Ο Άγιος Νικόλαος και το «ράπισμα» του
Αρείου
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Ανάμεσα στις πιο γνωστές αφηγήσεις της
εκκλησιαστικής παράδοσης βρίσκεται το περίφημο «ράπισμα» του Αγίου Νικολάου
προς τον Άρειο κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Νίκαια, 325
μ.Χ.). Η σκηνή αυτή, λαοφιλής και πολυαναπαραγόμενη, προβάλλει τον Νικόλαο ως
υπέρμαχο της Ορθοδόξου Πίστεως. Εγείρεται όμως ένα ερώτημα: πρόκειται
για ιστορικό γεγονός ή για δημιουργία της μεταγενέστερης αγιολογικής
παραδόσεως;
Οι πηγές του 4ου και 5ου αιώνα —Ευσέβιος
Καισαρείας, Σωκράτης Σχολαστικός, Σωζομενός, Θεοδώρητος Κύρου— δεν κάνουν
καμία μνεία σε τέτοιο επεισόδιο. Ο Άρειος συμμετείχε στη Νίκαια ως
καθηρημένος κληρικός υπό κρίση. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της περιόδου, οι
διαφωνίες ήταν έντονες και εκφράζονταν κυρίως σε ρητορική και θεολογική
αντιπαράθεση, όχι με πράξεις βίας. Η ανάγνωση των ύμνων του Αρείου (Θάλεια)
προκάλεσε αγανάκτηση· πολλοί επίσκοποι κάλυψαν τα αυτιά τους διαμαρτυρόμενοι·
όμως, καμία πηγή δεν υπονοεί χειροδικία.
Η έρευνα των τελευταίων δεκαετιών τοποθετεί την πρωτοεμφάνιση της διήγησης στους ύστερους βυζαντινούς αιώνες.
Τα πιο πρώιμα ίχνη της εντοπίζονται στα
χειρόγραφα της συλλογής “Vita per Michaelem” (περ. 1290–1320), πιθανότατα συνδεδεμένα με μοναστικά
εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης ή της Μονεμβασίας. Σε αυτά αναφέρεται ότι ο
Νικόλαος, «μη ανεχθείς τὰς βλασφημίας τοῦ Αρείου, ἐπάταξεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς παρειᾶς».
Η ιστορία αναπτύσσεται πληρέστερα στον Κώδικα
Ρώμης Vaticanus Gr. 797 (περ. 1320–1350), ο οποίος περιέχει
αγιολογικά κείμενα και αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τη διάδοση της αφήγησης
στη βυζαντινή γραμματεία. Το περιστατικό μεταφέρεται αργότερα σε ελληνικά
συναξάρια του 14ου αιώνα, καθώς και σε λατινικές παραλλαγές που κυκλοφορούν στη
Δύση. Σταδιακά, το επεισόδιο εισέρχεται στην αγιολογική παράδοση και στη
βυζαντινή εικονογραφία του 15ου αιώνα, όπου απεικονίζεται ο άγιος με το χέρι
υψωμένο απέναντι στον αιρετικό.
Ο R. P. C. Hanson, ο Lewis Ayres και ο Timothy Barnes θεωρούν τη σκηνή μη ιστορική,
υπογραμμίζοντας πως αντανακλά τη θεολογική ατμόσφαιρα του ύστερου Μεσαίωνα,
όταν οι βίοι των αγίων συχνά εμπλουτίζονταν με διδακτικά επεισόδια. Ο
Βολλανδιστής ερευνητής H. Delehaye έγραψε πως
τέτοιες διηγήσεις είναι «εκφραστικές μορφές ευλαβείας» που παρουσιάζουν το
πνευματικό ήθος ενός αγίου.
Η ελληνική θεολογική έρευνα συντάσσεται με αυτή τη
θέση.
Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος επισημαίνει ότι η
παράδοση του ραπίσματος είναι «συμβολική εικόνα του ιερού θυμού» και όχι
ιστορικό συμβάν.
Ο Βλάσιος Φειδάς εξηγεί ότι η διήγηση δημιουργήθηκε πιθανώς
κατά τον 13ο ή 14ο αιώνα, ως παραδειγματικό αφήγημα πίστεως.
Ο Αντώνιος‑Αιμίλιος Ταχιάος και ο Χρυσόστομος Σταμούλης
διακρίνουν σε αυτήν κατηχητική λειτουργία: ο άγιος δεν «χαστουκίζει» έναν
άνθρωπο, αλλά «πλήττει» την αίρεση.
Οι περισσότεροι Έλληνες ερευνητές συμφωνούν
ότι το συμβάν δηλώνει με παραστατικότητα την Ορθόδοξη ομολογία, χωρίς να
διαθέτει ιστορική θεμελίωση.
Ορισμένοι αγιολόγοι υποθέτουν ότι η ιστορία ίσως
να προέρχεται από παλαιότατες προφορικές παραδόσεις της Μικράς Ασίας, όπου ο
Νικόλαος αναφέρεται ως φλογερός ομολογητής της πίστεως. Αν υπήρξαν τέτοιες
προφορικές παραδόσεις πριν τον 9ο αιώνα, αυτές δεν διασώθηκαν σε γραπτή μορφή. Η
σύγχρονη φιλολογική έρευνα των χειρογράφων δείχνει πως η παράδοση του
ραπίσματος είναι προϊόν ύστερης συνθετικής επεξεργασίας μέσα στα μοναστήρια.
Η θεολογική ατμόσφαιρα της Νίκαιας, όπου πράγματι
εκδηλώθηκαν σφοδρές δογματικές αντιπαραθέσεις, φαίνεται πως γέννησε την
έμπνευση για το περιστατικό του ραπίσματος. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι έδιναν
μεγάλο αγώνα για την αποδοχή του όρου ὁμοούσιος, ο οποίος θα καθόριζε την
ορθόδοξη διατύπωση περί της θεότητας του Χριστού στο Σύμβολο της Πίστεως, ενώ η
παρουσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προσέδιδε επιπλέον ένταση και πολιτικό
βάρος στη Σύνοδο. Μέσα σε αυτή την πυρακτωμένη πνευματικά και ιστορικά
ατμόσφαιρα, οι επόμενοι αιώνες φαντάστηκαν τον Άγιο Νικόλαο ως ζωντανή
προσωποποίηση του αγώνα για την καθαρότητα της πίστεως — ως μορφή που
ενσαρκώνει τη φλόγα και το πάθος της ορθής διδασκαλίας.
Γιατί, λοιπόν, δημιουργήθηκε μία τέτοια ιστορία;
Οι ερευνητές ερμηνεύουν την αφήγηση ως θεολογικό
σύμβολο και διδακτικό παράδειγμα. Η σκηνή διδάσκει και εμπνέει, παρουσιάζοντας
τον άγιο ως φύλακα της αλήθειας και παράδειγμα πνευματικής εγρήγορσης απέναντι
στην πλάνη. Το ενδιαφέρον της δεν βρίσκεται σε μια πράξη θυμού, αλλά στη
μεταφορική απεικόνιση του αγώνα ανάμεσα στο φως της ορθής πίστεως και το
σκοτάδι της αίρεσης. Έτσι, ο Νικόλαος δεν «χαστουκίζει» έναν
άνθρωπο, αλλά, μέσα από τη συμβολική του πράξη, αντικρούει την αδικία και
υπερασπίζεται την αλήθεια.
Συνοψίζοντας, το λεγόμενο ράπισμα του Αρείου
πρωτοεμφανίζεται σε ελληνικά χειρόγραφα του τέλους του 13ου αιώνα, χωρίς
ιστορική τεκμηρίωση στις πηγές του 4ου. Ωστόσο, το αφήγημα αποτυπώνει με έξοχο
τρόπο τη ζωντανή μνήμη της Εκκλησίας: την πίστη, τον ζήλο και το θάρρος
απέναντι στην πλάνη και την διαστροφή της ευαγγελικής διδασκαλίας.
***
Saint
Nicholas and the “Slap” of Arius
Among the most
famous narratives of ecclesiastical tradition is the renowned “slap” that Saint
Nicholas is said to have given to Arius during the First Ecumenical Council of
Nicaea (A.D. 325). This scene, popular and often reproduced, presents Nicholas
as a champion of the Orthodox Faith. Yet a question arises: was it a historical
event or a creation of later hagiographical tradition?
The sources of
the 4th and 5th centuries—Eusebius of Caesarea, Socrates Scholasticus, Sozomen,
and Theodoret of Cyrrhus—make no mention of such an episode. Arius took part in
the Council of Nicaea as a deposed cleric under examination. As the historians of
the period note, the disagreements were intense, expressed mostly through
rhetoric and theological argument, not acts of violence. The reading of Arius’s
hymns (Thalia) provoked anger: many bishops covered their ears in protest. Yet,
no source implies physical confrontation.
Modern research
places the first appearance of the story in the late Byzantine period. The
earliest traces are found in the manuscripts of the collection Vita per
Michaelem (ca. 1290–1320), probably connected with monastic scriptoria in
Constantinople or Monemvasia. In these texts it is said that Nicholas, “unable
to endure the blasphemies of Arius, struck him upon the cheek.”
The story
appears more fully developed in the Codex Vaticanus Graecus 797 (ca.
1320–1350), which contains hagiographical texts and provides an important
testimony to the dissemination of the narrative in Byzantine literature. The
episode later appears in Greek synaxaria of the 14th century and in Latin
versions circulating in the West. Gradually, the story entered both the
hagiographical tradition and the Byzantine iconography of the 15th century,
where the saint is depicted with his hand raised toward the heretic.
R. P. C.
Hanson, Lewis Ayres, and Timothy Barnes regard the scene as unhistorical,
emphasizing that it reflects the theological atmosphere of the late Middle
Ages, when the lives of saints were often enriched with didactic episodes. The
Bollandist scholar H. Delehaye wrote that such accounts are “expressive forms
of devotion” that display the spiritual ethos of a saint.
Greek
theological scholarship concurs with this view.
Stylianos
Papadopoulos notes that the story of the slap is a “symbolic image of holy
zeal,” not a historical event.
Vlasios Feidas
explains that the narrative was probably composed in the 13th or 14th century
as an exemplary story of faith.
Antonios‑Aimilios
Tachiaos and Chrysostomos Stamoulis detect a catechetical function in the
story: the saint does not “strike a man,” but rather “strikes down” heresy.
Most Greek
scholars agree that the event powerfully expresses Orthodox confession,
although it lacks historical substantiation.
Some
hagiologists suppose that the story may trace its roots to ancient oral
traditions of Asia Minor, where Nicholas was remembered as a fervent confessor
of the faith. If such oral legends existed before the 9th century, they have
not survived in written form. Modern philological research on the manuscripts
suggests that the story of the slap is the result of late synthetic editorial
work carried out within monastic circles.
The theological
atmosphere of Nicaea, where intense doctrinal disputes truly took place, seems
to have inspired the creation of the later story. The Orthodox bishops
struggled ardently for the acceptance of the term homoousios, which would
define the orthodox confession regarding the divinity of Christ in the Creed,
while the presence of Emperor Constantine added further tension and political
weight to the Council. In this spiritually and historically heated environment,
later generations imagined Saint Nicholas as a living embodiment of the
struggle for the purity of faith — a figure who embodies the flame and the
passion of true doctrine.
Why, then, was
such a story created?
Scholars
interpret the narrative as a theological symbol and a didactic paradigm. The
scene teaches and inspires, presenting the saint as a guardian of truth and an
example of spiritual vigilance against error. Its meaning does not lie in an
outburst of anger, but in the symbolic portrayal of the struggle between the
light of true faith and the darkness of heresy. Thus, Nicholas does not
“strike” a man, but, through his symbolic action, confronts injustice and
defends truth.
In summary, the
so‑called “slap of Arius” first appears in Greek manuscripts of the late 13th
century, with no historical evidence in the sources of the 4th. Yet the
narrative vividly conveys the living memory of the Church — faith, zeal, and
courage in the face of error and distortion of the Gospel’s teaching.
Σημ. Οι υπογραμμίσεις του ιστολόγου

1 σχόλιο:
Είναι αμφίβολο αν ο Απόστολος Πέτρος πήγε ποτέ στη Ρώμη.
Από τις Πράξεις των Αποστόλων και τις ιστορικές πηγές δεν αναφέρεται πουθενά.
Δημοσίευση σχολίου