Η ιστορικότητα του θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνος
και οι μεταγενέστερες αγιολογικές πηγές
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Ο Άγιος Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος είναι από
τις πλέον σεβαστές μορφές του πρώιμου χριστιανισμού. Η προσωπικότητά του
συνδυάζει απλότητα βίου και θαυμαστή χριστιανική ζωή. Από όλα τα Συναξάρια
προβάλλει έντονα το επεισόδιο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.), όταν,
κατά την παράδοση, απέδειξε την ενότητα και τριαδικότητα του Θεού με ένα απλό
κεραμίδι: «Εις το όνομα του Πατρός… εξήλθεν πυρ, του Υιού… ύδωρ, και του Αγίου
Πνεύματος… έμεινεν η γη».
Η ιστορική παρουσία του Αγίου Σπυρίδωνος
τεκμηριώνεται στους καταλόγους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου αναφέρεται ως
«Σπυρίδων Τριμυθούντος Κύπρου». Ωστόσο, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί του 4ου–5ου
αιώνα —ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Σωκράτης Σχολαστικός, ο Θεοδώρητος Κύρου και ο
Σωζομενός— δεν καταγράφουν οποιοδήποτε θαύμα.
Ο Κύπριος ιστορικός Σωζομενός (περ. 440 μ.Χ.)
αναφέρει τον Σπυρίδωνα ως «ἄνδρα ἁπλοῦν καὶ θεοφόρον» (Hist. Eccl., I.11), χωρίς να κάνει λόγο για κεραμίδι ή θαυμαστό σημείο.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η σχετική παράδοση δεν υπήρχε ακόμη σε γραπτή μορφή κατά τους πρώτους αιώνες.
Η αρχαιότερη σωζόμενη αφήγηση του επεισοδίου
προέρχεται από τον Νικήτα Δαβίδ Παφλαγόνα (9ος αιώνας), στον Λόγο εις τον Άγιον
Σπυρίδωνα Επίσκοπον Τριμυθούντος. Ο συγγραφέας αναφέρει το γεγονός όχι ως κάτι
που ο ίδιος ανακάλυψε αλλά ως ήδη καθιερωμένη διήγηση, γεγονός που επιτρέπει
την υπόθεση ότι προϋπήρχε σε προφορική παράδοση.
Ο Νικήτας, ωστόσο, δεν επικαλείται συγκεκριμένη
πηγή και δεν αναφέρει από πού παρέλαβε την πληροφορία. Το ύφος του Λόγου είναι
εγκωμιαστικό και ρητορικό, με σκοπό τη θεολογική και ηθική διδασκαλία. Η
θαυμαστή μετατροπή του κεραμιδιού στα τρία στοιχεία λειτουργεί κυρίως ως
εικονοποίηση της διδασκαλίας περί Αγίας Τριάδος, όχι ως ιστορικό τεκμήριο.
Η μελέτη της βυζαντινής αγιολογίας έχει δείξει ότι
πολλά θαύματα δεν προέρχονται από γραπτά πρακτικά ή μαρτυρίες, αλλά από
προφορικές διηγήσεις που σταδιακά αποκτούν συγκεκριμένη μορφή. Οι Talbot και Ευθυμιάδης σημειώνουν ότι τέτοιες
ιστορίες λειτουργούσαν ως διδακτικά παραδείγματα, τα οποία ενίσχυαν την πίστη
των ακροατών και προσφέρονταν για ρητορική επεξεργασία.
Η αφήγηση του κεραμιδιού φαίνεται να ανήκει σε
αυτό το είδος: συνδέει τον απλό Κύπριο επίσκοπο με μια θεολογική πράξη
υπεράσπισης της Ορθοδοξίας και εξυπηρετεί τη διδαχή του Τριαδικού δόγματος. Το
επεισόδιο όχι μόνο επιβιώνει σε όλους τους μεταγενέστερους βίους, αλλά
μετατρέπεται και σε σύμβολο της θείας απλότητος έναντι της ανθρώπινης σοφίας.
Μετά τον Νικήτα, το θαύμα διαδίδεται μέσα από τον
Συμεών Μεταφραστή (10ος αι.), ο οποίος ενσωματώνει την αφήγηση στον εκτενέστερο
Βίο του Αγίου Σπυρίδωνος. Μέσω του έργου του η ιστορία διαδίδεται και αποκτά
επίσημο κύρος.
Το Μηνολόγιον του Βασιλείου Β΄ (τέλη 10ου αιώνα)
επαναλαμβάνει συνοπτικά το ίδιο θαύμα, ενώ το Συναξάρι Κωνσταντινουπόλεως (11ος
αι.) και τα σύγχρονα σε εμάς Συναξάρια διατηρούν την ίδια μορφή.
Δεν υπάρχουν γνωστά χειρόγραφα προγενέστερα του
9ου αιώνα που να αναφέρουν το θαύμα, γεγονός που πιστοποιεί ότι η λογοτεχνική
του μορφή είναι μεταγενέστερη.
Η σύγχρονη θεολογική και φιλολογική έρευνα
προσεγγίζει το επεισόδιο με διάφορους τρόπους:
Π. Χρήστου και Π. Τρεμπέλας θεωρούν το θαύμα
θεολογικό σύμβολο που εικονογραφεί τη διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος.
Ο Μοναχός Μακάριος Σιμωνοπετρίτης επισημαίνει ότι,
μολονότι τα πρακτικά της Συνόδου δεν μιλούν για κεραμίδι, «ἡ παράδοσις τό
διασώζει ὡς σημείον θεολογικῆς διδασκαλίας, ὄχι ἀναγκαίως φυσικὸν θαῦμα».
Αντίστοιχα, ερευνητές όπως οι Kazhdan και Talbot βλέπουν τις ανάλογες αγιολογικές αφηγήσεις ως
διδακτική αγιογραφία, όπου η ιστορική ακρίβεια υποχωρεί προκειμένου να τονιστεί
το πνευματικό μήνυμα.
Η παραδοχή πως η ιστορία ενδέχεται να εκφράζει
θεολογικό συμβολισμό δεν αναιρεί το περιεχόμενό της στο πλαίσιο της
εκκλησιαστικής παράδοσης, αλλά αναδεικνύει το πώς ο λόγος του θαύματος
λειτουργεί ως φορέας πίστης και διδασκαλίας.
Από τον 12ο αιώνα και εξής, το θαύμα αποκτά
εικονική παρουσία. Οι πρώτες απεικονίσεις του Αγίου είναι χωρίς το κεραμίδι
(π.χ. στο Μηνολόγιον του Βασιλείου Β΄), ενώ από τον 13ο αιώνα και μετά ο Άγιος
συχνά απεικονίζεται κρατώντας κεραμίδι στο ένα χέρι, ιδίως σε κυπριακές,
κρητικές και κερκυραϊκές αγιογραφίες.
Η εικονογραφική αυτή απεικόνιση αναδεικνύει τη
λαϊκή συνείδηση του θαύματος, λειτουργώντας ως οπτική σύνθεση της θεολογικής
ερμηνείας που ο Νικήτας και ο Μεταφραστής πρώτοι απέδωσαν με γραπτό τρόπο.
Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι το θαύμα με το
κεραμίδι δεν απαντά σε γραπτές πηγές πριν τον 9ο αιώνα, όμως πιθανότατα
προϋπήρχε ως προφορική παράδοση στην Κυπριακή και ιδίως στην
Κωνσταντινουπολίτικη παράδοση. Ο Νικήτας Παφλαγόνας ήταν ο πρώτος που την
κατέγραψε συστηματικά, προσδίδοντάς της το ρητορικό και θεολογικό σχήμα που
επικράτησε.
Η μεταγενέστερη αγιολογική γραμματεία ανέδειξε το
θαυμαστό γεγονός. Οι σύγχρονες μελέτες θεωρούν την αφήγηση συμβολική θεολογική
διήγηση παρά ιστορική αναφορά, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία της μέσα στην
παράδοση της Εκκλησίας. Το θαύμα του κεραμιδιού, είτε ως ιστορικό είτε ως
πνευματικό γεγονός, αποτελεί έκφραση του δόγματος περί της Αγίας Τριάδος και
τονίζει τον ρόλο του Αγίου Σπυρίδωνος ως υπερασπιστή της Ορθοδοξίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου