Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ & ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ» - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

 
ΑΓΙΟΣ & ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

«Ο  ΜΕΓΑΛΟΣ  ΠΑΤΕΡΑΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ  ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ»*

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

      Πρωτοχρονιά 2021 με τον Άγιο που η Δύση έκανε περιστασιακή καρικατούρα και η βυθισμένη σε θεολογικές υπέρ πτήσεις Ανατολή είπε … «ακτιβισμό» το μέγα άθλημά του ! Πρόκειται για μια ομιλία με θέμα την πλεονεξία-«ήτις εστίν ειδωλολατρία», Παύλος- που εκφώνησε ο Μ. Βασίλειος μετά το λιμό του 368 λαμβάνοντας αφορμή από το στίχο, «καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω», της παραβολής τους «άφρονος πλουσίου». Είναι ένα γραπτό εξαιρετικής σημασίας, όπου προσδιορίζεται η χριστιανική θέση απέναντι στον πλούτο. Ότι, δηλαδή, κύριος όλων των αγαθών είναι ο Θεός, που με τα δικά του ανερμήνευτα μέτρα αγάπης δωρίζει λίγα ή πολλά στον καθένα. Ο άνθρωπος ως θνητός είναι απλώς οικονόμος και διαχειριστής περιορισμένου χρόνου αυτών των θείων δωρημάτων, και, η αξία του κρίνεται και μετριέται από την ατομικιστική-εγωκεντρική ή κοινωνική-αγαπητική διαχείριση που θα τους κάνει. Αν λοιπόν ευλογήθηκε να κατέχει άφθονα ή υπέρ άφθονα υλικά αγαθά, οφείλει να μη λησμονεί ότι τιμήθηκε μ’ αυτή την έκτακτη θεία δωρεά με προοπτική να την μεταποιήσει σε φανερώματα αγάπης !

     Σε γλώσσα σημερινή, πρόκειται για ένα γραπτό επαναστατικά κοινωνικό. Ο συντάκτης του, πολύ πριν το Μαρξ διακήρυξε ότι, «αν αυτός που αφαιρεί τα ρούχα ενός ανθρώπου και τον αφήνει γυμνό χαρακτηρίζεται και είναι κλέφτης, εκείνος που μπορεί να ντύσει ένα γυμνό, αλλά δεν το κάνει, λέτε να είναι άξιος άλλης προσηγορίας;»- «Ο μεν ενδεδυμένον απογυμνών λωποδύτης ονομασθήσεται, ο δε τον γυμνόν μη ενδύων, δυνάμενος τούτο ποιείν, άλλης τινός προσηγορίας εστίν άξιος;» Πρόκειται για ένα γραπτό που καθώς μάλιστα προέρχεται από τη γραφίδα αυτού που κληρονόμησε πολλά, μα δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του, τα μοίρασε στους φτωχούς όλα, από τον Ιεράρχη που ως μόνη περιουσία του κράτησε «λίγα βιβλία κι ένα τριμμένο ράσο», και αναδείχνει τη ρίζα της κοινωνικής αδικίας, και αποτελεί ένα δυνατό και τίμιο χριστιανικό ράπισμά της. Ένα φραγγέλιο που ο Μέγας Βασίλειος στο όνομα του Χριστού στρέφει και εναντίον εκείνων που πατρονάρουν σήμερα το προλεταριάτο και εμπορεύονται τη φτώχεια, όχι σπάνια ασφαλείς οικονομικά οι ίδιοι. Αλλά και, εναντίον πολλών χριστιανών, απλών πιστών, ή με ηγετική εκκλησιαστική θέση πολύ περισσότερο, γιατί όπως λίαν ευστόχως επισημάνθηκε. «Ο λόγος των ανθρώπων, που κάθισαν, κανείς δεν ξέρει πώς, με όλη τους την άνεση πάνω στο Σταυρό Του, δεν μπορεί να έχει καμιά απήχηση»  !

1.   «Οι πειρασμοί που δοκιμάζουν την αρετή των ανθρώπων είναι δυο ειδών. Ή βασανίζουν τις καρδιές τους θλίψεις και από την υπομονή και την καρτερία που θα επιδείξουν ελέγχεται η αξία της, όπως η ποιότητα του χρυσού στο χωνευτήρι, ή κάποια απρόσμενη υπεραφθονία υλικών αγαθών και συνακόλουθη οικονομική άνεση και ευπορία αποτελεί γι αυτούς ένα άλλο είδος δοκιμασίας. Και τούτο γιατί, όσο δύσκολο είναι να μην αφήσει κανείς τον εαυτό του να νιώσει ότι έφτασε στον έσχατο εξευτελισμό, όταν οι συνθήκες της ζωής είναι δυσάρεστες και άθλιες, το ίδιο δύσκολο είναι και να μην παρασυρθεί στην ύβρη της έπαρσης και υπεροψίας, όταν αποκτήσει πλούτη πολλά, ή κάποια υψηλή κοινωνική θέση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πρώτου είδους πειρασμών και δοκιμασίας είναι εκείνο του Ιώβ. Αυτός ο ακαταγώνιστος αθλητής της αρετής, αντιμετώπισε έναν ορμητικό χείμαρρο πειρασμών διαβολικής εναντίον του επίθεσης με ακλόνητη καρδιά και σταθερή πίστη, και αναδείχτηκε ανώτερος άνθρωπος, όσο μεγάλες ή ανυπέρβλητες κι αν νόμιζε ο εχθρός πως ήταν οι δοκιμασίες στις οποίες τον υπέβαλλε. Του δεύτερου, ο οποίος έχει ως βάση τους πειρασμούς που προκαλούν τα πλούτη και η ευμάρεια, ένα από τα παραδείγματα είναι κι αυτό του πλούσιου της Ευαγγελικής περικοπής που αναγνώστηκε πριν από λίγο. Αυτός και είχε πλούτη πολλά και περίμενε ν’ αποκτήσει περισσότερα. Ο φιλάνθρωπος Θεός από την αρχή, και δεν τον κατέκρινε για την αγνωμοσύνη που έδειχνε ο τρόπος που διαχειριζόταν τα πλούτη του, και δεν έπαυε να του προσθέτει στα προϋπάρχοντα και άλλα, μήπως κάποια στιγμή τον κάνει να νιώσει κορεσμό πια, και αποφασίσει ν’ ανακαλέσει την ψυχή του απ’ την πλεονεξία και την απληστία στην κοινωνικότητα και την καλοσύνη.

     Η παραβολή λέει ότι, τα κτήματα κάποιου πλούσιου έδωσαν απρόσμενα πολλή σοδειά, κι εκείνος σκεφτόταν κι έλεγε μέσα του. «Τι θα κάνω; Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να τα ασφαλίσω όλα για τον εαυτό μου». Τίθεται όμως το ερώτημα, γιατί έδωσαν υπεράφθονη σοδειά τα κτήματα ενός ανθρώπου, που δε θα τη χρησιμοποιούσε για να κάνει καλό στους άλλους; Είναι αρκετά απλό, για να φανεί ακόμα πιο πολύ η άκρα μακροθυμία του Θεού, το γεγονός ότι η χρηστότητά του επεκτείνεται ακόμα και σε τέτοιους ανθρώπους. «Ο Θεός βρέχει σε δίκαιους και άδικους και ανατέλλει τον ήλιο του, και για τους καλούς και για τους κακούς». Όμως αυτή η χωρίς διακρίσεις αγαθότητα του Θεού, ουσιαστικά επιβαρύνει τη θέση των κακών, κάνει ακόμα πιο μεγάλη την τιμωρία που τους περιμένει. Έφερε βροχές και στα χωράφια που καλλιεργήθηκαν για άπληστα χέρια κι έδωσε οι ακτίνες του ήλιου να θερμάνουν τη σπορά και να πολλαπλασιάσουν τα γεννήματα, που έφεραν τη μεγάλη ευφορία. Ο Θεός έκανε ό,τι χρειαζόταν, ώστε το έδαφος να είναι κατάλληλο, καλές οι καιρικές συνθήκες, τα σπέρματα άφθονα, τα βόδια συνεργάσιμα, και όσα άλλα βοήθησαν να αποδώσουν οι γεωργικές καλλιέργειες μεγάλη ευφορία. Από τη δική του πλευρά ο άνθρωπος αυτός τι έκανε; Έδειξε όλο τον κακό χαρακτήρα του, όλη του τη μισανθρωπία, τη δυσκολία που είχε ν’ απλώσει το χέρι και να δώσει κάτι στον άλλο.

     Αυτά όμως ήταν αντίθετα με το πνεύμα του ευεργέτη Θεού. Δε συλλογίστηκε ότι κι αυτός είναι ένας άνθρωπος, όπως όλοι, και ότι οφείλει να μοιράζει όσα του περισσεύουν σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Δε γνώριζε ότι απ’ το βιβλίο των Παροιμιών ο Θεός λέει. «Μην αρνηθείς να κάνεις το καλό σ’ αυτόν που το έχει ανάγκη». Και, «ας μη σου λείψουν η ελεημοσύνη και η πίστη». Και, ο προφήτης Ησαΐας τονίζει. «Με τον πεινασμένο το ψωμί σας να μοιράζετε». Όλοι οι προφήτες και όλοι οι δάσκαλοι του φώναζαν, αλλά δεν εισακούονταν. Έτσι ενώ οι αποθήκες πήγαιναν να σπάσουν καθώς πιέζονταν απ’ το πλήθος των προϊόντων, η αχόρταγη καρδιά του δεν έλεγε να χορτάσει, δεν έλεγε να ικανοποιηθεί. Πρόσθετε συνεχώς στα παλιά τα καινούργια, και απ’ τα έσοδα κάθε χρονιάς αύξανε όλο και πιο πολύ τα πλούτη και την απ’ αυτά ευπορία του. Κι έφτασε να αισθάνεται ότι είναι σε αμηχανία και αδιέξοδο, αφού η πλεονεξία δεν του συγχωρούσε να κάνει την παραμικρή υποχώρηση, ακόμα και γι αυτά τα παλιά γεννήματα, ούτε τώρα που έβλεπε ότι οι αποθήκες του δεν επαρκούν να χωρέσουν τα καινούργια. Και ενώ έκανε μεγαλεπήβολα σχέδια, δεν έπαυε να τον τρώει η αγωνία, μήπως η προσπάθεια δεν τελεσφορήσει, και ρωτούσε συνεχώς, «τι θα κάνω τώρα»;

     Υπάρχει τάχα κάποιος που δε θα ήθελε να ελεήσει αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ένιωθε σαν σε κατάσταση πολιορκίας; Έναν άνθρωπο που ένιωθε αξιολύπητος για τα αγαθά που του απέφερε η ευφορία της γης, δυστυχισμένος για όσα πολλά είχε, και πιο δυστυχισμένος για όσα έβλεπε πως έρχονταν. Θεωρούσε τα τόσα γεννήματα που θα του απέφεραν τα χωράφια του, στεναγμούς που είχαν φυτρώσει μέσα του, αντί για αφθονία καρπών ένιωθε ότι επρόκειτο να συνάξει φροντίδες, λύπες και δεινή αμηχανία ! Θρηνεί λοιπόν και οδύρεται σαν το φτωχό, σαν τον πεινασμένο, που στενοχωριέται και βγάζει κραυγή αγωνίας, καθώς νιώθει η φτώχεια να τον πιέζει. Και τον ακούς να ρωτάει, τι θα κάνω; Πώς θα θρέψω τα παιδιά μου; Πού θα βρω ρούχα; Τα ίδια θαρρείς λέει κι αυτός ο πλούσιος. Η καρδιά του πονάει, κατατρώγεται από αυτή τη μέριμνα. Βλέπετε αυτό που ευχαριστεί τους άλλους, λιώνει τον πλεονέκτη ! Δε χαίρεται κι όταν οι αποθήκες του είναι γεμάτες, την καρδιά του τρυπάει η αγωνία, μήπως ο πλούτος του που τρέχει ποτάμι, υπερχειλίσει και χυθεί από κάποιο σημείο των ταμείων του, κι αναγκαστεί να σκύψει και να δει παραέξω, κι αυτό σταθεί αφορμή να κάνει κάποιο καλό στους φτωχούς.

2.   Νομίζω ότι το πάθος της πλεονεξίας που μαστίζει αυτόν τον πλούσιο, μοιάζει μ’ εκείνο του κοιλιόδουλου, που προτιμάει να σκάσει απ’ το πολύ φαγητό, παρά να δώσει ακόμα κι αυτά τα αποφάγια του σε ένα φτωχό και πεινασμένο. Άνθρωπε, πρόσεξε, δες ποιος σου τα έδωσε. Θυμήσου ποιος και τι είσαι, πώς οικονομείς τα πράγματα της ζωής σου, από ποιον έλαβες όλα αυτά τα αγαθά, και γιατί ανάμεσα σε πολλούς εσύ προκρίθηκες. Ορίστηκες υπηρέτης του αγαθού Θεού για να φροντίζεις και τους ομοίους σου, μη φαντάζεσαι ότι τα ετοίμασε όλα για τη δική σου κοιλιά. Αυτά που έχεις, να τα λογίζεσαι ξένα. Πόσο καιρό τάχα πρόκειται να σε ευχαριστούν, η ζωή σου θα κυλήσει γρήγορα, μαζί της και τα αγαθά θα κυλήσουν, θα χαθούν και ο Θεός θα σου ζητήσει λεπτομερείς εξηγήσεις για το πώς τα διαχειρίστηκες.

     Εσύ όμως τα έκλεισες, τα σφράγισες, τα ασφάλισες καλά, και δε σ’ αφήνει να κλείσεις μάτι η αγωνία και φροντίδα τους. Και κάνεις τον εαυτό σου άφρονα της ζωής σου σύμβουλο διερωτώμενος αγωνιωδώς, τι θα κάνω; Θα μπορούσα εδώ να σου απαντήσω αμέσως τούτο, θα καλύψω τις ανάγκες των πεινασμένων, θ’ ανοίξω τις αποθήκες μου και θα φωνάξω όλους τους δυστυχισμένους. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ, το μήνυμα και έργο της φιλανθρωπίας του Ιωσήφ, θα κάνω ένα προσκλητήριο καρδιάς και μεγαλοψυχίας και θα πω. «Όσοι στερείστε και τον επιούσιο ελάτε σ’ εμένα. Ελάτε να πάρετε από αυτή τη χάρη των δωρεών του Θεού ό,τι θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες σας. Ελάτε να μετάσχετε σ’ αυτή την κοινή όλων μας πηγή των δωρεών του». Εσύ όμως δε φάνηκες τέτοιος. Αλλά από πού και πώς μπορείς εσύ να αρνείσαι στους άλλους ανθρώπους το δικαίωμα να απολαύσουν τα αγαθά των δωρεών του Θεού, και συγκάλεσες μέσα σου κρυφά πονηρό συμβούλιο, και ψάχνεις να βρεις με ποιο τρόπο δε θα μοιράσεις στον καθένα αυτά που έχει ανάγκη, αλλά θα τα πάρεις όλα εσύ και θα στερήσεις στους άλλους κάθε όφελος που απ’ αυτά θα μπορούσαν να έχουν;

     Και τι φοβερό, τι τραγικό ! Είχαν κιόλας φτάσει οι άγγελοι του Θεού που θα έπαιρναν την ψυχή του, κι αυτός εκεί, είχε καρφωμένο το μυαλό του στα αγαθά που θα απολάμβανε ! Την ίδια εκείνη νύχτα η ψυχή του παραλαμβανόταν, ταξίδευε για τον άλλο κόσμο, κι αυτός φανταζόταν πως θα κρατούσε χρόνια και χρόνια η απόλαυση των αγαθών του ! Του έγινε η παραχώρηση να σκεφτεί τα πάντα, να κάνει πάρα έξω γνωστούς τους λογισμούς του, για να φανεί καθαρά, πως η απόφαση του Θεού ήταν ό,τι χρειαζόταν για τις διαθέσεις του.

3.   Η μεγάλη αυτή ευφορία αποτελούσε το τελευταίο σήμα που εξέπεμπε ο Πανάγαθος Θεός στον πλεονέκτη πλούσιο να συνέλθει. Από δω κι εμπρός καθένας μπορεί να εννοήσει ποια θα ήταν η τιμωρία του. Και ακριβώς για να μην πάθει καθένας μας το ίδιο, είπε ο Χριστός, και γράφτηκε στην Καινή Διαθήκη η Ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε, για ν’ αποφύγουμε να μοιάσουμε με έναν τέτοιο πλεονέκτη. Άνθρωπε, μιμήσου κι εσύ τη γη, δώσε άφθονο καρπό προσφοράς όπως εκείνη, εσύ που έχεις και ψυχή, μη φανείς χειρότερος από κείνη την άψυχη. Αυτή δεν κράτησε για δική της απόλαυση τους καρπούς που παρήγαγε, τους έθρεψε και τους ωρίμασε να σε υπηρετήσουν. Και συ όποιους καρπούς φιλανθρωπίας αποδώσεις στους άλλους, ουσιαστικά θα τους έχεις συνάξει για τον εαυτό σου, καθώς τα καλά έργα που κάνει κάποιος του ανταποδίδονται από το Θεό με πλούσιες δωρεές του και χάρες. Έδωσες κάτι σ’ αυτόν που πεινάει, αυτό θα είναι το δικό σου κάτι τι, που θα σου ανταποδώσει ο Θεός με το παραπάνω. Όπως ο κόκκος του σταριού που πέφτει στο χωράφι αποφέρει μεγάλο όφελος σ’ αυτόν που τον έσπειρε, έτσι και το ψωμί που δόθηκε στον πεινασμένο, σου αποδίδει πλουσιοπάροχη ωφέλεια κάποια στιγμή. Ας γίνει το όφελος που έρχεται στο τέλος της γεωργικής καλλιέργειας η αρχή μιας ουράνιας σποράς για σένα. «Να σπέρνετε για τον εαυτό σας τη δικαιοσύνη», λέει ο προφήτης Ωσηέ. Γιατί λοιπόν αγωνιάς, κουράζεις και ταλαιπωρείς τον εαυτό σου παλεύοντας να μηχανευτείς τρόπο να κλείσεις τα πλούτη σου στο χώμα ή σε τέσσερις τοίχους; «Το καλό όνομα είναι ανώτερο από πληθώρα πλούτη», γράφει το βιβλίο των  Παροιμιών.

     Αν πάλι θαυμάζεις τη δόξα που δίνει το χρήμα, σκέψου καλύτερα και δες πόσο πιο ωφέλιμο για τη φήμη σου είναι να σε θεωρούν ευεργέτη, και να σε φωνάζουν πατέρα χιλιάδες άνθρωποι από το να έχεις στο πορτοφόλι σου μυριάδες χρυσά ή άσπρα. Τα χρήματα θα τα αφήσεις εδώ, κι αν ακόμα δεν το θέλεις, αλλά την αγαθή φήμη και μνήμη για τα καλά έργα θα την πάρεις μαζί σου, θα την παρουσιάσεις στο Δεσπότη και Κύριο, από τα πλήθη των ανθρώπων που θα στέκουν γύρω απ’ τον Κριτή και θα σε ονομάζουν τροφοδότη, ευεργέτη ή ό,τι άλλο καλείται ένας φιλάνθρωπος. Δε βλέπεις τους ανθρώπους στα θέατρα, τους παλαιστές, τους μίμους, τους θηριομάχους, αυτούς τους οποίους κάποιος ίσως δε θα γύριζε να τους ιδεί, που προτιμούν την τιμή και δόξα λίγης ώρας, το θόρυβο των χειροκροτημάτων του πλήθους των θεατών από τα πλούτη; Κι εσύ δείχνεσαι τόσο σφιχτός σε δαπάνες που θα σου προσπορίσουν μια τόσο πιο ανώτερη δόξα; Ο Θεός θα σε δεχτεί.  Οι άγγελοι θα σε επευφημούν. Οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών, θα είναι τα έπαθλα της διαχείρισης κατά το θέλημα του Θεού που θα κάνεις σ’ αυτά τα φθαρτά. Κι εσύ αδιαφορείς, ενδιαφέρεσαι μόνο για τα παρόντα, και περιφρονείς τις μεγάλες ελπίδες μας.

     Εμπρός, άρχισε να διαθέτεις τα πλούτη κοινωνικά με ποικίλους τρόπους, γίνε φιλότιμος και γενναιόδωρος, δείξε φιλοτιμία σε δαπάνες που αφορούν όσους είναι σε ανάγκη. Ας ακουστεί και για σένα ο στίχος του Ψαλμού. «Μοίρασε γενναιόδωρα, έδωσε στους φτωχούς. Η αρετή του θα μείνει αιώνια». Μην απλώνεις με βαριά καρδιά το χέρι σε δύσκολες περιστάσεις. Μην περιμένεις τη σιτοδεία για ν’ ανοίξεις τις αποθήκες του σιταριού. Το βιβλίο των Παροιμιών λέει ότι, «όποιος κρύβει το σιτάρι για να ανεβάσει τις τιμές, την κατάρα από το λαό θα έχει»-«δημοκατάρατος». Μην περιμένεις την πείνα ως ευκαιρία να θησαυρίσεις, την κοινή ένδεια και φτώχεια για τη δική σου ευπορία. Μη γίνεσαι κάπηλος και εκμεταλλευτής των ανθρώπινων συμφορών. Μη δώσεις την ευκαιρία στο Θεό να εκδηλώσει την οργή του σ’ αυτή τη μανιακή προσκόλληση στα πλούτη σου. Μη φτάνεις και να ξύνεις τις πληγές όσων έχουν χτυπηθεί από συμφορές. Αλλά τι λέω, εσύ έχεις καρφωμένο το βλέμμα σου στο χρυσάφι, τον αδελφό σου ούτε που γυρίζεις να τον ιδείς. Είσαι μοναδικός στο να ξεχωρίζεις το χάραγμα και τη σφραγίδα κάθε νομίσματος, να διακρίνεις εύκολα το γνήσιο από το κίβδηλο, τον αδελφό σου όμως που είναι σε ανάγκη ούτε που τον γνωρίζεις.

4.   Ο,τι αφορά στη σύμφωνη με τους σκληρούς κανόνες της οικονομίας χρήση του πλούτου σε ευχαριστεί με το παραπάνω, αλλά ούτε που λογίζεσαι το μεγάλο στεναγμό του φτωχού που σε ακολουθεί ! Πώς αλήθεια να σου περιγράψω τη δυστυχία του φτωχού, μήπως και συγκινηθείς; Αυτός εξετάζοντας ό,τι υπάρχει στο σπιτικό του, βλέπει ότι χρυσάφι και δεν έχει, και δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει, τα ρούχα του και τα έπιπλα είναι μηδαμινής αξίας, όπως όλων των  φτωχών. Τι κάνει λοιπόν; Γυρίζει και κοιτάζει τα παιδιά του κι αναρωτιέται, μήπως αν πάει να τα πουλήσει, γλιτώσει από τον εξ ασιτίας θάνατο. Πρόσεξε να δεις τι αγώνας γίνεται στην ψυχή του ανάμεσα στο φόβο που προκαλεί το ενδεχόμενο του θανάτου από ασιτία και στην πατρική στοργή. Η πρώτη, η ασιτία τον απειλεί με αξιοθρήνητο  θάνατο, η δεύτερη, η πατρική στοργή, αντιστέκεται μέσα του και του λέει ότι είναι προτιμότερο να πεθάνει μαζί με τα παιδιά του. Κι ενώ πολλές φορές κινήθηκε προς το δεύτερο, συγκρατήθηκε, και στο τέλος αποφάσισε το πρώτο, καθώς ένιωσε μέσα του πιο έντονο τον εκβιασμό της ανάγκης για επιβίωση όλων.

     Ποιο είναι όμως τώρα το αγωνιώδες δίλημμα αυτού το πατέρα; Ποιο παιδί να πουλήσω πρώτο; Για ποιο τάχα θα εκδηλώσει ενδιαφέρον ο έμπορος του σιταριού; Για το μεγαλύτερο; Αλλά ντρέπομαι την ηλικία του. Να πουλήσω πρώτο, το πιο μικρό; Πώς να το κάνω, στην ηλικία που είναι το λυπάμαι, δεν έχει ακόμα αίσθηση των ανθρωπίνων συμφορών. Από την άλλη, κοίτα να δεις, φτυστός εμείς οι γονείς του είναι. Κι σε ό,τι αφορά στα μαθήματα, ο καλύτερος ! Αλίμονο, δεν ξέρω τι ν’ αποφασίσω. Τι θα γίνω λοιπόν; Ποιον από τους δυο να διαλέξω; Με ποιου θηρίου την καρδιά να οπλιστώ; Πώς να ξεχάσω την ανθρώπινη φύση μου, πώς να απαρνηθώ το πατρικό μου φίλτρο; Αν πάλι νιώσω αναστολή από όλα αυτά δεν είναι μακριά η ώρα που θα δω να πεθαίνουμε όλοι από την πείνα. Αν πάλι προχωρήσω στην επιλογή ενός απ’ τους δυο, με τι μάτια θα γυρίσω να δω τους υπόλοιπους, τη στιγμή που με το δίκιο τους θα έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σ’ εμένα; Και πώς να μπω να μείνω σ’ ένα σπίτι που θα το έχω αφήσει χωρίς παιδιά, όταν θα τα έχω πουλήσει όλα; Και πώς να καθίσω σ’ ένα τραπέζι που η κάποια ευπορία αγαθών θα έχει προέλθει από ένα τέτοιο ξεπούλημα;

     Αλλά κάποια στιγμή αυτός ο δύστυχος, πνιγμένος στο δάκρυ αποφασίζει να πουλήσει το πιο αγαπημένο απ’ τα παιδιά του. Εσένα όμως ούτε που σε κάνει να λυγίσεις το πάθος της πλεονεξίας, ούτε καν να σκεφτείς την κοινή μοίρα της ανθρώπινης φύσης. Κι ενώ η πείνα διαλύει αυτό το δυστυχισμένο, εσύ με διάφορες δικαιολογίες αναβάλλεις να του δώσεις μια βοήθεια, ειρωνεύεσαι τη φτώχεια του, του κάνεις έτσι ακόμα πιο μεγάλη και ανυπόφορη τη συμφορά του. Αυτός σου προτείνει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο για τις τροφές που ζητάει να του δώσεις, αλλά το δικό σου χέρι ναρκωμένο θαρρείς, όχι μόνο δεν κουνιέται από τη θέση του, ούτε και με τέτοιο αντάλλαγμα της συμφοράς, αλλά και ζυγίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή τσιγκουνιά, επιδιώκοντας να δώσει όσο γίνεται πιο λίγα και να πάρει όσο μπορεί πιο πολλά, αδιαφορώντας αν έτσι γίνεται από κάθε πλευρά πιο βαριά κι ασήκωτη η συμφορά αυτού του ανθρώπου. Ούτε τα δάκρυα της δυστυχίας, ούτε οι σχετικοί στεναγμοί μαλακώνουν την καρδιά σου, παραμένεις άκαμπτος κι αμείλικτος στις απαιτήσεις που προβάλλεις. Όλα τα μετράς με το χρυσάφι για μέτρο, υπολογίζεις το αντίκρισμα σε χρυσό που μπορούν να σου αποφέρουν. Κοιμάσαι και το χρυσάφι ονειρεύεσαι, ξυπνάς κι αυτό αποτελεί την πρώτη σου έννοια. Όπως ακριβώς οι μανιακοί που δεν μπορούν να δουν τα πράγματα, όπως είναι, αλλά τα φαντάζονται όπως η πάθησή τους τα παρουσιάζει, κατά αντίστοιχο τρόπο και η δική σου ψυχή κυριευμένη από τη φιλοχρηματία βλέπει και μετράει τα πάντα με μέτρο το ασήμι και το χρυσάφι. Φτάνεις να βλέπεις με μεγαλύτερη ευχαρίστηση το χρυσάφι κι από τον ίδιο τον ήλιο. Εύχεσαι τα πάντα να μεταποιηθούν, να γίνουν χρυσάφι, επινοείς συνεχώς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσες να το κατορθώσεις.

5.   Και τι δε μηχανεύεσαι το χρυσάφι σου ν’ αυξήσεις. Κάνεις το στάρι σου το χρυσό, βλέπεις το κρασί σου να έχει πήξει και να ’χει γίνει  χρυσάφι, και το μαλλί των προβάτων σου το  θωρείς χρυσαφένιο. Σε κάθε εμπορική συναλλαγή, σε κάθε οικονομικό σχέδιο που επινοείς, το πρώτο που υπολογίζεις είναι, πόσο χρυσάφι μπορεί να σου αποφέρει. Ο χρυσός γεννάει χρυσό, και τον πολλαπλασιάζει από τα πολλά δάνεια που σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις. Αλλά εσύ ούτε που νιώθεις κορεσμό για το χρυσό, ούτε που βρίσκεις κάποιο τέρμα γι αυτή σου τη χρυσομανία. Συμβαίνει συχνά στα καλοζωισμένα και λαίμαργα παιδιά να υποχωρούμε και να τους παρέχουμε αφειδώς τα πιο ωραία φαγητά, αποβλέποντας να πάθουν κάποια στιγμή κορεσμό, να μπουχτίσουν πια, και να τα σιχαθούν. Με τον πλεονέκτη όμως δεν μπορεί να γίνει το ίδιο, όσο πιο πολλά αποκτά, τόσο περισσότερα θέλει. Αλλά ο στίχος του Ψαλμού λέει. «Όσο άφθονος κι αν ρέει ο πλούτος σας, μην του παραδίνετε την καρδιά σας».

     Εσύ ο πλεονέκτης όμως κρατάς γερά τα πλούτη σου που τρέχουν σαν ποτάμι, και φράζεις κάθε σημείο απ’ το οποίο μπορεί να ξεφύγουν και να τρέξουν παραέξω. Αλλά δεν προσέχεις τι γίνεται, τι παθαίνει έτσι που τον κρατάς, και κατά ένα τρόπο τον αφήνεις να λιμνάσει. Κάποια στιγμή τα φράγματα δεν τον αντέχουν. Πρόσεξε λοιπόν πώς στην περίπτωση του πλούσιου της παραβολής, η επερχόμενη πλημμυρίδα της νέας έκτακτα μεγάλης σοδειάς, σαν άλλος εχθρός που κάνει επιδρομή, τον αναγκάζει να γκρεμίσει τις αποθήκες στις οποίες κρατούσε και φύλαγε τα γεννήματά του και να ισοπεδώσει όλους τους χώρους τους. Αλλά θα οικοδομήσει, λέει μεγαλύτερες; Είναι όμως άδηλο, και δεν του εγγυάται κανένας πως μια νέα μεγάλη σοδειά δε θα τον υποχρεώσει να κάνει και στο μέλλον το ίδιο. Και τότε είναι πολύ πιο πιθανό η ίδια αυτή αγωνία να τον στείλει στον άλλο κόσμο, να προφτάσουν οι άλλοι να τον ασπαστούν στην κηδεία του, παρά να φέρει σε πέρας τις νέες επινοήσεις και τα νέα σχέδια για τις νέες αποθήκες στις οποίες θα ασφαλίσει τα νέα πολλά του γεννήματα.

     Αλλά, ας αφήσουμε τον πλούσιο της παραβολής, και ας τελειώσουμε με τις επινοήσεις ή τους σχεδιασμούς του, που σας περιέγραψα. Κι ας έρθουμε σε σας που είσαστε πλούσιοι κι επιθυμείτε να είστε αληθινοί χριστιανοί. Αν όντως αυτό θέλετε, ακούστε κι ακολουθείστε τις συμβουλές που έχω να σας δώσω, είναι συμβουλές του Θεού. Ανοίξτε διάπλατα τις πύλες των αποθηκών και των ταμιευτήρων σας και δώστε αγαθή διέξοδο στα αποθηκευμένα πλούτη. Αφήστε τον πλούτο σας να τρέξει σαν το μεγάλο ποτάμι, που από παραποτάμια πολλά και ποικίλα αυλάκια αρδεύει τη γη, την ποτίζει, και εύφορη την κάνει. Με αντίστοιχο τρόπο δώστε κι εσείς στα πλούτη σας διέξοδο, ώστε από ποικίλους δρόμους να φτάσουν και να μοιραστούν στα φτωχικά ανάλογα με τις σχετικές ανάγκες. Μην ξεχνάτε ότι, όσο αντλούμε από τα φρέατα νερό, κάνουμε ν’ αποκτούν και να μας αποδίδουν πιο πολύ ακόμα, ενώ όταν τα παρατάμε, το νερό τους λιμνάζει και σαπίζει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πλούτη, η στασιμότητα και η ακινησία τα κάνει άκαρπα, ενώ η κίνηση και καλή χρήση τους αποβαίνει κοινωφελής και αποδίδει πολλούς καρπούς.

     Πρόσεξε αλήθεια τι και ποιο έπαινο αποδίδουν οι ευεργετούμενοι στους ευεργέτες τους, κι αυτό μην το περιφρονήσεις ! Πρόσεξε επίσης τι λογής και πόσο πιο ανώτερη είναι η αμοιβή του δίκαιου Κριτή, σ’ αυτό μην απιστήσεις ! Παντού και από κάθε πλευρά έχε ζωντανή μπροστά στα μάτια σου την εικόνα αυτού του υπό κατηγορία πλουσίου, που όσα παλιά αγαθά είχε, τα φύλαγε καλά, κι αγωνιούσε για το τι θα κάνει αυτά που περίμενε ν’ αποκτήσει. Κι ενώ ήταν άδηλο αν θα ζούσε με την αύριο, αμάρτανε από σήμερα για όσα αύριο θ’ αποκτούσε. Πριν έρθει να τον παρακαλέσει και να του ζητήσει κάποιος κάτι, πρόλαβε κι έδειξε τη σκληρή καρδιά του. Πριν συνάξει τη νέα μεγάλη σοδιά, είχε διαπράξει το κρίμα της πλεονεξίας. Την ώρα που η γη υποδεχόταν τους έτοιμους για συγκομιδή καρπούς, και τα ώριμα στάχυα έδειχναν να γέρνουν στο χωράφι, το σταφύλι στα κλήματα να είναι πολύ, η ελιά γεμάτη καρπούς και τα κατάφορτά της ακρόκλαδα να προμηνύουν την ευφροσύνη που θα φέρουν, αυτός αδέξιος κι άκαρπος σε κάθε καλό είχε κιόλας πιάσει να φθονεί όσους ήταν σε ανάγκη. Παρότι οι κίνδυνοι για τους καρπούς δεν παύουν να υπάρχουν ούτε και λίγο πριν τη συγκομιδή, χαλάζι μπορεί να τους κομματιάσει, καύσωνας μπορεί να τους αρπάξει μέσα απ’ τα χέρια του γεωργού, και σύννεφα μπορεί να φέρουν παράκαιρα καταρρακτώδη βροχή και να τους χαλάσουν. Εσύ δε σκέφτηκες να προσευχηθείς, να παρακαλέσεις το Θεό να ολοκληρωθεί αυτή η μεγάλη χάρη; Μόνο βιάστηκες και πρόλαβες να δείξεις, ότι δε σου αξίζει να δεχτείς αυτή την εξαιρετικά μεγάλη εσοδεία που ερχόταν.

6.   Κρυφά λαλείς μέσα σου, σχεδιάζεις, και λες: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου, θα ανοικοδομήσω πιο μεγάλες, θα ασφαλίσω εκεί όλα μου τα αγαθά, και θα πω. Ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά και για χρόνια πολλά. Μπορείς να αναπαύεσαι, να τρως, να πίνεις, και να ευφραίνεσαι». Αλλά, αυτά σου τα σχέδια και τα λόγια μπαίνουν στον ουρανό σε προσεκτικό έλεγχο. Για αυτό και από κει έρχονται οι αποκρίσεις. «Άνθρωπε, τι είναι αυτά που κάθεσαι και σκέπτεσαι και λες; Ψυχή μου τώρα έχεις πολλά αγαθά που αρκούν για χρόνια πολλά, τρώγε, πίνε και διασκέδαζε κάθε μέρα. Πόσο φοβερά ανόητος είναι αυτός ο λόγος ! Κι αν ακόμα είχες γουρουνίσια ψυχή, τι παραπάνω να υποθέσουμε πως θα ευαγγελιζόσουν  για τον εαυτό σου; Μα είσαι τόσο κτηνώδης, τόσο ασύνετος και άσχετος με τα αγαθά της ψυχής, μόνο τα φαγητά που αφορούν τη σάρκα ευχαριστιέσαι να απολαμβάνεις; Αυτά που τελικά καταλήγουν στο αποχωρητήριο, αυτά θα σώσουν την ψυχή σου»;

     Η ψυχή όμως μόνο αν έχει αρετή, αν είναι γεμάτη με έργα καλά, αν έχει γίνει φίλη με το Θεό, έχει πολλά αγαθά και μπορεί να νιώθει αληθινή ευφροσύνη. Επειδή όμως εσύ μόνο τα επίγεια σκέπτεσαι, έχεις για Θεό την κοιλιά σου, και είσαι ένας άνθρωπος εντελώς σαρκικός και υπόδουλος στα πάθη, άκουσε ποιο πετυχημένο χαρακτηρισμό σου έδωσε, όχι κανένας άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος. «Ανόητε», έτσι σε είπε, «τούτη τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον ανήκουν»; Είναι να γελάει κανείς και πιο πολύ να σε λυπάται γι αυτή σου τη βλακεία, για την αβουλία που δείχνεις σε κάθε τι που σχετίζεται με τη σωτηρία της ψυχής, παρά γι αυτή την ίδια την καταδίκη σου στην αιώνια κόλαση. Άκουσε να δεις τι σκέφτεται και τι σχεδιάζει ένας άνθρωπος που σε λίγη ώρα επρόκειτο κυριολεκτικά να αρπαχτεί στον άλλο κόσμο. «Θα γκρεμίσω λέει τις αποθήκες μου και θα ανοικοδομήσω πιο μεγάλες» !

     Και βέβαια από τη δική μου πλευρά θα μπορούσα και θα έφτανα για το τελευταίο να του πω, πολύ καλά θα κάνεις. Το μόνο που αξίζει σε αποθήκες αδικίας είναι να τις γκρεμίσεις, κυριολεκτικά να τις ισοπεδώσεις. Γκρέμισε λοιπόν με τα ίδια τα χέρια σου, ό,τι οικοδόμησες πάνω στην αδικία. Διάλυσε τις σιταποθήκες αυτές από τις οποίες ποτέ κανείς δεν πέρασε με μια βοήθεια στο χέρι. Αφάνισε κάθε σπίτι που είχες κάνει φύλακα της πλεονεξίας, πέταξε όλα του τα έπιπλα, κατεδάφισε τους τοίχους του, άπλωσε στον ήλιο το μουχλιασμένο στάρι, βγάλε έξω τον πλούτο που κρατούσες δέσμιο στη φυλακή της πλεονεξίας, αναδείξου νικητής σ’ αυτά τα ίδια τα σκοτεινά του μαμμωνά καταγώγια. «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα ανοικοδομήσω πιο μεγάλες», λες. Και το ερώτημα είναι, αν κι αυτές τις γεμίσεις με νέα αγαθά, τι σκέπτεσαι να κάνεις; Αλήθεια, θα τις γκρεμίσεις κι αυτές και θα χτίσεις ακόμα πιο μεγάλες; Κι ως πού θα πάει αυτή η ιστορία; Και δεν αποτελεί την πιο μεγάλη ανοησία το να φτάνεις να μοχθείς, να κοπιάζεις να ανοικοδομείς γρήγορα και χωρίς τελειωμό νέες αποθήκες, και να υποχρεώνεσαι πάλι να τις γκρεμίσεις;

     Άκουσε να δεις, έχεις έτοιμες και σε μόνιμη βάση τις πιο καλές αποθήκες, και μπορείς αν θέλεις να τις αξιοποιήσεις. Αυτές είναι τα άδεια στομάχια των φτωχών ! Κάνε αυτό που σου λέει ο Χριστός, «μάζεψε για τον εαυτό σου θησαυρούς στον ουρανό. Όποιους θησαυρούς μαζεύει κανείς στον ουρανό δεν κινδυνεύουν, ούτε να τους αφανίσουν οι σκόροι, ούτε να σκουριάσουν, ούτε οι κλέφτες να κάνουν κάποια διάρρηξη και να τους κλέψουν». Εσύ όμως πάλι, ακούω τι λες μέσα σου, «θα απλώσω χέρι βοήθειας σε όσους είναι σε ανάγκη, όταν γεμίσω τις δεύτερες αυτές αποθήκες». Φυσικά υπολογίζεις πως θα ζήσεις πολλά χρόνια, πρόσεξε όμως μη σε προλάβει αυτός που ορίζει πιο επείγουσες ημερομηνίες. Γιατί βέβαια η υπόσχεση αυτή που δίνεις για βοήθεια των ενδεών δείγμα υποκρυπτόμενης πονηριάς είναι, όχι αγαθής και χρηστής διάθεσης. Ουσιαστικά δεν υπόσχεσαι για να βοηθήσεις, όταν όπως λες θα έχεις γεμίσει και τις δεύτερες αποθήκες, αλλά για να κερδίσεις χρόνο να σκεφτείς τη νέα δικαιολογία που θα επικαλεστείς να μην πραγματοποιήσεις την υπόσχεση που δίνεις.

     Γιατί αλήθεια τι είναι εκείνο που σ’ εμποδίζει να δώσεις τη βοήθεια που σου ζητείται; Δεν ήρθε και σου χτύπησε την πόρτα ο φτωχός; Και δεν είναι οι αποθήκες σου γεμάτες; Δεν είναι στον ουρανό έτοιμη η αμοιβή σου και σε περιμένει; Δεν είναι ξεκάθαρη η θεία εντολή; Και δε βλέπεις τον πεινασμένο που λιώνει συνεχώς, το γυμνό που παγώνει, αυτόν που είναι σε ανάγκη τι αγωνία έχει; Πώς μπορείς λοιπόν και αναβάλλεις την ελεημοσύνη σου για την αύριο; Άκουσε τι γράφει η Σοφία Σολομώντος. «Μην πεις στο διπλανό σου, φύγε και ξαναέλα, και αύριο θα σου δώσω». Κοίτα να δεις τι σπουδαία θεία παραγγέλματα περιφρονείς αρνούμενος εκ προοιμίου να βοηθήσεις λόγω φιλαργυρίας και κλείνοντας τα αυτιά σου σε κάθε σχετικό αίτημα. Αντί να ευγνωμονείς τον ευεργέτη Θεό, να νιώθεις ευτυχής, να καμαρώνεις που δεν άφησε να χτυπάς εσύ τις πόρτες των άλλων, αλλά οι άλλοι να καταφθάνουν στις δικές σου και να περιμένουν να τους βοηθήσεις, έχεις συνεχώς τα μούτρα κατεβασμένα, δύσκολα δέχεσαι να τους συναντήσεις και αποφεύγεις την όποια απάντηση, μη τυχόν απ’ αυτήν φτάσεις να βγάλεις και να τους δώσεις κάτι. Μια μόνο δίνεις απάντηση, κι αυτήν επαναλαμβάνεις. «Δεν έχω, ούτε μπορώ να δώσω κάτι, κι εγώ φτωχός είμαι». Όντως είσαι φτωχός, φτωχός και πένης σε κάθε τι καλό. Είσαι φτωχός στην αγάπη, φτωχός στη φιλανθρωπία, φτωχός σε πίστη στο Θεό, φτωχός στην ελπίδα της αιώνιας ζωής ! Κάνε τουλάχιστον συμμέτοχους των σκόρων τους αδελφούς σου, δώσε αυτό που αύριο θα έχει σαπίσει και θα το πετάξεις, σ’ αυτούς που το έχουν σήμερα ανάγκη. Δεν υπάρχει πιο φοβερή μορφή πλεονεξίας από κείνη που φτάνει να μην προσφέρει σε όσους είναι σε ανάγκη ούτε κι αυτά που δε θ’ αργήσουν να χαλάσουν, που σημαίνει, ούτε αυτά που δε θα απολαύσει κι ο ίδιος ο πλεονέκτης.

7.    «Αλήθεια, τι κακό κάνω και ποιον αδικώ με το να θέλω να κρατήσω τα δικά μου»; Τα δικά σου, για πες μου σε παρακαλώ, ποια δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έβαλες στη ζωή σου; Είναι σαν να πήγε κάποιος σε μια θεατρική παράσταση και μετά θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να εμποδίσει τους επόμενους να δουν αυτό που είναι κοινό πνευματικό αγαθό και δικαιούνται να το δουν και να το απολαύσουν όλοι. Τέτοιοι είναι οι πλούσιοι. Κατάσχεσαν πριν από όλους τα κοινά για όλους αγαθά του Θεού, τα ιδιοποιήθηκαν και τα θεωρούν δικά τους επειδή πρόλαβαν και τα πήραν-«τα γαρ κοινά προκατασχόντες, ίδια ποιούνται δια την πρόληψιν». Αλλά, αν καθένας έπαιρνε απ’ τα κοινά του Θεού αγαθά όσα ήταν αρκετά να ικανοποιήσουν τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες, και άφηνε τα παραπάνω σ’ αυτόν που είχε ανάγκη, κανένας δε θα μπορούσε να είναι πλούσιος, αλλά και κανένας δε θα ήταν φτωχός και πένης. Και να ρωτήσω, αλήθεια, γυμνός δε βγήκες απ’ την κοιλιά της μάνας σου; Και γυμνός δε θα επιστρέψεις πάλι στη γη; Όλα αυτά που έχεις τώρα και τα θεωρείς αποκλειστικά δικά σου από πού τα βρήκες; Αν ισχυρίζεσαι ότι σου ήρθαν έτσι αυτόματα, απλούστατα είσαι άθεος, δεν αναγνωρίζεις το Δημιουργό, και δε νιώθεις το χρέος να ευχαριστήσεις αυτόν που σου τα έχει δώσει. Αν όμως δέχεσαι και ομολογείς ότι όλα τα αγαθά προέρχονται από το Θεό, εξήγησέ μας για ποιο λόγο τα έλαβες. Θεωρείς ότι είναι άδικος ο Θεός και μοιράζει άνισα τα αγαθά της ζωής; Γιατί εσύ πλουτίζεις κι εκείνος πένεται; Δεν τα μοίρασε έτσι, ώστε εσύ με χρηστή και με χριστιανική αγάπη διαχείριση του πλούτου σου να απολάβεις την αμοιβή σου κι εκείνος απ’ τα μεγάλα αθλήματα της υπομονής τιμηθεί; Αντί γι αυτό εσύ τα μάζεψες όλα στην αχόρταγη από πλεονεξία αγκαλιά σου, και φαντάζεσαι πως δεν αδικείς κανένα, την ώρα που σε τόσους πολλούς στερείς κι αυτά της ζωής τα στοιχειώδη;

     Ποιος λοιπόν είναι και λέγεται πλεονέκτης; Ασφαλώς αυτός που δε νιώθει ποτέ αυτάρκεια. Και ποιος είναι και λέγεται άρπαγας ή κλέφτης-«αποστερητής»; Αυτός που αφαιρεί τα πράγματα του καθενός. Κι εσύ τι φαντάζεσαι, πως δεν είσαι πλεονέκτης, πως δεν είσαι άρπαγας ή κλέφτης, όταν αυτά που δέχτηκες να διαχειριστείς με χρηστότητα και αγάπη για όλους, τα ιδιοποιείσαι; Ή, να ρωτήσω αλλιώς. Αν αυτός που αφαιρεί τα ρούχα ενός ανθρώπου και τον αφήνει γυμνό θα ονομαστεί λωποδύτης, αυτός που έχει τη δυνατότητα να ντύσει ένα γυμνό, αλλά δεν το κάνει, λέτε να είναι άξιος κάποιας άλλης προσηγορίας; Το περίσσιο ψωμί που έχεις στην κατοχή σου εσύ, ανήκει σ’ αυτόν που πεινάει. Τα περίσσια ενδύματα που φυλάς στις ντουλάπες σου, ανήκουν στο γυμνό, τα υποδήματα που σαπίζουν στις αποθήκες σου, στον ξυπόλυτο. Και το ασήμι που έχεις κάπου καταχωνιάσει, ανήκει σ’ αυτόν που είναι σε ανάγκη. Άρα αδικείς τόσο πολλούς, όσο πολλοί είναι εκείνοι που  θα μπορούσες να τους παράσχεις αυτά που έχουν ανάγκη.

8.   Είναι καλά, ωφέλιμα και χρήσιμα τα λόγια σου, Πάτερ μου, ακούω να λέει ο πλούσιος, αλλά για μένα πιο καλά και προτιμότερα είναι τα αποθέματα χρυσού που έχω. Αυτά που ακούω μοιάζουν με τις διαλέξεις των ακόλαστων για την αξία της ηθικής και της σωφροσύνης. Καθώς οι ίδιοι αυτοί ακόλαστοι την ώρα που διαβάλλουν και κακολογούν τις εταίρες, όταν η συζήτηση το φέρει, καίγονται από την επιθυμία τους. Πώς αλλιώς να θέσω υπόψη σου τα πάθη του φτωχού για να σε κάνω να καταλάβεις πάνω σε ποιους και πόσους πόνους και στεναγμούς πατάς και θησαυρίζεις; Με ποιο τρόπο αλήθεια να θέσω υπόψη σου τα λόγια εκείνα του Χριστού στη φοβερή της κρίσεως ημέρα, για να σε κάνω να καταλάβεις ότι αξίζει να τα προσέξεις. «Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομείστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου. Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν γυμνός και με ντύσατε».  Ή πώς να σε κάνω να αναλογιστείς, τη μεγάλη φρίκη που σε περιμένει, τον ιδρώτα που θα σε περιλούσει, το σκοτάδι που θα νιώσεις ν’ απλώνεται γύρω σου, όταν θ’ ακούς τους άλλους εκείνους λόγους της καταδίκης. «Φύγετε από μπροστά μου καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του. Γιατί, πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, ήμουν γυμνός και δε με ντύσατε». Προσέξτε τούτο παρακαλώ-επισημαίνει ο Μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας- τη φοβερή αυτή μέρα της κρίσεως δεν απευθύνεται η κατηγορία και δεν βγαίνει καταδικαστική απόφαση για τον άρπαγα, αλλά κατακρίνεται και καταδικάζεται ο ακοινώνητος άνθρωπος, τουτέστιν αυτός που δε γύρισε να δει τη δυστυχία του άλλου και να του δείξει αγάπη.

     Από την πλευρά μου λοιπόν, κλείνει ο Μ. Βασίλειος, εγώ είπα και λάλησα όσα έκρινα ότι μπορούν να ωφελήσουν πνευματικά κάθε χριστιανό, κάθε άνθρωπο, και από την περίπτωση της Ευαγγελικής περικοπής τον κάθε πλούσιο που έχει προσβληθεί από τον ιό της πλεονεξίας. Από κει και πέρα είναι προσωπικό σου θέμα να τα δεχτείς, και να απολαύσεις τα ολοφάνερα αγαθά που υπόσχεται ο Θεός ότι έχει ετοιμάσει και σε περιμένουν. Όπως επίσης είναι προσωπικό σου θέμα να μη τα λάβεις υπόψη σου, να παρακούσεις την εντολή του Θεού και να υποστείς την τιμωρία που καταγράφει το Ευαγγέλιο, πράγμα το οποίο βέβαια εύχομαι να αποφύγεις να δοκιμάσεις, αλλάζοντας προς το καλύτερο τις αποφάσεις και τον τρόπο της ζωής σου. Για να κάνεις έτσι λύτρο κι αντάλλαγμα της σωτηρίας σου τα πλούτη σου και να περάσεις στην απόλαυση των ετοιμασμένων από το Θεό αγαθών. Πάντα βέβαια με τη χάρη της αγάπης του Χριστού που μας κάλεσε όλους στη βασιλεία του, και του οποίου η δόξα και η δύναμη είναι και μένει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».

          Να δώσει ο Θεός πατώντας το 2021, η σκέψη και πράξη του Ουρανοφάντορος Αγίου που το εγκαινιάζει να βρει κάποια θέση και στη δική μας ζωή !

Με «την αγάπην την πρώτην, ην ουκ αφήκα…»

Αθανάσιος Κοτταδάκης

 

·        ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ: «ΕΝΝΙΑ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΜΗΣ», ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ-ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟ, Αθανάσιος Κοτταδάκης, Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, 2006.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οσο τίποτα άλλο η σημερινή μας κοινωνία έχει ανάγκη από εκκλησιαστικούς ποιμένες οι οποίοι εκτός από λόγια Ευαγγελικά θα πρέπει να είναι και κοινωνικοί επαναστάτες με έμπνευση την Αγία Γραφή.

Ανώνυμος είπε...

Οι σημερινοί πατέρες μου κάθε τόσο μα μιλούν για τους Πατέρες έχουν πάρει έστω και κάτι το ελάχιστο από το βίωμα και την κοινωνική δράση των Πατέρων. Το ρωτάω γιατί αμφιβάλω!!!

Ανώνυμος είπε...

ΑΠΟ ΑΓΙΟΥΣ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΜΟΝΟ!!! ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ!! ΑΠΟ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΩΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ!!!!

Ανώνυμος είπε...

ἘΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΑ! ΜΑΚΑΡΙ ΦΕΤΟΣ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΕ, Κ. ιστολογε, να αποτελούν αφορμή λιγότερου σκανδαλισμού μας

Αναστάσιος είπε...

Προς: 2 Ιανουαρίου 2021 - 9:55 π.μ.

Αγαπητέ μου μην νομίζεις ότι θυσιάζω δύο ή και τρεις ώρες τουλάχιστον για το Ιστολόγιο από τον καθημερινό πολύτιμο και λιγοστό μου χρόνο με σκοπό να σας σκανδαλίσω.
Επειδή δεν θα αλλάξω πορεία όσο ο Θεός μου δίνει δύναμη, κουράγιο και αντοχή θα σας προέτρεπα όχι φιλικά αλλά αδελφικά να μην επισκέπτεστε το Ιστολόγιο αφού δεν σας οφείλει.
Σας εύχομαι ευλογημένη χρονιά.

Ανώνυμος είπε...

Πνευματικό και διαχρονικό το θέμα το οποίο ο κ. Κοτταδάκης μας προσφέρει όπως πάντα με αγάπη από τον θησαυρό των γνώσεών του.