόμενοι, και αλλότρια της πνευματικής καταστάσεως
επιδεικνύμενοι τα ήθη. Άθλιε και ταλαίπωρε, δεον σε δεδοικότα και τρέμοντα-με
βαθύ σεβασμό ως και τρόμο- την αγγελικήν δοξολογίαν εκπέμπειν, φόβω τε την
εξομολόγησιν τω κτίστη ποιείσθαι, και δια ταύτης συγγνώμην των επταισμένων
αιτείσθαι-και με ένα τέτοιο τρόμο τη συγχώρηση των πταισμάτων να αιτείς.
Συ δε τα μίμων και ορχηστών ενταύθα παράγεις- σαν άλλος ηθοποιός και
χορευτής-ατάκτως μεν τας χείρας επανατείνων και τοις ποσίν εφαλλόμενος-χοροπηδώντας-
και όλω περικλώμενος-συσπάζοντας- τω σώματι … Ελέησόν με ο Θεός, λέγεις, και του ελέους
αλλότριον το ήθος επιδείκνυσαι. Σώσον με βοάς, και ξένον της σωτηρίας το σχήμα
διατυποίς».
Καταπέλτης
ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δηλαδή,
ψιλά γράμματα, Ψάλτης ή Ψάλτρια ! Το προέχον είναι, πρόσωπο
αναγεννημένο στο όνομα του Χριστού ! Και ποιος είναι που θα πει ότι αυτό
είναι ή μπορεί να είναι προνόμιο ή αποκλειστικότητα ανδρική ! Εδώ έχει θέση το
λεχθέν από Άγιο Γρηγορίο το Θεολόγο διευρυμένο. «Ου δέχομαι ταύτην την
νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι
νομοθετούντες δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» !
****** ***
******
«Ικανόν
εστί» ! Αρκετά, έξοδος. «Ακολουθίαι και συμπεράσματα». Ναι ! «Η
εκκλησιαστική αρχαιότης δεν είδε ποτέ την γυναίκα επί του εκκλησιαστικού
άμβωνος, όχι μόνον ως διδάσκαλον εν τω ναώ εξαγγέλουσαν τα ρήματα της πίστεως,
αλλ’ ούδε εις το διακόνημα του αναγνώστου και ψάλτου υπηρετούσαν και
αναγινώσκουσαν ή ψάλλουσαν ενώπιον του εκκλησιαστικού πληρώματος … Εγνώρισεν η
κλεινή αρχαιότης την γυναίκα συνυπηχούσαν και υποψάλλουσαν, αλλ’ από της θέσεως
αυτής ως μέλους του εκκλησιαστικού πληρώματος. Δεν την εγνώρισεν ομως ως ψάλτριαν εν τω άμβωνι ή εν ημιχορίω
εγκατεστημένην, και όχι απλώς συνυπηχούσαν, αλλά και της ψαλμωδίας
συνεξάρχουσαν». Πάλι ναι, και έτσι ακριβώς.
Αλλά και
! Τι από τα συμβαίνοντα στον κόσμο και την Εκκλησία κατά την κλεινή αρχαιότητα
είναι σήμερα στη θέση του, όπως γινόταν ή τι δεν είναι εντελώς αλλιώς ! Και πιο
επίκαιρα. Τι από όσα γίνονταν το 1926 γίνεται και ισχύει σήμερα και δεν είναι
αλλιώς ! Αυτό δε σημαίνει ότι καθένας μπορεί να λέει ή να κάνει στην Εκκλησία
ό,τι θέλει ή να ενεργεί κατά τη δική του βουλή και επιθυμία, γιατί το προέχον
είναι. «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» ! Και. «Πείθεσθε
τοις ηγουμένοις και υπήκετε αυτοίς»-Απ.Παύλος.
Και
νυν, αρμόδια και υπεύθυνη αποκλειστικά-και αποφασιστικά είναι. «Μία απόφαση
της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας συμπάσης, εις το ύψος των περιστάσεων και των
καιρών εξυψουμένης»-Π. Ν. Τρεμπέλας.
Ναι, ακριβώς ! «Εις το ύψος των περιστάσεων και των καιρών
εξυψουμένης», βασικό, ουσιαστικό, αλλά ζητούμενο, και έχον την ανάγκη «αγίας
διακρίσεως» και ισχυρού θείου φωτισμού
! Έτι δε και προσοχή, «οι καιροί ου μενετοί».
Αθανάσιος
Κοτταδάκης

3 σχόλια:
Άριστη εργασία. Αλλά η «Μία απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας συμπάσης, εις το ύψος των περιστάσεων και των καιρών εξυψουμένης» δεν θα γίνει γιατί απλούστατα η Σύνοδος διεκπεραιώνει και δεν λύνει προβλήματα. Οι άνθρωποι γίναν μέρος του συστήματος της δημόσιας διοίκησης στα συνοδικά γραφεία και βυζαντινά κακέκτυπα στους ναούς.
π. Νεόφυτος
Ευχαριστώ. πατερ δυστυχώς πολύ λίγοι καταλαβαίνουν ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα ακατανοησιας. Αλλά ζήτώ τα τεριρεμ και τα μακρόσυρτο "βυζαντινα" παρα το "μη βαθμολογείτε του Χριστου. Αθαν.Κοττ.
Τελευταία σειρά. "Μη βαττολογητε". Αθ.Κοττ.
Δημοσίευση σχολίου