Πώς
μπορεί ο λόγος του Ευαγγελίου να ακουστεί και να αγγίξει τον άνθρωπο της
σύγχρονης κοινωνίας; Συχνά, ως χριστιανοί, αισθανόμαστε ευάλωτοι και
εκτεθειμένοι όταν καλούμαστε να εκφράσουμε την αλήθεια της Εκκλησίας για
σύνθετα και αμφιλεγόμενα ζητήματα όπως, η ομοφυλοφιλία, η ταυτότητα φύλου, τα
βιοηθικά διλήμματα, οι νέες μορφές οικογένειας κ.α. Αυτό που ξεχνάμε, ως
χριστιανοί, είναι ότι είμαστε το φως του κόσμου[1] το
οποίο πρέπει να διαπεράσει το πνευματικό σκοτάδι. Παρόλα αυτά διστάζουμε. Θυμίζουμε
τους Εβραίους κατασκόπους των αρχαίων χρόνων που θεώρησαν τους κατοίκους της
γης της Επαγγελίας ως «γίγαντες» και τους εαυτούς τους ως «ακρίδες» μπροστά
τους.[2]
Πάντα οι προκλήσεις φαίνονται μεγαλύτερες απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Αναδεικνύεται ως αναγκαία η διαμόρφωση ποιμαντικών κατευθύνσεων που να φωτίζουν τη μαρτυρία του ευαγγελικού λόγου και να προάγουν τον διάλογο, την κατανόηση και την αυθεντική φανέρωση του Χριστού στην εποχή μας. Ο ευαγγελικός λόγος είναι πάντοτε ο ίδιος: η μαρτυρία για τον Χριστό, τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα, που καλεί τον άνθρωπο σε ζωή και κοινωνία μαζί Του. Εκείνο που αλλάζει είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλούμαστε να μεταφέρουμε αυτόν τον λόγο. Η σημερινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από πολυφωνία, σχετικισμό, και συχνά καχυποψία προς την Εκκλησία και τον λόγο της. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ποιμαντική του ευαγγελικού λόγου οφείλει να αναζητήσει τρόπους ώστε το μήνυμα του να γίνεται κατανοητό, να αγγίζει την καρδιά, να μεταμορφώνει νου και καρδιά και να εμπνέει την ελπίδα της σωτηρίας. Παρουσιάζονται συνοπτικά ορισμένες πρακτικές ποιμαντικές κατευθύνσεις για τη μαρτυρία του ευαγγελικού λόγου, χωρίς βεβαίως η παράθεση να διεκδικεί πληρότητα:
1. Λόγος απλός και κατανοητός
Η
Εκκλησία δεν απευθύνεται μόνο στους ήδη μυημένους, αλλά σε κάθε άνθρωπο που
αναζητά την αλήθεια. Ο λόγος της πρέπει να είναι απλός, σαφής και κατανοητός,
προσαρμοσμένος στις δυνατότητες και στις ανάγκες των ακροατών. Ο ίδιος ο
Απόστολος Παύλος επισημαίνει: «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους λαλεῖν τῷ νοῒ
μου, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ».[3]
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να μιλούμε κατανοητά, με απλή γλώσσα και
παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, αποφεύγοντας όρους και εκφράσεις που
δυσκολεύουν την επικοινωνία του ευαγγελικού μηνύματος.
2. Καλλιέργεια και όχι βιασύνη
Δεν
είναι κάθε συνάντηση μία ευκαιρία «θερισμού». Συχνά χρειάζεται να προηγηθεί η
«καλλιέργεια» της ψυχής με ερωτήσεις, διάλογο και μαρτυρία ζωής. Το ποιμαντικό
έργο είναι μία μακρά και επίπονη διαδικασία σποράς και υπομονής. Όπως
υπενθυμίζει ο Απόστολος Παύλος, «ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς
ηὔξανεν».[4]
Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι τα αποτελέσματα δεν εξαρτώνται τελικά από εμάς αλλά
από τον Θεό, τότε η ποιμαντική μας διακονία θα γίνεται με περισσότερη γαλήνη
και ταπείνωση, και θα είναι πιο καρποφόρα. Εάν ο στόχος μας είναι απλώς να
«κερδίσουμε» ανθρώπους, αναπόφευκτα θα απογοητευθούμε. Αν όμως επιδιώκουμε να
εργαζόμαστε για τη δόξα του Θεού, αφήνοντας το αποτέλεσμα στη χάρη Του, τότε η
διακονία μας θα είναι αληθινά επιτυχημένη.
3. Σεβασμός και αυθεντικότητα
Στην
εποχή μας οι άνθρωποι δύσκολα εμπιστεύονται αυθεντίες. Αυτό σημαίνει ότι η
μαρτυρία δεν μπορεί να είναι επιβολή, αλλά πρόσκληση. Ο άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος διδάσκει πως πρώτα ο ασκών ποιμαντική-κληρικός ή λαϊκός-οφείλει να αγιάζει
τον εαυτό του και ύστερα να αγωνίζεται να αγιάσει και τους άλλους.[5]
Η αυθεντικότητα του ποιμένοντος είναι το θεμέλιο της ποιμαντικής του ευαγγελικού
λόγου.
4. Η δύναμη των ερωτήσεων
Γιατί
ερωτήσεις; Διότι μας κρατούν ασφαλείς. Μας διατηρούν μακριά από τον κίνδυνο και
μας επιτρέπουν να κάνουμε εκπληκτική πρόοδο στην ποιμαντική διακονία.[6]
Ο Χριστός πολλές φορές χρησιμοποιούσε ερωτήσεις: «Τί σοι δοκεῖ;»[7],
«Τί θέλεις ἵνα ποιήσω σοι;»[8].
Οι ερωτήσεις ανοίγουν τον δρόμο της καρδιάς χωρίς να προκαλούν άμυνες. Η
ποιμαντική οφείλει να καλλιεργεί τον διάλογο και όχι τον μονόλογο.
5. Πραότητα απέναντι στην εχθρότητα
Η
σύγχρονη κοινωνία συχνά αντιμετωπίζει τον λόγο του Ευαγγελίου με καχυποψία,
αντίδραση ή ακόμη και ειρωνεία. Ο Απόστολος Πέτρος μας καλεί να είμαστε πάντοτε
έτοιμοι να προσφέρουμε λόγο Θεού «μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου».[9]
Η ποιμαντική στάση, λοιπόν, δεν συνίσταται σε αντιπαράθεση με θυμό ή
επιθετικότητα, αλλά σε ήρεμη και ταπεινή μαρτυρία, που γεννιέται από τη
βεβαιότητα της «ἐν Χριστῷ» ελπίδας. Έτσι, ο λόγος μας δεν γίνεται αμυντικός,
αλλά προτρεπτικός σε μετάνοια.
6. Προετοιμασία του εδάφους
Πριν
ακόμη ακουστεί ρητά ο ευαγγελικός λόγος, συχνά χρειάζεται ένας
«προευαγγελισμός». Μία στάση διαλόγου, φιλίας και σεβασμού προς τον άλλον, που
απαντά στις υπαρξιακές του ανάγκες και αγωνίες. Μερικές φορές οι χριστιανοί
βιάζονται για το αποτέλεσμα, σαν να πρόκειται για συμφωνία αγοραπωλησίας. Η
ποιμαντική σήμερα δεν εξαντλείται μόνο στην άμεση διδασκαλία, αλλά καλείται να
αφουγκραστεί τις βαθύτερες αναζητήσεις του κόσμου, να συναντήσει τον άνθρωπο
στην πραγματικότητά του και να ανοίξει γέφυρες επικοινωνίας. Μία τέτοια
μαρτυρία δεν είναι απλώς «προπαρασκευή» για τον ευαγγελικό λόγο. Είναι ήδη μαρτυρία
Χριστού, γιατί ο ίδιος Κύριος μας προσκαλεί, χωρίς να εκβιάζει: «Ἔρχεσθε καὶ
ἵδετε».[10]
Με τη στάση αυτή, η Εκκλησία αποκαλύπτει τον Θεό όχι ως επιβολή, αλλά ως
πρόσκληση σε σχέση, διάλογο και αγάπη.
7. Αντιμετώπιση του σχετικισμού
Η
σύγχρονη κοινωνία αμφισβητεί ακόμη και την ίδια την έννοια της αλήθειας. Σε ένα
μεταχριστιανικό περιβάλλον, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις απομακρύνονται
ολοένα και περισσότερο από τη χριστιανική κοσμοθεώρηση. Στην εποχή μας, αξία
δεν έχουν πλέον οι αξίες, αλλά οι γνώμες. Η υποκειμενική πεποίθηση προβάλλεται
ως «αλήθεια», ενώ όποιος την αμφισβητεί συχνά στοχοποιείται. Έτσι, η
αντικειμενική αλήθεια παραμερίζεται και η μόνη αποδεκτή «αλήθεια» θεωρείται
εκείνη που κατασκευάζει το άτομο για τον εαυτό του.
Ωστόσο,
ο σχετικισμός, η άποψη δηλαδή ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες,
αυτοαναιρείται, αφού για να σταθεί πρέπει να αποδεχθεί μία απόλυτη αλήθεια: ότι
«δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες». Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι σπέρματα αλήθειας
μπορούν να βρεθούν και έξω από τα όριά της. Όπως διδάσκει ο άγιος Ιουστίνος, «ὅσα
παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστίν»,[11] δηλαδή
κάθε τι αληθές που έχει ειπωθεί από οποιονδήποτε, ανήκει στην Εκκλησία του
Χριστού. Η πληρότητα όμως της αλήθειας φανερώνεται μόνο στο πρόσωπο του Χριστού.
Το ποιμαντικό μας καθήκον είναι να παρουσιάζουμε αυτήν την αλήθεια με σαφήνεια
και πίστη, αλλά ταυτόχρονα με ευγένεια, σεβασμό και πειστικότητα, ώστε να
γίνεται πρόσκληση και όχι επιβολή.
8. Η λειτουργική γλώσσα ως φορέας θεολογικού κάλλους
Παράλληλα
με την χρησιμοποίηση απλού λόγου κατά την μαρτυρία του ευαγγελικού λόγου,
προτείνεται, κατά καιρούς, και η απλοποίηση της λειτουργικής γλώσσας, ώστε να
είναι άμεσα κατανοητή από όλους. Όμως η θεία λατρεία δεν είναι απλώς ένα
επικοινωνιακό γεγονός. Είναι μυστήριο, ποίηση, υμνολογία, όπου ο ανθρώπινος
λόγος προσφέρεται στον Θεό στην τελειότερη μορφή του. Ο άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ
υπογραμμίζει ότι η λατρεία οφείλει να χρησιμοποιεί την τελειότερη μορφή
έκφρασης του ανθρώπινου λόγου. Και αυτή η μορφή είναι η αρχαία ελληνική γλώσσα.[12]
Αυτό
δεν σημαίνει ότι η άποψη του αγίου Σωφρονίου ακυρώνει κάθε ερμηνευτική
προσπάθεια για τη λειτουργική γλώσσα. Αντιθέτως, υπογραμμίζει το κάλλος της ως
παιδαγωγικό μέσο. Η Εκκλησία δεν καλείται να μειώσει το ύψος της λατρείας στα
ανθρώπινα μέτρα, αλλά να αναδεικνύει την ιερότητά της και να παιδαγωγεί τον λαό
να ανέρχεται σε αυτήν. Η ποιμαντική, επομένως, δεν μπορεί να εξαντλείται σε
έναν «διχασμό» υπέρ ή κατά της αλλαγής της λειτουργικής γλώσσας. Οφείλει να
αναδεικνύει την ιερότητα και το κάλλος της λειτουργικής παράδοσης, αλλά
ταυτόχρονα να μεριμνά για τη σωστή κατήχηση, την παροχή ερμηνευτικών βοηθημάτων
και την εκπαίδευση του ποιμνίου, ώστε να εισάγεται βαθύτερα στην κατανόηση της
λατρείας. Έτσι η λειτουργική γλώσσα θα παραμένει ζωντανός φορέας θεολογικού
κάλλους, παιδαγωγώντας τον άνθρωπο να ανέρχεται προς τον Θεό.
9. Η ποιμαντική της μαρτυρίας μέσα στον ψηφιακό κόσμο
Ο
λόγος του Ευαγγελίου δεν ακούγεται μόνο στον ναό ή στην προσωπική επαφή, αλλά
και στον χώρο του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Εδώ χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή. Απαραίτητα στοιχεία είναι η αυθεντικότητα, η απουσία
φανατισμού και η χρήση εικόνας και λόγου με διάκριση. Η ποιμαντική παρουσία στο
διαδίκτυο δεν αντικαθιστά τη ζωντανή εκκλησιαστική εμπειρία, αλλά μπορεί να
λειτουργήσει υποστηρικτικά, ανοίγοντας δρόμους επικοινωνίας με πρόσωπα που ίσως
δεν θα γνώριζαν ποτέ τον λόγο του Θεού.
10. Η συνέπεια λόγων και έργων
Ο
ευαγγελικός λόγος αποκτά κύρος όταν συνοδεύεται από συνέπεια ζωής. Το κάλεσμα
του Χριστού είναι διαχρονικό: «Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα».[13] Στη
σύγχρονη κοινωνία, όπου η καχυποψία απέναντι στην Εκκλησία είναι έντονη, ακόμη
και μια μικρή αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων μπορεί να σκανδαλίσει και να
ακυρώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Δυστυχώς, υπάρχουν περιπτώσεις όπου άνθρωποι της
Εκκλησίας-και κυρίως κληρικοί-γίνονται αιτία σκανδάλου με τη στάση τους.
Όμως
τα σκάνδαλα δεν είναι νέο φαινόμενο. Πάντοτε υπήρχαν μέσα στο σώμα της
Εκκλησίας. Ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός είχε κοντά Του τον Ιούδα. Η Εκκλησία
πορεύεται στην ιστορία μέχρι τα έσχατα όχι χάρη στην ανθρώπινη τελειότητα, αλλά
επειδή κατευθύνεται από τον ίδιο τον Κύριο, τον «Αρχιποιμένα και Επίσκοπο των
ψυχών» μας.[14]
Αυτό καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη η ποιμαντική μαρτυρία να
στηρίζεται στην ακεραιότητα, την ταπείνωση και την αυθεντικότητα, ώστε ο λόγος
της Εκκλησίας να γίνεται αξιόπιστος και ελκυστικός.
Συμπερασματικά
θα λέγαμε ότι η ποιμαντική του ευαγγελικού λόγου στη σύγχρονη
κοινωνία δεν είναι υπόθεση ρητορικής επιδεξιότητας ούτε στρατηγικών
επικοινωνίας. Είναι κλήση σε αυθεντική μαρτυρία με απλότητα, διάλογο, πραότητα
και αγάπη. Ο Χριστός, που είναι «ὁ αὐτός χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»,[15]
παραμένει το αμετάβλητο κέντρο της Εκκλησίας. Όμως ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε
γι’ Αυτόν χρειάζεται να ανανεώνεται συνεχώς, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να Τον
ακούσουν και να Τον αναγνωρίσουν μέσα στη δική τους πραγματικότητα.
[6] Gregory Koukl, Street smarts: using questions to answer Christianity’s toughest challenges, ePub edition, Zondervan 2023, σ. 32.
[7] Ματθ. 17,25.
[8] Λκ. 18,41.
[9] Α΄ Πετρ. 3,15.
[10] Ιωαν. 1,39.
[11] Ιουστίνος Φιλόσοφος και Μάρτυς, Ἀπολογία Β΄,13, PG 6, 465.
[12] Σωφρόνιος Σαχάρωφ (αρχιμανδρίτης-άγιος), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, Έσσεξ 19963, σ. 374.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου