Μαζί μέ τόν Χριστό*
«9/1/1979, ὥρα 3 π.μ.
Γιά πρώτη φορά σκέπτομαι πόσο
φοβερό ἐγωισμό κρύβει ἡ φράσις: «ὁ Θεός μαζί σου». Δέν σκεπτόμαστε ἐμεῖς νά εἴμαστε
μέ τό Θεό, ἀλλ’ ὁ Θεός νά εἶναι μαζί μας, σάν ἐξάρτημά μας, σάν ἀκόλουθός μας.
Δηλαδή, ἐμεῖς νά προχωροῦμε καί ὁ Θεός νά μᾶς παρακολουθῇ. Δέν μ’ ἀρέσουν νά μέ
«ἀκολουθοῦν». Θά ἤμουν εὐτυχισμένος νά ἀκολουθῶ ἐγώ τό Θεό, καί μαζί στόν ἴδιο
δρόμο νά ἦσαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἴσως γι’ αὐτό δέν μοῦ ἄρεσε
ποτέ τό «ἱερωνυμικός».
Ἀλλά γιά νά ἀκουλουθῆς τό Θεό
πρέπει νά σοῦ ἀνοίξη Ἐκεῖνος τά μάτια νά βρῆς τό δρόμο πού Ἐκεῖνος βαδίζει. Καί
νά εἶσαι ἕτοιμος ὄχι ἁπλῶς νά ἀκολουθῆς, ἀλλά νά Τόν ἀκολουθῆς σηκώνοντας καί
τό σταυρό σου. Νά εἶσαι μαζί Του σημαίνει νά εἶσαι μόνο μέ Ἐκεῖνον, μέ κανένα ἄλλον,
οὔτε μέ τόν ἑαυτό σου. Εἶναι ἡ προϋπόθεσις: “ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν’’… Χωρίς
συμβιβασμούς μέ κανένα, πρό παντός οὔτε μέ τόν ἑαυτό σου.
Θεέ μου, βοήθησέ μέ νά σ’ ἀκολουθήσω,
νά ἀκολουθήσω Ἐσένα, μόνον Ἐσένα. Νοιώθω ὅμως τόσο ἀδύνατος, τόσο μικρός καί
τόσο μεγάλο τό αἴτημα καί τόσο δυσανάλογο γιά τά κότσια μου. Τό βλέπω, τό
νοιώθω, εἶμαι βέβαιος πώς μέ τίς δικές μου δυνάμεις δέ θά τά βγάλω πέρα. Εἶμαι ἕτοιμος
νά μέ ἐγκαταλείψουν οἱ πάντες; Νά μέ ἀφορίσουν; Νά πεινάσω; Νά μήν ἔχω οὔτε μιά
ἀσπιρίνη; Νά γυμνητεύσω; Νά πεθάνω ἐξ αἰτίας αὐτῶν, γιά Σένα; Καί πρέπει νά εἶμαι
πέρα γιά πέρα εἰλικρινής μαζί Σου. Δέν χωροῦν περιστροφές καί μισόλογα. Πρέπει
νά πῶ ἕνα ναί ἤ ἕνα ὄχι. Σκέτα, ἁπλά, ὁλοκάθαρα. Νά πῶ ναί; Εἶναι τόσο δύσκολο…
δέν τό τολμῶ. Καί ὅμως, ἄν δέν πῶ τό ναί, ἄν ἔστω καί μόνο ἀναβάλω τήν ἀπάντηση,
οὔτε αὐτό τό τολμῶ, γιατί κι αὐτό ἀκόμα τό θεωρῶ ἄρνηση.
Ρωτάω τόν ἑαυτό μου: Γι’ αὐτό μ’ ἔφερε
ὁ Θεός στόν κόσμο; Γι’ αὐτό μέ ὡδήγησε μέχρι αὐτήν τήν ὥρα; Γι’ αὐτό μοῦ ἔδωσε
73 χρόνια ζωῆς; Γι’ αὐτό μέ ἔφερε σ’ αὐτή τήν “ὡρίμανσι”;
Τί θά γίνη; Θά προχωρήσω μαζί
Του; Δέν μπορῶ· δέν μπορῶ. Κύριε, ὁδήγησέ με, θέλω να εἶμαι μαζί Σου. Μαζί Σου.
Στήριξέ με. Δυνάμωσέ με... Νά εἶμαι μαζί Σου».
*Αὐτό τό σημείωμα βρέθηκε πρόσφατα
στά κατάλοιπα τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Ἱερωνύμου (Κοτσώνη).
Γραμμένο πρίν ἀπό 40 χρόνια, κάποια νύκτα στίς 3 τό πρωί, 6 χρόνια μετά τήν
παραίτησή του ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο καί 9 χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμησή
του. Καί, σίγουρα, δέν θά ἦταν ἡ μόνη φορά που ὁ μακαριστός Γέροντας ξενυχτοῦσε
φυλάσσοντας «φυλακάς τῆς νυκτός», ζώντας στό ἐρημητήριό του στά Ὑστέρνια τῆς
Τήνου καί ἐξυπηρετώντας ὡς ἁπλός ἐφημέριος ἕνα μικρό παρακείμενο χωριό, τήν
Καρδιανή...
Κάποιος μακρόθεν ἐστώς
3 σχόλια:
Φοβερό!
Την ευχή του να χουμε!
w
Αγία ψυχή!
Σωστά τα λέει εδώ. Αν δεν παρερμηνεύει την φράση "ο Θεός μαζί σου".
Δημοσίευση σχολίου