Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 17,12-19)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο;
Τὸ ὡραιότερο βιβλίο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο σὰν αὐτό. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ ἄκουγαν νὰ
τὸ διαβάζῃ ὁ παπᾶς καὶ δάκρυζαν. Προσπαθοῦσαν νὰ τὸ ἐφαρμόζουν, καὶ ζοῦσαν εὐτυχισμένοι.
Τώρα ποῦ φθάσαμε; Μιὰ προφητεία ἔλεγε, ὅτι
θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ κλείσουν τ᾿ αὐτιά τους στὸ Θεὸ καὶ θὰ τ᾿ ἀνοίξουν
στὸ διάβολο. Σήμερα αὐτὸ γίνεται. Στὴν ἐκκλησία στενοχωριοῦνται ἂν καθήσουν μισὴ
ὥρα· κάθε βράδυ ὅμως, ὣς τὰ μεσάνυχτα κι ὣς τὰ χαράματα, ἔχουν τὰ μάτια στὴν
τηλεόρασι καὶ τ᾿ αὐτιὰ στὰ ῥαδιόφωνα. Ἡ προφητεία ἐκπληρώθηκε.
Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω ἁπλᾶ, γιὰ νὰ
μὲ καταλάβετε ὅλοι. Καὶ θὰ παρακαλέσω, νὰ συζητᾶτε μεταξύ σας αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε,
γιὰ νὰ διαδίδεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
* * *
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Διηγεῖται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό θαῦμα; Ὁ
Χριστός, βαδίζοντας μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἔφθασε ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριό. Ἐκεῖ ἀκούστηκε
μιὰ δυνατὴ φωνή. Γυρίζει καὶ τί βλέπει· ἡ φωνὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ λαρύγγια ἀνθρώπων
πονεμένων. Τί ἦταν αὐτοί, τί ζητοῦσαν; λεφτὰ ἤθελαν; Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά;
Παραπάνω ἀπ᾿ τὰ λεφτὰ εἶνε – τί ; Ἡ ὑγεία. Εὐτυχὴς ὅποιος ἔχει τὴν ὑγειά του.
Λένε γιὰ τὸν πιὸ πλούσιο τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἡ θάλασσα πήχτωσε ἀπ᾿ τὰ καράβια του,
ὅτι ὅταν ἀρρώστησε καὶ τὸν πῆγαν στὸ Παρίσι, εἶπε· Γιατρέ, σοῦ δίνω ὅ,τι
θέλεις, ἀρκεῖ νὰ μοῦ δώσῃς τὴν ὑγεία μου… Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ὑγεία καὶ δὲν εὐχαριστοῦμε
τὸ Θεό.
Αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν ἄῤῥωστοι. Ἔπασχαν ―Θεὸς
φυλάξοι― ἀπὸ λέπρα, μιὰ ἀῤῥώστια ποὺ τότε δὲν ἐθεραπεύετο (τώρα θεραπεύεται). Ἡ
λέπρα γεμίζει τὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου μὲ σπυριά, τὰ σπυριὰ γίνονται πληγές, οἱ
πληγὲς σαπίζουν· καταστρέφονται τὰ χείλη, ἡ μύτη, τὰ μάγουλα, τὰ δάχτυλα… Καὶ ἡ
πιὸ ὡραία γυναίκα γίνεται ἡ πιὸ ἄσχημη, καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος ἄντρας παραμορφώνεται
καὶ ἀκρωτηριάζεται. Ὑποφέρουν, δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν, θέλουν συνεχῶς νὰ
ξύνωνται, σὰν τὸν Ἰώβ. Βασανισμένη ζωή. Καὶ τὸ χειρότερο, ἡ λέπρα ἦταν
κολλητική. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς λεπροὺς τοὺς ἔδιωχναν μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις. Πήγαιναν
οἱ ταλαίπωροι σὲ ἔρημα μέρη, μέσα σὲ σπηλιές. Τοὺς φοροῦσαν σάβανο. Κι ὅπως στὰ
γίδια κρεμᾶνε κουδούνια, ἔτσι σὲ κάθε λεπρὸ κρεμοῦσαν ἕνα κουδούνι, γιὰ νὰ
χτυπάῃ ν᾿ ἀκοῦνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ φεύγουν μακριά…
Κι αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν σὲ μιὰ σπηλιά·
μακριὰ ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα τους, μακριὰ ἀπὸ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά
τους, μακριὰ ἀπ᾿ τὴν κοινωνία. Καὶ τώρα, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστό, πῆραν θάρρος καὶ
φώναξαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13). Εἶπαν δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον»,
ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα. Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε ἐμεῖς! Ἐκεῖνοι τὸ εἶπαν μὲ ὅλη τὴν
καρδιά τους. Ἂν πῇς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔτσι, τὰ ἄστρα κατεβάζεις ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ζήτησαν λοιπὸν τὸ ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὁ
Χριστός; Τοὺς ἔκανε καλά. Πῶς; μὲ φάρμακα, μὲ συνταγές; Μόνο μὲ τὸ λόγο του· εἶπε
καὶ θεραπεύθηκαν. Μετὰ τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς (ἔ.ἀ. 17,14)· κι ἀπὸ ᾿δῶ
βλέπουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε τὸ ἱερατεῖο. Νὰ πᾶτε στοὺς ἱερεῖς, εἶπε.
Γιατί; Διότι αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὸ μωσαϊκὸ νόμο, ἦταν τότε καὶ οἱ γιατροί.
Πῆγαν λοιπὸν στοὺς ἰατροὺς-ἱερεῖς. Καὶ ἐνῷ
πήγαιναν, στὸ δρόμο ―ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ!― θεραπεύθηκαν. Ὅπως ἡ νοικοκυρὰ
καθαρίζει τὸ ψάρι ἀπὸ τὰ λέπια, ἔτσι οἱ πληγές τους καθαρίστηκαν· τὸ δέρμα τους
ἔγινε σὰν τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ.
Θαῦμα μεγάλο. Κι αὐτοὶ ἦταν δέκα. Τί ἔπρεπε
νὰ κάνουν; Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν πίσω, νὰ ποῦνε στὸ Χριστὸ Σ᾿ εὐχαριστοῦμε.
Γύρισαν; Μπᾶ, τίποτα! Πήγανε στὰ σπιτάκια τους, στὴ μάνα τους, στὴ γυναῖκα καὶ
στὰ παιδιά τους. Τὸ Χριστὸ τὸν ἀφήσανε. Ἕνας μόνο ἀπ᾿ αὐτοὺς γύρισε πίσω, ἔπεσε
στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε· ―Σ᾿ εὐχαριστῶ. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ παράπονό
του· ―Ἐγὼ δέκα ἐκαθάρισα· ποῦ εἶνε οἱ ἄλλοι ἐννέα;…
* * *
Μεγάλο τὸ παράπονο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ ταιριάζει πολὺ
καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Διότι δυστυχῶς δὲ᾿ μοιάζουμε μὲ τὸν ἕνα, ποὺ εἶχε στὸ στόμα τὸ εὐχαριστῶ,
ἀλλὰ μὲ τοὺς ἐννιά. Ἐνῷ μέρα – νύχτα ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετεῖ, δὲν ἀκούει ἕνα εὐχαριστῶ.
Οὔτε τὴν Κυριακὴ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία. Ἂν παρατηρήσετε, μέσ᾿ στοὺς δέκα ἕνας ἐκκλησιάζεται
– ἀκριβῶς τὸ ίδιο ποσοστό. Ἂν ἕνα χωριὸ ἔχῃ ἑφτακόσους κατοίκους, εἶνε
ζήτημα ἂν τὴν Κυριακὴ ἐκκλησιάζονται ἑκατό· τὸ ἓν δέκατον. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε;
Λησμονοῦν τὶς ποικίλες καὶ ἀνέκφραστες εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ, ὑλικὲς καὶ
πνευματικές.
―Καὶ τί εὐεργεσίες μᾶς κάνει ὁ Χριστός;
Δὲ᾿ ντρέπεσαι νὰ τὸ λές; Ὁ Χριστός,
παραπάνω κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ κάθε ἄλλο, αὐτὸς εἶνε ὁ πιὸ
μεγάλος εὐεργέτης. Μᾶς εὐεργετεῖ μέρα – νύχτα. Ποιά εἶνε τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπολαμβάνουμε;
Δὲν ἔχεις μάτια, δὲν ἔχεις αὐτιά; Κοίταξε νὰ δῇς.
Τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, τίνος εἶνε;
Τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Αὐτὸς ἔκανε τὶς πηγές, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες,
τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς μᾶς δροσίζει κάθε μέρα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε, δὲν τὸ ἐκτιμᾷς;
Θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε; μιὰ λίρα νὰ δίνῃς, ἕνα ποτήρι
νερὸ δὲ᾿ θὰ βρίσκῃς νὰ πιῇς.
Τί ἄλλο; Ὁ ἥλιος. Ποιός ἔκανε τὸν
ἥλιο; Ὁ Χριστός. Δισεκατομμύρια κιλοβὰτ στέλνει, φωτίζει θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ
τὴ γῆ. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος. Καὶ ὅπως στὴν ἐποχὴ ποὺ σταύρωσαν τὸ
Χριστὸ ἔγινε σκότος «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45), ἔτσι κάποτε
θὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος…
Ἔπειτα οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε· τὰ ἀχλάδια,
τὰ μῆλα, τὰ πορτοκάλια, τὰ λεμόνια, τὰ σταφύλια, οἱ ἐλιές, ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶνε.
Ἂς μαζευτοῦνε ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ φτειάσουνε ἕνα μῆλο, μιὰ ἐλιά. Ἀδύνατον.
Ἀκόμη τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε; Ὅταν
τὸ ποτίσῃ ἡ βροχή, ζωογονεῖται καὶ βγάζει χιλιάδες πράγματα. Θαύματα κάνει.
Μποροῦν νὰ φτειάσουν οἱ ἐπιστήμονες μιὰ χούφτα χῶμα;
Τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ δάση, τοῦ
Χριστοῦ εἶνε τὰ δέντρα, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πουλιά, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ
πρόβατα, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ γελάδια, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πάντα.
Τί περιμένει ἀπὸ μᾶς γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ
Χριστός; Ἕνα εὐχαριστῶ. Τ᾿ ἀκούει; Τίποτα! Μεγάλη ἁμαρτία ἡ ἀχαριστία. Στὰ παλιὰ
τὰ χρόνια ἕνα ποτήρι νερὸ πίνανε, καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους λέγοντας «Δόξα σοι,
ὁ Θεός». Κάθιζαν στὸ τραπέζι, «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ τρώγανε,
«Δόξα σοι, ὁ Θεός». Πέφτανε τὸ βράδυ νὰ κοιμηθοῦνε, «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Τώρα
πάει τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε.
Χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία. Μιὰ ἱστορία λέει, ὅτι ἕνα λιοντάρι βογγοῦσε
μέσ᾿ στὸ δάσος. Ἕνας κυνηγὸς τόλμησε νὰ τὸ πλησιάσῃ. Τί εἶχε τὸ λιοντάρι·
πάτησε ἕνα ἀγκάθι καὶ πονοῦσε. Ὁ κυνηγός, μὲ φόβο καὶ τρόμο, πλησίασε κ᾿ ἔβγαλε
ἀπὸ τὸ πόδι του τὸ ἀγκάθι. Καὶ τὸ λιοντάρι, γι᾿ αὐτό, τὸν ἀκολούθησε σὰν
πρόβατο. Ἔμεινε κοντά του, δὲν τὸν ἀποχωρίστηκε πλέον… Καὶ ὁ σκύλος; Τοῦ πετᾷς ἕνα
κόκκαλο, γλῶσσα δὲν ἔχει, κουνάει τὴν οὐρά του σὰ᾿ νὰ σοῦ λέῃ· Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀφέντη…
Ὁ ἄνθρωπος; δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀχάριστο πλάσμα. Τὸ «εὐχαριστῶ» εἶνε ἄγνωστο.
Ἀλλὰ δὲν τελείωσα. Ὁ Χριστὸς ἐκτὸς ἀπὸ
τὰ ὑλικὰ δίνει καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα εἶνε χαλίκια· ὑπάρχουν
καὶ τὰ διαμάντια. Μὲ ποιά γλῶσσα τώρα νὰ σᾶς τὰ περιγράψω, γιὰ νὰ τὰ αἰσθανθῆτε;
Ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό; Εἶνε τὰ φροῦτα, τὰ μῆλα κ.λπ.; Τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ
εἶνε ὅτι, ἐνῷ ἁμαρτάνουμε κ᾿ ἔπρεπε ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ, ὁ Χριστὸς
συγχωρεῖ. Ναί, μᾶς συγχωρεῖ. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃς κάνει, τὸ ἔλεός του εἶνε
ὠκεανός. Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια· ὅταν γονατίσῃς μπροστὰ στὸν πνευματικὸ καὶ
πῇς Πατέρα, ἡμάρτησα, ἔκανα… ἔκανα… ἔκανα…, κι ἁπλώσῃ ἐπάνω σου τὸ πετραχήλι (τὸ
πετραχήλι τοῦ παπᾶ εἶνε φτερὰ ἀγγέλου) καὶ σοῦ πῇ, «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»
(Λουκ. 5,20), αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη εὐεργεσία.
Ἀδελφοί μου, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ
γιὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Καὶ πρὸ παντὸς γιατὶ γεννηθήκαμε μέσα στὴν
ἁγία Ὀρθοδοξία μας. Ἂς μάθουμε νὰ εμεθα εὐγνώμονες καὶ νὰ λέμε εὐχαριστῶ. Καὶ νὰ
μείνουμε πιστοὶ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Ἡ
ζωή μας νὰ κλείσῃ μὲ προσήλωσι σ᾿ αὐτόν. Τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ θὰ σφραγίσουν τὰ
χείλη μας νὰ εἶνε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ.
23,42).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου