Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Τιβερίου Καίσαρος, εν έτει ιε’ [15], καταγόμενος μεν από την χώραν των Καππαδοκών, εκατόνταρχος δε υπάρχων κατά το αξίωμα, υποκάτω εις τον Πιλάτον τον ηγεμόνα της Ιουδαίας. Από τον οποίον επροστάχθη να υπηρετήση εις τα τίμια και σωτήρια Πάθη του Χριστού, μαζί με τους υποτασσομένους εις αυτόν στρατιώτας, και να φυλάξη τον σφραγισθέντα τάφον. Ούτος λοιπόν βλέπωντας τα εξαίσια θαύματα, οπού έγιναν τότε εις την Σταύρωσιν του Κυρίου, ήτοι τον σεισμόν, την επισκότισιν του ηλίου, το καταπέτασμα του Ναού, οπού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, τας πέτρας, οπού εσχίσθησαν, τα μνήματα, οπού ανοίχθησαν και πολλούς των κεκοιμημένων Αγίων, οπού ανεστήθησαν και ενεφανίσθησαν εις τους πολλούς. Ταύτα λέγω πάντα βλέπωντας, εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπεν, αληθώς Θεού υιός ην ούτος.
Αφήσας λοιπόν ο μακάριος Λογγίνος την στρατιωτικήν
τάξιν και το αξίωμα του εκατοντάρχου, επήγεν εις την πατρίδα του, και εκήρυττεν
αποστολικώς τον Χριστόν, ότι είναι Θεός αληθινός. Τούτο δε μαθών ο Πιλάτος από
τους Ιουδαίους, μάλλον δε και διαφθαρείς την γνώμην παρ’ αυτών με δώρα και
αργύρια, γράφει προς τον Καίσαρα Τιβέριον, και κατηγορεί τον Λογγίνον, πως
αφήκε το στρατιωτικόν του επάγγελμα. Και πως κηρύττει εις την πατρίδα του Θεόν
τον Χριστόν. Όθεν πέμπονται εκείνοι, οπού έμελλον να θανατώσουν τον Άγιον. Και
φθάσαντες εις την πατρίδα του Καππαδοκίαν, κατά τύχην απαντώσι τον ίδιον
Λογγίνον, χωρίς να γνωρίσουν, ούτε εκείνοι αυτόν, ούτε αυτός εκείνους. Και αφ’
ου εφιλοξενήθησαν φιλοφρόνως από τον Άγιον, φανερόνουσιν εις αυτόν τον σκοπόν,
δια τον οποίον επήγαν εκεί. Ο δε Άγιος, χωρίς να ταραχθή τελείως, εδέχθη με
τόσην πολλήν χαράν την είδησιν αυτήν, ώστε οπού ακόμη περισσότερον επεριποιήθη
αυτούς και εφιλοξένησεν. Έπειτα ετοιμάσας πρότερον τον τάφον και τα εις την
θανήν του επιτήδεια, εκάλεσε και τους άλλους δύω στρατιώτας, οπού έφυγον μαζί
με αυτόν, δια να συγκοινωνήσουν και αυτοί το δια Χριστόν μαρτύριον.
Έπειτα φανερόνοι εις τους απεσταλμένους, ότι αυτός
είναι ο ζητούμενος από αυτούς Λογγίνος. Οι δε απεσταλμένοι τούτο ακούσαντες,
πολύ ελυπήθησαν. Παρακαλεσθέντες όμως από τον Άγιον, απεκεφάλισαν αυτόν και
τους δύω συστρατιώτας του. Η δε πάντιμος κεφαλή του Αγίου, ευθύς επέμφθη εις
την Ιερουσαλήμ, δια να λάβη πληροφορίαν, τόσον ο Πιλάτος, όσον και οι Ιουδαίοι,
ότι αληθώς απεκεφαλίσθη ο υπ’ αυτών μισούμενος Λογγίνος. Και προς τούτοις, ίνα
εκ της τοιαύτης πληροφορίας, λάβη ο Πιλάτος παρά των Ιουδαίων τα συμφωνηθέντα
αργύρια. Εχώσθη δε η τιμία του Μάρτυρος κεφαλή έμπροσθεν της πόλεως Ιερουσαλήμ
μέσα εις μίαν κοπρίαν.
Ύστερον δε από πολλούς χρόνους, μία γυναίκα
ένδοξος και πλουσία καταγομένη από την Καππαδοκίαν, έχασε το φως των οφθαλμών
της και έμεινε τυφλή, από μίαν ασθένειαν, οπού της ηκολούθησε. Τούτου χάριν
επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, ομού με ένα μονογενή της υιόν. Με σκοπόν, δια να
δυνηθή να εύρη την ιατρείαν των οφθαλμών της. Εις καιρόν δε οπού ευρίσκετο
εκεί, απέθανεν ο υιός της. Και δια τούτο επροστέθη επάνω εις την μίαν λύπην
της, και άλλη λύπη. Όθεν διπλώς εθρήνει η δυστυχής. Εις ταύτην λοιπόν ούτως
έχουσαν, φαίνεται εν ονείρω ο μακάριος Λογγίνος και λέγει προς αυτήν, ποίος
είναι. Και εις ποίον μέρος είναι χωσμένη η κεφαλή του. Και ότι εάν σκάψη και
πάρη αυτήν, θέλει λάβη από αυτήν την ιατρείαν των οφθαλμών της. Και προς
τούτοις, ότι θέλει ιδή και τον υιόν της με δόξαν. Εξυπνήσασα λοιπόν η γυνή, και
ευρούσα την κοπρίαν και σκάψασα, επήρε την αγίαν του Μάρτυρος κεφαλήν. Και δια
της εν εκείνη κατοικούσης θείας χάριτος, έλαβε την οπτικήν ενέργειαν των
ομματίων της. Και τον υιόν της ηξιώθη να ιδή, συνευρισκόμενον ομού με τον
Άγιον, και απολαμβάνοντα την εκείνου δόξαν και τιμήν εις τα ουράνια. Έβαλε
λοιπόν εις θήκην και το λείψανον του υιού της, και την του Μάρτυρος κεφαλήν.
Επειδή έτζι της είπε να κάμη ο Άγιος. Και πέρνουσα αυτήν, επήγεν εις την
Καππαδοκίαν, παθούσα το ίδιον εκείνο, οπού έπαθε και ο Σαούλ. Καθώς γαρ εκείνος
ζητών τας γαϊδούρας του πατρός του, εύρε παρ’ ελπίδα βασιλείαν, τοιουτοτρόπως
και αυτή, ζητούσα να απολάβη το φως των οφθαλμών της, και τούτο έλαβε, και
θερμόν προστάτην ευρήκε τον Άγιον. Όθεν κτίσασα Εκκλησίαν εις όνομα του Αγίου
Λογγίνου, εκεί απεθησαύρισε την του Μάρτυρος ιεράν κεφαλήν. Και δια μέσου
αυτής, επλούτησε μίαν βρύσιν των ιαμάτων, και δια τον εαυτόν της και δια όλους
τους συμπατριώτας της Χριστιανούς, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου