ΕΙΜΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ
π. Δημητρίου Μπόκου
Στὴν καρδιὰ τῆς Ἀφρικῆς ἕνας εὐρωπαῖος
ἀνθρωπολόγος διεξάγει ἔρευνες καὶ ἐπισκέπτεται μία φυλή. Τὸ βιοτικό της ἐπίπεδο
εἶναι χαμηλό. Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται ἁπλῶς γιὰ ἐπιβίωση. Ὁ ἀνθρωπολόγος συγκεντρώνει
μιὰ ὁμάδα παιδιῶν καὶ ὀργανώνει ἕνα πρόχειρο ἀγώνισμα. Ἕναν μικρὸ ἀγώνα δρόμου.
Ἔχει βάλει στὴ ρίζα ἑνὸς δέντρου ἕνα μεγάλο πανέρι γεμάτο ὥριμα φροῦτα, ὁρίζει
τὴν ἀπόσταση καὶ λέει στὰ παιδιὰ νὰ τρέξουν. Ὁ πρῶτος θὰ πάρει γιὰ βραβεῖο τὸ
πανέρι μὲ τὰ φροῦτα.
Μὰ τότε ἔγινε κάτι ποὺ δὲν τὸ
περίμενε. Μὲ τὸ σύνθημα ἐκκίνησης τὰ παιδιὰ ἕνωσαν τὰ χέρια τους καὶ ἔτρεξαν ὅλα
μαζὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς διαδρομῆς. Ἔτσι, ἀφοῦ κέρδισαν ὅλα, κάθισαν καὶ ἀπόλαυσαν
τὸ ἔπαθλο ὅλα μαζί. Ὁ ἀνθρωπολόγος τὰ ρώτησε γιατί ἐνήργησαν ἔτσι, ἀφοῦ μποροῦσε
νὰ κερδίσει ἕνας καὶ νὰ ἔχει ὅλο τὸ καλάθι δικό του. Καὶ τὰ παιδιὰ τότε ἀπάντησαν
στὴ γλώσσα τους: “Ubuntu”, κάτι ποὺ
μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ κάπως ἔτσι: «Ἐγὼ εἶμαι,
ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμαστε».
Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπαν: Πῶς
γίνεται νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ μᾶς εὐτυχισμένος, ὅταν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι
στενοχωρημένοι; Μπορεῖ νὰ τρώει κάποιος μὲ ἀπόλαυση καὶ νὰ χορταίνει, ὅταν οἱ ἄλλοι
τὸν κοιτάζουν πεινασμένοι;
Ἡ κουλτούρα μιᾶς ὑποανάπτυκτης ἀφρικανικῆς
φυλῆς μήπως θυμίζει μιὰ θαυμάσια φιλοσοφία ἀπὸ τὴ δική μας ελληνικὴ και
χριστιανικὴ παράδοση;
Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, μὲ
πρωταγωνιστὲς τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Σοφοκλῆ, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν
Θουκυδίδη κ. ἄ., εἶχαν δώσει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν προκοπὴ καὶ εὐδαιμονία τοῦ
συνόλου, τῆς κοινωνίας, τῆς πατρίδας. Μιὰ πόλη ὠφελεῖ τὰ ἄτομα περισσότερο, ὅταν
ἀκμάζει στὸ σύνολό της, παρὰ ὅταν εὐτυχεῖ ὁ καθένας ἀτομικά, ἐνῶ ἡ πόλη δυστυχεῖ.
Ἡ συλλογικὴ εὐδαιμονία διαχέεται καὶ στὰ ἐπιμέρους ἄτομα. Σὲ μιὰ πόλη ποὺ εὐημερεῖ,
ἕνας φτωχὸς ἔχει πολὺ περισσότερες δυνατότητες νὰ ἀντιμετωπίσει ἱκανοποιητικὰ τὴ
δυσπραγία του. Ἂν ὅμως εὐημεροῦν μερικοὶ μόνο πολίτες, ἐνῶ ἡ πόλη βυθίζεται σὲ
παρακμὴ καὶ δυστυχία, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ συμπαρασυρθοῦν ὅλοι στὴν καταστροφή.
Καὶ ὅπως πολὺ ὄμορφα τὸ λέει ὁ
Μακρυγιάννης, ἂν ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, δέχομαι νὰ μοῦ βγάλει κάποιος καὶ τὰ
δυό μου μάτια, γιατὶ τότε ἡ πατρίδα μου μπορεῖ καὶ «μὲ θρέφει. Ἂν ἡ πατρίδα μου
εἶναι ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ’χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι». Πῶς νὰ εὐτυχήσει ὁ ἕνας,
ὅταν οἱ πολλοὶ δυστυχοῦν;
Σήμερα ὅμως ἔχουμε σταματήσει νὰ
κατανοοῦμε τὸ αὐτονόητο. Ἀναπτύσσοντας ὅλο καὶ περισσότερο τὰ ἀτομιστικά μας ἔνστικτα,
καταργοῦμε σιγὰ-σιγὰ κάθε εὐαισθησία γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Δὲν σκεπτόμαστε πῶς θὰ
ἦταν, ἂν μᾶς ἔλειπε ἐντελῶς ὁ συνάνθρωπος. Ἂν βρισκόμασταν στὴν ἀπόλυτη μόνωση.
Τότε θὰ βλέπαμε ὅτι ἡ ζωή μας, χωρὶς τὴ συντροφιὰ τοῦ συνανθρώπου, θὰ ἦταν μιὰ
κόλαση. Ὁ ἀπόλυτος ἐγκλεισμὸς στὸν ἑαυτό μας θὰ ἐπιφέρει καὶ τὴ δική μας
κατάργηση. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν βλέπει πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, παύει νὰ
εἶναι ἄνθρωπος. Ἔχει χάσει ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο
παραμένει ἄτομο, μόνος, ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντα κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μόνο σὲ
σχέση μὲ τὸν συνάνθρωπο πραγματοποιεῖται ἡ πρόοδός του, ἡ ἀνέλιξή του στὴ
βαθμίδα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπὸ ἄτομο γίνεται πρόσωπο, δηλαδὴ ὂν ποὺ σχετίζεται, κοινωνεῖ ἐν ἀγάπῃ
μὲ τὸν ἀδελφό του.
Ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ κοινωνία εἶναι τὸ
ὅραμα ποὺ κατάφερε νὰ ἀγγίξει προσωρινὰ ἡ Ἐκκλησία στὰ πρῶτα της βήματα. Οἱ πρῶτοι
πιστοὶ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή. Δὲν ὑπῆρχε κανένας ποὺ νὰ λέει, ὅτι κάτι ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, γιατὶ ὅλα τὰ εἶχαν κοινά. Εἶχαν μεγάλη χάρη τοῦ
Θεοῦ ἐπάνω τους καὶ συνδέονταν μὲ βαθειὰ ἀγάπη. Δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους κανένας φτωχός. Γιατὶ ὅσοι εἶχαν χωράφια ἢ
σπίτια, τὰ πωλοῦσαν καὶ ἀκουμποῦσαν τὸ ἀντίτιμο στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων. Τὰ
χρήματα αὐτὰ ἐν συνεχείᾳ διαμοιράζονταν στὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη ποὺ
εἶχε (Πράξ. 4, 32-35).
Μὰ γρήγορα ἐμφιλοχώρησε ἀνάμεσά
τους ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατηγορεῖ τοὺς Κορινθίους, ὅτι
δὲν τρώγουν στὰ κοινὰ δεῖπνα τῆς ἀγάπης μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ συνέστησε ὁ Χριστός. Ὁ
καθένας φέρνει καὶ τρώει τὸ δικό του φαγητό, χωρὶς νὰ περιμένει τοὺς ἄλλους, μὲ
ἀποτέλεσμα ἄλλος νὰ πεινάει καὶ ἄλλος νὰ
μεθύει. Ἔτσι ὅμως περιφρονεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ καταντροπιάζονται ἐκεῖνοι
ποὺ δὲν ἔχουν (Α΄ Κορ. 11, 20-22).
Ὁ ἄνθρωπος ἐν ἀγάπῃ ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ
στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς σαρκώνεται γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο. Γιὰ νὰ
εἶναι πρότυπο, ὑπογραμμός, ὁ πρῶτος ἀληθινὸς ἄνθρωπος. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1, 14), κινούμενος ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι σὲ κοινωνία ἀγάπης, οἰκειοποιεῖται, μορφώνει μέσα του, αὐτὸ
ἀκριβῶς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ φροντίδα τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ εἶναι πάντα τὸ
μεγάλο ζητούμενο γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Ἐκεῖ δίνει ὁ καθένας τὶς ἐξετάσεις του.
Καὶ ἡ ἀξία τοῦ καθενός μας στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται πάντα ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ
δίνουμε ἐμεῖς στοὺς ἄλλους. Ἐγὼ θὰ εἶμαι κάτι γιὰ τὸν Θεό, ὅταν, στὸ μέτρο ποὺ
μοῦ ἀναλογεῖ, φροντίζω νὰ εἴμαστε καλὰ ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἂν οἱ πολλοί δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν ἀνθρώπινα, δὲν θὰ
μπορέσει νὰ ζήσει οὔτε ὁ ἕνας, ὅπως πολὺ σωστὰ μᾶς διδάσκουν οἱ σοφοὶ πρόγονοί
μας καὶ μᾶς θυμίζουν τὰ ἀφρικανόπουλα. Ἕνας γιὰ ὅλους λοιπὸν καὶ ὅλοι γιὰ ἕναν.
Ἂς δείξουμε ὅτι μποροῦμε κι ἐμεῖς
νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ καὶ νὰ τὸ πράξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου