Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Σχέσεις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας - Βλάσιος Ι. Φειδάς

Σχέσεις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

Βλάσιος Ι. Φειδάς

Oι δύο Εκκλησίες των δύο συναπτών χιλιετιών, η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία, διατήρησαν ακλόνητην την κοινήν νοσταλγίαν και επιθυμίαν, αφ’ ενός μεν δια την διόρθωσιν ή θεραπείαν των επαχθών πράξεων και συνεπειών του τραυματικού παρελθόντος, αφ’ ετέρου δε δια την αποκατάστασιν της ήδη καθιερωμένης κοινής εκκλησιαστικής παραδόσεως δύο συναπτών χιλιετιών

Η κοινή συνάντησις του νέου πάπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Λέοντος IΔ΄ μετά της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, δια τον κοινόν εορτασμόν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας (325), προβάλλει ομοφώνως και από κοινού την αλληλέγγυαν και διαχρονικήν σχέσιν της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης των επτά κοινών Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου των δύο Εκκλησιών.

Εντούτοις, η σχέσις αυτή αμφισβητήθηκε και κλονίσθηκε από το τραγικόν σχίσμα των δύο Εκκλησιών του ΙΑ΄ αιώνος με κοινάς και επαχθείς συνεπείας δια τον ιστορικόν βίο της δευτέρας χιλιετίας αυτών, ιδία μετά την άκριτην επιβολήν των προκλητικών και αντιφατικών Αναθεμάτων του 1054, τα οποία έπληξαν  καιρίως τας δύο Εκκλησίας, δια διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους.

Πράγματι, η μεν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υποτάχθηκε αμέσως εις τους Βασιλείς και Ηγεμόνες όχι μόνον της πανίσχυρης Γερμανίας με τον περί Περιβολής αγώνα της παπικής Εκκλησίας (Querelle de lInvestiture, 1075- 1122), αλλά και της πανίσχυρης Γαλλίας δια της μεταφοράς του παπικού θρόνου εις την Αβινιόν δια μία εκατονταετίαν περίπου (1308-1388), ενώ  ο παπικός θρόνος  κλονίσθηκε έτι περαιτέρω και από τας αντιπαπικάς συνόδους του 15ου αι. ( Πίζας, Κωνσταντίας και Βασιλείας). Αντιθέτως, η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε αλώβητη την βυζαντινήν παράδοσιν της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού της βίου, ενώ και κατά την δευτέραν χιλιετίαν παρέμεινε πιστή εις τας επτά κοινάς Οικουμενικάς Συνόδους, καίτοι κλονίσθηκε όχι μόνον από τις προκλητικές Σταυροφορίες των ηγεμόνων της Δύσεως, αλλά και τον προκλητικόν προσηλυτισμόν  των ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων και των προτεσταντών μισσιοναρίων  στην Ορθόδοξη Ανατολή.

Είναι λοιπόν ευνόητον ότι οι δύο Εκκλησίες των δύο συναπτών χιλιετιών, η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία, διατήρησαν ακλόνητην την κοινήν νοσταλγίαν και επιθυμίαν, αφ’ ενός μεν δια την διόρθωσιν ή θεραπείαν των επαχθών πράξεων και συνεπειών του τραυματικού παρελθόντος, αφ’ ετέρου δε δια την αποκατάστασιν της ήδη καθιερωμένης κοινής εκκλησιαστικής παραδόσεως δύο συναπτών χιλιετιών. Η θεραπεία όμως των  εχθρικών δια την Ορθόδοξη Εκκλησίαν πράξεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προϋπέθετε όχι μόνον  την αναγκαίαν άρσιν των αμοιβαίων αναθεμάτων, αλλά και τον τερματισμό της αθεμίτου  δράσεως του βιαίου προσηλυτισμού των ορθοδόξων λαών υπό των ρωμαιοκαθολικών ιερέων.

Εν τούτοις, ο πάπας Ρώμης Ευγένιος συγκρούσθηκε με τις αντιπαπικές Συνόδους της Κωνσταντίας και της Βασιλείας, οι οποίες αξίωναν την υποταγή του πάπα εις την αυθεντίαν τους, διο και εδήλωναν την απαξίωσιν τόσον του πάπα, όσο και των υποστηρικτών του, ήτοι «κατά την κεφαλήν και τα μέλη» (In capite et in membris).  Δια τούς λόγους αυτούς, εζήτησε αμέσως την υποστήριξιν του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δια την σύγκλησιν μιας Οικουμενικής Συνόδου εις την Δύσιν, με την ελπίδα μάλιστα αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας, αλλ’ υπό τον όρον να συμμετάσχουν σε αυτήν  και οι αρχιερείς της αντιπαπικής Συνόδου της Βασιλείας, οι οποίοι τελικώς δεν προσήλθαν. Πράγματι, η ενωτική Σύνοδος Φεράρας- Φλωρεντίας συγκλήθηκε τελικώς εις την Φλωρεντίαν, αλλ’ όμως όχι μόνον δεν ευοδώθηκε,  αλλά και αποδοκιμάσθηκε  από την συγκληθείσαν Οικουμενικήν Σύνοδον της Κωνσταντινουπόλεως (1484), η οποία και ακύρωσεν την Ενωτικήν Σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας.

Η εύλογη πρωτοβουλία κοινής άρσεως των αμοιβαίων αναθεμάτων του 1054 κατά το β΄ ήμισυ του 20ου αι. προετοιμάσθηκε ακρίτως υπό της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εξεφράσθη δε δια της συγκλήσεως κοινού Συνεδρίου οργανωθέντος υπό του εν Βιέννη Ιδρύματος Pro Oriente. Εν τούτοις, μετά από μακρές συζητήσεις των δύο μερών, λόγω της  ασαφούς διακρίσεως μεταξύ της επιβολής και της άρσεως των αμοιβαίων αναθεμάτων, καθώς δεν κατενοήθησαν εις όλον το εύρος οι σαφείς και επαχθείς συνέπειες που επέφερε η επιβολή των Αναθεμάτων στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, συνεπώς ούτε και οι εκκλησιολογικές συνέπειες που θα είχε η άμεση αμοιβαία άρσις των Αναθεμάτων,  τελικώς δεν έγινε δεκτή η άκριτη  και άνευ προϋποθέσεων άρσις αυτών.

Οι αμοιβαίες εκκλησιαστικές σχέσεις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εξεφράζοντο πάντοτε υπό των οικείων Προκαθημένων δια των σχετικών Εγκυκλίων Επιστολών ή και δια συνοδικών αποφάσεων, όπως λόγου χάριν με την σχετική επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα δια την υποστήριξιν του Διαλόγου της Αγάπης, καθώς και την σημαντική συνάντησιν των δύο Προκαθημένων εις το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, αλλά και την δήλωσιν του πάπα ότι η σχέσις  της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξον Εκκλησία είναι αναγκαία προκειμένου να λειτουργούν και οι δύο λοβοί των πνευμόνων της Εκκλησίας, διο και η σχέσις αυτή διακηρύχθηκε με το δογματικό Σύνταγμα περί της Εκκλησίας (Lumen Gentium) και με το οικουμενικό Διάταγμα (Unitatis Redintegratio)  της  Β΄ Βατικανής Συνόδου. 

 Ο κ. Βλάσιος Ι. Φειδάς είναι Ομότιμος καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: orthodoxia info

Δεν υπάρχουν σχόλια: