Έχει από πολλούς επισημανθή πως η περίφημη θεολογική αναγέννηση της δεκαετίας 60 και 70 εκφυλίσθηκε συν τω χρόνω. Τήν απήγαγαν ο μοναστικός νεοευσεβισμός και ο εκκλησιαστικός ιεραρχισμός. Και όχι μόνο τήν απήγαγαν αλλά τήν μετέτρεψαν και σε γενίτσαρο! Και εγένετο η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, αφού τώρα οι δύο αυτές διαστροφές αυτοδοξάζονται ως δήθεν Ορθόδοξες!
Γνωστές οι αναλύσεις, δεν θα τίς
επαναλάβω. Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ είναι δύο πράγματα:
β) πως η θεολογικά αναγεννητική σκέψη δεν εξέλιπε εντελώς, αλλά επιβιώνει σε μεμονωμένους ασφυκτιώντες.
Θα σταθώ κυρίως στο πρώτο. Στην ανατολή της η αναγεννητική (και εν πολλοίς ανατρεπτική) θεολογική σκέψη συνοδευόταν από το θάμβος της έκπληξης και από την ανιδιοτέλεια της ανακάλυψης. Ήταν η εποχή κατά την οποία, στην παράλληλη κοσμική ιστορία των ιδεών, επικρατούσαν ιδεολογίες που μάχονταν για το καλό της ανθρωπότητας, όπως τουλάχιστον τό αντιλαμβάνονταν αυτές, στόχο για τον οποίο πρόθυμα στρατεύονταν ζωές. Η ώσμωση είναι προφανής.
Μάς διαφεύγει, λοιπόν, πως η φθορά των λαμπερών θεολογικών ανακαλύψεων άρχισε να λαμβάνει χώρα σε μια εποχή κατά την οποία ως εκκοσμικευμένο ανάλογο άρχισε να εμφανίζεται το συμφέρον. Η δεκαετία του 90 και οι επόμενες συνοδεύθηκαν από την εισβολή του λιφστάιλ, του εύκολου πλουτισμού, της καριέρας, της επίδειξης. Η βαθμιαία εισβολή του διαδικτύου κορύφωσε την ιδιοτέλεια: οι χρήστες μέθυσαν από τις άφθονες δυνατότητες άμεσης και εκτεταμένης επιδραστικότητας, ενώ ο πόλεμος των εντυπώσεων αντικατέστησε την ανταλλαγή των ιδεών.
Δεν φαίνεται να έχουν συλλάβει επαρκώς ο
θεολογικός και ο εκκλησιαστικός χώρος την εμβέλεια και τον αντίκτυπο τον οποίο
οι κοινωνικές εξελίξεις έχουν επάνω του. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η πορεία
αλλοτρίωσης της θεολογικής αναγέννησης σημαδεύτηκε από έναν παράλληλο θρασύ
σφετερισμό ιδεών στην κοσμική σφαίρα, όπως «σοσιαλισμός», «ελευθερία», «άτομο»,
«δικαιώματα» κτλ. Αντίστοιχα, οι όροι τους οποίους το θεολογικό και
εκκλησιαστικό σύστημα ιδιοποιήθηκε και μόλυνε ήταν «παράδοση», «επίσκοπος», «ιεραρχία»,
«υπακοή» κ.ο.κ.
Εν ολίγοις, μέσα στην ατμόσφαιρα ενός επελαύνοντος μετανεωτερικού ατομικισμού, η στρέβλωση της θεολογικής αναγέννησης
επιχειρήθηκε ακριβώς για να εξυπηρετήσει ατομικές ή συλλογικές ατζέντες.
Έτσι φθάσαμε γεροντάδες (με ή χωρίς εισαγωγικά) να ζητούν παράλογη
υποταγή, μοναστήρια να αρνούνται κατηγορηματικά κάθε
λειτουργική ανανέωση, εφημέριοι να εκμεταλλεύονται σεξουαλικά γυναίκες ή και άνδρες, επίσκοποι να αποκλείουν κάθε άλλη φωνή στο όνομα
μιας συνοδικότητας η οποία δεν λειτουργεί. Επιπλέον, και πανεπιστημιακοί μπήκαν στον χορό, αναπαράγοντας ταχύτατα
(και, το χειρότερο, ανώδυνα!) υψηλές θεολογικές ορολογίες και σπουδαίους
Πατέρες, για να δημιουργήσουν τελικώς άνευρα και ανούσια πονήματα.
Μοναστήρια θέλουν να αυξήσουν τους μοναχούς τους ή τις μοναχές τους,
πνευματικοί θέλουν να αναβαθμίσουν την φήμη τους,
αρχιμανδρίτες θέλουν να γίνουν επίσκοποι,
μητροπολίτες θέλουν να γίνουν αρχιεπίσκοποι,
θεολόγοι θέλουν να εκλεγούν στις θεολογικές σχολές,
πανεπιστημιακοί θέλουν να εξελιχθούν ή να αποκτήσουν κύκλο επιρροής.
Όλα αυτά ασεβώντας μέχρι ιεροσυλίας, επικαλούμενοι θεολογικόμορφο λόγο. Αγωνιά κανείς, κοιτάζοντας γύρω του, να βρει κάποιον, όχι χωρίς προσωπική ατζέντα (αυτό είναι κάτι θεμιτό), αλλά κάποιον που να μην διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος του από την ατομική του ιδιοτέλεια…
Η θεολογική αναγέννηση μάς έμαθε –πολύ σωστά– να εντοπίζουμε και να καταδικάζουμε τον εθνικισμό, τον βυζαντινισμό, την κληρικοκρατία, τον πλατωνίζοντα ιδεαλισμό, τον ηθικισμό, τον νομικισμό και άλλα κατάλοιπα της ιστορικής μας φθοράς. Δεν ασχολήθηκε, όμως, να προτρέψει σε αγάπη, σε ταπείνωση, σε ανιδιοτέλεια. Και καλά έκανε: υπήρχε το Ευαγγέλιο γι’ αυτά. Όποιος ήθελε ας τό εμπιστευόταν και ας τό ακολουθούσε…
Οι πρωτεργάτες της θεολογικής αναγέννησης
δεν μπορούσαν να προβλέψουν την μεταχείριση που θα υφίστατο αργότερα, αλλά και
να μπορούσαν δεν
είχαν την δύναμη να αποτρέψουν την κακοποίησή της. Ακόμη περισσότερο: όσοι ίδρωσαν και
μάτωσαν για να αντλήσουν από το χρυσωρυχείο της Θεολογίας τους αγνοημένους
θησαυρούς, οπωσδήποτε έκαναν και λάθη στην ερμηνεία τους, είχαν ως άνθρωποι τα
«κολλήματά» τους, υπέπεσαν σε μονομέρειες – όμως διέθεταν ένα κοινό
χαρακτηριστικό. Αγωνίστηκαν για την αγνή χαρά της θεολογικής αποκάλυψης και
χάρηκαν την απελευθέρωση από τα δεσμά της αδιόρατης κακοδοξίας που είχε
διαπεράσει ολόκληρο το είναι της Ορθοδοξίας. Αντίθετα (και τό γράφω με πολλή
θλίψη αυτό) σήμερα
κατάντησε σπάνιο να συναντήσεις έναν κληρικό ή θεολόγο ο οποίος να χρησιμοποιεί
τις θεολογικές αλήθειες άδολα! [...]
π. Βασίλειος Θερμός
-------------▪︎------------▪︎---------------▪︎------------
▪︎Απόσπασμα από το άρθρο "Πού είσαι νιότη μου πού λεγες πως θα γινόμουν άλλος…" , δημοσιευμένο στον ιστότοπο: "Πολυμερώς και πολυτρόπως" τον Ιούνιο του 2023
[Το εικαστικό θέμα αποτελεί έργο άγνωστου
καλλιτέχνη με τίτλο «On the Road to Emmaus» (Στο δρόμο για τη Εμμαούς)].


1 σχόλιο:
Συμφωνώ απόλυτα με την συγκροτημένη κριτική και την όλη πικρή αλήθεια του άρθρου. Και κρατώ σε ιδιαίτερη θέση μέσα μου τις δυο ακόλουθες γραμμές. "Δεν ασχολήθηκε, όμως, να προτρέψει σε αγάπη, σε ταπείνωση, σε ανιδιοτέλεια. Και καλά έκανε: υπήρχε το Ευαγγέλιο γι’ αυτά. Όποιος ήθελε ας το εμπιστευόταν και ας το ακολουθούσε…". Προσθέτοντας και ο απροκάλυπτος "Ύμνος της Αγάπης"-Παύλος, Α΄ Κορ. 13, 1-13. Και αλλάζοντας το " και καλά έκανε", σε. "Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, γιατί θα τίναζε στον αέρα όλη αυτή την παραφουσκωμένη μυθοπλασία" ! Αθανάσιος Κοτταδάκης
Δημοσίευση σχολίου