Ακούγοντας τα Μικρασιάτικα κάλαντα της Ερυθραίας,
ταξιδεύω νοερά στην πατρογονική Γη.
Στην
Πατρίδα της γιαγιάς μου, και δικιάς μου, τα Αλάτσατα.
Τα αφιερώνω σε όλους τους Αλατσατινούς όπου γης
και στους
κ. Μοσχόβη, κ. Θεοδωράτο, κ. Κατσιάπη.
Καλή χρονιά και ευλογημένη
Στην Ερυθραία των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, τα κάλαντα ψάλλονταν κυρίως το βράδυ της παραμονής, ή και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, ημέρα αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο. Παιδιά και νέοι περιδιάβαιναν τα σπίτια, μεταφέροντας μελωδικά ευχολόγια για υγεία, προκοπή, μακροζωία και καλοτυχία στο νέο έτος.
Οι στίχοι των καλάντων συνδύαζαν θρησκευτικά στοιχεία με εικόνες της καθημερινής ζωής, της οικογένειας και της αγροτικής ευημερίας. Ο Άγιος Βασίλης παρουσιάζεται ως προστάτης και ευεργέτης, σύμβολο αγάπης και πνευματικής ευλογίας για το σπιτικό.
Τα κάλαντα αυτά, με την απλή αλλά βαθιά ποιητική τους μορφή, λειτουργούσαν ως κοινωνικό τελετουργικό: ένωναν τις γενιές, ενίσχυαν τους δεσμούς της κοινότητας και σφράγιζαν την αλλαγή του χρόνου με αισιοδοξία και ελπίδα.
Μετά τον ξεριζωμό του 1922, οι πρόσφυγες από την Ερυθραία μετέφεραν την παράδοση αυτή στον ελλαδικό χώρο. Στις νέες πατρίδες, τα κάλαντα του Νέου Έτους συνέχισαν να ακούγονται ως ζωντανά απομεινάρια της μνήμης, διατηρώντας αναλλοίωτο το πνεύμα, τη μουσική και το συναίσθημα της Μικρασιατικής Γης.
Σήμερα, μέσα από ηχογραφήσεις, χορωδίες και σύγχρονες παρουσιάσεις, τα κάλαντα του Νέου Έτους από την Ερυθραία της Ιωνίας εξακολουθούν να αποτελούν πολύτιμο κομμάτι της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και μεταφέροντας τις ευχές μιας άλλης εποχής στις καρδιές των σημερινών ακροατών.
κι εκεί που βγήκε κερά μου ο Χριστός, τριώ χρονών παιδάκι
όλο τον κόσμο κερά μου γύρισε, σαν το καλογεράκι
και μες τα φύλλα κερά μου της μηλιάς, δυό μήλα χρυσομήλα
οποιός τα πάρει κερά μου χρύσωσε, ο ήλιος της ημέρας
το φεγγαράκι κερά μου της νυκτός, που βγαίνει την εσπέρα
που ‘ναι οι πέτρες κερά μου μάλαμα, το χώμα με ασήμι
και μεσ’ τη μέση κερά μου του σπιτιού, κοιμάται Άγιος Βασίλης
εγώ είμαι άξιος κερά μου και αρκετός, να πα τον εξυπνήσω
δω μου και μήλα κερά μου δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και μια φασκιά κερά μου απ’ το νερό, να πα τον εξυπνήσω
γιατί ο ύπνος κερά μου ο πολύς, μαραίνει και χαλάσε
σ’ αυτό το σπίτι κερά μου που ‘ρθαμε, τα ράφια είναι ξυλένια
του χρόνου σα ξανάρθωμε, να ‘ναι μαλαματένια
δω μας και μας κερά τον κόπο μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου