Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον… Μνήμη Διονύση Σαββόπουλου - Αργυριάδης Βασίλης


 Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον…

Μνήμη Διονύση Σαββόπουλου

Αργυριάδης Βασίλης

Ανάμνηση πρώτη. Στο κτήμα του Στέλιου Ράμφου στην Πεντέλη φιλοξενείται ένα πελώριο πανηγύρι. Έχει κοινοφελή σκοπό — συλλογή χρημάτων για την ανέγερση ενός ναού στην ευρύτερη περιοχή. Aμάξια παρκαρισμένα σε ατελείωτη ουρά, χιλιόμετρα πριν το κτήμα. Εκατοντάδες κόσμος. Απλωμένοι όλοι στις ευρύχωρες πεζούλες του κτήματος, στην κατωφέρεια της πλαγιάς. Πλανώδιοι πωλητές πωλούν μπαλόνια και γλυφιτζούρια. Άλλοι έχουν ανάψει φορητές ψησταριές. Ο αέρας μυρίζει ψημένο καλαμπόκι, κάστανα και μαλλί της γριάς. Και άνοιξη. 

Ψηλά, στον πέτρινο εξώστη του σπιτιού, μια ορχήστρα κουρδίζει όργανα. Κάποια στιγμή, βγαίνει μπροστά ένας πληθωρικός πωγωνοφόρος με γυαλιά, τιράντες και πλατύγυρο καπέλο. «Ας κρατήσουν οι χοροί…», αρχίζει. Η μπάντα ξεσπάει σύσσωμη. Η πλαγιά τραντάζεται απ’ τα μεγάφωνα. Μένω αποσβολωμένος.

Την επόμενη μέρα αρχίζω να βασανίζω τον πατέρα μου: Πώς τον έλεγαν εκείνον τον τύπο; Θέλω να ακούσω τα τραγούδια του… Με τα πολλά, επιστρέφει ένα απόγευμα από τη δουλειά και αφήνει στα χέρια μου μια κασέτα. Τα Τραπεζάκια έξω, είναι το πρώτο άλμπουμ που ακούω στη ζωή μου. Γίνεται σάρκα μου, κολλάει στο δέρμα μου. Όποτε παίζει ο στίχος «…κι όλοι μου οι φίλοι απορούν, τι κάνει ετούτος ο μαλάκας…», χαμηλώνω την ένταση, από φόβο μη φάει λογοκρισία το άκουσμα. Είμαι μόλις οκτώ χρονών κι είμαστε σπίτι καθώς πρέπει…

Ανάμνηση δεύτερη. Μουσική σκηνή Σφεντόνα, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ανοιξιάτικο τραύλισμα η παράσταση. Η χρονιά 1996. Πάω να ακούσω τον Σαββόπουλο με τον Δημήτρη και την Κυριακή (ανύπαντροι ακόμη). «Έχει κι έναν πιτσιρικά μαζί του, αλλά δεν είναι τίποτα σπουδαίο…», μου λένε. Ο Σαββόπουλος μού έχει γίνει πια οικείος. Από την πρώτη ακρόαση,  χρόνια πριν, τον ακολουθώ στενά. Το «Κούρεμα» με σαγήνεψε. Πως τον έβριζαν το έμαθα μετά — εγώ ήμουν ακόμη μαθητής. Στο «Μην πετάξεις τίποτα» βυθίστηκα μαγεμένος, είχα πια ξεσχολιάσει. Στην «Αναδρομή» συνάντησα την πιο μυσταγωγική εκτέλεση του Ζεϊμπέκικου (με τη Λένα Πλάτωνος). Άρχισα να σκαλίζω και την παλιά του δισκογραφία. Η Κυριακή μού ‘γραψε μια κασέτα. Συνεντεύξεις, παρουσιάσεις, εκπομπές. Τα ρουφάω όλα σαν σφουγγάρι. Ξεκλειδώνω τις πόρτες του. Κι αυτός ανοίγει μέσα μου παράθυρα. Μεγαλώνω μαζί του. Με διαμορφώνει. 

Όμως, εκείνο το βράδυ στη Σφεντόνα, προσέχω και τον «πιτσιρικά». Είναι ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τον ξανασυναντώ στις διαλέξεις του Ράμφου στο Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, στην Πλάκα. Έρχεται παρέα με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον ποιητή. Στο τέλος συστηνόμαστε. Κάπως έρχονται τα πράγματα κι αρχίζουμε να επικοινωνούμε, να γνωριζόμαστε.

Ανάμνηση τρίτη. Παντρεμένος πλέον. Παραιτούμαι από τη δουλειά μου δυο μήνες μετά τον γάμο. Πλήρης άγνοια κινδύνου. Όσο τρώμε τα λεφτά του γάμου, παλεύω να κουτσοβρώ καμιά δουλίτσα, ελεύθερος ωραρίου. Κάνω κάποιες επιμέλειες βιβλίων ως εξωτερικός συνεργάτης και παριστάνω τον δημοσιογράφο σε ένα περιοδικό της συμφοράς. Πολιτιστική στήλη. Από τα πρώτα πράγματα που ζητάω από τον διευθυντή είναι να πάρω μια συνέντευξη από τον Σαββόπουλο. Μου δίνει την άδεια. 

Καταφτάνω στη Φιλοθέη με κομμένα πόδια. Μεσημεράκι. Πριν μπω, τσεκάρω πάλι το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι. Λειτουργεί. Μου ανοίγει μια Φιλιππινέζα. Με καθίζει σε μια τραπεζαρία. Στο τραπέζι είναι απλωμένα χαρτιά, τετράδια και μολύβια. Είμαι τρακαρισμένος. Και φαίνομαι. Αλλά είμαι και πολύ νέος, άβγαλτος και αθώος. Εκείνος καταφτάνει μετά από λίγο, φρεσκολουσμένος. Δείχνει αστός, χαλαρός και προσεγμένος. Ρωτάει αν μου έφεραν κάτι. «Μα δεν χρειάζεται…», κάνω δειλά. Ζητάει να μου φέρουν καφέ, δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Έχει καταλάβει ότι τρέμω. Καπνίζω, για να κάνω τον άνετο. Πριν ξεκινήσουμε με ξεψαχνίζει: με επιδέξιες ερωτήσεις πιστοποιεί πως πράγματι γνωρίζω τη δουλειά του, δεν του πουλάω φούμαρα. 

Συζητάμε πολλά. Μιλάμε για την ελληνικότητα, τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας… Οι ερωτήσεις μου φάλτσες και άτεχνες. Ευτυχώς είναι έμπειρος ο συνεντευξιαζόμενος, αναπληρώνει τα κενά. Πάνω στην κουβέντα πιάνει ότι είμαι νιόπαντρος. «Τι είναι για σας ο γάμος;», ρωτάω. Κοντοστέκεται για λίγο, το σκέφτεται. «Είναι ενδιαφέρουσα ερώτηση… θέλει σκέψη. Ο γάμος είναι περίεργο πράγμα», αρχίζει κάπως στοχαστικά. «Χρυσό πράγμα! Είναι σαν… πώς να το πω… όσες φορές κι αν τσακωνόμαστε και φιλιώνουμε, όσες κι αν ξαναψυχραινόμαστε, νιώθω πως το ζευγάρι που είμαστε οι δυο μας είναι κάτι πάνω από μας… Σαν να στέκει στον ουρανό και να μας κοιτάζει από ψηλά…».

Εκείνο τον καιρό, ετοίμαζε το Σαββόραμα. «Θα βγει και σε δίσκο;», ρωτάω. Με κοιτάζει κάπως. «Εκκρεμεί ένα ραντεβού», συνεχίζω ακάθεκτος. «Δέκα χρόνια κομμάτια, Είκοσι χρόνια δρόμος, στα τριάντα, η Αναδρομή… Δεν έχει έρθει η ώρα για το άτυπο ραντεβού;». Σκέφτεται. «Δεν έχεις κι άδικο…». Πιάνει ένα από τα τετράδια που είναι αραδιασμένα στο τραπέζι και σημειώνει την ιδέα με μολύβι. Στα κατοπινά χρόνια, κάνω φιγούρα στους φίλους πως είμαι η αιτία της ηχογράφησης του Σαββοράματος! Αστειευόμενος φυσικά — το Σαββόραμα ήταν μεγάλο πρότζεκτ, δουλεμένο στη λεπτομέρειά του, δεν περίμεναν εμένα να το σκεφτώ. Αλλά εκείνο το μεσημέρι, εγώ ήμουν που πέταξα την ιδέα. Κι ο τροβαδούρος ήταν εκείνος που δεν τη σνόμπαρε.

Όταν μου τελείωσαν οι ερωτήσεις, πρέπει να έδειξα αμήχανος. «Μην σας κρατώ άλλο…». «Καλά, δεν με κρατάς. Τέλειωσε τον καφέ σου…». Περάσαμε κάνα-δυο λεπτά σε μια σιωπή. Φεύγοντας, ένιωθα σαν αφυπνισμένος από όνειρο.

Ανάμνηση τέταρτη. Μπασμένοι πια για τα καλά στη νέα χιλιετία. Ο Δήμος Αθηναίων αναθέτει στον Σαββόπουλο να οργανώσει ένα πλάνο αποκριάτικων εκδηλώσεων σε όλη την πόλη — συναυλίες, θεάματα, γιορτές, στους δρόμους και τις γειτονιές. Στο στοιχείο του! Μία από αυτές τις εκδηλώσεις: μικρή συναυλία του Φοίβου Δεληβοριά σ’ ένα συνοικιακό γηπεδάκι στους Αμπελοκήπους. Με τον Φοίβο ήμαστε τότε κάπως κοντά. Έχει έρθει σπίτι μας, έχουμε πάει στο δικό του. Στο τέλος της συναυλίας στους Αμπελοκήπους γνωρίζω τη Μυρτώ (την αδελφή του) και τον Δημήτρη Καράμπελα. Μπαίνουμε στ’ αμάξια να πάμε να φάμε στο Παγκράτι. Καθόμαστε στο μαγαζί καμιά δεκαριά άτομα. Βλέπω τον Δημήτρη να σκύβει στο μέρος του Φοίβου: «Είπε έρχεται…». 

Σε λίγο καταφτάνει ο Σαββόπουλος με την Άσπα. Αστράφτουν καλοντυμένοι. Παραγγέλνουμε, τσουγκρίζουμε ποτήρια. Ο Σαββόπουλος επιβάλλεται στην ομήγυρη. Μοιράζει πιάτα, βάζει κρασί. Καπνίζει κάτι τεράστια πούρα. Γεμίζει την ατμόσφαιρα ιστορίες, ανέκδοτα, σπαρταριστές αφηγήσεις. Τον αντιμετωπίζουμε όλοι με δέος και συστολή. Το ξέρει. Του αρέσει, το απολαμβάνει. Δεν είναι προσηνής, αλλά όχι κι απόμακρος. Πάντα με πόζα. «Εβίβα!». Σηκώνω το ποτήρι να τσουγκρίσουμε, αλλά δεν έχω προλάβει να βάλω κρασί. «Όχι με άδειο, όχι με άδειο… είναι γρουσουζιά!», μου λέει με ύφος… Στο τέλος, δεν αφήνει κανέναν να βγάλει λεφτά. «Βγάλε Ασπούλα να κεράσουμε τα παιδιά».

Ανάμνηση πέμπτη. Εργάζομαι πια σε έναν εκδοτικό οίκο. Επιμελητής και μεταφραστής. Η εταιρεία έχει και ένα κομμάτι μουσικών παραγωγών. Εκείνο τον καιρό ετοιμάζουν ένα δίσκο με παιδικά τραγούδια. Έχουν κλείσει τον Σαββόπουλο να πει ένα απ’ αυτά. «Ζητούν στο στούντιο και κάποιον από την εταιρεία», μου λένε στο γραφείο. «Δεν πας εσύ, που είσαι και φαν;»… Δεν χάνω ευκαιρία. Κι ας είμαι άσχετος με τον χώρο των παραγωγών. 

Φτάνω στο στούντιο νωρίς. Περιμένουμε όλο αγωνία. Μπαίνει με ύφος σαββοπουλικό. Ξεκινάμε την ηχογράφηση. Δυο-τρία take όλα κι όλα. Κάθεται να τα ακούσει. Ανάβει τσιγάρο, τραβάει τζούρα και μετά το σβήνει. Μετά άλλο, ξανά και ξανά. Το βρίσκω αλλόκοτο. Θα ‘ναι απωθημένο του απ’ τα χρόνια που κάπνιζε γόπες από κάτω, λέω στον εαυτό μου… 

Ο ηχολήπτης, γατόνι, έχει ρωτήσει στην πιάτσα και ξέρει τα «κουμπιά» του. Στην κονσόλα πάνω, τού φτιάχνει ό,τι θέλει να ακούσει, πριν το ζητήσει. Κι ο παροιμιωδώς δύσκολος στη δουλειά Σαββόπουλος ημερεύει. Το αποτέλεσμα τού κάνει. Κάποια στιγμή, γυρνάει το βλέμμα δεξιά-αριστερά, να βρεί τον εκπρόσωπο της εταιρείας (τρομάρα μου…). «Τι φρρρρονείς;», με ρωτάει σε άπταιστη πομπώδη σαββοπουλική διάλεκτο, «πώς σου φαίνεται;». Ευτυχώς είχα τη σύνεση να μην παραστήσω τον επαΐοντα… 

Όταν τελειώσαμε, καθίσαμε στο σαλονάκι. Του έδωσα κάτι βιβλία που είχα φέρει. Και κάτι παιδικά παραμύθια που είχα γράψει τότε. «Α, τι ωραία! Το παραμύθι είναι σπουδαίο πράγμα. Τώρα, όλο γράφουν κάτι νερόβραστα… με κάτι… έτσι να ‘πούμε, λάιτ κακούς… τάχα να μην τρομάζουν τα παιδάκια… Είναι λάθος. Εγώ διαβάζω στον εγγονό μου για τον κακό λύκο και με ρωτάει συνέχεια, ‘Είναι πολύ κακόθ ο λύκοθ, παππού;’… ‘Πολύ κακός, αγόρι μου, πολύ κακός!’, του λέω… Το χρειάζονται αυτό τα παιδιά… Να χτιστεί μέσα τους ο κόσμος ακέραιος, με την κακία και την καλοσύνη του…».

Ανάμνηση έκτη. Παίζει τον Πυρήνα στο Gazarte. Μας τηλεφωνεί η Ελένη Ράμφου (δικός μας άνθρωπος πια — νονά της κόρη μας). «Κάλεσε ο Σαββόπουλος τον μπαμπά στην παράσταση, θέλετε να πάμε μαζί;». 

Στο τραπέζι με τον Στέλιο Ράμφο, την κα Ειρήνη και την Ελενίτσα. Ο Σαββόπουλος μάς ρίχνει συνέχεια ματιές. Η παράσταση υπέροχη. Έχει δώσει εντολή να προσέξουν τον φίλο του, τον φιλόσοφο. Πλάι στον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα. Στο τέλος, πάμε στα καμαρίνια. «Σας περιποιήθηκαν;», ρωτάει. Πρώτη φορά ο Σαββόπουλος κάπως αμήχανος, κάπως συνεσταλμένος. Σέβεται τον Ράμφο απεριόριστα, τον θεωρεί δάσκαλό του. Με τρόπο, κάνουμε πιο πέρα για να αφήσουμε τους δυο τους λίγο μόνους. Δεν τραβάω ποτέ φωτογραφίες. Ευτυχώς. Διατηρώ έτσι μέσα μου την εικόνα τους ακέραια, με κείνη τη ζωντάνια που οι φωτογραφίες προδίδουν.

***

Αν νομίζει κανείς πως με τον Σαββόπουλο είχα κάποια προσωπική σχέση, κάνει λάθος. Μετρημένες φορές μέσα στα χρόνια διασταυρώθηκαν οι ζωές μας. Όχι μόνο το όνομά μου δεν θυμόταν —είμαι βέβαιος— αλλά κι αν με έβλεπε στον δρόμο, δεν θα με αναγνώριζε. Κι έχω επίγνωση πως δεν γράφω εδώ γι’ αυτόν. Μιλώ για μένα (τη δική μας εικόνα δεν φιλοτεχνούμε τάχα κάθε που σκαρώνουμε λόγια κοινοποιήσιμα στο χαρτί;). Αλλά μιλώντας για μένα, κοιτάζω μέσα μου. Κι εκεί δεν υπάρχει γωνιά που να μην έχει αφήσει το χνάρι του ο Σαββόπουλος. «Χαράκι ριζιμιό», το ‘λεγε ο Λορεντζάτος. Κι αν εδώ γράφω για τα έξω, τα τυχαία συναπαντήματά μας, είναι γιατί αυτά τα μέσα αδυνατώ να τα βάλω σε λέξεις. Εντός μου διαμόρφωσε αισθητικά κριτήρια, έδωσε ήχο στη γιορτή, ουσία στο αίσθημα, αίσθημα στην ιδέα. Ακόμα και μεταιχμιακά μονοπάτια της ζωής μου, τα βάδισα ακούγοντάς τον νοερά να μου τραγουδάει «και πονώ για σένα, που ‘ρθε η ώρα να το δεις/ δόξα είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής…». 

Στα λίγα μας συναπαντήματα, είχα την τύχη να τον δω σε χαραμάδες του βίου του. Διονυσιαζόμενο στην αρχή, στο πρωτόλειο οχτάχρονο σάστισμά μου. Στοχαστικό στην κουβέντα (σ’ εκείνη την άτεχνη συνέντευξη). Δημιουργικό και απαιτητικό αργότερα πάνω στη δουλειά. Εύχαρι αστό συνδαιτημόνα στο κυκλικό τραπέζωμα. Συνεσταλμένο μαθητή μπροστά στον δικό του δάσκαλο. Στιγμιαίες όψεις του. Δίχως σημασία κι αυτές, ωστόσο. Η αλήθεια του βρίσκεται στο έργο του — εκεί κατοικοεδρεύει ο αληθινός Σαββόπουλος, ο παιδικός, ο αθώος, ο χρονοποιός του εόρτιου χρόνου. Στον καθημέραν βίο του ήταν υπερόπτης με πόζα. Αμυντικός κι απρόβλεπτος. Κάποτε επιφυλακτικός, ενίοτε εκκεντρικός. Η αλήθεια του όμως είναι εκεί, στο έργο του. Εκεί που αυτοσαρκάζεται γενναία κι εξομολογείται και ταπεινώνεται και γίνεται παιδί, παλιάτσος και παραμυθάς. Όσοι τον κακολογούν πως ήταν «λίγος» στη ζωή του, είναι εκείνοι που δεν σταθήκαν επαρκείς για να χωρέσουν το «πολύ» του έργου του. Η αλήθεια θέλει ψυχικό πλάτος. Και είναι άρρητη στις μυστικές της εκτάσεις. «Καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού, στον βυθό του εωσφόρου». Ή τη ζεις ή δεν τη ζεις. 

Στα σαράντα πέντε μου έγινα παπάς. Βρήκα απρόσμενα μέσα στον ράσο να με περιμένει ένας ολόδικός μου εαυτός. Ανεύρετος ως τότε. 

Κάθε που τελώ τη θ. Λειτουργία σε μέρα καθημερινή, πάω στο ναό χαράματα. Εκεί, πριν αρχίσει η ακολουθία, πριν έρθει κόσμος, ετοιμάζω μέσα στην ησυχία, τα τίμια δώρα που θα γίνουν Σώμα και Αίμα Χριστού. Βγάζω στο δισκάριο «μερίδες» πεφιλημένων τεθνεώτων. Συγγενών και φίλων στην αρχή. Τις τοποθετώ στο πλάι του αμνού — «Πλάι στο αρνάκι», έχει γράψει τραγούδι ο Διονύσης. Βάζω και κάποια ονόματα δασκάλων μου, ανθρώπων που με έχουν σημαδέψει με κάποιο τρόπο. «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Χρήστου. Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Γεωργίου… Αικατερίνης… Κωνσταντίνου…». Πλάι στον αμνό, πλάι στ’ αρνάκι. «Τίποτα θαρρώ δεν πεθαίνει/ με τα ίδια ονόματα/ κι άρτια τα σώματα/ θ’ ανεβούμε φωταγωγημένοι/ μέσ’ απ’ τις κατάλευκες οξιές… Τρέχει μέσα στην παράφορη Άνοιξη/ του αιώνα η τελευταία κραυγή/ και τη φέρνει ο αέρας/ Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον Σοῦ/ Βασιλιά της ανέσπερης μέρας/ μετασχεῖν τῆς βασιλείας Σου…». 

Είναι η μόνη μας δυνατότητα. Για να γίνει η αγάπη, Αγάπη. Από συναίσθημα, Πρόσωπο. Και μέσα σ’ αυτό το Πρόσωπο, να γίνει ο άλλος, εγώ. Η ανάμνηση, παρόν. Η ζωή να αστράψει ως Ζωή — θάνατος και γιορτή αντάμα.

«Μνήσθητι Κύριε και του δούλου σου Διονυσίου…».

 

Πηγή: VASSILIS ARGYRIADIS

Το διάβασα στο Ενοριακό info

2 σχόλια:

Αλεξανδρεύς είπε...

Εξαιρετικό!

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο αντάξιο ενός όντως μεγάλου