Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, οἱ ἰδέες ὄχι - Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

 Ἀποτομὴ κεφαλῆς Προδρόμου (Μᾶρκ. 6,14-30)

 Οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, οἱ ἰδέες ὄχι

«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ· Οὐκ ἔξεστί 
σοι ἔχειν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

 Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα πένθους καὶ αὐστηρῆς νηστείας, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄψυχα θρηνοῦν τὴν ἄδικη σφαγὴ τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου· καὶ σήμερα 29 Αὐγούστου θρηνοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἄδικη σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ ὑψηλότερη φυσιογνωμία τοῦ ἀρχαίου κόσμου(βλ. Ματθ. 11,11. Λουκ. 7,28). Τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς εἶνε γνωστό. Τὸ ἀκούσατε στὸ εὐαγγέλιο. Ἐδῶ θὰ πῶ τοῦτο μόνο.

* * *

Ὁ Πρόδρομος ἔζησε σὲ δύσκολη ἐποχή. Ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ εἶχε διαφθαρῆ. Κολακεία, ἰδιοτέλεια, συμφέρον, ψέμα, ἀπάτη, ἀσέβεια, ὑποκρισία, αὐτὰ τὴ χαρακτήριζαν. Εἶχαν στὰ χείλη τὸ Θεὸ καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Καὶ κέντρο τῆς διαφθορᾶς ἦταν τὰ ἀνάκτορα. Ἐκεῖ ἦταν ὁ βασιλιᾶς Ἡρῴδης· ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ 14.000 νήπια τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ ἕνας γυιὸς ἐκείνου μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας.

Ἦταν λύκος γεννημένος ἀπὸ λύκο, παιδὶ πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ ἀκόλαστο ἀπ᾿ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ πῆρε ὡς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρῳδιάδα. Αἱμομειξία, δημόσιο σκάνδαλο! Καὶ «τὰ δημοσίως πραττόμενα πρέπει καὶ δημοσίως νὰ ἐλέγχωνται».

Ποιοί ἦταν ἁρμόδιοι νὰ ἐλέγξουν τὸ ἔγκλημα αὐτό; Οἱ φύλακες τοῦ δικαίου, οἱ διδάσκαλοι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἦταν οἱ «διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. 23,24). Αὐτοί ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθοῦν, κανείς ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ μίλησε. Σιγὴ νεκροταφείου.

Ἕνας μόνο βρέθηκε στὸ δικτατορικὸ ἐκεῖνο καθεστὼς νὰ ἐλέγξῃ τὸν αἱμομείκτη βασιλέα· ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Τί εἶχε νὰ φοβηθῇ; Μήπως τοῦ πάρουν τὴν περιουσία; Ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας· φαγητό του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο, ποτό του νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, στρῶμα του ἡ ἄμμος, κατοικία του οἱ σπηλιές, συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης· ἕνας ἄγγελος στὴν ἔρημο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε τὸ δημόσιο σκάνδαλο, ἄφησε τὴν ἔρημο καὶ σὰν ἀετὸς κατέφθασε στὰ ἀνάκτορα. Ἀνέβηκε τὰ σκαλιά, παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ, καὶ ὁ ἐρημίτης ἀσκητὴς ἔρριξε τὸν κεραυνό· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ διώξῃς τὴ νόμιμη γυναῖκα σου καὶ νὰ πάρῃς ξένη, καὶ μάλιστα τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου(Μᾶρκ. 6,18).

Ἐννέα λέξεις εἶπε, τὸ πιὸ σύντομο κήρυγμα. Σπανίως μικρὸ κήρυγμα εἶχε τόσο μεγάλη δύναμι. Ἡ ἀξία ἑνὸς κηρύγματος ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπὸ τὸ μῆκος τοῦ λόγου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ περιέχει. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν κεραυνός. Λόγοι ἱεροκηρύκων καὶ ῥητόρων ἔχουν λησμονηθῆ. Ποιός θυμᾶται σήμερα λόγους τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Κικέρωνος, τῶν φιλοσόφων; Οἱ ἐννέα ὅμως αὐτὲς λέξεις ἔμειναν ἀλησμόνητες· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Πῶς ἄκουσε τὸν ἔλεγχο ὁ Ἡρῴδης, ποὺ ἦταν συνηθισμένος ν᾿ ἀκούῃ κολακεῖες; Σκληρὸς ὁ λόγος, πικρὴ ἡ ἀλήθεια. Ἐν τούτοις ὁ βασιλιᾶς στάθηκε κατὰ κάποιο τρόπο πειθήνιος· ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ τὸν Ἰωάννη. Δίπλα του ὅμως ἦταν δυστυχῶς ἡ διεφθαρμένη ἀνδροχωρίστρα, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε ἥσυχο. Ἔτσι ὁ Ἡρῴδης ἀναγκάστηκε, μὲ λύπη πολλή, νὰ ὑπογράψῃ διαταγή, νὰ φυλακιστῇ ὁ Ἰωάννης στὶς φυλακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος, ποὺ ἐρείπιά τους σῴζονται πέρα ἀπ᾽ τὴ Νεκρὰ θάλασσα. Σιώπησε τότε ἆραγε; Ὄχι. Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς ἐρχόταν δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» καὶ δὲν ἄφηνε τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ κοιμηθῇ. Γι᾿ αὐτὸ ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Πρόδρομο.

Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε. Γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδη ἔγινε στὰ ἀνάκτορα χορός. Χορὸς ἀνήθικος, λάγνος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μέχρι σήμερα χορεύουν λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Ἡρῴδης διασκέδαζε καὶ εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους τῶν Ἰεροσολύμων. Κι ὅταν παρουσιάστηκε ἡ Σαλώμη –ἀντάξια κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος!– καὶ χόρεψε, τότε πλέον τοὺς ἔπιασε ντελίριο, δὲν ἤξεραν τί κάνουν. Τέτοιες ὧρες χάνεται πλέον ἡ ἀξιοπρέπεια. Στρατηγοί, κυβερνῆτες, βασιλιᾶδες γίνονται μηδέν, σκουλήκια. Καὶ πάνω στὴ μέθη καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν φρενῶν, ὁ Ἡρῴδης ὑποσχέθηκε μεγάλο βραβεῖο στὴν αἰσχρὴ χορεύτρια. –Σοῦ δίνω, λέει, «ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου» (ἔ.ἀ. 6,23), μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου… Ἰδοὺ εὐκαιρία. Μποροῦσε πολλὰ νὰ ζητήσῃ· χρήματα, ροῦχα, κοσμήματα, διαμάντια, κτήματα, πεδιάδες, σπίτια, ἀνάκτορα… Δὲν ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Τί ζήτησε; –Θέλω, εἶπε, τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ!… Ὤ κακία καὶ μοχθηρία γυναικός! Πρὸς στιγμὴν ὁ Ἡρῴδης κλονίστηκε· δὲν ἤθελε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀπαίτησί της, ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε. Ἀλλ᾿ ἕνα αὐστηρὸ βλέμμα τῆς Ἡρῳδιάδος τὸν ἔκανε ἀμέσως νὰ ὑποχωρήσῃ. Καὶ νά τον, μὲ τρεμάμενο χέρι ὑπογράφει διάταγμα, νὰ ἐκτελεσθῇ ὁ Ἰωάννης. Στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα πηγαίνει στὶς φυλακές, καὶ ἐκεῖ σπεκουλάτωρ, δήμιος, κόβει τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου.

Ἡσύχασε ἆραγε τὸ ἄνομο ζεῦγος; Ὄχι. Ὁ Ἰωάννης δὲν ὑπῆρχε πλέον στὸν κόσμο· ἀλλὰ ἡ φωνή του, καὶ μετὰ θάνατον, ἀκούστηκε ἀκόμη πιὸ ἠχηρή. Ὁ Ἡρῴδης δὲν εἶχε ὕπνο, λὲς καὶ τὸ προσκέφαλό του εἶχε καρφίτσες καὶ τὸ στρῶμα του ἀγκάθια. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ, καὶ ξαφνικὰ τί ἀκούει; Ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀκόμη ἰσχυρότερη· ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό ᾿μαθε εἶπε· –Ἡρῳδιάδα, χαθήκαμε· ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν! (βλ. ἔ.ἀ. 6,16)… Τὸ πίστευε καὶ ἔτρεμε.

* * *

Μεγάλο δίδαγμα μᾶς δίνει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, ἀλλὰ οἱ ἰδέες δὲν θανατώνονται. Κήρυκες τῆς ἀληθείας, τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἠθικῆς φυλακίζονται καὶ ἐκτελοῦνται, ἀλλὰ οἱ ἰδέες ὄχι. Συνέλαβαν οἱ Αὐστριακοὶ στὸ Βελιγράδι τὸ Ῥήγα Φεραῖο καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸ Δούναβι, μὰ ἡ φωνή του ἔσεισε τὰ Βαλκάνια. Ἐπαναλαμβάνω μιλώντας ἐκ πείρας· οἱ ἄνθρωποι ἐκτοπίζονται ἢ κλείνονται σὲ τρελλοκομεῖα, ἀλλὰ οἱ ἰδέες ὄχι. Ἡ ἰδέα εἶνε σεισμός, εἶνε κεραυνός, κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ πέφτουν οἱ κεραυνοὶ τῆς θείας ἀληθείας.

Τέτοια εἶνε ἡ μοῖρα τῶν κακούργων καὶ δολοφόνων. Ὁ Κάϊν φόνευσε τὸν ἀδελφό του· ἀλλ᾿ ἀπὸ τότε δὲν ἡσύχασε. Κάϊν Κάϊν, ἄκουγε, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;(βλ. Γέν. 4,9), κ᾿ ἔτρεμε σὰν φύλλο στὸν ἄνεμο. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό· ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε, «ἀπελθὼν ἀπήγξατο»(Ματθ. 27,5). Στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἀναφέρεται, ὅτι κάποιος σκότωσε τὸν ἀδελφό του γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλιᾶς, καὶ ἔγινε. Ὅταν τὴ νύχτα πῆγε νὰ κοιμηθῇ στὰ ἀνάκτορα, βλέπει μέσα στὸ δωμάτιό του τὴ μορφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι μὲ αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!… Τὸν ἔπιασε φόβος. Ἄλλαξε δωμάτιο, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, πῆγε σὲ ἄλλα μέρη, ἀλλὰ ἡ σκιὰ ἐκείνη παρουσιαζόταν καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου…

Ἀλλὰ καὶ σήμερα νέα αἵματα ἀθῴων ἔρχονται νὰ προστεθοῦν στὰ παλαιὰ καὶ στὸ αἷμα τοῦ Προδρόμου. Στὸν Πόντο οἱ Τοῦρκοι ἐνεργοῦν γενοκτονία, στὴ Σμύρνη καῖνε καὶ καταστρέφουν, στὴ μεγαλόνησο Κύπρο ὁ Ἀττίλας σφάζει καὶ ἀτιμάζει… Νέοι πρόσφυγες, νέοι αἰχμάλωτοι, νέοι ὅμηροι, νέοι ἀγνοούμενοι βαδίζουν δρόμο αἱματοβαμμένο. Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας βλέπω ἄγγελο Κυρίου μὲ λευκὰ φτερὰ νὰ πετᾷ πάνω ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ μέρη. Κρατεῖ ποτήριο καὶ συλλέγει σταλαγματιὰ - σταλαγματιὰ τὸ αἷμα ὅλων τῶν ἀθῴων θυμάτων. Ἐν συνεχείᾳ τὸ παίρνει, πετᾷ ὑπεράνω τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἀμερικῆς, σείει τὸ ποτήριο αὐτὸ καὶ φωνάζει· Δολοφόνοι διπλωμάται, πίετε τὸ αἷμα τῶν λαῶν…

Θὰ πῆτε· Δὲν ὑπάρχουν πλέον αὐτιὰ τιμίων ἀνθρώπων ν᾿ ἀκούσουν· Σόδομα καὶ Γόμορρα ἔγινε ἡ ἀνθρωπότης… Ἀλλ᾿ ἂς εἶνε βουλωμένα ὅλα τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι τοῦ σατανᾶ· ἕνα αὐτί, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ, μένει πάντοτε ἀνοιχτό. Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων καὶ τοῦ δικαίου ἀκούει τὰ θύματα ποὺ κλαῖνε καὶ προσεύχονται. Ἡ φωνή τους φθάνει μέχρι τὸ θρόνο του. Μὲ ὑπομονή, λοιπόν, ἐγκαρτέρησι καὶ πίστι στὴν αἰωνιότητα ἂς ἀντλήσουμε δύναμι ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ τιμίου Προδρόμου γιὰ νὰ προχωροῦμε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης θὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: