Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; - «Κ.Π.»

 

Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; 

«Κ.Π.»

Ἦταν μία παρέα ἀπὸ λεβέντες, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ γνήσια, ἀληθινά. Οἱ οἰκογένειές τους, οἱ φίλοι τους, ὅλοι τὰ χαίρονταν. Δὲν στραβοπάτησαν. Μπῆκαν καὶ στὸ Πανεπιστήμιο μὲ τὴν ἀξία τους, ἀκολουθώντας τῆς ἀρετῆς τὸ δρόμο... Στὸ δεύτερο ἔτος τῶν σπουδῶν ὁ Ἀνέστης, ποὺ δὲν εἶχε φίλο ἀπὸ τὴν παρέα τους στὴ Σχολή του, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι, ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ ἀραιώνει, μέχρι ποὺ ξέκοψε ἀπὸ τὴ δυνατή τους παρέα. Οἱ γονεῖς του πονοῦν πολὺ καὶ οἱ φίλοι του ἀνησυχοῦν. Τὸν ψάχνουν ἀδιάκοπα ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ἀποφεύγει, χάνεται… Πολλὲς προσευχὲς γίνονται γιὰ τὸν Ἀνέστη…

Ἔμπλεξε ὁ Ἀνέστης. «Τὴν ἀγάπην τὴν πρώτην ἀφῆκας»! Ἔμπλεξε μὲ ἀθεϊστικὲς συντροφιὲς καὶ βιβλία καὶ δραστηριότητες. Ἔμπλεξε καὶ μὲ τὴ ζωὴ τῆς νύχτας, μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλοιώθηκε ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν, ὅταν τὸν συναντοῦν. Οἱ φίλοι τελείωσαν τὶς σπουδές, τὰ μεταπτυχιακά, τὸ στρατό, ἄνοιξαν τὶς δουλειές τους, προοδεύουν. Ἐκεῖνος ξοδεύει τὶς δυνάμεις του ὅλες σὲ παρανομίες, γιὰ νὰ ἐπιβιώσει. Μέχρι, ποὺ ὅσοι τὸν παρέσυραν στὴ νέα του ζωή, τοῦ φόρτωσαν μία ληστεία καὶ ἐξαφανίστηκαν καὶ ἐκεῖνος πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα! Συναγερμὸς ἀπὸ τὴν παλιά του παρέα. Ὅλοι δίπλα του στὸ κρατητήριο, στὰ δικαστήρια, στὴ φυλακή, μὲ πρωτεργάτη τὸ δικηγόρο τῆς παρέας τους, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἀθώωσή του.

Ἀπορεῖ πόσο οἱ φίλοι, ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, τὸν ἀγαποῦν τόσο πολύ. Ἀπορεῖ ποὺ οἱ πικραμένοι γονεῖς του τὸν ἔχουν συγχωρήσει καὶ τοῦ παραστέκονται μὲ κάθε τρόπο ψυχολογικά, οἰκονομικά… Ἀπορεῖ καί, ὅσο περνάει ὁ καιρὸς καὶ μαλακώνει ἀπὸ τὴν σύγχυση καὶ ἀποστασία ἡ ψυχή του, ντρέπεται, ὑποφέρει ἀπὸ ντροπή, κάθε τόσο ποὺ τὸν ἐπισκέπτονται, καὶ ὄχι μόνο. Ντρέπεται γιὰ τὸ κατάντημά του. Εἶναι ἀποτυχημένος! Δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μαζί τους. Εἶναι πολὺ ἀποτυχημένος! Τί θὰ ἀπογίνει; Μαρτύριο τὸ πρόβλημά του καὶ  ἡ κατάστασή του.

Κάποτε μὲ τὴ βοήθεια ὅλων ἀθωώθηκε καὶ πῆγε σπίτι του. Δυσκολεύεται νὰ συνηθίσει τὴν παλιά του ζωή. Ὅμως τὸ παλεύει καὶ μετὰ ἀπὸ μῆνες καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ, ποὺ τὸν περίμενε μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα, βρῆκε τοὺς εὐλογημένους του ρυθμούς. Ἐν τῷ μεταξύ, ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους του, τὸν προσέλαβε ὑπάλληλο, σὲ καλὴ θέση στὴν ἑταιρεία του. Τώρα μπορεῖ νὰ καλέσει συγγενεῖς καὶ φίλους σὲ ἕνα τραπέζι εὐγνωμοσύνης… Καιρὸς ἦταν. Ἐξάλλου νιώθει καλά, συνῆλθε.

Σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι, τοὺς περίμενε ὅλους μία μεγάλη ἔκπληξη:. Ὁ Ἀνέστης σηκώθηκε, τοὺς ζήτησε μὲ ταπείνωση συγγνώμη γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς ζωῆς του, τοὺς εὐχαρίστησε θερμὰ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ βοήθεια, γιὰ τὸ παράδειγμά τους καὶ θέλησε νὰ τοὺς ἐξομολογηθεῖ μία ἐμπειρία του, τὸν καιρὸ τοῦ ἀσώτου…

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸν κακὸ τὸ δρόμο, μία δυνατὴ φωνή, τοῦ ἔλεγε «Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς;», δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἠρεμήσει… Στὴν ἀρχὴ τὴν περιφρονοῦσε. Μετὰ τῆς ἀπαντοῦσε μὲ νεῦρα καὶ θυμό, γιατί νόμιζε πὼς ἦταν ἡ μητέρα του. – Ρὲ Μάνα, σταμάτα πιά. Δὲν θὰ μὲ ἀφήσεις ποτὲ ἐλεύθερο νὰ ζήσω τὴν εὐτυχία μου. Σταμάτα πιά… Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε κι ἐγὼ φώναζα ἀγριεμένος τὴ Μάνα μου, ποὺ δὲν μὲ ἄφηνε σὲ ἡσυχία. Κάποια στιγμὴ ποὺ ἠρέμησα καὶ νοστάλγησα τὰ παλιά, θυμήθηκα τὸ μάθημα τοῦ Κατηχητικοῦ, γιὰ τὴ φωνή τῆς συνειδήσεως…                

Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας φυτεμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πλάστη μας. Σὰν φρένο στὸ κακό, σὰν ὀδοδείχτης στὸ καλό, πυξίδα ἀλάθητη, ἀκριβείας, αὐτόματη. Ἐλέγχει μὲ αὐστηρότητα  τὴν ἁμαρτία καὶ ἐνισχύει, ἐνθαρρύνει  τὴν καλοσύνη… Ὁ πιὸ ἀσφαλὴς προστάτης καὶ φύλακας…! Αὐτὴ οὔτε τὸ χρόνο μας σπαταλάει, οὔτε τὰ χρήματά μας ξοδεύει, οὔτε τοὺς κόπους μας ζητάει. Ἄγρυπνος φρουρὸς μέρα – νύχτα. Ἀλήθεια, γιατί δὲν τὴν ἄκουγα;  

 Δὲν μποροῦσα νὰ μείνω καθόλου μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ ἡ φωνὴ ἴδια: «Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς;» Ὁ ἐνθουσιασμός μου σιγὰ – σιγὰ μαραινόταν, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσα καὶ δὲν ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ αὐτὴ τὴ παρέα καὶ ζωή… Αὐτὴ ὅμως ἡ φωνὴ πολλὲς φορὲς μὲ κράτησε ἀπὸ πολὺ χειρότερα, π.χ. εἶπα ὄχι στὰ ναρκωτικά, εἶπα ὄχι στὶς πρὸ γάμου σχέσεις καὶ τόσα ἄλλα πολὺ ἁμαρτωλὰ καὶ ἐπικίνδυνα.

Ὅταν τὸ ἀνέφερα στὴ συνάντηση μὲ τὸν Πνευματικό μου, μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τὴ συνείδησή σου χωρὶς Χριστὸ τόσα χρόνια, μὲ τόση κακία καὶ ἁμαρτία, τὴν εἶχες φιμώσει. Ὅμως ἐπειδὴ τόσοι προσευχόμαστε γιὰ σένα, ὁ φύλακας Ἄγγελός σου σοῦ φώναζε: «Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς;» καὶ σὲ συγκρατοῦσε ἀπὸ τὰ ἀκόμη χειρότερα. Κατάλαβες πόσο βασάνισες τὸν Ἄγγελό σου, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν προστασία καὶ σωτηρία σου; Κατάλαβες παιδί μου; Εὐτυχῶς τέλος καλὸ!

Μακάριοι ὅσοι σέβονται και ἀκοῦνε τή φωνή τῆς φωτισμένης Συνειδήσεως. Δόξα τῷ Θεῶ!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: