"Η αναζήτηση του
υπερβατικού
στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη".
(Από την εισήγηση του Νικολάου
Παλουμπιώτη,
στην ενοριακή συνάντηση
στον Ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Λάγγουρα
Πατρών,
την Κυριακή 4 Μαΐου 2025).
Επίσκεψη στην ποίηση του Οδυσσέα
Ελύτη και μια συνομιλία μαζί του για τα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου,
σύμφωνα με τη δική του ματιά.
Μια επίσκεψη σε οικείο χώρο και μια απόπειρα μικρή να γνωρίσουμε το έργο του και τη σκέψη του. Είναι, που λέει ο λόγος, μια ξενάγηση και μια περιπλάνηση σε ένα φωτεινό τόπο, γνωστό και ως «λυρικός χώρος».
Το 1943, μέσα στην κατοχή, δημοσιεύεται ο Ήλιος ο Πρώτος του Ελύτη μαζί με την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου. Μέσα στο ζοφερό τοπίο της τότε πραγματικότητας, ένα χαρισάμενο ελληνικό φως, μια λυρική αντίσταση. Δεν είναι τυχαίο, όπως πολύ σωστά διάγνωσε ο Ελύτης, ότι τα χρόνια εκείνα και αμέσως τα μετά, είχαν να εκπέμψουν θαλασσινά μηνύματα. Οι Προσανατολισμοί και ο Ήλιος ο Πρώτος του Ελύτη, η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου και αργότερα η Μικρή Αχιβάδα του Χατζηδάκη, το Αρχιπέλαγος του Θεοδωράκη κ.α.
Στην είσοδο της επίσκεψης υπάρχει ένα ποίημα από τη συλλογή του Ελύτη ο Μικρός Ναυτίλος, για να μας βάλει κάπως στο κλίμα.
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα
βουνά - κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι
ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα
λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει
ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα,
μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και
φονικό κανένα
τον ταξιδιωτικό στον ώμο' στην τσέπη μου έναν Οδηγό'
τη φωτο
γραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα
και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι.
Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
«Ο φίλος μου Οδυσσέας Ελύτης ευτύχησε να καθιερωθεί στην ακμή της ζωής του
ως ο κορυφαίος της γενιάς του Έλληνας ποιητής, αλλά και να τιμήσει την Ελλάδα
διεθνώς με την υψίστου βαθμού βράβευσή του. Μέχρι τέλους της ζωής του παρέμεινε
σεμνός και γνήσιος χωρίς έπαρση», γράφει ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος. Και
συνεχίζει: «Γνωριστήκαμε πριν πολλές δεκαετίες στο προαύλιο του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Εκεί τότε η πνευματική μας συντροφιά ζούσε ώρες πνευματικής ευφροσύνης,
με ζωηρές και γόνιμες συζητήσεις για θέματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, πολιτικής.
Μετείχε στη συντροφιά μας και ο Γιώργος Σαραντάρης, όχι συμφοιτητής μας, αλλά
πρόσφατα πτυχιούχος πανεπιστημίου της Ιταλίας. Ένας της συντροφιάς μας ήταν και
ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, συμπαθέστατος με την ευγενική φυσιογνωμία, το πράο ήθος
και το ήρεμο ύφος του. Έδειχνε ενδιαφέρον για τις εκθέσεις ζωγραφικής και
φρόντιζε να προμηθεύεται γαλλικά περιοδικά λογοτεχνίας και δια μέσου αυτών να
μαθαίνει για τα λογοτεχνικά δρώμενα της Γαλλίας. Σπάνια όμως και χωρίς αξιώσεις
προβολής αναφερόταν σε αυτά.
Μια μέρα πρόσχαρος ο Σαραντάρης μου ανακοίνωσε: “Ο φίλος μας ο Οδυσσέας γράφει ποιήματα και ωραιότατα”. Ο μετά από δεκαετίες ένδοξος ποιητής με την τότε και πάντοτε άκρα σεμνότητα εμπιστεύτηκε τα πρώτα του ποιητικά σκιρτήματα μόνο στον Σαραντάρη, τον ποιητή και φιλόσοφο και προπάντων αγνότατο άνθρωπο. Επέτυχα το προνόμιο να γνωρίσω και εγώ επίσης τον ποιητικό του λόγο. Παροτρύναμε και οι δύο, εγώ και ο Σαραντάρης τον άξιο ήδη στη συνείδησή μας ποιητή να δημοσιεύσει τα πρώτα του εκείνα δείγματα ποιητικής σύλληψης. Ίσως και άλλοι τον παρότρυναν. Και ακολούθησε η δημοσίευσή τους με το εύηχο φιλολογικό ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. Και ανάβλυσε ο ποιητικός λόγος του ιχνευτικός όπως ήθελε ο Πλάτων, προς “την του καλού, τε και ευσχήμονος φύσιν”. Οδηγητικός για τη μέθεξη του σε οραματισμούς και συναισθήματα, σε βίωση μιας άλλης χαράς, όπως ζητούσε ο Σαραντάρης», καταλήγει ο Δεσποτόπουλος.
Οι προσανατολισμοί (1940), ο Ήλιος ο Πρώτος (1943). Κυριαρχούν οι χαρές του έρωτα, η μαγεία της φύσης, το μεθύσι των αισθημάτων, σε μια γλώσσα που αφού δοκιμάσει τον υπερρεαλισμό, αργότερα δοκιμάζεται μεταμορφωτικά στον λυρισμό στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945), στην καλοσύνη στις λυκοποριές (1947) και πάνω απ όλα στο Άξιον Εστί (1960). Ο ορυμαγδός του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου, εισβάλλει στην ποίησή του.
Η μεταμόρφωση αυτή παίζει σημαντικό ρόλο και στα επόμενα βήματα της ποίησης του Ελύτη.
Έξι και μια τύψεις για τον Ουρανό (1960), το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971), το Μονόγραμμα το (1972), Τα ανοιχτά χαρτιά (1974).
Η ιστορία μοιάζει να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στην ποιητική του συνείδηση. Έτσι είναι μάλλον αναμενόμενο όταν ο ποιητής τυπώνει τη Μαρία Νεφέλη (1978) να συμπλέκει το λυρισμό με την ιστορία. Κατάφαση στο άνθρωπο και στα πάθη του, δραματικός στοχασμός, τελική αποκατάσταση μιας οδυνηρής ισορροπίας.
Θα γυρίσει στις αμόλυντες πηγές του λόγου του, παραμερίζοντας οριστικά την ιστορία, με τις δυο συλλογές του. Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) και τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991).
Ο ποιητής έχει, προϊούσης της ηλικίας του και ενόψει της ολοκλήρωσης του έργου του, να αντιμετωπίσει κατάματα το θάνατο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να το κάνει αποθεώνοντας την τέχνη του. Επανέρχεται στο βάθρο μιας άσπιλης αιωνιότητας.
Πώς περνάμε από τη μια κατάσταση στην άλλη; Το κλειδί θα το βρούμε σε μια όχι και τόσο σχολιασμένη σύνθεση. Πρόκειται για το Μικρό Ναυτίλο, που κυκλοφορεί το 1985, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του Ημερολογίου ενός Αθέατου Απριλίου.
Είκοσι πέντε αιώνες η περιδιάβαση της ιστορίας. Από τη κλασσική Αθήνα, το Βυζάντιο, τους Οθωμανούς μέχρι τον αγώνα του είκοσι ένα και την εισβολή στην Κύπρο (1974).
Ο φαύλος κύκλος του αφανισμού και της αλληλοεξόντωσης φέρνει μόνο το κενό. Ο ποιητής θα αποδράσει από τον τόπο της φωτιάς από την πρώτη κιόλας ώρα.
«Είπα θα φύγω, τώρα. Μ ότι να ‘ναι». Θα επικαλεστεί τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, τον Κάλβο και τη Σαπφώ. Για το «Μυρίσαι το Άριστον» του Ρωμανού, «και με φως και με θάνατον» του Κάλβου και «Όττω τις έραται» της Σαπφούς. Για τα πεζά του «Μυρίσαι το Άριστον», ο ποιητής μιλάει για το βλέμμα με το οποίο ο ίδιος συλλαμβάνει, παρατηρεί και κατανοεί τον κόσμο.
Ο Ρωμανός :
«ρημάτων δε την ορμήν σιωπή συνέτεμε
και έλαβεν η τερπνή το καλόν μύρον αυτής
και εις τον θάλαμον εισήλθε του φαρισαίου
τρέχουσα, ώσπερ κληθείσαι Μυρίσαι το Άριστον».
Να αρωματίσει το δείπνο με το πανάκριβο μύρο της
το δείπνο το υπερβατικό.
Ο ποιητής :
«Γι αυτό απευθύνομαι σε Σένα βράδυ Μεγάλης Τρίτης
με αντίκρυ μου το πέλαγος το ανεπανάληπτο
για να του πεις αντίο και ευχαριστώ».
Ο Κάλβος:
«Το πνεύμα όπου με εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα
και εις τον Θεόν ανέβη
για το κορμί μου, κι έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον.
ο ήλιος κυκλοδίωκτος
ως αράχνη μ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως».
Η γαλήνη της ψυχής συμπληρώνει την ανάπαυση του σώματος.
Η άδηλη αλήθεια, η αποθέωση του Θείου έρωτα, η δύναμη της αρχαίας ρίζας, η θεϊκή υπόσταση της φύσης.
Η Σαπφώ: «Ὄττω τις έραται», εκείνο που ο καθένας ερωτεύεται, η απάντηση της ποιήτριας, τι το κάλλιστον.
Η κοινωνία είναι έτοιμη να πιαστεί από τις χίμαιρες που της προσφέρει η τεχνολογία όταν μετατρέπεται σε θρησκεία. Το τραγικότερο όμως θα ήταν για τον άνθρωπο όλες αυτές οι επαγγελίες να ήταν αληθινές. Να μπορούσε δηλαδή να ερμηνευτεί το μυστήριο της ζωής με επιστημονικούς χάρτες και να έκλειναν όλη τη μαγεία μέσα τους.
«Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας» .
Ο μεγάλος φιλόσοφος Βιτγκενστάιν, ο οποίος αφιέρωσε όλο του το έργο στην προσπάθεια να καταδείξει τα όρια της λογικής σκέψης, μας λέει: «Αισθανόμαστε πως ακόμα κι αν δοθούν απαντήσεις σε όλες τις δυνατές επιστημονικές ερωτήσεις, τα προβλήματα της ζωής μας δε θα τα έχουμε καν αγγίξει. Για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει».
«Χωρίς άλλο, υπάρχει αυτό που δε λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο».
Εκεί που ο Βιτγκενστάιν τοποθετεί τα όρια και τη σιωπή της λογικής γλώσσας, αρχίζει ο ήχος μιας άλλης πραγματικότητας που μπορεί να γίνει αισθητή από τον ποιητικό λόγο.
«Η ποίηση, είναι η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει. Απ’ τα μυριάδες μυστικά σήματα, που με αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις, που η αποκρυπτογράφηση τους να σε φέρνει πιο κοντά στη βαθύτερη αλήθεια». Για να καταλήξει ο Ελύτης, όπως και ο Βιτγκενστάιν: «Ο ποιητής δείχνει».
Ο ποιητής μέσα απ’ την οικουμενική διάσταση, του δικού του φυσικού και μεταφυσικού κόσμου, χρόνος, τόπος και αριθμός δεν υφίστανται.
Ο ποιητής μετέχει στο αιώνιο, το απέραντο και το Ένα.
«Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του Ένα» γράφει στο «εκ του πλησίον».
Παραπέμπει στο Εν, στο οποίο τα πάντα τείνουν να επιστρέψουν και στο οποίο μας οδηγεί τόσο ο προφορικός όσο και ο γραπτός λόγος, που σύμφωνα με τον Πλωτίνο, είναι ο σκοπός των πάντων.
Το Εν αποτελεί εδώ το στόχο, το ζητούμενο του ποιητή. «Ενός δε εστί χρεία» (Λουκ. 10-42).
Τα πολλά, τα πάντα, του ανοίγουν το δρόμο προς αυτό. Όλα απορρέουν από αυτό και σε αυτό τείνουν να επιστρέψουν. Η ποίησή του πορεία και ταυτόχρονα προορισμός.
Ο Ελύτης γράφει Ελληνικά, προϋποθέτει όμως πολλές φορές, για τη βαθύτερη κατανόησή του, έναν υψηλό βαθμό εξοικείωσης με αυτό που ο ίδιος ονόμασε ελληνική αίσθηση. Συνισταμένη πρωτογενών στοιχείων, τρόπων αντίληψης, εννοιών, αφομοίωσης, ενός μακρύτατου χρόνου. Το διαρκές παρόν, το αιώνιο παρόν.
«Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη στιγμή – όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν πραγματικά και η θλίψις γίνεται χάρις και η χάρις Άγγελος. Η ευτυχία μοναχή και η μοναχή ευτυχία».
«Με λεπτές μακριές πτυχές πάνω από το κενό, ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου παραδείσου». Η ποίησή του είναι μια ηθική στάση – ένας ηθικός ήλιος, μια φυγή στον ουρανό, ένας εναγκαλισμός με τους αγγέλους, ένας στροβιλισμός στον αέρα του χρόνου, μια μόνιμη αναζήτηση του όντως εαυτού, μια αποδέσμευση και μια απελευθέρωση.
Την ίδια στιγμή που προβάλλει από παντού η ελληνικότητά του, μέσα από τη μεταφυσική διάσταση του θαλασσινού τοπίου, απ’ το κάθετο φως, μέσα από τη μετόπη, το τέμπλο, τον τρούλο, την κορυφογραμμή, τα μυριστικά χορτάρια, τους περιστερεώνες, δεν παύει παράλληλα να φανερώνει ένα ολόκληρο σύνολο βασικών αρχών που προσδίδει στην ποίησή του την αναζήτηση της καθολικής ψυχής.
Η ποίηση είναι η φωνή του έθνους, η αληθινή ιστορία της Ελλάδας, όπως αυτή βιώνεται καθημερινά. Η Ελλάδα περνάει από τα προϊστορικά χρόνια στην ποίηση του Ομήρου. Μέσα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Έλληνες αποκτούν καταγωγή, ιστορία και θρησκεία. Εκείνο που γράφει ιστορία είναι το πνεύμα, η τέχνη, η φιλοσοφία. Όλα αυτά σε βαθύτερο επίπεδο είναι ποίηση. Ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας, Ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής ο Ευριπίδης, ο Φειδίας και πολύ αργότερα ο Ρωμανός ο Μελωδός. Ο Ελληνοσύρος Μάγος, είναι πάνω και πέρα από τους βασιλίσκους των μικρών πόλεων του Ελληνικού χώρου. Ο Ελύτης, στο βαθμό που του αναλογεί, ξαναβρίσκει την άκρη της αληθινής ιστορίας με το Άξιον Εστί και το Χαμένο Ανθυπολογαγό. Ανοίγει ένα παράθυρο για να φωτίσει ένα χώρο γεμάτο διάφανα χρώματα και θερμές σκιές. Είναι το γνώριμο τοπίο της χώρας μας, όπου οι μεγάλοι ποιητές μας το διατηρούν σαν πρότυπο στο πέρασμα των αιώνων.
Ο Ελύτης μελετώντας το έργο του Ρωμανού θα πει: «Ο σκοπός του ήταν να μας αναγγείλει όχι πια τη γέννηση του Χριστού, αλλά του ποιητικού πνεύματος που προσιδιάζει στη γλώσσα την Ελληνική, που άρχισε και πάλι να απλώνει το φως της το νικητήριο. Διάκονος ήταν και διάκονος παρέμεινε. Είναι και αυτό ένα μεγαλείο που ανεξάρτητα εντελώς από κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη ηθική, μας βοηθά να βλέπουμε τους δημιουργούς μέσα στη μόνωση τους και να τους παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μια αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των αξιών που περικλείει και την ομολογούμενη λατρεία σε ότι θα αποκαλούσαμε “άσπιλο” “άφθαρτο” “διαυγές” όλα τους ενός ποιητικού παραδείσου».
Η ποίηση του Ελύτη είναι και μουσική. Ο Μάνος Χατζηδάκης γράφει: «Άρχισα να γράφω μουσική για τον Ήλιο του. Και τραγουδούσα όπου βρισκόμουν, νύχτα μέρα. Με αυτό τον τρόπο γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Αλλά κάποιες φορές ξεχνούσε κάποια Ελένη του και γινόταν το παράδοξο να το φεύγει και να τον χάνω. Και ένοιωθε τότε τις έξι και μια τύψει για τον Ουρανό. Οι ενοχές του αυτές με σφράγισαν πότε Αττικά και πότε Αιγαιοπελαγίτικα». Ο Χατζηδάκης δυστυχώς δε μας έδωσε ποτέ τη μουσική που έγραψε για τον Ήλιο τον Πρώτο του Ελύτη. Και αυτό γιατί ο Χατζηδάκης απεφάνθη: «Το ποίημα δε χρειαζόταν μουσική. Τώρα το ξέρω αυτό καλά. Γιατί ήταν το ίδιο μουσική».
Υπήρξαν και κάποιες κριτικές που διακατέχονταν από ένα αίσθημα έπαρσης, άλλοτε εκκινώντας εκ των προτέρων με φθαρμένα ιδεολογήματα, φανερά ή κρυμμένα, γνωστά εδώ και πολλά χρόνια, που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά, με διαβαθμίσεις, βεβαίως, ορθοδοξίας και ορθοκρισίας.
Οι διανοούμενοι που τα εκπροσωπούν έχουν ως κοινή αφετηρία ειδικά παροξυσμικά αντανακλαστικά, σε συγκεκριμμένες έννοιες – κλειδιά όπως: Χριστός, πατρίδα, Ελλάδα, παράδοση, ιδιαιτερότητα, ιστορική συνείδηση.
Η πολεμική αυτών των εννοιών, συνήθως λυσσώδης και υπεροπτική, καθίσταται και το εχέγγυο του προοδευτισμού τους. Έτσι βγάζουν τον Ελύτη εθνοκεντρικό, δηλαδή επαρχιακό ποιητή. Όπως λέει ο Νάσος Βαγενάς, το ίδιο έκαναν με το Σεφέρη και άλλους, απαξιώνοντας το έργο τους, γιατί με αυτούς η Ελληνική ταυτότητα εξακολουθεί να υπάρχει.
Θα βρίσκονταν σε δεινή θέση διαβάζοντας το Ελύτη να γράφει:
«Θέλει μελτέμι γερό γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο από όλων των λογιών της τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τα απομεινάρια».
«Μήτε πήγε ο νους τους πως 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός στην ίδια γη εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό ουρανό και τη θάλασσα θάλασσα».
«της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες τις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω».
«μακρινή μητέρα ρόδο μου Αμάραντο».
«Γέμισε ο τόπος λέξεις Ελληνικές ανορθόγραφες από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του ’22».
«Ονειρεύομαι μια ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδηγεί στην ίδια ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα».
«Μνήμη του λαού μου είσαι η Πίνδος και είσαι ο Άθως»
«Όπου και ας σας βρίσκει αδερφοί το κακό, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύεται Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύεται Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
«Την Ελλάδα δεν την είδα ποτέ σαν εθνικιστής αλλά σαν πηγή της γλώσσας που χειρίζομαι από το ένα μέρος και από το άλλο ως παρακαταθήκη εμπειριών μοναδικών σε πλήρη συστοιχία με τα όνειρά μου».
«Έπλασα ένα μύθο με άξονα το φως και τον έρωτα έως θανάτου. Το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου. Την ελπίδα ως τα δάκρυα. Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση».
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ποιητής ποιεί. Αν θέλει βγάζει από το μαύρο μαύρο, λογαριασμός δικός του. Εμένα μου αναλογεί το λευκό. Η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή και από του μαρμάρου. Σε τι θα ωφελούσε να γίνω απλός αναμεταδότης της ασχήμιας με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Εγώ αποβλέπω στη μεταμόρφωση και ζητώ να καθαίρω τη συνείδησή μου, έτσι που να φανεί εν τέλη το ουσιώδες, αυτό που μας έχουν καταδικάσει να αγνοούμε, παραβλέποντας τα μύρια όσα του κοινωνικού ή πολιτικού ή ψυχολογικού τύπου απορρίμματα μια βλακώδους καθημερινότητας. Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζεται και τους ίδιους τους υπηκόους της να καταπονεί και σε ένα διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας. Και υπάρχει και η άλλη που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και στον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί σε μια μέρα. Η δεύτερη ακόμα και αν μείνει χωρίς υπόσταση ποτέ. Τουλάχιστον εγώ για αυτή υπάρχω».
Ο Ελύτης πονά, ανησυχεί και υποφέρει γιατί φοβάται, μιας και έχει τη δύναμη να βλέπει στο μέλλον το αναπόφευκτο, που σήμερα βιώνουμε χωρίς ακόμα να έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους. Γιατί δεν αγάπησε τίποτα περισσότερο από αυτόν τον «κόσμο το μικρό, το μέγα». Έναν κόσμο μοναδικό, που πάει πίσω σε βάθος χρόνου, σαν ένα βαθύ ποτάμι που πλαταίνει, στενεύει, κάνει κύκλους, γίνεται υπόγειο, τρώει τα βράχια για να περάσει. Κι αυτός ευλογήθηκε να γνωρίζει, γιατί αυτός γίνεται ο ίδιος ποτάμι και γι αυτό η μνήμη του φτάνει πίσω στις πηγές του ποταμού και πάει μπροστά, ως εκεί που το σταματήσει η κακία και η περιφρόνηση των Άλλων, αν ποτέ καταφέρει να το σταματήσει, αντάμα με την τύφλωση των μίζερων και των ανέραστων.
«Ποίας φυλής ανύπαρκτης γόνος να ’μουν. τότε μόνα εννόησα που η σκέψη των άλλων διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθού ως πέρα με χαράζει».
Για το ποιοι είναι οι Άλλοι μας το λέει «στα σταυροδρόμια που ήξερα πως έγιναν αδιέξοδα. Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν. Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι και ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον». «Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε, «η ζωή σου θα αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις άξιος». «Και μάθε, ο καθείς και τα όπλα του», είπε. «Ο πολλούς αιώνες πριν ο ακόμα χλωρός μες τη φωτιά».
Πού τη βρήκε αλήθεια αυτός, ένας αστός, τόση επαναστατικότητα; Πώς αλήθεια συνέλαβε το νόημα απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους; Προσθέτοντας το φοβερό «ο καθείς και τα όπλα του» και καλώντας «τους παλιούς του φίλους με φοβέρες και αίματα»;
Ζούμε προφανώς την εποχή κατά την οποία δοξάζονται οι Σκιές. Πόσο αλήθεια απελπιστικό σκοτάδι θα πρέπει να έχει σκεπάσει σήμερα αυτήν την ηλιόλουστη χώρα ώστε να μην μπορεί κανείς να φωνάξει στο φως της μέρας, όπως έκανε ο Ελύτης.
Είναι υπερβολικά μεγάλος για μια τόσο μικρή χώρα σαν τη δική μας ο αριθμός των σκιών αυτών που πολεμάει με τέτοια επιμονή την Ελληνική πνευματική ιδιαιτερότητα και συνοχή.
Ψάχνοντας την ύλη των αισθημάτων, η ποίηση του Ελύτη δοκιμάζει μακροβούτια στην ιστορία της, πηγαίνοντας μέχρι τη μήτρα της Σαπφούς και του Αρχίλοχου, συνενώνεται με την παρθενία, την αρετή και την Άνοιξη. Επινοεί ένα δεύτερο σύμπαν.
Πραγματοποιούνται αναστάσεις και επαναστάσεις και μετατρέπει το προσωρινό, το απίθανο και το τυχαίο σε ακατάλυτη διάρκεια.
Σε ολόκληρη την ποιητική του διαδρομή υπάρχει άλλοτε κρυμμένη και άλλοτε λάμπουσα η ελληνική πολιτιστική του καταγωγή.
Οι χαρακτηρισμοί του ως ηλιοπότη, κολυμβητή του Αιγαίου, υπήκοο γλώσσας – «Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου», και πολλά ακόμα – είναι αφετηρίες ή τρόποι για να δηλωθεί η ξέφρενη και απέραντη αγάπη για ένα σύμπαν Ελληνικό και γι αυτό πανανθρώπινο και του οποίου το «αγγελικό και μαύρο φως», λειτουργεί ακόμα. Σε μια λαλιά που δε λέει ψέμματα, το παρακλητικό στοιχείο του Άξιον Εστί θα πρέπει να είναι οδυνηρά επίκαιρο για την ευπαθή συνείδηση του Έλληνα αναγνώστη. «Ανομίες μίαναν τα χέρια μου, πώς να τα ανοίξω; Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Γιοί των ανθρώπων τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης και η ψυχή τα φρικτότερα».
Του αναγνώστη που πάσχει μέσα στη δραματικότητα της ιστορικής περιόδου που περνάμε . Τέρατα έχουν πάρει όψη ανθρώπου. «Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε.
Στο Άξιον Εστί, ο Ελύτης παρουσιάζει τον κόσμο, μέσα από τον ίδιο τον κόσμο και ταυτόχρονα μέσα από τον κόσμο του τον μικρό και μέγα.
Η προμετωπίδα κατ αρχάς «πλεονάκις επολεμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησαν μου» (ψαλ.128). Τα τρία μέρη που το απαρτίζουν, Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Δοξαστικόν και η αρχή της σύνθεσης «εν αρχή ην το Φως» είναι μερικά στοιχεία που γνωστοποιούν τις επιρροές του.
Μήπως το φως είναι η αληθινή δικαιοσύνη, η ταυτισμένη με την ομορφιά που βρίσκεται στην αρχή μιας μεταφυσικής, ικανής να μας βγάλει από το αδιέξοδο;
«Η ζωή ενός άνδρα είναι αξιοβίωτη όταν στοχάζεται το ωραίο», κατά τον Πλάτωνα.
Τα ωραία πράγματα θαυμάζονται, όχι γιατί γίνονται αισθητά χωρίς κόπο και τέρπουν μετά από προσπάθεια.
Στις πλέον άγνωστες περιοχές της ζωής μας, σε όλη τη φοβερή πραγματικότητα βρίσκεται κρυμμένο το κάλλος που περιμένει τους εραστές του και τους προφήτες του.
Είναι μια απαστράπτουσα δωρεά, που αποδεχόμαστε με επίπονη άσκηση.
«Αχ ομορφιά κι αν δε μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω», αναφέρει στα Ελεγεία της Οξώπετρας. Αλλά «με περόνες πόνου και φρικαλέες ραγισματιές».
Ο Νικόλα Μπερντιάγεφ γράφει: «Η ωραιότης δεν ανταποκρίνεται σε έναν ιδιαίτερο τρόπο εμφανίσεως της υπάρξεως αλλά αποτελεί το χαρακτηριστικό της πλέον υπέροχου ιδιότητος του όντος. Το ωραίον είναι ο τελικός σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου και του κόσμου. Η βασιλεία του Θεού, δύναται να εννοηθεί μόνον ως επικράτησης της ωραιότητος».
Η ομορφιά που βρίσκεται στην Αλήθεια. Η Αλήθεια και η ομορφιά απαιτούν ως τίμημα την ίδια τη ζωή. Η ωραιότητα, είναι ένα από τα ονόματα του Θεού. Το απαστράπτον κάλλος Του.
«Τον κόσμο θα τον σώσει η ομορφιά» μας λέει ο Ντοστογιέφσκι. Πρόκειται για μια ανεπανάληπτη και ανεκπλήρωτη προφητεία. Γεγονός που μας κινεί σε μια ακόμα περισσότερο επίπονη προσπάθεια στην απόκτηση πείρας. Όσο περισσότερο μελετάς και κοιτάζεις την ομορφιά τόσο ο πόθος της γίνεται δριμύτερος και οδυνηρότερος. Η άβυσσος της παραμένει ανεξάντλητη και άρρητο το μυστήριο της.
«Η ομορφιά είναι κάτι τρομερό και φοβερό. Είναι φοβερή μα και μυστηριώδης» (Ντοστογιέφσκι).
«Φοβηθείτε αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου. Ή αν όχι, μια και ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήστε το. Αυτό που δίπλα μας ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα: Το Ασύλληπτο» (Ανοιχτά χαρτιά).
Τι είναι λοιπόν η ομορφιά ή το ωραίο, αυτή η αέναη φανέρωση του Κάλλους;
Είναι μια φωτοφόρα αποκάλυψη για την οποία είναι ανεπαρκείς οι απαντήσεις της αισθητικής. Δεν υπάρχουν ορισμοί που να μπορούν να κάνουν σαφή την ομορφιά ούτε και θεωρίες που μπορούν να κάνουν για αυτήν υποθέσεις. Η ομορφιά ανήκει στο χώρο του μυστηρίου, του υπέροχου αλλά και του τραγικού. Είναι τρομερή γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις γιατί ο Θεός μόνο αινίγματα μας έθεσε.
«Όταν η ομορφιά και η θλίψη συμπορεύονται, τότε μας φέρνουν το ίδιο μήνυμα γι’ αυτό εκείνοι που με ενδιαφέρουν είναι αυτοί που ξέρουν τι είναι θλίψη». (Όσκαρ Ουάιλντ). Όπου υπάρχει θλίψη ο τόπος είναι ιερός.
«Δε μου δόθηκε η χάρη να κλάψω, αλλά φοβάμαι. Δεν έχω συγγενείς να κλάψω, αλλά φοβάμαι. Δεν έχω συγγενείς απ όλη μου τη ζωή προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η λύπη μας ομορφαίνει – επειδή της μοιάζουμε». (Μαρία Νεφέλη).
Ο Ελύτης διερωτάται τι είναι η λάμψη μιας άλλης ζωής, που διαπερνά ετούτη τη ζωή και κυρίως ποιος είναι σε θέση να απαντήσει με βεβαιότητα, παρά το ότι πολλοί μιλήσανε για φως, τι στο ανεπτυγμένο πεδίο της κριτικής σκέψης σημαίνει «φως».
Λέει στα Ανοιχτά χαρτιά: «Βρίσκει πιο φρόνιμο να φτάσει κανείς από την αναλογία μιας κλίμακας ταπεινός στα ουσιαστικά και τα μεγάλα. Να φτάσει κανείς ως το ακρότατο σημείο που μπορεί να ανιχνεύσει η ψυχή , να ακολουθήσει την ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος και το Φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός».
Αναζητά τις υπαρξιακές ρίζες και εμπειρίες της ομορφιάς. Της αιώνιας ομορφιάς, ως τον πυρήνα του μυστηρίου της ζωής, που δεν υπόκειται στο νόμο της γης αλλά έχει άλλο νόμο ανώτερο και αυτό είναι ένας υπαινιγμός για την αθανασία.
Είναι το πυρ και η φλόγα, που ανάπτει και κατακαίει την καρδιά μας, για να κρατηθεί αδιάπτωτος ο πόθος και ανοιχτή η οδός της επιστροφής των δημιουργημάτων, στο πρωτόκτιστον κάλλος.
«Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει
σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ’ τα βάραθρα.
Τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα μόνο η ψυχή αναμμένη σαν παλιά εκκλησιά δείχνει ότι θα πεθάνουμε Άνοιξη. Γονατίζει ο χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός και πάλι πέφτει ανίσχυρος, βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρά πάνω από τα βάραθρα. Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη την ελένε Λάμπουσα» (Μαρία Νεφέλη).
Τα άγια στοιχεία, που έχουμε μέσα μας, όταν έλθουν σε σύγκρουση με τον κόσμο, μας δημιουργούν αυτή τη συγκίνηση και την αίσθηση του χαμένου παραδείσου.
Εκείνος που μπορεί να κοιτάζει την ομορφιά του κόσμου, να παίρνει μέρος στις λύπες του και να καταλαβαίνει κάτι από το θαυμαστό που έχουν και τα δύο. Βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα θεϊκά πράγματα.
Ο Νικόλα Μπερντιάγιεφ, πάλι, αναφέρει ότι η μεταμόρφωση του κόσμου είναι μια αποκάλυψη της ωραιότητας και κάθε ωραιότητα στον κόσμο, είναι μια ανάμνηση του Παραδείσου.
«Ένα δίχτυ αόρατο ριγμένο από μακρυά με τραβάει και αδύνατο να ξεφύγω. Πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πώς πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά. Σταματώ να σκέφτομαι και μ’ αφήνει. Τρέχω στους καθρέπτες και δεν βλέπω τίποτα.
Αλλού είναι ο θάνατος
κεραυνός οιακίζει».
Είναι φανερός ο επηρεασμός από τον Ηράκλειτο.
«Τα δε πάντα οιακίζει Κεραυνός», θα πει ο μεγάλος Εφέσσιος.
«Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό, τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό – τους παλιούς μου φίλους καλώ, με φοβέρες και με αίματα».
«Από την άλλη μεριά του Κεραυνού, το κομμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου».
Ο Κεραυνός με «κ» κεφαλαίο και το κομμένο χέρι ή τα πικρά χέρια. Ο άνθρωπος που αγγίζει τον Κεραυνό, σαν νέος, δόκιμος Θεός.
«Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα», είπε
«Πριν απ’ την καρδιά σου θα ‘ναι αυτή
και μετά πάλι αυτή θ’ ακολουθήσει.
Τούτο μόνο να ξέρεις:
ότι σώσεις μες την αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει».
Για την ισόβια στιγμή αναφέρει:
«Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε δώσε της διάρκεια, μπορείς».
Οι προτεραιότητες της εποχής είναι η οικονομία και η τεχνολογία. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ιδανικά, αξίες και άλλο νόημα ζωής. Η ηθική μοιάζει έννοια παρωχημένη. Η υπαρξιακή αγωνία δε βρίσκει εύκολα παραμυθία. Το μέλλον, όπως έλεγε ο Μ. Χάιντεγκερ, για τον άνθρωπο είναι η τεχνολογία, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ανθρώπινη ουσία.
«Είναι η βαρβαρότητα. Την βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη κάτω από άνομες
συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για φούρνους του
Χίτλερ ίσως αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του
ανθρώπου, για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωση του».
Ο Ελύτης δείχνει με την ποίησή του τα καθαρά του χέρια και αναζητά τον εαυτό του. Μια αναζήτηση εσωτερική και εξωτερική που αποβλέπει στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης του ατόμου, σαν μέρος του συνόλου. Μετά από μια σειρά εμπειριών στα μέσα και στα έξω του κόσμου, το θέμα της αναζήτησης επανατίθεται στον Μικρό Ναυτίλο: «Τις μικρές ευτυχίες και τα αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα και να ‘μαι: Ανήμπορος να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο».
«Να καταλάβουν όλοι ότι το χρυσό δέρας της ανθρωπιάς γίνεται να το κερδίσουν οπουδήποτε αρκεί να ξέρουν – παίρνοντας παράδειγμα από τη γη, που βρίσκεται στη σωστή απόσταση από τον ήλιο και επιτρέπει τη ζωή. Να κρατιούνται στη σωστή απόσταση από του μέσα κόσμου τον μέγα και αόρατο ηθικόν τους Ήλιο. Ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά ύβρις», καταλήγει ο ποιητής.
Είναι «ο Ήλιος ο κρυπτός».
Ο αρχαίος σοφός δεν είναι άλλος από τον Ηράκλειτο: «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα. Ειδεμή Ερινύες μεν δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
«Ονειρεύτηκες ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να τρέχεις μη γνωρίζοντας
πια Ερινύες; Όχι. Στο φως του ήλιου μια στιγμούλα η φύση μας η τρίτη να
φανερωθεί».
Η φωνή και η γλώσσα του ποιητή, παραμένουν φωνή και γλώσσα ενός μύστη που προσπαθεί να δώσει υπόσταση σε αυτό που δεν ορίζεται και που παραμένει μυστήριο.
«Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει». Σε μια φράση, μια περπατησιά αιώνων. Ηράκλειτος, Απόστολος Παύλος, Γρηγόριος Παλαμάς, Ισαάκ ο Σύρος, Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Μάξιμος ο Ομολογητής, Βιτγκενστάιν, Ουγκαρέττι. Αυτό το άγνωστο που λάμπει μέσα του και δεν ξέρει τι είναι…
«Ο άναξ, ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει, σημαίνει» – Ηράκλειτος .
«Εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. Όταν δε θα έρθει το τέλειον το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α. Κορινθ.13,9-10)
«Άπας ο αγών περί των πραγμάτων εστίν ου περί νοημάτων και λέξεων» – Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς.
(Πίσω από τις λέξεις και τα ονόματα υπάρχει κάποια ουσία). Η μέσα λάμψη πριν και πέρα από τη νόηση. «Η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως» – Ισαάκ ο Σύρος.
«Όλα τα θεία, όσα μας φανερώνονται, μόνο με τις μετοχές γνωρίζονται ποια είναι όμως τα θεία καθ’ εαυτά κατά την αρχή και ίδρυσή τους, είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως» – Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου. Χωρίς άλλο, υπάρχει αυτό που δε λέγεται» – Βιτγκενστάιν .
«Αγνοία γίνεται γνωστόν ο Θεός. Εν αφασία κρείττονι πάσης φθέγξεως» – Μάξιμος Ομολογητής.
Με την παραδοχή της απόλυτης άγνοιας αρχίζει να μας γίνεται γνωστός ο Θεός. Με σιωπή υπέρτερη κάθε εκφραστικής δυνατότητας.
«Γεννιέσαι και δεν ξέρεις τίποτα
Ζώντας μαθαίνεις λίγα
Όμως πεθαίνοντας ίσως δεις
πως μοναδική γνώση
είναι εκείνη που σμιλεύεται
Άμα κλειστεί στην αγάπη» – Τζουζέπε Ουγκαρέττι.
«Λίγη καθαρή καρδιά ζητάει πάντοτε το Απίθανο για να φανερωθεί» (Ανοιχτά χαρτιά).
«Καμιά δωρεά δεν προσφέρεται αν δεν έχεις γι αυτήν έτοιμη την ψυχή σου». (Εν λευκώ).
Ο Οδυσσέας Ελύτης έκανε τα πάντα και είναι ένας δύσκολος και κρυπτικός ποιητής επειδή η ποίησή του λειτουργεί σε αλλεπάλληλα επίπεδα. Επισημαίνουμε τη διάκρισή που κάνει ανάμεσα στα «πνευματικά προσόντα» και σε αυτό που ονομάζει «ποιητική νοημοσύνη».
Ύμνησε τη λιγοσύνη της χώρας του: «Τριγύριζα μες τη χώρα μου και έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που έλεγα πως δε γίνεται, θα πρέπει να ναι από σκοπού».
«Της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο». Ο Ελύτης γνωρίζει καλά τον πλούτο που περιέχεται στη λιτότητα όπως και τη φτώχεια που κρύβουν τα υλικά αγαθά. «Ή θα είσαι ολιγαρκής στα υλικά αγαθά ή θα είσαι ολιγαρκής στα βιώματά σου». «Η μια πεντάρα σε κάνει πλούσιο, οι πολλές ποτέ». «Μες το κενό θησαύριζα και πάλι μες τους θησαυρούς μένω κενός».
Το έργο του μας δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε την απαραίτητη ρωγμή στον ορθολογισμό μας, μια αθέατη ρωγμή, για να δούμε το άλλο πρόσωπο, το χωρίς σκοπιμότητες, το ουσιαστικό της ζωής. «Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που είναι πιο δύσκολο».
«Με ένα τίποτα έζησα. Ώσπου στο τέλος ένοιωσα κι ας να μ’ έλεγαν τρελό, πως από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος». Αυτό το τίποτα όμως, απαιτεί ν’ απαρνηθείς πολλά για να το αποκτήσεις. Στην εποχή μας οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητα να εκτιμούν το νόημα που κρύβεται στις απλές καταστάσεις της ζωής.
Δεν έχουν χρόνο για αυτές... Ο χρόνος έχει αποκτήσει ένα χρηστικό και ωφεμιλιστικό χαρακτήρα, γι αυτό ίσως μας τιμωρεί. «Χρόνος δεσμώτης», όπως τον ονομάζει. Η ονειροπόληση, ο χωρίς σκοπιμότητα χρόνος που χρειάζεται για όποιον αναζητά, είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα μας. Όπως το αυθόρμητο παιχνίδι των παιδιών. Καταφεύγει σε αυτήν την εικόνα για να ορίζει τον χρόνο; «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιλείη».
Ο Ελύτης: «Μόνο με τα παιδιά φτιάχνεις Ιεροσόλυμα» ή «Κάπου Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να κατάπεσε η αληθινή σου μέρα» ή «δίνε δωρεάν το χρόνο σου αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια». «Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνο έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, να ακριβολογώ μες τα μυστήρια».
Οι άνθρωποι σήμερα έχουν εξοστρακίσει στο περιθώριο της ζωής ακόμα και γεγονότα που κάποτε ήταν στο επίκεντρο της, όπως για παράδειγμα το θάνατο.
Ο Ελύτης γνωρίζει πόσο σημαντικό είναι για τη νοηματοδότηση της ζωής μας να μην απωθούμε αυτό που συνιστά το αρχέγονο και διαχρονικό άγχος για τον ψυχισμό. Όταν την πρώτη αλήθεια που είναι ο θάνατος, δεν τη αποδέχεσαι και την τοποθετείς στο περιθώριο της ζωής, είναι δύσκολο να προχωρήσεις και να βρεις την επόμενη, πόσο μάλλον την τελευταία. Ίσως μέσα από τα αδιέξοδα που βιώνουμε μπορέσουμε κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε την α-νοησία που κρύβει η εποχή μας γιατί «θέλουμε δε θέλουμε όλοι είμαστε δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε».
Ο ποιητής που είδε τη ζωή απαστράπτουσα προσπαθώντας ίσως να ξορκίσει το δαιμονικό «το μαύρο σπέρμα», έγραψε την κρίσιμη ώρα, τους πιο απελπισμένους στίχους του με ταπείνωση και αξιοπρέπεια αποδοχής του αναπότρεπτου. Αποδεικνύεται μέγιστος στη μελέτη θανάτου, γράφοντας στο πιο συγκλονιστικό ελεγείο: «ζω για τότε που δεν θα υπάρχω».
Άλλοι στήριξαν την ελευθερία τους στο τίποτα που πιστεύουν πως ακολουθεί τη ζωή. Ο Ελύτης στήριξε τη δική του στην ελπίδα και «έχει ο Θεός».
Γνωρίζει ακόμα πως δεν τα ξέρει όλα ο άνθρωπος και πως «έχει και ο θάνατος τη δική του Ερυθρά θάλασσα». Συνοψίζει τη ζωή του σε ένα στίχο: «Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος».
«Άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει» (Ψαλμ. 102).
Ακόμα και έξω από το μοναδικό λυρισμό του με θάρρος ατενίζει τις ακτές του άλλου κόσμου. «Η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται».
«Και το πιο σπουδαίο απ' όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ' απολύει
Ένα - ένα τα έργα σου. Ε τι
σκέψου
Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει
Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται
Πραγματικά τότε βρεγμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω
Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις
Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο
Σου ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα
Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και Αύγουστο
Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο
Το ψωμί, τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου» (Μικρός Ναυτίλος).
Όταν ο ποιητής μιλάει για παράδεισο, δεν εννοεί υποχρεωτικά έναν τόπο που πάνε οι ψυχές μετά θάνατον, αλλά έναν ηθικό κόσμο, που τον φωτίζει ο Ήλιος, ο οποίος έχει θέση σε αυτόν τον κόσμο, ανάλογο με αυτήν που έχει στο φυσικό κόσμο. «Ο θάνατος ο Ήλιος ο χωρίς βασιλέματα». «Όμηροι εμείς μιας άλλης διάρκειας που η σκιά του νου μας αποκρύπτει. Ας είναι. Κανένας δεν γνωρίζει τίποτα να πει. Μόνον ο ποιητής. «Ο Ιησούς του Ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας».
«Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος” (Τα Ελεγεία της Οξώπετρας).
«Καθαρή, διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί τη μορφή βουνού κει
κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το
παράθυρο. Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά και από εκεί να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και θαρραλέα να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που
σου ανήκει» (Το ημερολόγιο ενός Αθέατου Απρίλη).
«Στην κορυφή του λόφου ο Άγιος Συμεών
Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νερών
και ακόμα πιο ψηλά ο Αρχάγγελος, με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση»
(Ελεγεία της Οξώπετρας).
«Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω. Γεια και Αληθώς Ανέστη» (Φωτόδεντρο).
Μόνο ένα πράγμα να μπορούσε κανείς να συνειδητοποιήσει. Ότι «δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί» (Μικρός Ναυτίλος).
«Στην κορυφή του λόφου ο Άγιος Συμεών
Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νερών
και ακόμα πιο ψηλά ο Αρχάγγελος, με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση»
(Ελεγεία της Οξώπετρας).
«Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω. Γεια και Αληθώς Ανέστη» (Φωτόδεντρο).
Μόνο ένα πράγμα να μπορούσε κανείς να συνειδητοποιήσει. Ότι «δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί» (Μικρός Ναυτίλος).
Πηγές:
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Tractatus
Δημήτρης Δαμίγος : Η ποιητική νοημοσύνη του Οδυσσέα Ελύτη
Ιουλίτα Ηλιοπούλου: Η δυναμική του νοήματος και της έκφρασης στον Ελύτη.
π. Μιχαήλ Καρδαμάκης : Μαθητεία στην ομορφιά..
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Tractatus
Δημήτρης Δαμίγος : Η ποιητική νοημοσύνη του Οδυσσέα Ελύτη
Ιουλίτα Ηλιοπούλου: Η δυναμική του νοήματος και της έκφρασης στον Ελύτη.
π. Μιχαήλ Καρδαμάκης : Μαθητεία στην ομορφιά..

4 σχόλια:
Καλή η παρουσίαση. Συγχαίρω τον κ. Παλουμπιώτη για όσα έγραψε. Πλούτισα τις γνώσεις μου.
Άκουγα για τον Ελύτη διάβαζα διάσπαρτα ποιήματά του τα απόλαυσα ενορχηστρωμένα εδώ όμως στην μελέτη αυτή έμαθα πράγματα που προσωπικά δεν γνώριζα. Τον Σαραντάρη τον γνώριζα από τα έργα του εδώ διάβασα για την συντροφιά και όχι την ανταγωνιστικότητα των μεγάλων ποιητών της εποχής τους. Τέτοιες εισηγήσεις προωθούν τον πολιτισμό, την ποίηση, την φιλοσοφία με τους αρχαίους μας διαχρονικούς, και την θεολογία με τον Νικόλα Μπερντιάγεφ τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τους άλλους που συνταιριάζει και αναφέρει ο υπέροχος εισηγητής.
Καλή εργασία.
Συγχαρητήρια για την έρευνα και τον συνδυασμό τόσο γνώσεων που διάβασα.
Δημοσίευση σχολίου