Με αφορμή την Ανακομιδή των ι. λειψάνων των
«Πρωτοκορυφαίων» Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και με βάση την περικοπή των
«Πράξεων των Αποστόλων» (δ΄, 1-12) θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τη δράση
του Απ. Πέτρου αμέσως μετά την Πεντηκοστή, δηλ. μετά την κάθοδο και επιφοίτηση
του Αγίου Πνεύματος.
Ως γνωστόν, ο Αποστολικός λεγόμενος «κύκλος»
αρχίζει την επομένη (Δευτέρα) της γιορτής των Αγίων Πάντων και κλείνει στις 29
Ιουνίου, που η Εκκλησία μας, προχθές Πέμπτη, γιόρτασε την «Ανακομιδή» των ι.
λειψάνων» των δύο «Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων».
Στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» ο
Ευαγγελιστής Λουκάς περιορίζεται στη δράση και στο έργο των δύο
«Πρωτοκορυφαίων» Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου, καθώς και στην οργάνωση της
πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, στην οποία προΐστανται οι Απόστολοι.
Είναι γνωστόν, ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς είναι κατ΄ εξοχήν ιστορικός, αφού, τόσο το Ευαγγέλιο, όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων, που φέρουν το όνομά του, είναι και ιστορικά κείμενα. Μόνον ο Λουκάς μας περιγράφει λεπτομερώς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (α΄, 26-38), τη Γέννηση του Χριστού (β΄, 1-20), την Περιτομή Του (β΄,21), καθώς και το γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου στο Ναό (β΄,22-38).
Και οι τρεις λεγόμενοι «συνοπτικοί» Ευαγγελιστές,
Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς, κλείνουν το Ευαγγέλιό τους με την Ανάληψη του
Κυρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρεται σε αυτό το γεγονός.
Τα μετά την Ανάληψη γεγονότα και την ίδρυση της
Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή, που πραγματοποιείται η επιφοίτηση του Αγ.
Πνεύματος, μας διασώζει μόνον ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των «Πράξεων»,
όπως επιγράφεται. Ως γνωστόν, τόσο το Ευαγγέλιο, όσο και οι «Πράξεις»
απευθύνονται σε κάποιον πρώην εθνικό με
το όνομα Θεόφιλο, και, κατ΄ επέκταση στους «εξ Εθνών» χριστιανούς. Κι ενώ στο
Ευαγγέλιο αποδεικνύει τη θεότητα του Χριστού, στις «Πράξεις» αναφέρεται στη
ραγδαία εξέλιξη της νέας θρησκείας, της Εκκλησίας, σ΄ ολόκληρο τον Ιουδαϊκό και
εθνικό κόσμο, από τα Ιεροσόλυμα μέχρι και τη Ρώμη.
Στο ίδιο βιβλίο ο Λουκάς, αφού δι΄ ολίγων
αναφέρεται και πάλι στο γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου (α΄, 9-11), στη
συνέχεια θα προχωρήσει στην περιγραφή
του σπουδαίου γεγονότος, δηλ. της καθόδου του Αγ. Πνεύματος, κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής (β΄,13), σύμφωνα, άλλωστε, και με την υπόσχεση του Κυρίου στους
μαθητές Του, «…λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ΄ υμάς, και
έσεσθέ μου μάρτυρες…έως εσχάτου της γης» (Πραξ. α΄, 8). Και παρέχεται αυτή η
υπόσχεση του Κυρίου, αφού, μετά την Ανάληψή Του τη θέση Του στον κόσμο θα
καταλάβει το Άγιο Πνεύμα. Έκτοτε τα πάντα τελούνται στην Εκκλησία «εν Πνεύματι Αγίω».
Τα πιο πάνω στο άρθρο αυτό ας θεωρηθούν μια
εισαγωγή, πιστεύω απαραίτητη, πριν ακολουθήσει η ανάπτυξη της περικοπής των
Πράξεων (δ΄, 1-12), που ήδη έχει τεθεί
και ως εισαγωγικός τίτλος του άρθρου.
Προηγείται το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου στο
πλήθος που συγκεντρώθηκε μπροστά στο «Υπερώον», όταν «συμπληρούσθαι την ημέραν
της Πεντηκοστής …εγενετω το άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής
βιαίας…» (β΄,2).
Και η δράση του Απ. Πέτρου συνεχίζεται, όπως μας
την περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Προηγείται το θαύμα της θεραπείας του «εκ
γενετής» χωλού στη στοά του Σολομώντος (γ΄,1-11) και το δεύτερο κήρυγμα του
Πέτρου στο λαό, ο οποίος «συνέδραμεν προς αυτούς (Πέτρο και Ιωάννη)…έκθαμβοι»
(γ΄,11) λόγω του θαύματος.
Όμως, αυτό το θαύμα και στη συνέχεια το κήρυγμα
του Αποστόλου στο λαό συνετέλεσαν στη σύλληψη των δύο Αποστόλων. Έτσι, σύμφωνα
με τη φράση: «Λαλούντων δε αυτών προς τον λαόν, επέστησαν αυτοίς οι ιερείς και
ο στρατηγός του ιερού και οι Σαδδουκαίοι, διαπονούμενοι δια το διδάσκειν αυτούς
τον λαόν και καταγγέλλειν εν τω Ιησού την ανάστασιν την εκ νεκρών, και επέβαλον
αυτοίς τας χείρας και έθεντο εις τήρησιν εις την αύριον» (δ΄, 1-3). Και
πράγματι, την επομένη ημέρα «στήσαντες αυτούς εν μέσω επυθάνοντο εν ποίω ονόματι
εποιήσατε τούτο υμείς; Και «τότε Πέτρος πλησθείς πνεύματος αγίου είπεν προς
αυτούς…» (δ΄, 7-8). Πράγματι, πρόκειται για μια θαρραλέα απολογία του Πέτρου
μπροστά στους άρχοντες, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, που αξίζει να
σταθούμε σε δύο σημεία της:
1ο: Προξενεί εντύπωση που ένας
διαφορετικός Πέτρος εμφανίζεται εδώ, απ΄ αυτόν που «εστώς και θερμαινόμενος»
στην αυλή του Άννα αρνήθηκε τρεις φορές τον Διδάσκαλό του, όταν είπε, ακόμη και
σε μια παιδίσκη, «ουκ είδα τον άνδρα». Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον
του Ιουδαϊκού συνεδρίου, είναι ο μετά την Πεντηκοστή Πέτρος, «ο πλησθείς
πνεύματος Αγίου». Είναι ο πνευματοφόρος, ο θαρραλέος, «υποστάς την άνωθεν
αλλοίωσιν» Πέτρος. «Συγκρίνατε τον Πέτρον ομιλούντα ανενδοιάστως ενώπιον των
αρχόντων του έθνους του και τον Πέτρον τρέμοντα ενώπιον μιας παιδίσκης». Και
συνεχίζει ο ερμηνευτής: «Ο αρνηθείς τον Χριστόν ενώπιον μιας παιδίσκης απτόητος
ήδη ενώπιον των αρχόντων του Ισραήλ δεν ζητεί να επισπάσηται την εύνοιαν αυτών
προς αποτροπήν του επαπειλούντος αυτόν κινδύνου, αλλά χωρίς να παρασύρεται ουδ΄
εις την παραμικράν αβαρίαν ή ελαστικότητα κηρύττει απροκαλύπτως και
πεπαρρησιασμένος τον Ιησούν, έτοιμος να υποστή πάσαν τιμωρίανκαι καταδίωξιν.
Όντως κατ΄ έμπνευσιν του πληρώματος αυτού πνεύματος λαλεί» (Π.Ν. Τρεμπέλας).
Αλλά, και ο ι. Χρυσόστομοςσημειώνει: «Αναμνήσθητί μοι νυν των του Χριστού
λόγων, και πώς εξέβη ο έλεγεν. Όταν δε παραδιδώσιν υμάς εις συναγωγάς, μη
μεριμνήσητε, πως ή τι λαλήσητε· το γαρ πνεύμα του πατρός υμών εστι το λαλούν εν
υμίν. Άρα συνεργείας πολλής απέλαβον». Δια της «συνεργείας» του Αγ. Πνεύματος
ομολόγησε τον Χριστό ο Πέτρος, όπως και όλοι οι μάρτυρες και οι ομολογητές της
Εκκλησίας.
Στο 2ο σημείο θα αναφερθούμε στην
απολογία του Πέτρου ενώπιον των αρχόντων του Ισραήλ. Είναι μια σύντομη,
περιεκτική απολογία, που έχει σαν κέντρο της την Ανάσταση του Χριστού: «Τότε
Πέτρος πλησθείς Πνεύματος Αγίου είπε προς αυτούς»: Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι
του Ισραήλ, εάν εμείς σήμερα ανακρινώμεθα για καλό που έγινε σε άνθρωπον
ασθενή, …ας είναι γνωστόν σ΄ εσάς και εις όλον τον λαόν Ισραήλ, ότι δια του
ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, τον
οποίον ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, δια του ονόματός Του στέκεται ο άνθρωπος
αυτός ενώπιόν σας υγιής…» (δ΄, 8-10). Έτσι, και, κατά τον πατερικό λόγο: «Προς
αισχύνην αυτών, προς ους ο λόγος, φάσκων εσταυρώσατε, προσνέμει παρευθύς το
ήγειρεν εκ νεκρών …τω σταυρώ (ο Θεός) αντέθηκε την ανάστασιν».
Ένα δυνατό «ράπισμα» και στους Σαδδουκαίους τους
πιστεύοντας «μη ανάστασιν είναι».
Επίσης, και στο λόγο του ο Απ. Πέτρος στο
συγκεντρωμένο πλήθος, μετά τη θεραπεία
του χωλού, θα τονίσει: «Τον δε αρχηγόν της ζωής αποκτείνατε, ον ο Θεός
ήγειρεν εκ νεκρών, ου ημείς μάρτυρες εσμέν» (8,15).
Κατά τον καθηγητή Π. Τρεμπέλα, «Ενώπιον εκείνων,
οίτινες διεφήμισαν την συκοφαντίαν ότι
νυκτός ελθόντες οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα του σταυρωθέντος Διδασκάλου, ο
Πέτρος διακηρύττει το γεγονός της αναστάσεως. Είναι ως να τους έλεγεν. Όχι· δεν
εκλέψαμεν το σώμα του Ιησού ως λέγετε εσείς, αλλ΄ ανεστήθη τούτο υπό του Θεού. Και εκείνοι ούτω
προκαλούμενοι σιωπούν». (Από το «Υπόμνημα» στις Πράξεις των Αποστόλων).
Αλλά, ο ίδιος απόστολος και στο κήρυγμά του μετά
την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος, στο πλήθος που συγκεντρώθηκε, μεταξύ των
άλλων, θα τους πει: Ο Πατριάρχης Δαβίδ «προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του
Χριστού, ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδην ουδέ η σάρξ αυτού είδεν
διαφθοράν. Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμέν μάρτυρες»
(β΄,31-32). Το πρώτο αυτό κήρυγμα του αποστόλου είχεν ως αποτέλεσμα, «οι μεν
ουν ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν, και προσετέθησαν τη ημέρα
εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι» (β΄41).
Αλλά και στο δεύτερο κήρυγμά του στον Ιουδαϊκό
λαό, μετά τη θεραπεία του χωλού, «πολλοί
των ακουσάντων… επίστευσαν, και εγεννήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί
χιλιάδες πέντε» (δ΄4). Έτσι συγκροτείται
η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων μ΄ επικεφαλείς τους
Αποστόλους. Αυτή η πρωτο-χριστιανική -
αποστολική κοινότητα, που στη δημιουργία της
«έπαιξε» πρωταγωνιστικό ρόλο ο «κορυφαίος» των αποστόλων, έκτοτε θα
γίνει το πρότυπο της συγκρότησης των
λοιπών ενοριών – κοινοτήτων της Εκκλησίας, που πάντοτε θα έχουν την αναφορά
τους σ΄ αυτήν.
Και η δράση του Απ. Πέτρου θα συνεχιστεί, όπως μας
πληροφορούν οι «Πράξεις», στην Ιεροσολυματική κοινότητα, τόσο στη λατρευτική
όσο και στη διοικητική οργάνωσή της.
Τελικά, η παράδοση τον θέλει να δραστηριοποιείται
και εκτός Ιεροσολύμων και Πλαιστίνης, να έχει ενεργό συμμετοχή και «λόγο» στην
Αποστολική Σύνοδο» (48 μ.Χ.), με απόφαση της οποίας οι απόστολοι θα μπορούν να
κηρύττουν και στα έθνη, σύμφωνα, άλλωστε, με την παραγγελία του Κυρίου:
«πορευθέντες μαθητεύσατε τα έθνη…».
Με βάση και μ΄ αυτή τη «συνοδική απόφαση», ο
Πέτρος θα φθάσει και μέχρι την «πρεσβυτέραν» Ρώμη, όπου θα υποστεί το 67 μ.Χ.,
επί Νέρωνος, και τον «δια Σταυρού» θάνατο, μιμούμενος έτσι το πάθος του
Διδασκάλου του.
Τέλος, ως επίλογο του άρθρου αυτού, δι΄ ολίγων θα
αναφερθούμε στον «έτερον» «Κορυφαίον»,
τον Απ. Παύλο. Και αυτός μαζί με τον Απ. Πέτρο υπέστη τον «δια ξίφους»
μαρτυρικό θάνατο στη Ρώμη, το 67 μ.Χ.. «Οι των αποστόλων πρωτόθρονοι και της
οικουμένης διδάσκαλοι…» ψάλλει η Εκκλησία στη μνήμη τους στις 29 Ιουνίου.
Και ο Απόστολος «των Εθνών» Παύλος, όπως
αυτοαποκαλείται, την Ανάσταση του Κυρίου έχει ως κέντρο διδασκαλίας του· Είναι
σαφής όταν γράφει: «ει δε Χριστός κηρύσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς
λέγουσιν εν υμίν τινες ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών
ουκ έστιν, ουδε Χριστός εγήγερται· ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το
κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών» (Α΄ Κορ. ιε΄, 13-14). Το ίδιο
επαναλαμβάνει και στους Θεσ/νικείς: …ει γαρ πιστεύομεν ότι ο Ιησούς απέθανεν
και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ»
(Α΄,δ΄,14).
Αλλά και στους Αθηναίους, στην Πνύκα, που γνώριζε
τις φιλοσοφικές τους απόψεις, δεν δίστασε να τους κηρύξει την ανάσταση. Θα τους
πει: «…τους μεν ουν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός τα νυν απαγγέλλει τοις
ανθρώποις πάντας πανταχού μετανοείν, καθότι έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν
την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν ανδρί, ω ώρισεν, πίστιν παρασχών πάσιν
αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. ιζ΄, 30-31).
Με βάση και τα κηρύγματα των δύο «Πρωτοκορυφαίων» Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας και αυτήν πανηγυρίζουμε στην ευχαριστιακή σύναξη της κάθε Κυριακής. Γι΄ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως η Εκκλησία της Αναστάσεως. Το Πάσχα είναι για τους Ορθοδόξους «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων». Ημέρα Φωτός και Χαράς, η «Λαμπρή» όπως την ονομάζει ο λαός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου